Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

588/21/2010

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3431/2006
ΦΕΚ: 2153/Β/31.12.2010

Kανονισμός για τον Καθορισμό του Ελαχίστου Επιπέδου Αναλυτικής Χρέωσης των Δημόσιων Τηλεφωνικών Υπηρεσιών.(Τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 835/6/2017, ΦΕΚ 4433/Β/15.12.2017)

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

835/6/2017

Τροποποίηση του Κανονισμού για τον Καθορισμό του Ελαχίστου Επιπέδου Αναλυτικής Χρέωσης των Δημοσίων Τηλεφωνικών Υπηρεσιών.


55127/Δ2/2004

Τροποποίηση της 35557/Δ2/9.4.2003 Υ.Α. «Ρύθμιση θεμάτων πρόσληψης προσωρινών αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπ/κών για τις ανάγκες λειτουργίας των δημόσιων σχολείων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» (ΦΕΚ 465 Β΄), όπως τροποποιήθηκε με την αριθμ. 46831/Δ2/14.5.2003 Υ.Α. (ΦΕΚ 636 Β΄) – ΑΡΙΘΜ. 55127/Δ2/04 (ΦΕΚ 937 Β/23-6-2004) ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ]


ΕλΣυν/Ολομ/1024/2011

Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το δικάσαν Τμήμα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, οι οποίοι επαναλαμβάνονται στο αναιρετήριο, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως, συνιστάμενοι στο ότι εσφαλμένα ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, καθόσον οι επίμαχες εργασίες για αρχαιολογικές έρευνες εκτελέσθηκαν απολογιστικά, ενώ η επιλεξιμότητα της σχετικής δαπάνης προκύπτει από το γεγονός ότι στην απόφαση της Ε.Ε. με αρ. Ε(2003) 3628/6-10-2003 σχετικά με τον καθορισμό του επιπέδου της κοινοτικής συνδρομής στη δαπάνη του έργου αναγράφεται μεταξύ των επιλέξιμων δαπανών, ποσό 12.408.780 ευρώ για αρχαιολογικές έρευνες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, όπως ορθά δέχθηκε το δικάσαν Τμήμα, ο Αναθεωρητικός Πίνακας Εργασιών, συντάσσεται περιοριστικά είτε για την εκτέλεση εργασιών που μπορούν να πληρωθούν με απρόβλεπτες δαπάνες και τη διάθεση των απρόβλεπτων δαπανών της αρχικής σύμβασης είτε για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών και την καταβολή των σχετικών δαπανών, σε καμιά, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την εκτέλεση εργασιών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εκτελούνται απολογιστικά, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση και οι σχετικές δαπάνες δεν προβλέπονται στον προϋπολογισμό του έργου. Περαιτέρω το αχρεώστητο της καταβολής στο ήδη αναιρεσείον του συνολικού ποσού των 8.800.000 ευρώ για απολογιστική εκτέλεση εργασιών για αρχαιολογικές έρευνες, δεν επηρεάζεται, όπως ορθά έκρινε το δικάσαν Τμήμα, εκ του ότι στην απόφαση της Ε.Ε. με αριθμό Ε(2003) 3628/6-10-2003, περί επιβεβαίωσης της κοινοτικής συμμετοχής στη δαπάνη του επίμαχου έργου, αναγραφόταν, μεταξύ των επιλέξιμων δαπανών, ποσό 12.408.780 ευρώ για αρχαιολογικές έρευνες, αφού, μη περιλαμβανόμενες οι εργασίες αυτές μεταξύ εκείνων για τις οποίες μπορούσε να συνταχθεί ΑΠΕ, δεν διενεργήθηκαν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία (πρβλ. Αποφ.2001/2008 Ολομ.Ελ.Συνεδρίου).


ΔΕΕ/C-601/2010

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού – Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως» (..) (σκ.32,33) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50 και το άρθρο 31, σημείο 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18, καθόσον εισάγουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C 20/01 και C 28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I 3609, σκέψη 58? της 18ης Νοεμβρίου 2004, C 126/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2004, σ. I 11197, σκέψη 23? της 11ης Ιανουαρίου 2005, C 26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I 1, σκέψη 46, καθώς και της 8ης Απριλίου 2008, C 337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I 2173, σκέψεις 57 και 58). 33 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η επέλευση ή η πιθανότητα επελεύσεως ενός απρόβλεπτου περιστατικού μετά την ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι οι εμπλεκόμενες αναθέτουσες αρχές μπορούσαν, προ της συνάψεως των αρχικών συμβάσεων, να προβλέψουν την ανάγκη να συμπεριληφθούν στις συμβάσεις αυτές οι σχετικές συμπληρωματικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, η επέκταση των ζωνών πολεοδομικού σχεδιασμού. Εάν η ανάγκη μιας τέτοιας επεκτάσεως για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην εκτέλεση των προβλεπόμενων στην αρχική σύμβαση υπηρεσιών μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτη περίσταση, οι αναθέτουσες αρχές θα είχαν την ευχέρεια να υποστηρίξουν ότι απέτυχαν κατά την εκτίμηση και τον ακριβή καθορισμό του φυσικού αντικειμένου και του περιεχομένου της αρχικής συμβάσεως και, στη συνέχεια, να προβούν στην ανάθεση συμπληρωματικών υπηρεσιών με τη σύναψη χωριστών συμβάσεων παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας. (…)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει: 1) Η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτοντας, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού οι οποίες δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση που είχαν συνάψει οι Δήμοι Βασιλικών, Κασσάνδρας, Εγνατίας και Αρέθουσας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, καθώς και από τα άρθρα 20 και 31, σημείο 4, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. 2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/2020/2020

