Ε.2183/2019
Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ
Φορολογική μεταχείριση των χρηματοοικονομικών εξόδων που προκύπτουν σε περίπτωση καταβολής τόκων δανείου (ομολογιακού ή μη) όταν το ποσό του φόρου επανενσωματώνεται προκειμένου ο δικαιούχος να λαμβάνει το συνολικό ποσό των συμβατικών τόκων χωρίς το βάρος της παρακράτησης φόρου (ρήτρα “tax gross-up”). ΑΔΑ:6ΞΤΞ46ΜΠ3Ζ-3Η5
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΑΦ Β 1097116/2016
Παρακράτηση φόρου σε τόκους ομολογιακού δανείου το ποσό των οποίων καταβάλλεται με την έκδοση νέων ομολογιών.(ΑΔΑ:6ΝΙ4Η-ΑΜ8)
ΕΣ/ΤΜ.6/2155/2011 (Β΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)
ΔΑΝΕΙΑ:Αίτηση ανάκληση της 123/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη VΙ, το Τμήμα κρίνει ως εσφαλμένη την υπό στοιχείο δ κρίση του Κλιμακίου, ότι ο όρος 4 του σχεδίου της σύμβασης είναι καταχρηστικός, κι επομένως μη νόμιμος, κατά το μέρος που θεσπίζει δικαίωμα του Τ.Π.Δ. να ζητήσει από το Δήμο τόκους επί τόκων, χωρίς την πρόβλεψη οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, καθώς, όπως βασίμως με την αίτηση προβάλλεται, στο τέλος του επίμαχου όρου αναφέρεται ότι το σχετικό δικαίωμα του ΤΠΔ «στηρίζεται στο άρθρο 12 παρ.1 του ν. 2601/1998», διάταξη που είναι αναγκαστικού δικαίου και σύμφωνα με την οποία ναι μεν οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα (σε καθυστέρηση) τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, όμως η συμφωνία περί ανατοκισμού ισχύει υπό το χρονικό περιορισμό οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, οπότε ο επίμαχος όρος ούτε τη συγκεκριμένη αναγκαστικού δικαίου διάταξη παραβιάζει ούτε καταλείπει αμφιβολίες σε σχέση με το χρονικό διάστημα επέλευσης του ανατοκισμού. (..)Το Τμήμα κρίνει ως ορθή και την υπό στοιχείο γ κρίση του Κλιμακίου ότι ο όρος 4 του σχεδίου της σύμβασης είναι καταχρηστικός, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2251/1994, κι επομένως μη νόμιμος, κατά το μέρος που προβλέπει ρήτρα έκπτωσης, ήτοι τη δυνατότητα του Τ.Π.Δ. να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, και απορρίπτει ως αβάσιμους τους προβαλλόμενους με την αίτηση ισχυρισμούς ότι η επίμαχη ρήτρα έκπτωσης αποτελεί συνήθη όρο και παγιωμένη πρακτική να επαναλαμβάνεται σε κάθε δανειακή σύμβαση και ότι δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί δυσβάστακτος και καταπλεονεκτικός ο όρος σε βάρος του Δήμου, ο οποίος αποτελεί φορέα του Δημοσίου καθώς και το Τ.Π.Δ. ταυτίζεται ουσιαστικά με το Ελληνικό Δημόσιο. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα που επιφυλάσσει η επίμαχη ρήτρα στο Τ.Π.Δ. να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση και να ζητεί το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό του δανείου, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, σε περίπτωση καθυστέρησης μίας και μόνο ετήσιας δόσης του δανείου ή κάθε είδους τόκων και εξόδων, σαφώς επιβάλλει στο Δήμο σημαντική, χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένης υπόψη και της μακροχρόνιας διάρκειας του δανείου (15 έτη) αλλά και των συνθηκών της παρούσας εθνικής και παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας. (…)Τέλος, τo Τμήμα κρίνει επίσης ως ορθή, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις IV και V, την υπό στοιχείο ε κρίση του Κλιμακίου ότι ο όρος 7 του σχεδίου της σύμβασης είναι αόριστος, κι επομένως μη νόμιμος, και απορρίπτει ως αβάσιμο τον προβαλλόμενο με την αίτηση ισχυρισμό ότι ο επίμαχος όρος, που προβλέπει την υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Τ.Π.Δ. τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα με τον όρο 5 της σύμβασης έσοδά του δεν επαρκούν για την εξυπηρέτησή του, δεν αφορά τον συμβαλλόμενο Δήμο, αλλά πρωτίστως το ΤΠΔ, το οποίο θα έπρεπε να επιδιώκει τη συγκεκριμενοποίηση του όρου, καθώς η αοριστία και ασάφεια του κρίσιμου όρου δεν διασφαλίζει το Δήμο από το ενδεχόμενο να θεμελιωθεί σε βάρος του μελλοντική ενδοσυμβατική ευθύνη για απαιτήσεις του ΤΠΔ, χωρίς τους νομοθετικούς περιορισμούς ως προς τα δυνάμενα να εξυπηρετούν το δάνειο έσοδα του Δήμου. Απορρίπτει την αίτηση
ΕΣ/ΤΜ.6/2201/2011
