ΔΕφΑθ/2497/2007
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Προστασία οικογένειας - Αρχή ισότητας - Αρχή αναλογικότητας - Αρχή δικονομικής ισότητας διαδίκων - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Διπλή καταβολή οικογενειακού επιδόματος - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 6 άρθρου 11 ν. 1505/1984 - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Παραγραφή πενταετής - Τόκος υπερημερίας - Τόκος ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 21 Κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου -.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΤρΔΠρΘεσ/820/2007
Εκπαιδευτικοί - Αρχή ισότητας - Επίδομα 176 Ευρώ - Τόκοι υπερημερίας - Τόκος υπερημερίας ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 21 Δ/τος 26.6/10.7.1944 (Κώδικας Δικών Δημοσίου) - Παραγραφή αξίωσης αποδοχών - Παραγραφή διετής - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 90 Ν. 2362/95 - Παραγραφή πενταετής -.
ΤρΔΠρΠειρ /263/2007
Προσωπικό ΟΤΑ - Αρχή ισότητας - Αρχή δικονομικής ισότητας των διαδίκων - Επίδομα 176 Ευρώ - Παραγραφή αξίωσης αποδοχών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 90 ν. 2362/1995 -.
ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/4170/2013
Συμπληρωματική σύμβαση- αίτηση αναθεώρησης-εκπρόθεσμο:Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η αίτηση της Υπηρεσίας .. για αναθεώρηση της 3209/2013 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκηθείσα μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο δεκαπενθήμερης προθεσμίας είναι εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της αιτούσας, ότι η αίτηση αυτή κατατέθηκε εντός των νομίμων προθεσμιών καθόσον η προμνησθείσα 3209/2013 απόφαση του VI Τμήματος κοινοποιήθηκε στον οικείο φορέα μετά την έναρξη των δικαστικών διακοπών, κατά τη διάρκεια των οποίων αναστέλλονται οι προθεσμίες των πάσης φύσεως ενδίκων μέσων και βοηθημάτων ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεδομένου ότι, όπως συνάγεται από τη γραμματική ερμηνεία της προεκτεθείσας διάταξης του ν. 4129/2013, αλλά και συνάδει με τον επιδιωκόμενο από το νομοθέτη σκοπό της ταχείας περαίωσης του προσυμβατικού ελέγχου (πρβλ. Πρακτ. της Ολομ. Ελ. Συν. 25ης Γ.Σ./26.10.2005, Θέμα Α΄, και 23ης Γ.Σ./29.9.2004, Θέμα Β΄), η προθεσμία για την υποβολή της αίτησης αναθεώρησης κατά των αποφάσεων του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τις ως άνω ειδικές διατάξεις του ν. 4129/2013 για όλους τους διαδίκους, ήτοι, τόσο για το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα αυτού όσο και για τους ιδιώτες διαδίκους, ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικονομικής ισότητας, αφού δεν διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία ασκήσεως της αίτησης αναθεώρησης, επομένως δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου ...περί αναστολής των προθεσμιών άσκησης ενδίκων μέσων και βοηθημάτων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ήτοι από 1ης Ιουλίου έως 15ης Σεπτεμβρίου κάθε έτους.
ΣτΕ/1385/2007
Επιδότηση αγοράς κατοικίας σε προβληματική περιοχή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2085/1992.Ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 64 παρ. 4 του ν. 1943/1991, όπως το άρθρο τούτο αντικαταστάθηκε, - η αποσυμφόρηση δηλαδή των κεντρικών δημόσιων υπηρεσιών και η ταυτόχρονη ενίσχυση των περιφερειακών δημόσιων υπηρεσιών - εκπληρούται και με τη θέσπιση κινήτρων για την παραμονή στις τελευταίες υπηρεσίες των υπαλλήλων που ήδη υπηρετούν σε αυτές, εφόσον αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται για τους συναδέλφους τους, οι οποίοι τοποθετήθηκαν στις περιοχές αυτές μετά τις 11.11.1992 (πενταετής παραμονή μετά τις 11.11.1992, δήλωση περί παραμονής τους για μία ακόμη δεκαετία, αγορά κατοικίας), δεδομένου ότι, κατ’ αυτό τον τρόπο, αποτρέπεται η ροή υπηρετούντων στις προβληματικές περιοχές υπαλλήλων προς το κέντρο, όπως και οι προσχηματικές απομακρύνσεις υπαλλήλων προκειμένου αυτοί να τύχουν ευεργετημάτων με την εκ νέου μετάθεσή τους σε αυτές. Επομένως, η ανωτέρω διάταξη, σύμφωνα με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, εφαρμόζεται και επί υπαλλήλων που υπηρετούσαν σε προβληματικές περιοχές πριν από τις 11.11.1992 και οι υπάλληλοι αυτοί πληρούν τις τιθέμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις
ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/3658/2013