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ-ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Για να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν στην αντίθεση των άρθρων 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 4, 7, 8, 13, 14 και 15 του ν. 4387/2016 περί υπαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και υπολογισμού των συνταξιοδοτικών αποδοχών τους, σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις(...)Η Ολομέλεια θεωρεί ότι, υπό την επιφύλαξη των αναφερόμενων στη σκέψη 91, η συνταγματικότητα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που καθορίζεται στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να κριθεί χωρίς σύγκριση με το καθεστώς ετέρων συνταξιοδοτουμένων. Αν το νέο αυτό καθεστώς, αυτοτελώς εξεταζόμενο, ανταποκρίνεται στις ειδικές απαιτήσεις του Συντάγματος όπως προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, ήτοι οικοδομείται επί της ιδέας της θεσμικής εγγύησης, διαρρυθμίζοντας τη σύνταξη των ανωτέρω ως συνέχεια του μισθού τους με τήρηση της εύλογης αναλογίας, με το Δημόσιο συγχρόνως, ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε τεχνικής φύσεως ρυθμίσεων, να παραμένει βαρυνόμενο με την υποχρέωση καταβολής  της σύνταξης αυτής, τότε το εν λόγω καθεστώς, ακόμη και αν καταλήγει να παρέχει ομοίου επιπέδου συντάξεις με αυτές άλλων καθεστώτων, δεν εγείρει προβλήματα συνταγματικότητας.(...)το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 4670/2020 που αναφέρονται στις σκέψεις αυτές, στις οποίες, ως εκ των επεξηγήσεων που τις συνοδεύουν, πρέπει να αποδοθεί γνησίως ερμηνευτικός χαρακτήρας προσδίδων σε αυτές αναδρομικότητα, ο νομοθέτης επιχείρησε να ευθυγραμμίσει τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 στις εκ του Συντάγματος ιδιαίτερες απαιτήσεις, ως αυτές αποτυπώνονται ιδίως στη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ιδιαίτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (σκέψεις 42, 43, 52, 72, 75, 78, 82 της παρούσας). Εν όψει τούτων και υπό την επιφύλαξη όσων εκτίθενται στη συνέχεια, η Ολομέλεια θεωρεί δεδομένο ότι και στην ισχύουσα πλέον νομοθεσία αναγνωρίζεται η ύπαρξη ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος της ανωτέρω κατηγορίας συνταξιούχων, ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος και λογιστικής διαχείρισης και ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους ανωτέρω είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας.(...)Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Ολομέλεια, έχοντας ανωτέρω εκθέσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν τα επίδικα ζητήματα, κρίνει, ότι δεν πρέπει αυτή να δώσει τη συγκεκριμένη λύση στην έφεση που παραπέμφθηκε ενώπιόν της, αλλά πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Τμήμα προκειμένου αυτό προς οριστική εκδίκαση της εφέσεως, αφού διαπιστώσει, πρώτον, το ύψος των αποδοχών ενέργειας της εκκαλούσας κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησής της, δεύτερον, τη σύνταξη που κανονίσθηκε σε αυτήν, και, τρίτον, το εύρος της απόστασης μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης ως αριθμητικό ποσοστό, να κρίνει στη συνέχεια, σεβόμενο την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, ήτοι ασκώντας οριακό έλεγχο, αν καταδήλως, εν όψει του συνόλου των αντικειμενικών δεδομένων που επιτρέπεται να σταθμισθούν σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά, η αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης δεν κρίνεται εύλογη.(...)Το Δικαστήριο αποφαίνεται: (i) Επί του ερωτήματος αν η ίδρυση Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και η ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε, της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παραβιάζει το Σύνταγμα, η κρίση του Δικαστηρίου είναι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 138 έως 141 της παρούσας, ότι δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων. (ii)  Επί του ερωτήματος αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως ορίσθηκαν στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας όπως προσδιορίσθηκε στις σκέψεις 145 έως 152 της παρούσας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των οικείων νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες.


