×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

18898/2019

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3844/2010
ΦΕΚ: 746/Β/05.03.2019

Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού 2018/302 για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού και άλλων μορφών διακριτικής μεταχείρισης με βάση την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης των πελατών εντός της εσωτερικής αγοράς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθμ. 2006/2004 και (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ.


ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ 22999/2024-ΦΕΚ:2059/Β/07.04.2024

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Αναθεώρηση 18898-2019.pdf Ημερομηνία δημιουργίας 17/02/2024

ΟΠΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΕ ΦΕΚ

Σχετικά Έγγραφα

22999/2024

Τροποποίηση της υπ’ αρ. 18898/13-2-2019 κοινής υπουργικής απόφασης (Β’ 746) για τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού 2018/302 για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού και άλλων μορφών διακριτικής μεταχείρισης με βάση την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης των πελατών εντός της εσωτερικής αγοράς και για την τροποποίηση των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ. 


ΔΕΚ-C‑300/2007

«Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών – Δημόσια ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας – Οργανισμοί δημοσίου δικαίου – Αναθέτουσες αρχές – Πρόσκληση για την υποβολή προσφορών – Κατασκευή και προμήθεια ορθοπεδικών υποδημάτων ατομικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών – Παροχή λεπτομερών συμβουλών στους πελάτες»Στην περίπτωση που η παροχή υπηρεσιών αποδειχθεί, στη συγκεκριμένη σύμβαση, πρωτεύουσα σε σχέση με την προμήθεια προϊόντων, μια συμφωνία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, που συνάπτεται μεταξύ δημοσίου ταμείου ασφαλίσεως ασθενείας και επιχειρηματία, με την οποία καθορίζονται οι αμοιβές των διαφόρων μορφών αγωγής που αναμένεται ότι θα πραγματοποιήσει ο εν λόγω επιχειρηματίας καθώς και η διάρκεια εφαρμογής της συμφωνίας και βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξυπηρετήσει τους ασφαλισμένους που θα του το ζητήσουν, το δε ταμείο είναι ο μοναδικός οφειλέτης της αμοιβής των υπηρεσιών του επιχειρηματία, πρέπει να θεωρηθεί συμφωνία-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/18.


C-300/2007

Υπόθεση C-300/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2009 [αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Hans & Christophorus Oymanns GbR, Orthopädie Schuhtechnik κατά AOK Rheinland/Hamburg (Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών — Δημόσια ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας — Οργανισμοί δημοσίου δικαίου — Αναθέτουσες αρχές — Πρόσκληση για την υποβολή προσφορών — Κατασκευή και προμήθεια ορθοπεδικών υποδημάτων ατομικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών — Παροχή λεπτομερών συμβουλών στους πελάτες)   Διατακτικό   1) Το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ', πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών έχει την έννοια ότι υπάρχει χρηματοδότηση κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Κράτος οσάκις οι δραστηριότητες των δημόσιων ταμείων ασφαλίσεως ασθενείας χρηματοδοτούνται κυρίως με εισφορές των ασφαλισμένων που επιβάλλονται, υπολογίζονται και εισπράττονται σύμφωνα με κανόνες δημοσίου δικαίου, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη. Αυτά τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας πρέπει να θεωρηθούν οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια των κανόνων της οδηγίας αυτής. 2) Μια μικτή δημόσια σύμβαση έχει ως αντικείμενο συγχρόνως και προϊόντα και υπηρεσίες, το εφαρμοστέο κριτήριο για να κριθεί αν η σύμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως σύμβαση προμηθειών ή ως σύμβαση υπηρεσιών είναι η αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτει η σύμβαση. Σε περίπτωση διαθέσεως εμπορευμάτων που κατασκευάζονται και προσαρμόζονται ατομικά αναλόγως των αναγκών εκάστου πελάτη, ως προς δε τη χρήση των οποίων έκαστος πελάτης πρέπει να ενημερωθεί ατομικά, η κατασκευή των εμπορευμάτων αυτών πρέπει να καταταγεί στο τμήμα «προμήθειες» της εν λόγω σύμβασης, για τον υπολογισμό της αξίας εκάστης συνιστώσας αυτής. 3) Στην περίπτωση που η παροχή υπηρεσιών αποδειχθεί, στη συγκεκριμένη σύμβαση, πρωτεύουσα σε σχέση με την προμήθεια προϊόντων, μια συμφωνία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, που συνάπτεται μεταξύ δημοσίου ταμείου ασφαλίσεως ασθενείας και επιχειρηματία, με την οποία καθορίζονται οι αμοιβές των διαφόρων μορφών αγωγής που αναμένεται ότι θα πραγματοποιήσει ο εν λόγω επιχειρηματίας καθώς και η διάρκεια εφαρμογής της συμφωνίας και βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξυπηρετήσει τους ασφαλισμένους που θα του το ζητήσουν, το δε ταμείο είναι ο μοναδικός οφειλέτης της αμοιβής των υπηρεσιών του επιχειρηματία, πρέπει να θεωρηθεί συμφωνία-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/18.


