Ε.2049/2025
Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ
Παροχή διευκρινίσεων αναφορικά α) με τη διαχείριση ΑΜΑ ακινήτων για τα οποία δεν έχουν πραγματοποιηθεί βραχυχρόνιες μισθώσεις από 01.01.2024 και β) με την εγγραφή ακινήτου στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», μετά τους περιορισμούς που θέτουν οι διατάξεις της παρ. 2Α του άρθρου 111 του ν.4446/2016 (Α΄240). ΑΔΑ:96ΞΨ46ΜΠ3Ζ-62Θ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΠΟΛ.1059/2018
Εφαρμογή διατάξεων ΦΠΑ στις βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού.(ΑΔΑ:ΩΜΝΑ46ΜΠ3Ζ-6ΜΗ)
Α.1087/2025
Παράταση της προθεσμίας υποβολής των «Δηλώσεων Βραχυχρόνιας Διαμονής» που προβλέπονται από την υπό στοιχεία ΠΟΛ. 1187/23-11-2017 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ «Βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού» (Β' 4232).
Α 1146/2025
Παράταση της προθεσμίας υποβολής των «Δηλώσεων Βραχυχρόνιας Διαμονής» που προβλέπονται από την υπό στοιχεία ΠΟΛ. 1187/2017 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού» (Β’ 4232).
ΔΕΔ/Αθ/570/2025
Η υπ' αριθμόν 570/07.03.2025 απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) αφορά την αποδοχή ενδικοφανούς προσφυγής κατά τριών πράξεων επιβολής προστίμου (άρθρου 53 του ν. 5104/2024), ύψους 100 ευρώ έκαστης, φορολογικού έτους 2018. Τα πρόστιμα επιβλήθηκαν για την εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, οι οποίες αφορούσαν τουριστικές (βραχυπρόθεσμες) μισθώσεις. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι υπέβαλε τις δηλώσεις εκ παραδρομής, καθώς ως διαχειριστής του ακινήτου είχε εγγραφεί στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής. Επειδή, βάσει της ΠΟΛ. 1187/2017, ο διαχειριστής που υποβάλλει Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής απαλλάσσεται της υποχρέωσης υποβολής Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης, η ΔΕΔ κρίνει τους ισχυρισμούς βάσιμους και ακυρώνει τις πράξεις επιβολής προστίμου.
ΔΕΔ/Θεσ/1261/2025
Η απόφαση 1261/10-07-2025 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή κατά δώδεκα πράξεων επιβολής προστίμου, συνολικού ύψους 1.200,00 €, που επιβλήθηκαν από τη Δ.Ο.Υ. Έδεσσας. Τα πρόστιμα επιβλήθηκαν για εκπρόθεσμη υποβολή δώδεκα δηλώσεων βραχυχρόνιας διαμονής για το φορολογικό έτος 2023. Η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση, ισχυριζόμενη ότι τα έσοδα είχαν συμπεριληφθεί στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (Ε3 και Ε1). Η ΔΕΔ απέρριψε τους ισχυρισμούς, κρίνοντας ότι το εισόδημα από βραχυχρόνια μίσθωση έπρεπε να είχε δηλωθεί ως εισόδημα ακίνητης περιουσίας στο έντυπο Ε2 (και να φορολογηθεί με 15%) και όχι ως εισόδημα επιχειρηματικής δραστηριότητας. Λόγω αυτής της αναντιστοιχίας, η διάταξη περί μη επιβολής προστίμου για εκπρόθεσμη δήλωση (άρθρο 111 παρ. 5 περ. γ. Ν.4446/2016) δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.