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1334/2023

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 168.000,00 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 12.475,84 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 180.475,84 ευρώ, που καταβλήθηκε σ’ αυτήν στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 6 με τίτλο «Ενίσχυση της Πολιτιστικός Πολυχώρος Προσομοίωσης Παραδοσιακών Αγροτικών Δραστηριοτήτων Ε.Π.Ε. στη θεματική ενότητα Τουρισμός»(...)Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στις σκέψεις 4 έως 6 της παρούσας, αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών εκ δημοσιονομικών διορθώσεων επικαλούμενο δύο κατά βάση συνταγματικού επιπέδου επιχειρήματα: Πρώτον, ότι με βάση την κατά το Σύνταγμα ενδεικτική απαρίθμηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο κοινός νομοθέτης δύναται να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνον τις υποθέσεις που είναι «απολύτως συναφείς» με τις πρωτογενώς υπαχθείσες από το Σύνταγμα στη δικαιοδοσία του. Και, δεύτερον, ότι ως δημόσιοι υπόλογοι κατά την οικεία συνταγματική ρύθμιση νοούνται μόνον αυτοί στους οποίους έχει ανατεθεί εξουσία διαχείρισης χρημάτων που ανήκουν σε δημόσιο φορέα, όχι δε και οι ωφελούμενοι από δημόσια ενίσχυση ιδιώτες, ακόμη και αν υπόκεινται κατά νόμο σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο.(...)το Ελεγκτικό Συνέδριο ανήχθη από το Σύνταγμα του 1975 σε αυτοτελή δικαιοδοτικό κλάδο, απολαύον του αυτού βαθμού ανεξαρτησίας που απολαύουν μεταξύ τους ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συνεπώς, ως μη αποτελούν πλέον ειδικό διοικητικό δικαστήριο, οι ρυθμίσεις περί τις δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά ως εξαίρεση εκ του κανόνα της γενικής δικαιοδοσίας της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά αυτοτελώς ενόψει των σκοπών που εξυπηρετεί η υπαγωγή των οικείων διαφορών στη δικαιοδοσία του.(...)Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν ανατεθεί νομοθετικώς δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως τελούσες σε «απόλυτη συνάφεια» με τις διαφορές εκ του ελέγχου των λογαριασμών δημοσίων υπολόγων, ως αντιλαμβάνεται την έννοια του δημοσίου υπολόγου το Συμβούλιο της Επικρατείας....το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει ένδικα βοηθήματα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων που αφορούν διαχείριση επιχορηγήσεων και χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες, οι οποίες προέρχονται από ενωσιακούς πόρους.(...)Η αυτοτέλεια της υποκείμενης αιτίας του «ελέγχου των λογαριασμών», ως στοιχείο προσδιοριστικό της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των αντίστοιχων διαφορών, είναι συνυφασμένη με τη θεσμική αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως του ανωτάτου δημοσιονομικού δικαστηρίου της Χώρας, το οποίο, μέσω ιδίως των σχετικών με τον έλεγχο των λογαριασμών αρμοδιοτήτων του (είτε ελεγκτικών είτε δικαιοδοτικών), εγγυάται τη σύννομη και με όρους διαφάνειας διαχείριση των πεπερασμένων δημόσιων πόρων υπέρ του δημοσίου συμφέροντος(...)Με βάση τα προεκτεθέντα, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τον καταλογισμό προσώπων (φυσικών ή νομικών) στα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως χρηματικά ποσά από το Δημόσιο (ή από ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ κ.λπ.), έστω και αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι «δημόσιοι υπόλογοι» ως αντιλαμβάνεται την έννοια αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθόσον ο σε βάρος τους καταλογισμός συνιστά πράξη «τακτοποίησης» δημόσιου λογαριασμού και, εντεύθεν, μέσο αποκατάστασης της επελθούσας βλάβης στον οικείο Προϋπολογισμό και δη υπό διττή έννοια, ήτοι αφενός ως ακύρωση της προηγηθείσας υλικής πράξης διενέργειας του εξόδου (είτε μερικής είτε ολικής, ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης του Προϋπολογισμού του φορέα) και αφετέρου ως δημιουργία νόμιμου (εκτελεστού) τίτλου για την επιστροφή του σχετικού ποσού στο Δημόσιο (ή σε ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κ.λπ.).(...)Τέλος, δεν αναδείχθηκε στην αναιρεσιβαλλομένη στοιχείο εκ του οποίου να προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία, ώστε να εγερθεί ζήτημα κακής πίστεως αυτής. Ενόψει τούτου, όταν εγκρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς το αρχικό και εν συνεχεία το αναλυτικό σχέδιο της επίδικης επένδυσης, οποιοσδήποτε διοικούμενος ευρισκόμενος στη θέση της αναιρεσείουσας ευλόγως μπορούσε να τρέφει, στηριγμένος σε καθοριστικής σημασίας πράξεις φορέων δημόσιας λειτουργίας, τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η επένδυσή του ήταν επιλέξιμη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε σε φορολογική αρχή ότι η επένδυσή της αφορούσε μουσείο, δεν ασκεί επιρροή στην ανωτέρω κρίση, διότι ακόμη και αν μια τέτοια δήλωση έγινε προς αποφυγή φορολογικής επιβάρυνσης της δηλούσας, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της επίδικης επένδυσης ως τουριστικής καθόσον τούτο συντελείται αντικειμενικώς με βάση κριτήρια εκ της εφαρμοστέας ειδικής για την επένδυση νομοθεσίας. Δέχεται την αίτηση αναίρεσης.


Δ.ΟΡΓ.Α 1003049 ΕΞ 2022

Τροποποίηση της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/23-10-2020 (B’4738) απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)», ως προς την ανακατανομή οργανικών θέσεων προσωπικού της ΑΑΔΕ, μεταξύ κλάδων αυτής και καθορισμός των οργανικών θέσεων προσωπικού της ΑΑΔΕ,μεταξύ των Υπηρεσιών αυτής.

Δ.ΟΡΓ.Α 1050717 ΕΞ 2023-ΦΕΚ:2708/Β/25.04.2023:Γ. Η υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1003049 ΕΞ 2022/14.1.2022 (Β΄142) απόφαση παύει να ισχύει, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται ειδικότερα στις επιμέρους διατάξεις της παρούσας.

Δ.ΟΡΓ.Α 1121847 ΕΞ 2022-ΦΕΚ:6002/Β/24.11.2022: Τροποποίηση της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/23.10.2020 απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» (B’ 4738), ως προς τη σύσταση δύο (2) Γενικών Διευθύνσεων, με τίτλους «Γενική Διεύθυνση Φορολογίας (Γ.Δ.Φ.)» και «Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Λειτουργιών (Γ.Δ.Φ.Λ.)», τον καθορισμό των στρατηγικών σκοπών, της δομής και των αρμοδιοτήτων αυτών, τη μεταφορά σε αυτές και στη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ.) οργανικών μονάδων της υφιστάμενης Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης (Γ.Δ.Φ.Δ.), καθώς και απευθείας υπαγόμενων στον Διοικητή και την παύση λειτουργίας της υφιστάμενης Γ.Δ.Φ.Δ. και της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1003049 ΕΞ 2022/14.01.2022 όμοιας (Β΄ 142), ως προς τoν καθορισμό των οργανικών θέσεων Υπηρεσιών των ως άνω Γενικών Διευθύνσεων, καθώς και ρύθμιση κάθε άλλου σχετικού θέματος, που αφορά στις εν λόγω Υπηρεσίες. (ΒΛΕΠΕ ΠΑΡ.Β.ΙΙ - Ισχύει από 06/02/2023)

