ΕλΣυμ/Τμ.Μ.επτ.συνθ/3032/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Αναθεώρηση της 2204/2011 πράξης του 6ου Τμ. του ΕλΣυνεδρίου.Η διάταξη διακήρυξης, με την οποία τίθεται ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής των υποψηφίων η προηγούμενη εκτέλεση παρόμοιων με την υπό ανάθεση σύμβαση υπηρεσιών και ορίζεται ελάχιστο ύψος αυτών, πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι η θέσπιση ενός τέτοιου περιορισμού να μη βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, άλλως παρεμποδίζει δυσανάλογα το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό. Και τούτο, διότι η διασφάλιση της συμμετοχής του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού επιχειρήσεων στους δημόσιους διαγωνισμούς εντάσσεται στους επιδιωκόμενους από τους κοινοτικούς κανόνες σκοπούς (πρβλ. σχετ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 19.5.2009,C-538/07, Assitur και της 23.12.2009, C-305/08, CΟNISMΑ). Η Σύμβουλος Χρυσούλα Καραμαδούκη είχε την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 3316/2005 και του άρθρου 2 παρ. 1 της απόφασης 10883/12.3.2007 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 45 παρ. 1 του ως άνω νόμου, με βάση τις οποίες επιβλήθηκε με τους όρους 18.2 και 18.3 του άρθρου 18 της επίμαχης διακήρυξης περιορισμός ως προς τον μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό συμπραττόντων μελετητών και δικηγόρων ανά υποψήφιο ανάδοχο σχήμα, κατά το μέρος που εισάγουν παρέκκλιση αναφορικά και μόνο με τις αναθέσεις τοπογραφικών μελετών από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.». Ενόψει του σκοπού της εταιρείας αυτής, της ιδιαιτερότητας, αλλά και της έκτασης του αντικειμένου των προς ανάθεση μελετών, της ανάγκης άμεσης και παράλληλης εκτέλεσής τους και ταυτόχρονης περαίωσης όλων των μελετών σε όλη την επικράτεια της χώρας, είναι θεμιτές και δικαιολογημένες, ο δε θεσπιζόμενος με αυτές περιορισμός τελεί σε εύλογη συνάρτηση με τις απαιτήσεις του συνόλου των προς ανάθεση μελετών, με συνέπεια να μην παρεμποδίζεται ουσιωδώς η ανάπτυξη ανταγωνισμού ή να περιορίζεται η διαφάνεια ή να ανακύπτουν ζητήματα άνισης μεταχείρισης των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων, με την έννοια δε αυτή οι ως άνω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Κλ.Ζ/133/2009
Με τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα (ανωτέρω σκέψη 6), ενσωματώνεται η σχετική κοινοτική Οδηγία, καθορίζονται οι προϋποθέσεις καθώς, επίσης, και η διαδικασία για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης δημόσιας σύμβασης μελετών και συναφών υπηρεσιών. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι, κατά τα παγίως κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), η σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων, η οποία γίνεται με προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία αυτή το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (βλ. Δ.Ε.Κ.: απόφαση της 2.6.2005, Υπόθεση C-394/02, σκέψη 33, απόφαση της 14.9.2004, Υπόθεση C-385/02, σκέψη 19, απόφαση της 10.4.2003, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-20/01 και C-28/01, σκέψη 58, απόφαση της 18.5.1995, Υπόθεση C-57/94, σκέψη 23, απόφαση της 10.3.1987, Υπόθεση C-199/85, σκέψη 14). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.3316/2005, για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και την ανάθεση, στον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, της εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών ή της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών, που, κατά το είδος ή την ποσότητα, δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Να είναι αναγκαίες οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης, επομένως, πρέπει να παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το εκτελούμενο έργο, δηλαδή να αφορούν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, και να μην περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση. β) Να συντρέχει περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης. Συναφώς, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 20/2009, 199/2008, 246/2007, 147, 30/2005, 45/2004 πράξεις παρόντος Κλιμακίου), ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα, που, παρά το ότι καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. γ) Να μη μπορούν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για τον εργοδότη ή να κρίνονται απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της έστω και αν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν. Επίσης, προϋπόθεση για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης είναι η προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου, η σύνταξη και έγκριση σχετικού Συγκριτικού Πίνακα. Τέλος, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών συμβάσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) της αρχικής συμβατικής αμοιβής. Με δεδομένο ότι κατά την εκπόνηση των μελετών κτηματογράφησης των προγραμμάτων που προηγήθηκαν το ποσοστό των δηλώσεων δεν ξεπέρασε συνολικά, κατά προσέγγιση, το 60% του προεκτιμηθέντος αριθμού δικαιωμάτων, η εκτίμηση της εταιρείας κατά το χρόνο προκήρυξης του έργου ήταν ότι δεν θα υπήρχε υπέρβαση του ως άνω αριθμού των δικαιωμάτων που προέβλεψε το μοντέλο στατιστικής εκτίμησης. Όμως, οι σημαντικές απρόβλεπτες αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στην αγορά ακινήτων (όπως, ενδεικτικά, η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω των ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών και της κατασκευής σημαντικών έργων υποδομής που βελτίωσαν την ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, η εισαγωγή του Φ.Π.Α. στην κατασκευή ακινήτων κλπ.) είχαν ως αποτέλεσμα, ιδίως στην περιοχή του Δήμου Αθηναίων που αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δικαιωμάτων που υπάρχουν σ’ αυτές.