ΔΕΚ/C-382/2008

Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/105/2012

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ:..Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι μη νομίμως χορηγούνται τα επιδόματα γάλακτος και θερινής εξοχής στους ασφαλισμένους του ... Και τούτο, διότι τα επιδόματα αυτά δεν ευρίσκουν ευθέως νόμιμο έρεισμα, λόγω της ακυρώσεως με την 3007/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ημ/νία δημ/σεως 27.9.2010) της Φ.40433/18821/1279/3.12.2003 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, διά της οποίας εγκρίθηκε ο τελευταίος Κανονισμός του ... που προέβλεπε την καταβολή των επίμαχων επιδομάτων σε όλους τους ασφαλισμένους του Ταμείου, που συνιστά και το νόμιμο έρεισμα της αποφάσεως του Δ.Σ. περί καταβολής και προσδιορισμού των εν λόγω παροχών στο νυν εντελλόμενο ύψος. Εξ άλλου, ουδεμία ασκεί επιρροή επί της κρίσεως για τη νομιμότητα της δαπάνης ο προβαλλόμενος με το έγγραφο επανυποβολής του εντάλματος ισχυρισμός του ... ότι η 3007/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κοινοποιήθηκε στο Ταμείο μόλις στις 19.6.2012, καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν ανατρέπει το γεγονός ότι πάντως από της δημοσιεύσεως της ως άνω ακυρωτικής αποφάσεως ανετράπη το νόμιμο έρεισμα των επίμαχων δαπανών. Περαιτέρω, οι εντελλόμενες δαπάνες δεν ευρίσκουν, ως εκ της ακυρώσεως και των δύο Κανονισμών (έτους 1998 και 2003), ευθέως έρεισμα στο ισχύον καταστατικό πλαίσιο του Ταμείου, εγκριθέν με την Α 9224/25.7.1957 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο αφενός δεν προβλέπει ευθέως την καταβολή των εν λόγω επιδομάτων και αφετέρου έχει ως λειτουργικό σκοπό την εξασφάλιση υγιεινών συνθηκών εργασίας των ασφαλισμένων σε αυτό (βλ. άρθρο 2 περ. Ε΄ του Κανονισμού), χωρίς να εντάσσεται σ’ αυτόν η καταβολή επιδοματικών παροχών που κατατείνουν σε απλή χρηματική ενίσχυση των ασφαλισμένων. Τούτο δε, διότι η εξασφάλιση υγιεινών συνθηκών εργασίας στους ασφαλισμένους του Ταμείου επιτρέπει, κατά τα προεκτεθέντα, την χορήγηση κατ’ αρχήν εις είδος παροχών στους εν ενεργεία ασφαλισμένους του Ταμείου και δευτερευόντως, σε περίπτωση αιτιολογημένης αδυναμίας του ... για την χορήγηση αυτών, την καταβολή του ακριβούς αντιτίμου των ειδών ατομικής προστασίας, που για λόγους χρηστής διαχειρίσεως και οικονομικότητας θα επέβαλλε επιπροσθέτως την απόδοση λογαριασμού εκ μέρους των ληπτών ασφαλισμένων, προς εξασφάλιση της προσήκουσας διαθέσεως των ποσών για την πραγμάτωση των σκοπών του Ταμείου. Αντιθέτως και παρά τους ισχυρισμούς του ..., η περιοδική καταβολή βοηθήματος γάλακτος εν είδει επιδόματος καθώς και η καταβολή επιδόματος θερινής εξοχής σε όλους τους ασφαλισμένους του Ταμείου αδιακρίτως, δεν εξυπηρετεί κατά τρόπο άμεσο ή έστω έμμεσο τον ανωτέρω σκοπό του Ταμείου αλλά βαίνει πέραν αυτού, κατατείνοντας στην χρηματική αποκλειστικώς ενίσχυση των ασφαλισμένων, η οποία προβλέπεται από τον οικείο Κανονισμό ως μορφή κοινωνικής προνοίας, σε ειδικές περιπτώσεις (βλ άρθρο 2 περ. Β επ. αυτού), που ως εκ του δημοσιονομικού τους χαρακτήρα είναι στενά ερμηνευτέες. Ανεξαρτήτως δε αυτών, ούτε το ύψος των εν λόγω παροχών (270 ευρώ το τρίμηνο, ήτοι 90 ευρώ μηνιαίως, ως βοήθημα γάλακτος και 1000 ευρώ ετησίως ως επίδομα θερινής εξοχής) παρίσταται δικαιολογημένο, καθόσον από τις σχετικές αποφάσεις του ΔΣ του ... δεν προκύπτει ο τρόπος αποτιμήσεως των εν λόγω παροχών με στοιχεία της αγοράς, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των εντελλόμενων ποσών, εξ επόψεως τηρήσεως του προσήκοντος μέτρου, και συνακόλουθα η τήρηση των άκρων ορίων διακριτικής ευχέρειας των οικείων οργάνων. (...)Κατ’ ακολουθίαν αυτών, οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δαπάνες δεν είναι νόμιμες και, ως εκ τούτου, τα εντάλματα αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/127/2016