Δ.ΟΡΓ.Α 1108806 ΕΞ2022-ΦΕΚ:5578/Β/31.10.2022:παρ.Β.ΙΙ:1)Από την ημερομηνία παύσης λειτουργίας τις Δ.Ο.Υ. Α’ Θεσσαλονίκης (21.11.2022), την υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1003049 ΕΞ 2022/14.01.2022 απόφαση «Τροποποίηση τις υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/23.10.2020 (Β’ 4738) απόφασης του Διοικητή τις Α.Α.Δ.Ε. “Οργανισμός τις Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)”, ως τις την ανακατανομή οργανικών θέσεων προσωπικού τις Α.Α.Δ.Ε., μεταξύ κλάδων τις και καθορισμός των οργανικών θέσεων προσωπικού τις Α.Α.Δ.Ε., μεταξύ των Υπηρεσιών τις» (Β’ 142) και ειδικότερα ανακαθορίζουμε τις οργανικές θέσεις προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, τις Δ.Ο.Υ. Ε’ Θεσσαλονίκης (βλέπε πίνακα της παρ.Β.ΙΙ.1 της Δ.ΟΡΓ.Α 1108806 ΕΞ2022-ΦΕΚ:5578/Β/31.10.2022). 2) Από την ημερομηνία παύσης λειτουργίας τις Δ.Ο.Υ. Α’ Θεσσαλονίκης, Α’ Β’ τάξεως, το προσωπικό τις μεταφέρεται στη Δ.Ο.Υ. Ε’ Θεσσαλονίκης Α1’ τάξεως ή μετακινείται ή μετατίθεται σε τις υπηρεσίες τις Α.Α.Δ.Ε., εντός του ίδιου Νομού, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες.

Δ.ΟΡΓ.Α 1089912 ΕΞ 2022-ΦΕΚ:4974/Β/22.09.2022:Τροποποίηση της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1003049 ΕΞ 2022/14-1-2022 (Β’ 142) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως προς τον ανακαθορισμό των οργανικών θέσεων προσωπικού ορισμένων Υπηρεσιών της ΑΑΔΕ.

Α 1058903 ΕΞ 2022-ΦΕΚ:3534/Β/8.7.2022 παρ. Β.2: 2.Οι οργανικές θέσεις προσωπικού που προβλέπονται με την υπό στοιχεία Δ. ΟΡΓ. Α 1003049 ΕΞ 2022/14.01.2022 (Β’ 142) απόφαση, για τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας των ΕΛ.Κ.Ε., εξακολουθούν να ισχύουν και για το χρονικό διάστημα που αυτή θα συνεχίσει να λειτουργεί ως Δ.Ο.Υ. Α’ Τάξεως.

Δ.ΟΡΓ.Α 1035448 ΕΞ 2022-ΦΕΚ:2110/Β/28.4.2022:Τροποποιούμε την υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1003049 ΕΞ 2022/14-01-2022 απόφαση «Τροποποίηση της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/23-10-2020 (Β’ 4738) απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)», ως προς την ανακατανομή οργανικών θέσεων προσωπικού της ΑΑΔΕ, μεταξύ κλάδων αυτής και καθορισμός των οργανικών θέσεων προσωπικού της ΑΑΔΕ, μεταξύ των Υπηρεσιών αυτής» (Β’ 142) και ειδικότερα: 1. Από της δημοσιεύσεως της παρούσας: α) ανακαθορίζουμε τις οργανικές θέσεις προσωπικού, μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα των κατωτέρω Υπηρεσιών της ΑΑΔΕ. Για τις τροποποιήσεις βλέπε την Δ.ΟΡΓ.Α 1035448 ΕΞ 2022-ΦΕΚ:2110/Β/28.4.2022.

Δ.ΟΡΓ.Α 1054165 ΕΞ 2022-ΦΕΚ:3198/Β/22.06.2022:Α.Τροποποιούμε την υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1029327 ΕΞ 2022/05-04-2022 απόφαση «Τροποποίηση της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/23-10-2020 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ “Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)” (Β’ 4738), ως προς τη σύσταση Ειδικής Αποκεντρωμένης Υπηρεσίας, με τίτλο “Κέντρο Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕ.Β.ΕΙΣ.) Θεσσαλονίκης” στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης (Γ.Δ.Φ.Δ.), τη μετονομασία του “Κέντρου Είσπραξης Οφειλών (Κ.Ε.ΟΦ.) Αττικής” της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης σε “Κέντρο Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕ.Β.ΕΙΣ.) Αττικής” και τη σύσταση ενός (1) Τμήματος Εσόδων σε αυτό, τον ανακαθορισμό της ημερομηνίας έναρξης λειτουργίας και της δομής των Ελεγκτικών Κέντρων (ΕΛ.ΚΕ.) της Γ.Δ.Φ.Δ., την εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων των οργανικών μονάδων αυτών, τον ανακαθορισμό της δομής και των αρμοδιοτήτων Δ.Ο.Υ. και των επιχειρησιακών στόχων και των αρμοδιοτήτων των Φορολογικών Περιφερειών της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης, καθώς και τροποποίηση της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ. Α 1003049 ΕΞ 2022/14-01-2022 (Β’ 142) όμοιας και ρύθμιση κάθε άλλου αναγκαίου σχετικού θέματος» (Β’ 1702) και ειδικότερα ανακαθορίζουμε, από 27/06/2022 σε 29/07/2022:

α)τον χρόνο έναρξης λειτουργίας:αα)των έξι (6) Περιφερειακών Ελεγκτικών Υπηρεσιών, επιπέδου Διεύθυνσης, με τίτλους «1ο Ελεγκτικό Κέντρο Αττικής (1ο ΕΛ.ΚΕ. Αττικής)», «2ο Ελεγκτικό Κέντρο Αττικής (2ο ΕΛ.ΚΕ. Αττικής)», «3ο Ελεγκτικό Κέντρο Αττικής (3ο ΕΛ.ΚΕ. Αττικής)», «4ο Ελεγκτικό Κέντρο Αττικής (4ο ΕΛ.ΚΕ. Αττικής)», «1ο Ελεγκτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (1ο ΕΛ.ΚΕ. Θεσσαλονίκης)» και «2ο Ελεγκτικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (2ο ΕΛ.ΚΕ. Θεσσαλονίκης)» της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης (Γ.Δ.Φ.Δ.) και ββ)της Ειδικής Αποκεντρωμένης Υπηρεσίας, επιπέδου Διεύθυνσης, με τίτλο «Κέντρο Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕ.Β.ΕΙΣ.) Θεσσαλονίκης» της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης,

β)την ημερομηνία μετονομασίας του Κέντρου Είσπραξης Οφειλών (Κ.Ε.ΟΦ.) Αττικής της Γ.Δ.Φ.Δ. σε Κέντρο Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕ.Β.ΕΙΣ.) Αττικής και

γ)την ημερομηνία ισχύος εν γένει των διατάξεων αυτής.

Δ.ΟΡΓ.Α 1021774 ΕΞ2022, ΦΕΚ: 1315/Β/21.03.2022 Τροποποίηση των υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1115404 ΕΞ2021/24-12-2021 (Β’  6318) και Δ.ΟΡΓ.Α 1115405 ΕΞ2021/24-12-2021 (Β’ 6335) αποφάσεων του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως προς τον ανακαθορισμό του χρόνου έναρξης λειτουργίας των Διευθύνσεων Εξυπηρέτησης (Δ.ΕΞΥ.) και Επικοινωνίας (Δ.ΕΠΙΚ.), αντίστοιχα, απευθείας υπαγόμενων στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, καθώς και της υπό στοιχεία Δ.ΟΡΓ.Α 1004039 ΕΞ 2022/14-01-2022 (Β’ 142) όμοιας.

 