ΣΤΕ/1866/2019
Φορολογία ακινήτων και προσδιορισμός της αντικειμενικής αξίας για τον υπολογισμό των οικείων φόρων. Η τήρηση ή μη από τη Διοίκηση των όρων που θέτουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις ή που συνάγονται από αυτές μπορεί να προκύπτει είτε από την ίδια την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου, στα οποία συγκαταλέγονται και οι προπαρασκευαστικές της έκδοσής της πράξεις. Με το άρθρο 41 του ν. 1249/1982 επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος χορηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετική εξουσιοδότηση και για τον καθορισμό της ειδικής μεθοδολογίας καθορισμού των πραγματικών αξιών των ακινήτων. Δεν αποκλείεται από το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως στοιχείων για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε πιστοποιημένους εκτιμητές, οι οποίοι οφείλουν να ακολουθούν, εκτός από την ημεδαπή νομοθεσία, τα οικεία ευρωπαϊκά ή διεθνή εκτιμητικά πρότυπα. Ο υπολογισμός και ο προσδιορισμός της τιμής εκκίνησης των ακινήτων στην επίμαχη ζώνη εχώρησε κατά τρόπο που δεν πληροί την απαίτηση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των νόμων 1249/1982 και 4509/2017 περί τήρησης αρκούντως ορισμένης, πρόσφορης και επιστημονικά άρτιας μεθοδολογίας, με συνέπεια η διαδικασία αυτή να παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσβαλλόμενη υα ΠΟΛ.1113/2018 είναι, ως προς το επίδικο σκέλος της, μη νόμιμη, ως εκδοθείσα κατά παράβαση των όρων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ακύρωση της 11 επίδικης ρύθμισης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της, αλλά στην ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΣΤΕ/1869/2019
Φορολογία ακινήτων και προσδιορισμός της αντικειμενικής αξίας για τον υπολογισμό των οικείων φόρων. Η τήρηση ή μη από τη Διοίκηση των όρων που θέτουν οι εξουσιοδοτικές διατάξεις ή που συνάγονται από αυτές μπορεί να προκύπτει είτε από την ίδια την προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου, στα οποία συγκαταλέγονται και οι προπαρασκευαστικές της έκδοσής της πράξεις. Με το άρθρο 41 του ν. 1249/1982 επιτρεπτώς κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος χορηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετική εξουσιοδότηση και για τον καθορισμό της ειδικής μεθοδολογίας καθορισμού των πραγματικών αξιών των ακινήτων. Δεν αποκλείεται από το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως στοιχείων για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε πιστοποιημένους εκτιμητές, οι οποίοι οφείλουν να ακολουθούν, εκτός από την ημεδαπή νομοθεσία, τα οικεία ευρωπαϊκά ή διεθνή εκτιμητικά πρότυπα. Ο υπολογισμός και ο προσδιορισμός της τιμής εκκίνησης των ακινήτων στην επίμαχη ζώνη εχώρησε κατά τρόπο που δεν πληροί την απαίτηση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των νόμων 1249/1982 και 4509/2017 περί τήρησης αρκούντως ορισμένης, πρόσφορης και επιστημονικά άρτιας μεθοδολογίας, με συνέπεια η διαδικασία αυτή να παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Η προσβαλλόμενη υα ΠΟΛ.1113/2018 είναι, ως προς το επίδικο σκέλος της, μη νόμιμη, ως εκδοθείσα κατά παράβαση των όρων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ακύρωση της 11 επίδικης ρύθμισης πρέπει να μην αναδράμει στο χρόνο έναρξης ισχύος της, αλλά στην ημέρα δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΕλΣυν/Κλ.7/143/2015
Προγραμματικές συμβάσεις.(...) Από τις ως άνω διατάξεις (3852/2010,άρθρο 100) συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι προγραμματικές συμβάσεις είναι διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών και την άσκηση συγκεκριμένης κάθε φορά δραστηριότητας, παρέχοντας τη δυνατότητα στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να συμβάλλονται με άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., συνδυάζοντας ή αλληλοσυμπληρώνοντας τις αρμοδιότητες ή τα οικονομικοτεχνικά μέσα που διαθέτουν με εκείνα του αντισυμβαλλόμενου φορέα, προκειμένου να επιτευχθεί η εκπόνηση μελετών, η κατασκευή έργων ή η παροχή υπηρεσιών που εντάσσονται στο πλέγμα των αρμοδιοτήτων και των καταστατικών τους σκοπών (Πράξεις Κλιμ. Προλ.Ελ.Δαπανών στο VII Τμήμα 327/2014, 324/2014, 267/2014, 55/2014, Αποφάσεις VI Τμήματος 2967/2014, 3236/2013, 390/2013, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 207/2013). Απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης είναι ότι ο σκοπός τον οποίο αυτή καλείται να εκπληρώσει δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο νόμιμο τρόπο και ότι αποτελεί το ultimum refugium και δεν λειτουργεί ως ισοδύναμη ή εναλλακτική με την ειδικώς προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία διαδικασία επίλυσης του ανακύπτοντος ζητήματος, ούτε χρησιμοποιείται καταχρηστικά για την παράκαμψη των διατάξεων που θέτουν συγκεκριμένους περιορισμούς στη δράση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή απαιτούν την τήρηση συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων για την άσκησή της (αποφάσεις VI Τμήματος 3067/2014, 2967/2014, 2308/2014, 4143/2013, 26/2013, 1380/2012, 289/2012, 28/2012, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 65/2014).(....) Η μελέτη και η εκτέλεση έργων, η κατάρτιση προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και η παροχή υπηρεσιών συντελείται, με γνώμονα τη μείωση του κόστους, με την αξιοποίηση του κατάλληλου προσωπικού των συμβαλλομένων φορέων (με τη «μεταφορά» προσώπων από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο) και των αντιστοίχων μέσων που αυτοί διαθέτουν (με την παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων κ.λπ.) Τούτο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι κάθε συμμετέχων φορέας, έχει κατά την υπογραφή της σύμβασης, τα μέσα και εν γένει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί αυτοδύναμα στην εκτέλεση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με την προγραμματική σύμβαση (πρβλ. Πρακτικά της 32ας Γεν. Συν. της Ολομ. του Ελ.Συν. της 10ης Δεκεμβρίου 2004 και Γνμδ. Ν.Σ.Κ. 19/2006).