ΔΑΝΕΙΑ Αίτηση Ανάκλησης της 62/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ, το Τμήμα κρίνει, ότι οι υπό στοιχεία α και β ουσιώδεις, κατά την κρίση του Κλιμακίου, νομικές πλημμέλειες της επίμαχης σύμβασης (μη έκδοση προηγούμενης γνωμοδότησης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου για τη συνομολόγηση του δανείου, μη απεικόνιση κατά τη διαδικασία λήψης των σχετικών αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου της οικονομικής κατάστασης του Δήμου και της δυνατότητάς του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του δανείου, σύμφωνα με όσα στο νόμο ορίζονται) δεν υφίστανται πλέον μετά την έκδοση της 265/9.5.2011 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, αφού, αφενός μεν αυτή εκδόθηκε επί τη βάσει σχετικής θετικής γνωμοδότησης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου, αφετέρου δε κάνει πλήρη αναφορά στις απαιτούμενες εκ του νόμου (άρθρο 264 του ν. 3852/2010 και 43093/30.7.2010 υπουργική απόφαση) οικονομικές προϋποθέσεις που ο Δήμος πρέπει να πληροί, προκειμένου να προχωρήσει στη συνομολόγηση του επίμαχου δανείου (ετήσιο κόστος τοκοχρεωλυσίων που δεν υπερβαίνει το 20% του συνόλου των τακτικών εσόδων, μέσος όρος χρεών κάτω του 60% του μέσου όρου εσόδων για τα τρία προηγούμενα έτη).(…). Ο προβαλλόμενος δε με την αίτηση ισχυρισμός, ότι η επίμαχη ρήτρα έκπτωσης έχει κριθεί καταχρηστική με την Ζ1-798/25.6.2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μόνο στα πλαίσια των συμβάσεων στεγαστικών δανείων και ότι αποτελεί παγιωμένη τραπεζική πρακτική να επαναλαμβάνεται αυτή σε κάθε δανειακή σύμβαση, χωρίς ο δανειολήπτης -ο Δήμος εν προκειμένω- να δύναται να την διαπραγματευτεί, ενώ σε κάθε περίπτωση η ενδεχόμενη καταχρηστικότητα (ακυρότητα) του συγκεκριμένου όρου δεν καθιστά, σύμφωνα με τη νομολογία περί γενικών όρων συναλλαγών, άκυρη όλη τη δανειακή σύμβαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι πράγματι η Ζ1-798/25.6.2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης (Β΄ 1353), που ορίζει ότι η δυνατότητα του πιστωτικού ιδρύματος να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής στην περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης είναι μη νόμιμη, ως καταχρηστική, αφορά μόνο στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, το δικαίωμα που επιφυλάσσει η επίμαχη ρήτρα στο Τ.Π.Δ. σύμφωνα με τα ανωτέρω, να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση και να ζητεί το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό του δανείου, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, σε περίπτωση καθυστέρησης μίας και μόνο ετήσιας δόσης του δανείου ή κάθε είδους τόκων και εξόδων, σαφώς επιβάλλει στο Δήμο σημαντική, χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένης υπόψη και της μακροχρόνιας διάρκειας του δανείου (10 έτη) αλλά και των συνθηκών της παρούσας εθνικής και παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας. (..)Οι ως άνω δε νομικές πλημμέλειες, που τόσο το Κλιμάκιο, όσο και το Τμήμα κρίνουν ότι κωλύουν την υπογραφή της επίμαχης δανειακής σύμβασης, είναι ουσιώδεις, γιατί αφορούν σε παραβίαση ακόμα και αναγκαστικού δικαίου διατάξεων, που εφαρμόζονται στη συνομολόγηση δανείων είτε ειδικά από τους Δήμους είτε γενικά. Τέλος, το Τμήμα, κρίνει, ότι ο προβαλλόμενος με την αίτηση ισχυρισμός ότι η περίληψη στο σχέδιο της σύμβασης όλων των επίμαχων κριθέντων από το Κλιμάκιο ως μη νόμιμων όρων οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη των αρμοδίων οργάνων του Δήμου, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στο γεγονός ότι οι επίμαχοι όροι περιλαμβάνονται κατά παγία τραπεζική πρακτική στις περισσότερες δανειακές συμβάσεις, περιλαμβάνονταν δε και σε προηγούμενες συμβάσεις δανείων μεταξύ του Δήμου και του Τ.Π.Δ. και παρότι ελέγχθηκαν προσυμβατικώς από το Ζ΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν κρίθηκαν ως μη νόμιμοι, είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Τούτο, διότι το γεγονός ότι η αναφορά συγκεκριμένων αόριστων ή καταχρηστικών όρων στο επίμαχο σχέδιο σύμβασης ήταν ενδεχομένως αποτέλεσμα παγίως τηρούμενης τραπεζικής πρακτικής δεν αναιρεί τη μη νομιμότητά τους ούτε τη δυνατότητα του Δήμου να ζητήσει την αναδιατύπωση ή την απάλειψή τους, ενώ οι 204/2009, 49/2010 και 144/2010 πράξεις του Ζ΄ Κλιμακίου, με τις οποίες κρίθηκε η νομιμότητα σχεδίων αντίστοιχων δανειακών συμβάσεων μεταξύ του Δήμου .....ς και του Τ.Π.Δ., αφενός αφορούν σε άλλα δάνεια και δεν αποτελούσαν κώλυμα για το Κλιμάκιο να κρίνει διαφορετικά στην προκειμένη περίπτωση, αφετέρου δε έκριναν ως αόριστο και απαλειπτέο τον όρο των αντίστοιχων σχεδίων, που προέβλεπε, όπως και στο επίμαχο σχέδιο σύμβασης, την υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Τ.Π.Δ. τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα έσοδά του δεν επαρκούσαν για την εξυπηρέτησή του. Απορρίπτει την αίτηση.
ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.Μ.Ε.Σ/3207/2011
ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)18/2017
ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό II), το Κλιμάκιο κρίνει κατ’αντιστοιχία προς τους υπό στοιχ. ii, iii και iv λόγους διαφωνίας (ενόψει του ότι ο πρώτος λόγος απαντήθηκε στην σκέψη II 1 B της παρούσας) τα εξής: ii) η ευθύνη των δημοτικών εισπρακτορικών οργάνων, ως η δικαιούχος του επίμαχου χρηματικού εντάλματος, κατά την είσπραξη των δημοτικών τελών συνιστά ευθύνη υπολόγου και όχι αστική ευθύνη, επιτρεπτώς δε καταλογίζεται τυχόν έλλειμμα προκληθέν από τα όργανα αυτά με απόφαση των αρμοδίων δημοτικών οργάνων, ανεξάρτητα από την καταλογιστική αρμοδιότητα των οργάνων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, iii) η καθυστέρηση αποστολής του ερωτήματος περί της θέσης της υπαλλήλου σε αργία στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και η έκδοση της απόφασης επαναφοράς σε χρόνο (1.8.2016) πολύ μεταγενέστερο από τον τιθέμενο από τις προεκτεθείσες διατάξεις (30 μέρες από την απόφαση αναστολής άσκησης καθηκόντων και ως απώτατο όριο, εν προκειμένω τις 15.9.2015 λόγω αντικειμενικής αδυναμίας συνεδρίασης του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου) συνιστά, μεν, καταστρατήγηση των εκτεθεισών στη σκέψη ΙΙ 3Α διατάξεων, πλην, όμως, δεν συνεπάγεται συγκεκριμένες δημοσιονομικές συνέπειες αιτιωδώς συνδεόμενες με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής. Σε κάθε περίπτωση, τα όργανα του Δήμου ........, ενόψει και των αναφερθεισών στο ως άνω έγγραφο επανυποβολής επανειλημμένων οχλήσεων προς το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο προκειμένου να ενημερωθούν για τις ενέργειές του, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι ήταν απαραίτητη η έγγραφη απάντηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την επαναφορά της υπαλλήλου, απάντηση η οποία τελικώς γνωστοποιήθηκε στο Δήμο στις 22.7.2016, ήτοι σε χρόνο εγγύ προς την έκδοση της απόφασης άρσης του μέτρου της αναστολής άσκησης καθηκόντων (1.8.2016) και iv) κατά παραδοχή του σχετικού λόγου διαφωνίας της αναπληρώτριας Επιτρόπου, η επίμαχη δαπάνη παρίσταται μη κανονική, δοθέντος ότι δεν καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της εκκαθάρισης αυτής. Τούτο διότι, το μεν δεν επισυνάπτονται στο χρηματικό ένταλμα τα αναφερόμενα στο Πρακτικό 1/16.10.2012 της συγροτηθείσας πενταμελούς Επιτροπής διερεύνησης του ελλείμματος δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει το ακριβές ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού, ούτε από κάποιο στοιχείο του φακέλου προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού των βεβαιωθέντων ταμειακά τόκων υπερημερίας, το δε διότι δεν επισυνάπτονται στο επίμαχο χρηματικό ένταλμα δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει το ποσό που έχει ήδη παρακρατηθεί από προηγούμενες μισθοδοσίες της υπαλλήλου προς συμψηφισμό του καταλογισθέντος σε αυτήν ποσού καθώς και το διάστημα της παρακράτησης, οι υπολογισμοί σε μηνιαία βάση, το υπόλοιπο προς αποπληρωμή, η διάκριση των ασφαλιστικών κρατήσεων και των παρακρατηθέντων για δόσεις δανείων ποσών καθώς και τυχόν μισθολογικές προαγωγές που ελήφθησαν υπόψη, τέτοιο δε δικαιολογητικό δεν αποτελεί το έγγραφο επανυποβολής, εφόσον δεν διευκρινίζει όλα τα προαναφερθέντα ελλείποντα στοιχεία.