ΣΤΕ/1934/2022

Με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/20.11.2013 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Υγείας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθώς και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με τίτλο «Απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών έκδοσης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Καταστήματος Υγειονομικού Ενδιαφέροντος, Θεάτρου και Κινηματογράφου» (Β΄3106/9.12.2013). Ειδικότερα, η ακύρωση της εν λόγω κανονιστικής απόφασης ζητείται κατά το μέρος που αφορά στην αδειοδότηση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τα κατωτέρω εκτιθέμενα.(...)Επειδή, από τις προπαρατιθέμενες νομοθετικές διατάξεις (σκέψεις 7-9,11-12), συνδυαστικά ερμηνευόμενες, συνάγεται ότι το, υπαγόμενο στην αρμοδιότητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, καθεστώς αδειοδότησης των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ως προς τα οποία διατηρείται το αντικείμενο της δίκης, ρυθμίζεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 80 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, συμπληρούμενες από τις περί αρμοδιοτήτων σχετικές διατάξεις των άρθρων 65, 73 και 83 του ν. 3852/2010. Οι διατάξεις αυτές του εν λόγω Κώδικα επιβάλλουν, κατά τη σαφή έννοιά τους, όπως αποτυπώνεται, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη δέκατη σκέψη, και στην αιτιολογική έκθεση του κυρωτικού του Κώδικα ν. 3463/2006, την έκδοση ρητής πράξης περί αποδοχής ή απόρριψης του αιτήματος χορήγησης, αρχικώς, προέγκρισης ίδρυσης και, ακολούθως, άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του κ.υ.ε. εντός της, κατά περίπτωση, τασσόμενης σχετικής προθεσμίας, άλλως δε, σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αυτής, τη στοιχειοθέτηση τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης του οικείου αιτήματος, ήτοι σιωπηρής άρνησης αποδοχής του, καθώς και παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, την οποία συνιστά η σιωπηρή άρνηση του αρμόδιου οργάνου να αποφανθεί επί του αιτήματος. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 80 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ως ειδικές, κατισχύουν των προεκτιθέμενων γενικών διατάξεων του άρθρου 10 του προγενέστερου του Κώδικα ν. 3230/2004 και των άρθρων 2, 6 και 14 του μεταγενέστερού του ν. 3844/2010 (και της κατ’ εξουσιοδότησή του κ.υ.α ΔΙΑΔΠ/Φ.Α./18613/2010), σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου και ελλείψει ρητής αντίθετης νομοθετικής πρόβλεψης. Οι εν λόγω διατάξεις των νόμων 3230/2004 και 3844/2010 περιέχουν, αντιστοίχως, γενικές ρυθμίσεις περί απλούστευσης της διαδικασίας έκδοσης διοικητικών πράξεων και της διαδικασίας για πρόσβαση, γενικώς, σε μη μισθωτές δραστηριότητες παροχής, έναντι αμοιβής, υπηρεσιών και για την άσκησή τους, στο πλαίσιο των οποίων, χωρίς ειδική αναφορά στο ζήτημα της αδειοδότησης των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, θεσπίζεται, ενόψει του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού, σιωπηρή θετική διοικητική πράξη, τεκμαιρόμενη από την άπρακτη πάροδο της κατά νόμον τασσόμενης προθεσμίας απόφανσης του αρμόδιου οργάνου και επαγόμενη τη «σιωπηρή έγκριση»-αποδοχή του αιτήματος του ενδιαφερομένου και, εντεύθεν, τη σιωπηρή αδειοδότηση. Ενόψει του ως άνω καθοριζόμενου ρυθμιστικού πλαισίου, η διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 80 του ν. 3463/2006 (ΚΔΚ) είναι η μόνη που μπορεί να παράσχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης κ.υ.α. ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/2013, κατά το εριστό μέρος της, αντιθέτως προς τις μη εφαρμοστέες εν προκειμένω -ως εκ του γενικού χαρακτήρα των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3230/2004 και των άρθρων 2, 6 και 14 του ν. 3844/2010- εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004, που επικαλείται στο προοίμιό της η προσβαλλόμενη, και τις εξουσιοδοτικές διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 και της παραγράφου 8 του άρθρου 14 του ν. 3844/2010, στις οποίες, επομένως, η εν λόγω κ.υ.α. δεν ευρίσκει, κατά σώρευση εξουσιοδοτήσεων, νόμιμο έρεισμα. Συμφώνως δε προς τα ανωτέρω, η μόνη εφαρμοστέα, για τον, κατ’ εξουσιοδότησή της, καθορισμό θεμάτων που αφορούν αποκλειστικώς στην αδειοδότηση της κατηγορίας των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ειδική διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 80 του ν. 3463/2006 (ΚΔΚ) παρέχει, κατά την έννοιά της, εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να θεσπίσουν, με κοινή απόφασή τους, ρυθμίσεις εξειδικεύουσες το καθιερούμενο με τον ν. 3463/2006, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, καθεστώς αδειοδότησης της συγκεκριμένης κατηγορίας καταστημάτων. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της οικείας προθεσμίας απόφανσης, η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη δεν επιτρέπει την πρόβλεψη σιωπηρής θετικής διοικητικής πράξης, ώστε η προέγκριση και η άδεια να λογίζονται ως σιωπηρώς εκδοθείσες. Τούτων παρέπεται ότι κείνται εκτός της παρεχόμενης με τη διάταξη του άρθρου 80 παρ. 9 του ν. 3463/2006 εξουσιοδότησης οι πληττόμενες με την υπό κρίση αίτηση, κατά το διατηρούμενο αντικείμενο της δίκης, προπαρατιθέμενες κανονιστικές ρυθμίσεις της ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/2013 κοινής υπουργικής απόφασης οι οποίες -στο πλαίσιο της, κατά τον ομώνυμο τίτλο της, «Απλούστευση[ς] των διοικητικών διαδικασιών έκδοσης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Καταστήματος Υγειονομικού Ενδιαφέροντος», διεπόμενου από Υγειονομική Διάταξη και αδειοδοτούμενου από τους δήμους (άρθρο 1 παρ. 1)- ορίζουν ότι «Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προαναφερόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι η προέγκριση έχει χορηγηθεί σιωπηρά» (άρθρο 1 παρ. 2) και ότι «Αν παρέλθει άπρακτη η [τασσόμενη ]προθεσμία…, λογίζεται ότι η άδεια [ίδρυσης και λειτουργίας κ.υ.ε.] έχει εκδοθεί» (άρθρο 2 παρ. 5). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τα προαναφερόμενα ισχύουν και όσον αφορά τις αντίστοιχου περιεχομένου ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κ.υ.α. για την αντικατάσταση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας και για τη χορήγηση και αντικατάσταση άδειας χρήσης μουσικών οργάνων (άρθρα 3 παρ. 2,4 και 5 παρ. 1,4). Συνεπώς, κατόπιν αυτών, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το πληττόμενο προαναφερόμενο μέρος της, όπως βασίμως προβάλλεται από τους αιτούντες Δήμους, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.Ακυρώνει την ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Υγείας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθώς και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.