Προμήθεια αντιδραστηρίων και αναλωσίμων υλικών:..αβασίμως προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 του ν. 4146/2013 εισάγει ανεπίτρεπτο περιορισμό στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας για τους διαγωνιζομένους από τα δικαστήρια (άρθρα 20 παρ. 1 και 2 Συντ., 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α.), δεδομένου ότι η διαδικασία προσυμβατικού ελέγχου αφορά, προεχόντως, στην αναθέτουσα αρχή, οι συμμετέχοντες δε στον οικείο διαγωνισμό δύνανται σε κάθε περίπτωση να προσφύγουν αυτοτελώς στα αρμόδια δικαστήρια και να ζητήσουν την ικανοποίηση των εννόμων συμφερόντων τους που απορρέουν από τη σχετική διαδικασία, ενώ η προθεσμία, καθώς και η άσκηση της προδικαστικής προσφυγής και της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά της απόφασης κατακύρωσης των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ν. 3886/2010, κωλύουν τη σύναψη της σύμβασης, ενώ η άσκηση κατά της τελευταίας αίτησης ακύρωσης δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου σε περίπτωση υπογραφής της σύμβασης με την αναδειχθείσα ανάδοχο εταιρεία, αφού η αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση παρανομία της κατακυρωτικής απόφασης μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο αποζημιωτικής αγωγής κατά του Δημοσίου. Περαιτέρω, η προαναφερόμενη διάταξη δεν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης δικονομικής μεταχείρισης των διαγωνιζομένων (άρθρο 4 του Σ.), όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η ανάδοχος και η αιτούσα εταιρεία, η οποία κατετάγη εν προκειμένω δεύτερη κατά σειρά μειοδοσίας, δεν τελούν υπό όμοιες συνθήκες, αφού η μεν αιτούσα συνιστά τρίτο πρόσωπο που δεν σχετίζεται πλέον με την υπόθεση της ανάθεσης της εν λόγω προμήθειας, η δε ανάδοχος εταιρεία απέκτησε, δια της οριστικής κατακυρώσεως των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, την ιδιότητα του συμβαλλόμενου προσώπου, το οποίο και μόνο συνιστά (μαζί με την αντισυμβαλλόμενη αναθέτουσα αρχή), ενόψει του προεκτεθέντος σκοπού της διάταξης και της φύσης του διενεργούμενου προσυμβατικού ελέγχου, υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την ελεγχόμενη σύμβαση και έχει αποκλειστικά τη δυνατότητα άσκησης αίτησης ανάκλησης.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ορθώς απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η αίτηση της εταιρείας «….» για ανάκληση της 78/2013 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου και, απορριπτομένων ως αβασίμων των οικείων λόγων αναθεώρησης, πρέπει να απορριφθούν εν συνεχεία ως απαράδεκτοι οι λοιποί ισχυρισμοί της αιτούσας, με τους οποίους προβάλλονται πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας, καθόσον με αυτούς δεν πλήττεται η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης περί απορρίψεως της αίτησης ανάκλησης. (..)Απορρίπτει την αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», για αναθεώρηση της 3256/2013 απόφασης του VI Τμήματος (Γ΄ Διακοπών) του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΔΕΚ/C-570/2008
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν διαδικασία προσφυγής – Δικαίωμα κινήσεως της διαδικασίας προσφυγής (Οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 8) Το άρθρο 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 92/50, πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν και στις αναθέτουσες αρχές δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεων των κατά βάση αρμοδίων, μη δικαστικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στα κράτη μέλη να παρέχουν τέτοια δυνατότητα, στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, και στις αναθέτουσες αρχές. Καταρχάς, με την τέταρτη και την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, αναγνωρίζεται ρητώς η νομιμοποίηση των «κοινοτικών επιχειρήσεων» να ασκούν προσφυγές στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Δεύτερον, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, κατά το οποίο η διαδικασία προσφυγής μπορεί να κινηθεί «τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση», καθορίζει σε ποια πρόσωπα πρέπει υποχρεωτικά να παρέχεται, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής. Τρίτον, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε υπόψη του το ενδεχόμενο η επανόρθωση ορισμένων παρατυπιών να μην είναι δυνατή σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν ασκήσουν προσφυγή κατά παράνομων ή εσφαλμένων αποφάσεων, δεδομένου ότι τέτοιες αποφάσεις ενδέχεται να εκδοθούν και από υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή, η οποία δεν είναι δικαστική. Πάντως, προς αντιμετώπιση του ενδεχομένου αυτού, το άρθρο 3 της οδηγίας 89/665 παρέχει στην Επιτροπή εξουσία παρεμβάσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη δύνανται να συμπεριλάβουν τις αναθέτουσες αρχές στον κύκλο των προσώπων που έχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών ακυρώνονται από κατά βάση αρμόδιες αρχές, οι οποίες δεν είναι δικαστικές. (βλ. σκέψεις 24-26, 36, 38 και διατακτ.)