(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας Πράξεως, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι Η ελεγχόμενη συμφωνία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010 διότι: α) τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων.και συμπράττουν ως αναθέτουσες αρχές αποσκοπώντας στην εκτέλεση των υπηρεσιών β) η αναπτυξιακή εταιρεία δεν είχε, κατά την υπογραφή της σύμβασης, τη δυνατότητα δι’ ιδίων μέσων (προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής) ή δι’ αυτών που θα μπορούσαν να της παρέχουν τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη, αυτοτελούς εκτέλεσης των υποχρεώσεών της γ) η μονομερής περιουσιακή μετακίνηση από την Περιφέρεια και τους Δήμους στην αναπτυξιακή εταιρεία δεν περιορίζεται στην κάλυψη λειτουργικών εξόδων, αλλά φέρει το χαρακτήρα αμοιβής, δηλαδή οικονομικού ανταλλάγματοςΚατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον η σύναψη της από 23.5.2013 σύμβασης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010, αλλά υποκρύπτει μη νόμιμη απευθείας ανάθεση του αντικειμένου της στην ανώνυμη εταιρεία
ΕΣ/ΤΜ.6/2651/2012
Επιχορήγηση αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας...Με τα δεδομένα αυτά, είναι πρόδηλο ότι η επίμαχη σύμβαση συνιστά έμμεση και μη προβλεπόμενη εκ του νόμου χρηματοδότηση της ... από το Δήμο .... μέσω της Π.Ε.Δ. .... για την πρόσληψη προσωπικού, παρά το γεγονός ότι πλέον ο νομοθέτης, ιδίως με τις διατάξεις του άρθρου 267 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και 111 του Καλλικράτη, περιορίζει την ευχέρεια των δήμων να συστήνουν ή να συμμετέχουν, πέραν από τις ρητώς αναφερόμενες περιπτώσεις, σε εταιρείες ή επιχειρήσεις (μία κοινωφελή, μία υδρεύσεως, μία επιχειρηματική κ.λπ.), ενώ η όποια συμμετοχή τους σε ήδη υφιστάμενες περιορίζεται στην ήδη προβλεπόμενη στο καταστατικό τους ετήσια εισφορά, απαγορευομένης κάθε περαιτέρω επιχορήγησης ή χρηματοδότησης. Επιπλέον, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η πρόσληψη του προσωπικού αυτού θα γίνει με αδιαφανείς διαδικασίες, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 267 του Κ.Δ.Κ., οι οποίες, όπως ορθά επισημαίνει το Κλιμάκιο, ορίζουν ότι στις αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες των Ο.Τ.Α., στην έννοια των οποίων ανήκει και η Π.Ε.Δ. Νοτίου Αιγαίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δημοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων. Συνεπώς, η όλη σύμβαση κατ' ουσίαν συνιστά έναν ευρηματικό, πλην μη νόμιμο, τρόπο για την καταστρατήγηση του συνόλου των διατάξεων, οι οποίες αφενός μεν θέτουν περιορισμούς στις προσλήψεις προσωπικού, αφετέρου δε θεσπίζουν όρους και προϋποθέσεις για την τήρηση της διαφάνειας και αμεροληψίας κατά την εν λόγω πρόσληψη. Σε κάθε δε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ... συνιστά αναντίρρητα εταιρεία Ο.Τ.Α., καθώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 8 του καταστατικού της, υπάγεται στο διοικητικό έλεγχο της Π.Ε.