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η πρόσληψη των φερομένων ως δικαιούχων, κατ’ επίκληση του άρθρου 206 του ΚΚΔΚΥ, δεν είναι νόμιμη, όπως βασίμως προβάλλει η Επίτροπος με το λόγο διαφωνίας της. Και τούτο, διότι, από τα στοιχεία του φακέλου, δεν προκύπτει με ειδική, πλήρη και επαρκή αιτιολογία το μεν η εξυπηρέτηση διά της ανωτέρω πρόσληψης εποχικής ή πρόσκαιρης ανάγκης, το δε ο κατεπείγων χαρακτήρας αυτής. Ειδικότερα, από την 24/2016 ως άνω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 11Β.1 παρ. 4(β) του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου (Β΄, 1928/31-8-2011) στην οποία αναφέρεται ότι στις αρμοδιότητες του Γραφείου Παιδείας του Δήμου (όπου και τοποθετήθηκαν οι ανωτέρω προσληφθέντες) συγκαταλέγεται και η μέριμνα για τη μεταφορά μαθητών από τον τόπο διαμονής στο σχολείο φοίτησης, περιλαμβανομένης της μεταφοράς των μαθητών σχολείων ειδικής αγωγής, καθώς και της μεταφοράς και σίτισης μαθητών μουσικών γυμνασίων και λυκείων, προκύπτει ότι οι ανωτέρω, εκ της φύσης των καθηκόντων τους, καλύπτουν πάγιες ανάγκες του οικείου Δήμου, οι οποίες εξυπηρετούνται κατ’ αρχήν με μόνιμο προσωπικό, η δε επίκληση της έλλειψης προσωπικού λόγω λήξης των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας διά των οποίων εξυπηρετήθηκε το προηγούμενο χρονικό διάστημα η επίμαχη διαρκής ανάγκη, δεν δύναται να δικαιολογήσει την προσφυγή στην προμνησθείσα εξαιρετική διαδικασία. Άλλωστε, η προαναφερόμενη ανάγκη του Δήμου επρόκειτο να καλυφθεί, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω 24/2016 απόφαση, με την πρόσληψη υπαλλήλων με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών. Η αόριστη, δε, επίκληση του χρονοβόρου της διαδικασίας πρόσληψης υπαλλήλων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών δεν αποτελεί λόγο κατεπείγοντος που μπορεί να δικαιολογήσει την πρόσληψη προσωπικού, κατ’ επίκληση του άρθρου 206 του ΚΚΔΚΥ. Το Κλιμάκιο, όμως, κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Δήμος δεν ενήργησε με πρόθεση καταστρατήγησης των οικείων διατάξεων, αλλά συγγνωστώς υπέλαβε ότι υφίσταται κατεπείγουσα ανάγκη κάλυψης, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, της ανάγκης που ανέκυψε σε μια υπηρεσία μείζονος κοινωνικής σπουδαιότητας όσο αυτή της μεταφοράς μαθητών, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την ασφαλή μεταφορά των μαθητών των ∆ηµοτικών σχολείων, των Νηπιαγωγείων και των Δηµοτικών παιδικών σταθµών της ∆ηµοτικής Κοινότητας ..., που κατοικούν σε αποµακρυσµένες περιοχές. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, πλην όμως το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης. 


ΔΕΚ/C-213/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