ΝΣΚ/439/2007
Έκταση εφαρμογής των αποφάσεων 3, 4 και 5/2007 του Α.Ε.Δ. –Αντισυνταγματικότητα νόμου – Κλάδοι Πρόνοιας Ταμείων Ν 2084/1992 – Εφάπαξ παροχή, νομική φύση, παραγραφή – Δεδικασμένο – Τοκογονία.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
1) Οι συγκεκριμένες αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ισχύουν έναντι όλων των νομικών προσώπων (φορέων) που καλούνται να εφαρμόσουν τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 57 του Ν 2084/1992 περί καθορισμού ανωτάτου ορίου στο εφάπαξ βοήθημα, αλλά και έναντι των ασφαλισμένων που υπάγονται στους φορείς αυτούς και δικαιούνται εφάπαξ επιδόματος από αυτούς. Οι φορείς αυτοί, που αναφέρονται στην παρ.1 του άρθρου 57 του Ν 2084/1992, πρέπει μετά την ανωτέρω ημερομηνία δημοσιεύσεως των αποφάσεων του Α.Ε.Δ. να καταβάλουν το βοήθημα αυτό, χωρίς να εφαρμόζουν την περί ανωτάτου ορίου διάταξη της παρ.3 του ιδίου άρθρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα αναλυτικώς στους οικείους νόμους, που τους διέπουν ή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό αυτών. Τυχόν δίκες, που θα ανοιχθούν στο μέλλον από δικαιούχους του εφάπαξ βοηθήματος, εξ αφορμής της αρνήσεως των φορέων αυτών, που εκδηλώθηκε μετά την 16-4-2007, να καταβάλουν στο ακέραιο το εφάπαξ βοήθημα, δεν προσδοκάται να έχουν ευνοϊκή γα τους φορείς αυτούς έκβαση (πλειοψ.). 2) Η έκδοση των αποφάσεων του Α.Ε.Δ., με τις οποίες δεν ορίζεται προγενέστερος χρόνος ισχύος τους, κατ’ εναρμόνιση με την παγία αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων, ισοδυναμεί με νομοθετική μεταβολή, οι συνέπειες της οποίας δεν μπορεί παρά να επέρχονται εφεξής (ex nunc) και να εφαρμόζονται σε όσες έννομες σχέσεις αναπτύσσονται και τελειούνται μετά τη νομοθετική αυτή μεταβολή. Αξιώσεις που συνίστανται στη λήψη συγκεκριμένης παροχής από τα Ταμεία και ικανοποιήθηκαν δια καταβολής σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο η επίμαχη διάταξη είχε πλήρη ισχύ και έναντι πάντων, και, με δεδομένο ότι δεν αμφισβητήθηκε το ύψος αυτής από τους δικαιούχους-δανειστές, έπαυσαν να υφίστανται στο νομικό κόσμο, αποσβεσθείσες δια καταβολής (416 ΑΚ). Ουδόλως δε τίθεται ζήτημα παραγραφής των σχετικών αξιώσεων, που γεννήθηκαν και ικανοποιήθηκαν πριν την ημερομηνία ισχύος της αποφάσεως του Α.Ε.Δ. (πλειοψ.). 3) Δεν ανατρέπεται το δεδικασμένο σε όσες περιπτώσεις υπήρξε αμετάκλητη δικαστική απόφαση. (ομοφ.) 4) Νομίμως οι διοικήσεις των Ταμείων αρνούνται την εφαρμογή αμετακλήτων αποφάσεων από τις οποίες απορρέει (δυσμενές) δεδικασμένο για τους δικαιούχους ενάγοντες της εφάπαξ παροχής. (ομοφ.) 5) Υπό την επιφύλαξη άλλων τυχόν νομικών ζητημάτων, που χρήζουν διευκρινήσεως, ενδείκνυται: α) Στις εκκρεμείς υποθέσεις που έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα από τα εν λόγω Ταμεία να επακολουθήσει αποδοχή των αποφάσεων που έχουν προσβληθεί και παραίτηση από το εκκρεμές ένδικο μέσο, β) Στις εκκρεμείς υποθέσεις που έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα από τους ασφαλισμένους-δικαιούχους, να γίνει αποδοχή των αποφάσεων που θα εκδοθούν, χωρίς περαιτέρω συνέχιση των σχετικών δικών. (ομοφ.) 6) Τόκοι οφείλονται μόνο στη περίπτωση νόμιμης επιδόσεως αγωγής. (ομοφ.) 7) Η συνταγματικότητα άλλων ομοίου περιεχομένου διατάξεων περί ανωτάτου ορίου στην εφάπαξ παροχή και συγκεκριμένα καθ’ όσον αφορά στο Ταμείο ΟΑΠ – ΔΕΗ κρίνεται μόνο από την Ολομέλεια του Σ.τ.Ε. και δεν εφαρμόζονται οι αποφάσεις του Α.Ε.Δ. (ομοφ.).