ΕλΣυν/ΚλΖ/48/2014

Διαδικασία ανάθεσης σε δικηγόρους.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 20, 53 και 29 παρ. 4 του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ "περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών", όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής και την Οδηγία 2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005» (Α΄ 64), συνάγεται ότι οι συμβάσεις για την ανάθεση νομικών υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες εκπροσώπησης ενώπιον δικαστηρίων, ακόμη και όταν υπερβαίνουν τα όρια εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ εμπίπτουν στην κατηγορία υπηρεσιών (21) του Παραρτήματος ΙΙ Β του ανωτέρω π.δ/τος, και, ως εκ τούτου, δεν επιβάλλεται από τον κοινοτικό νομοθέτη η σύναψή τους κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας. Κατ’ εξαίρεση οι συμβάσεις αυτές, εφόσον παρουσιάζουν βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον, υπόκεινται στις γενικές αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης που απορρέουν από τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε., οι οποίες είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν τη σύναψή τους κατόπιν διαδικασίας διαγωνισμού (Δ.Ε.Ε. απόφαση της 17.3.2011 Strong Seguranca SA C-95/10, σκ. 34 – 44, απόφαση της 18.11.2010 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας C-226/09 σκ. 27 – 31). (....)Β. Οι ανωτέρω διατάξεις που επιτρέπουν – από πλευράς δικαίου της Ένωσης– στις αναθέτουσες αρχές να αναθέτουν τις κρίσιμες υπηρεσίες ακόμη και χωρίς διαγωνισμό, δεν εμποδίζουν τον εθνικό νομοθέτη να καθιερώσει ως υποχρεωτική τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση των συμβάσεων αυτών. Στο άρθρο δε 209 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 παρ.13 του ν. 3731/2008 (Α΄263), ορίζεται ότι «1. (…) 9. Οι Δήμοι (…) δύνανται να αναθέτουν απευθείας ή με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) παροχή υπηρεσιών, (…), σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α), ως προς τα επιτρεπτά χρηματικά όρια, όπως αυτά καθορίζονται με τις εκάστοτε εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (…) 10. Η σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης ρυθμίζεται με ανάλογη εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του άρθρου 25 των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 (ΦΕΚ 59 Α) και 60/2007 (ΦΕΚ 64 Α), όπως ισχύουν». Το χρηματικό όριο μέχρι το οποίο επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση υπηρεσιών, κατ’ άρθρο 83 του ν. 2362/1995, αναπροσαρμόστηκε με την 35130/739/9.8.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Αύξηση των χρηματικών ποσών του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν. 2362/95 για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που αφορούν προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων»(ΦΕΚ Β΄ 1291) σε 20.000 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ. (,,,)Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι δήμοι δύνανται να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αξίας μεγαλύτερης των 20.000 ευρώ προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση της σχετικής διακήρυξης μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται περιοριστικά στις διατάξεις του άρθρου 25 του π.δ. 60/2007, στις οποίες ρητά παραπέμπουν οι διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 209 του Κ.Δ.Κ. (Ε.Σ. Τμ. VII 66/2013, 148/2012) και η απόφαση του αρμοδίου οργάνου του δήμου για την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη (πρβλ. Ε.Σ. Τμ. VII πρ. 105/2012, 227/2011, 386/2010, Τμ. VI 3634/2013, 2066, 285, 136/2010). Δεδομένου δε ότι δεν προβλέπεται ειδική εξαίρεση για την ανάθεση των νομικών υπηρεσιών, οι υπηρεσίες αυτές επιτρέπεται ομοίως να ανατίθενται χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται ανωτέρω. Και ναι μεν στη σχέση εντολής προέχει η ειδική ικανότητα του δικηγόρου για το χειρισμό της υπό ανάθεση υπόθεσης, η ικανότητα αυτή όμως είναι δυνατό με ασφάλεια να διερευνηθεί και μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας με τον καθορισμό συγκεκριμένων κριτηρίων ως προς την εμπειρία του αναζητούμενου δικηγόρου και τον επιτυχημένο χειρισμό από μέρους του συγκεκριμένου αριθμού σχετικών με την υπό ανάθεση υποθέσεων. Περαιτέρω στην ως άνω σχέση μεταξύ εντολέα και δικηγόρου ασκεί επιρροή και το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα προς τον δικηγόρο (άρθρο 3 Κώδικα Δικηγόρων), η εν λόγω σχέση όμως εμπιστοσύνης γεννάται κατά την εκτέλεση της σύμβασης και δεν επιδρά στο στάδιο κατάρτισης αυτής.

ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν/Τμ.6/2307/2014, Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΣ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.-ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ/3410/2014 ΚΑΙ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.-ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ/3411/2014.