Δ. Νοτίου Αιγαίου, η οποία διορίζει την πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, υποδεικνύει δε τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και το Γραμματέα αυτού. Κατά συνέπεια, για την πρόσληψη προσωπικού πρέπει να τηρούνται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία των παρ. 2−17 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, καθώς επίσης και οι προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 του π.δ. 164/2004. Πέραν όμως των ανωτέρω λόγων, για τους οποίους η επίμαχη σύμβαση κρίνεται μη νόμιμη, επισημαίνεται, - δεδομένου ότι οι δήμοι, ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υπόκεινται στη συνταγματική αρχή της δημοσιονομικής νομιμότητας -, ότι η επίμαχη σύμβαση δεν περιέχει σαφή και αναλυτική πρόβλεψη τόσο για το αντικείμενο της χρηματοδότησης όσο και για τον τρόπο διάθεσης των χρημάτων που παρέχει ο Δήμος, καθώς δεν αρκεί η αναφορά στη σύμβαση ότι ο Δήμος χρηματοδοτεί την ΠΕΔ Νοτίου Αιγαίου μέχρι του ποσού των 1.300.000 και ότι η καταβολή του ποσού θα γίνει σε ποσοστό 10% με την υπογραφή της σύμβασης και στη συνέχεια σε μηνιαίες δόσεις σύμφωνα με το πρακτικό πιστοποίησης εργασιών. Τούτο δε διότι, με τον τρόπο αυτό δεν διασφαλίζεται η διαφανής διαχείριση του χρήματος που παρέχεται από το Δήμο και η συγκεκριμένη σύμβαση καθίσταται όχημα παροχής ανεξέλεγκτης χρηματοδότησης από το Δήμο σε τρίτους, χωρίς να εξειδικεύεται ο τρόπος περαιτέρω διάθεσης των χορηγούμενων πιστώσεων, να θεσπίζεται ενδελεχής τρόπος διαχείρισης του δημοτικού χρήματος και να τίθενται συγκεκριμένοι κανόνες που να καθορίζουν τον τρόπο εξέτασης της προόδου της δράσης από την προβλεπόμενη στη σύμβαση Επιτροπή Παρακολούθησης. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς έκρινε το Κλιμάκιο, κατά παράβαση των αρχών της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δεν προσδιορίζεται ποιό από τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διάθεση των χρημάτων που θα καταβληθούν από το Δήμο .... για την κάλυψη δαπανών που αφορούν στην πληρωμή του προσωπικού, σε καύσιμα-ανταλλακτικά-λιπαντικά-συντήρηση οχημάτων, τέλη κυκλοφορίας-ασφάλιση αυτοκινήτων, τηλεπικοινωνίες-χρήση συχνοτήτων ασυρμάτων, αγορά εξοπλισμού-ρουχισμού προσωπικού, αναλώσιμα γραφείου-συντήρηση εξοπλισμού γραφείων, αγορές προγραμμάτων Η/Υ, καθώς επίσης και την ευθύνη για το συντονισμό των σχετικών ενεργειών. Επίσης, ορθώς κρίθηκε από το Κλιμάκιο ότι ο όρος του ελεγχόμενου σχεδίου συμβάσεως, σύμφωνα με τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να τροποποιήσουν, παρατείνουν ή ανανεώσουν τη σύμβαση με έγγραφη συμφωνία (βλ. άρθρα 4 και 8 του σχεδίου συμβάσεως), έχει τεθεί κατά παράβαση των αρχών της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Τούτο δε διότι, με τον όρο αυτό καταλείπεται πλήρης ευχέρεια στα μέρη να τροποποιήσουν ή να επεκτείνουν χρονικώς την εν λόγω σύμβαση, χωρίς να έχει προσδιορισθεί εκ των προτέρων το περιεχόμενο των τροποποιήσεων, ο χρονικός ορίζοντας των παρατάσεων ή ανανεώσεων, καθώς επίσης και το ακριβές κόστος αυτών (πρβλ. Ελ. Συν. VI Τμ. 258/2007, VII Tμ. 117/2010).