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/365/2022
Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης εργασιακών σχέσεων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων θα προσέκρουε μετά την 18.4.2001, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθεισών αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Έτσι η απασχόληση των εκκαλούντων επειδή συνήφθη κατά παράβαση τόσο της Συνταγματικής διάταξης όσο και της διάταξης του νόμου σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν συμβάσεις εργασίας υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1, 2 εδ. σ’ και β`, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 (γι’ αυτό και δεν γίνεται εξάλλου τέτοια επίκληση στην αγωγή) διότι οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας όχι μόνο δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος, το οποίο απαιτεί συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του για την εφαρμογή του, αλλά καταρτίστηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά τη θέση σε ισχύ του, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εκκαλούσα προσλήφθηκε την 11.10.2013, ο δεύτερος στις 18.8.2015, ο τρίτος στις 11.10.2013, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτη στις 6.8.2015, ο έβδομος στις 2.5.2011, ο όγδοος στις 19.11.2012, η ένατη στις 6.8.2015, η δέκατη στις 14.11.2013, η ενδέκατη και δωδέκατη στις 6.8.2015, ο δέκατος τρίτος στα 18.11.2013, ο δέκατος τέταρτος στις 6.8.2015, οι δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος στις 3.8.2015, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη έβδομη στις 6.8.2015, η εικοστή, εικοστή δεύτερη, εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη στις 3.8.2015, ο εικοστός πρώτος και η εικοστή τρίτη στις 6.8.2015 και ο εικοστός έκτος εκκαλών στις 19.11.2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η προαναφερόμενη απασχόληση τους να υπαχθεί στην εφαρμογή του και να μετατραπούν με την εφαρμογή αυτού οι συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων σε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η συνέπεια τυχόν καταστρατήγησης των διατάξεων περί σύμβασης αορίστου χρόνου (υποχρεωτική καταγγελία) είναι η υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης μετά από έγγραφη καταγγελία και όχι η μονιμοποίηση (ΑΠ 104/2022 ο.π). Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
ΕΣ/ΤΜ.1/54/2014
Χορήγηση επιδόματος:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 237/2014 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο I Τμήμα (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ Β της παρούσας, με νόμιμη αιτιολογία το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη Πράξη του, έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η καταβολή της επίμαχης διαφοράς χρονοεπιδόματος στον ανωτέρω καθηγητή, καθόσον πράγματι η αξίωσή του παραγράφηκε εντός του έτους 2010, όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αιτούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αιτούντος νομικού προσώπου ότι, για την καταβολή της διαφοράς του επίμαχου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας ήταν αναγκαία η έκδοση σχετικής διοικητική πράξης και ότι, συνεπώς, εν προκειμένω, πρόκειται για αξίωση της παρ. 1 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974, που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία διεκόπη με την έκδοση των 9323 και 9327/22.4.2013 πράξεων του Πρύτανη, με τις οποίες ανακλήθηκαν παλαιότερες πράξεις του ίδιου και ότι έκτοτε τρέχει νέα πενταετής παραγραφή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, διότι όπως ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, η επίμαχη αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου υπόκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974, αφού για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, η οποία ήταν απόρροια των κριθέντων με την απόφαση Ε.Σ. 1079/2006, δεν απαιτείτο η έκδοση διοικητικής πράξης από τα αρμόδια όργανα του αιτούντος και ο ίδιος είχε ευθεία αγωγή για την καταβολή της διαφοράς επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, για το χρονικό διάστημα από 28.12.1995 έως 5.10.2007, θεμελιούμενη ευθέως στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 του ν. 1517/1985 και 13 παρ. 2 του ν. 2530/1997. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου δε ότι στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 292, 2403/2013, 461, 1819/2012), είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός κατά το μέρος που αναφέρεται σε παράβαση της εν λόγω Σύμβασης. Περαιτέρω, το αιτούν ισχυρίζεται ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος παρεμποδίστηκε και αποθαρρύνθηκε να προβεί στη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεών του από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, το αιτούν ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, τελούσαν σε συγγνωστή νομική πλάνη ως προς το ποιες διατάξεις ήταν εφαρμοστέες και ποιες ήταν οι δέουσες ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβούν, για τον καθορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, με προσμέτρηση της επίμαχης προϋπηρεσίας του φερόμενου ως δικαιούχου καθηγητή, αλλά και σε πλάνη περί τα πράγματα ως προς τον ορθό υπολογισμό των δικαιούμενων ποσών, με συνέπεια ο ανωτέρω να μην είναι σε θέση να προσφύγει δικαστικώς για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσής του, ύψους 15.010,95 ευρώ. Τα ανωτέρω, όμως, επικαλούμενα γεγονότα δεν συνιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, λόγους ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν.δ/τος 496/1974, δηλαδή γεγονότα απρόβλεπτα και αδύνατο να αποτραπούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, συνεπώς δεν επέφεραν την αναστολή της παραγραφής, αφού ο φερόμενος ως δικαιούχος μπορούσε, επιμελώς φερόμενος, να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας εμπροθέσμως την ικανοποίηση της αξίωσής του.Απορρίπτει την αίτηση.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/248/2022
Η αγωγή με το περιεχόμενο που αναλύθηκε παραπάνω δεν είχε σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω έρεισμα στο νόμο. Πρωτίστως οι εφεσίβλητοι δεν ανέφεραν στο δικόγραφο αυτής ότι το γεγονός ότι ο εκκαλών δήμος σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους από την στην πραγματικότητα ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, συνιστούσε απόλυση άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Για το λόγο αυτό εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με αριθμό 4057/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα σε νομική διάταξη το αίτημα των εδώ εφεσιβλήτων να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους απασχολεί, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι η άρνηση του δήμου να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία των εδώ εφεσιβλήτων γινόταν από περιστάσεις που υπερέβαιναν τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ ή συνιστούσαν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται με τον εκκαλούντα δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε μισθούς υπερημερίας για το διάστημα κατά το οποίο το εκκαλούν έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Τούτο δε διότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 έδωσε αναδρομικότητα ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των κατατασσόμενων προκειμένου αυτοί να έχουν τα ίδια μισθολογικά δικαιώματα τόσο ως προς τις αποδοχές, όσο και τα λοιπά επιδόματα εορτών και αδείας στους εργαζόμενους που κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του πδ 164/2004. Διότι κρίθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση μίσθωσης έργου (ΟλΑΠ 16/2017), η κατάταξη τους λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν πρέπει να στερηθούν λόγω του χαρακτηρισμού της σχέσης ως μίσθωσης έργου τα επιδόματα εορτών και αδείας, και ότι δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Εδώ επομένως που εκτίθεται ότι σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ο δήμος συνέστησε με τη με αριθμό .../2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέταξε με τις με αριθμό …../26.09.2017 και ……./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, τους εφεσίβλητους με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων σε αυτούς οφείλεται μισθοδοσία από τότε που ανέλαβαν υπηρεσία και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας. Αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της εργασιακής ισότητας καθώς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με άκυρη για οποιοδήποτε λόγω και άρα απλή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν δικαιούνται να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο επιδόματα εορτών για διάστημα που απασχολήθηκαν και αποζημίωση απόλυσης, και από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη που εναρμονίστηκε με τη με αριθμό 1999/70/ΕΚ οδηγία του συμβουλίου της 28.6.1999 με τα πδ 81/2003 (για τον ιδιωτικό τομέα) και το πδ 164/2004 ήταν να δώσει σε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων μισθούς υπερημερίας, όταν το αποκλείει σε άλλες περιπτώσεις και αναγνωρίζει σε αυτές μόνο αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω αγωγικό αίτημα έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑθ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο δε δύναται να χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ. νόμος). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγω εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για το εν μέρει εκτελεστό της απόφασης χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222) αφετέρου διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)