ΑΕΠΠ/173/2020

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας...Επειδή, περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο του ο προσφεύγων προβάλλει ότι είναι αδικαιολόγητος και αντιανταγωνιστικός ο όρος 2.2.7.70 που θεσπίζει κριτήριο επιλογής περί του ότι ο προσφέρων πρέπει να «διαθέτει ασφαλιστήριο αστικής ευθύνης τουλάχιστον 2.500.000,00 ευρώ», όρος που όμως ήδη με τις από 9-1-2020 διευκρινίσεις της αναθέτουσας τροποποιήθηκε ως εξής «Σχετικά με το ύψος της ασφαλιστικής κάλυψης Αριθμός Απόφασης: 173/2020 6 των επαγγελματικών κινδύνων που απαιτείται από τη διακήρυξη (παρ. 2.2.7.68) μειώνεται το ύψος της ασφάλισης, στο ποσό που αντιστοιχεί στο 100% της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ, ήτοι 1.280.000 ευρώ.». Παρά ταύτα και παρά την παράταση υποβολής προσφορών έως και την 23-1-2020, ο προσφεύγων δεν υπέβαλε προσφορά, καίτοι η απαίτηση συνολικής κάλυψης του ασφαλιστηρίου μειώθηκε στο 100% της εκτιμώμενης αξίας της υπό ανάθεση σύμβασης. Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν προβάλλει ότι η απαίτηση ασφάλισης αστικής ευθύνης σε ποσό ίσο με αυτό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης είναι τυχόν υπέρμετρη και αδικαιολόγητη. Εξάλλου, μια τέτοια απαίτηση που μάλιστα αφορά ποσό ίσο με αυτό του προϋπολογισμού της διακήρυξης άνευ ΦΠΑ προκύπτει όλως εύλογη και δικαιολογημένη σε σχέση με το προφανές συμφέρον της αναθέτουσας να διασφαλιστεί έναντι κάθε κινδύνου και ζημίας τυχόν προκύψει από αντισυμβατική συμπεριφορά του αναδόχου ή ευθύνη έναντι τρίτων που θα βλαφθούν από τις υπηρεσίες του, ενώ εξάλλου, δεν απαιτήθηκε η ασφάλιση αυτή να αφορά ειδικά την υπό ανάθεση σύμβαση, αλλά κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα του οικονομικού φορέα και άρα το όριο της, ανερχόμενο στην εκτιμώμενη αξία της διακήρυξης, συνιστά ένα ποσό συνολικής ασφαλιστικής κάλυψης με πεδίο αναφοράς πλήθος άλλων τυχόν πεδίων ευθύνης πλην αυτού της συγκεκριμένης διαδικασίας και άρα, η δια τέτοιας απαίτησης και δη τέτοιου ποσού κάλυψης, καλυπτόμενη εν τέλει βλάβη στο πλαίσιο της προκείμενης σύμβασης ενδεχομένως να είναι μικρότερη, αφού δια του παραπάνω ποσού καλύπτεται κάθε αστική ευθύνη της επιχείρησης και όχι αποκλειστικά από την προκείμενη σύμβαση. Επιπλέον, ακριβώς δεδομένου ότι δεν απαιτήθηκε η ασφάλιση να συναφθεί αποκλειστικά για την επίδικη σύμβαση, όρος που θα ήταν ενδεχομένως ιδιαίτερα περιοριστικός και συνεπαγόμενος σημαντικό κόστος για τους οικονομικούς φορείς, αλλά τέθηκε ως ένα κριτήριο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που αφορά την εν γένει δραστηριότητα του οικονομικού φορέα, όπως αντίστοιχα ο κύκλος εργασιών, δεν προκύπτει ότι είναι ούτε δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ανάδειξης φερέγγυου αναδόχου ούτε ιδιαίτερα περιοριστικός και αδικαιολόγητος. Άλλωστε, κατ’ άρ. 75 παρ. 3 Ν. 4412/2016 οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να θεσπίζουν κριτήρια επιλογής κατά τα οποία οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να «διαθέτουν την αναγκαία οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα για την εκτέλεση της σύμβασης. Για το σκοπό αυτόν, οι αναθέτουσες αρχές … Μπορούν επίσης να απαιτούν κατάλληλο επίπεδο ασφαλιστικής κάλυψης έναντι επαγγελματικών κινδύνων.». Άρα, ρητά εκ του νόμου η ασφάλιση έναντι επαγγελματικών κινδύνων καταλλήλου επιπέδου, ορίζεται ως παραδεκτό κριτήριο επιλογής, ενώ ως τέτοιο κατάλληλο επίπεδο αν μη τι άλλο προδήλως παραδεκτά μπορεί να οριστεί το ανώτατο ύψος της υπό σύναψη σύμβασης, ιδίως αφού η ασφαλιστική  κάλυψη δεν θα προορίζεται ειδικώς για την τελευταία, αλλά ως ένας δείκτης και ένα εχέγγυο ότι ο ανάδοχος μπορεί να καλύψει τυχόν ζημίες εκ της εκτέλεσης των συμβατικών του υποχρεώσεων, σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης. Ακόμη, ο προσφεύγων ουδόλως προσδιορίζει ποιο τυχόν ύψος θα ήταν εύλογο και από ποιο σημείο και άνω, η απαίτηση καθίσταται κατ’ αυτόν αδικαιολόγητη. Επίσης, ουδόλως αναφέρει ούτε στοιχειοθετεί ότι αυτός εμποδίζεται τυχόν να αποκτήσει το προσόν αυτό, ακόμη και δια στήριξης σε ικανότητες τρίτων και ως προς ποιο επίπεδο και άνω, αλλά αορίστως βάλλει κατ’ αυτού. Ομοίως αορίστως προβάλλει ότι αποκλείονται εκ του ως άνω όρου όλες εκτός από συγκεκριμένες ή συγκεκριμένη εταιρία, που δεν κατονομάζει, ενώ εξάλλου η τυχόν κατοχή από έναν οικονομικό φορέα τέτοιου ύψους ασφαλιστηρίου, ουδόλως εμποδίζει τον ίδιο και οιονδήποτε τρίτο να το αποκτήσει και αυτός το προσόν αυτό. Eξάλλου, η μη κατοχή από τον οικονομικό φορέα συγκεκριμένου ζητούμενου προσόντος δεν σημαίνει ότι η απαίτηση είναι αντιανταγωνιστική, πολλώ δε μάλλον φωτογραφική υπέρ οιουδήποτε άλλου ή ακόμη και περισσοτέρων που την πληρούν. Ακόμη, κατ’ άρ. 346 και 360 παρ. 1 Ν. 4412/2016, το δικαίωμα προδικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται υπέρ οικονομικών φορέων προς προστασία του δικαιώματος τους να συμμετάσχουν σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και να τη διεκδικήσουν για να την αναλάβουν, άρα υπέρ οικονομικών φορέων με πρόθεση συμμετοχής σε τέτοια διαδικασία, που όμως παρεμποδίζονται ως προς το δικαίωμα τους αυτό από συγκεκριμένους προσβαλλόμενους εξ αυτών όρων.Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων εν τέλει δεν υπέβαλε προσφορά, καίτοι το απαιτούμενο επίπεδο κάλυψης μειώθηκε κατά 48,8% και άρα, δεν προκύπτει εν τέλει, και δια τούτου, η πρόθεση του να μετάσχει όντως στη διαδικασία, συμμετοχή που τυχόν εμποδιζόταν ειδικώς δια των προσβαλλόμενων όρων. Τα ανωτέρω δε, που ισχύουν και για τον πρώτο ανωτέρω λόγο του, ισχύον επιπλέον του ότι στον διαγωνισμό εν τέλει υπεβλήθησαν δύο προσφορές, οι οποίες επικαλούνται την πλήρωση των προκείμενων προσβαλλόμενων όρων του πρώτου και του δεύτερου λόγου της προσφυγής. Άρα, ασχέτως εκπροθέσμου της προσφυγής, και ο δεύτερος λόγος της προσφυγής προκύπτει και αβάσιμος, αλλά και περαιτέρω, απαράδεκτος λόγω έλλειψης ειδικότερου επί των ισχυρισμών του εννόμου συμφέροντος.