ΕΣ/Τ7/204/2009
ΟΤΑ.Απευθείας ανάθεση μελετών.Η ανάθεση μελετών για λογαριασμό των Δήμων διέπεται κατ΄αρχήν από τις διατάξεις του ν. 3316/2005, με τις οποίες ρυθμίστηκε το πλαίσιο ανάθεσης των μελετών όλων εν γένει των αναθετουσών αρχών. Στο γενικό αυτό ρυθμιστικό πλαίσιο εισήχθη, με τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 269 παρ. 3 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, μία εξαίρεση αναφορικά με την ανάθεση από τους Δήμους και Κοινότητες μελετών με πολύ μικρό οικονομικό αντικείμενο. Συγκεκριμένα, επιτρέπεται σε Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού (Δήμους ή Κοινότητες) με απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής ή του Κοινοτικού Συμβουλίου, η απ΄ευθείας ανάθεση εκπόνησης μελέτης σε ιδιώτη μελετητή, ο οποίος επιλέγεται χωρίς δεσμεύσεις από τις τάξεις των πτυχίων κατά παρέκκλιση των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας που διέπουν τη διαδικασία επιλογής μελετητή (εν προκειμένω του ν. 3316/2005), εφόσον η προεκτιμώμενη αμοιβή της μελέτης αυτής δεν υπερβαίνει ένα χρηματικό όριο ήτοι ποσοστό 30% του εκάστοτε ισχύοντος ορίου μέχρι του οποίου μπορεί να λαμβάνει μέρος στις διαδικασίες ανάθεσης μελετών μελετητής με πτυχίο Α΄ τάξης.
ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,
ΝΣΚ/363/2008
Όργανο διενέργειας διαγωνισμών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων εκπονήσεως μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών Δήμου.Αρμόδιο όργανο για την διενέργεια διαγωνισμών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων εκπονήσεως μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών Δήμου κατ’ εφαρμογή του Ν 3316/2005 είναι η Δημαρχιακή Επιτροπή. Επί ιδιαιτέρως σοβαρού αντικειμένου η Δημαρχιακή Επιτροπή με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή της δύναται να παραπέμπει τη διενέργεια του διαγωνισμού στο Δημοτικό Συμβούλιο.
ΕΣ/ΤΜ.7(ΚΠΕ)156/2013
Αμοιβή του για την εκπόνηση μελέτης γεωλογικής καταλληλότητας «Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής πόλης (ΣΧΟΟΑΠ) περιοχής ορίων Δ.Ε. ......».(...)Στο άρθρο 4 του ν. 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 42) προβλέπεται ότι: «1. Η διαδικασία για σύναψη σύμβασης μελέτης ή παροχής υπηρεσιών προϋποθέτει τη δημιουργία φακέλου με μέριμνα της υπηρεσίας που έχει την ευθύνη της διεξαγωγής του διαγωνισμού και έγκριση του οργάνου που έχει την αρμοδιότητα για την ανάθεση της σύμβασης (…). Ο φάκελος του έργου (…) περιλαμβάνει ιδίως: α) Το Τεύχος Τεχνικών Δεδομένων του έργου (…), β) Την τεκμηρίωση σκοπιμότητας του έργου, γ) Το πρόγραμμα των απαιτούμενων μελετών και υπηρεσιών, δ) Την απαιτούμενη δαπάνη, που περιλαμβάνει τις προβλέψιμες επί μέρους προεκτιμώμενες αμοιβές των μελετών και συναφών υπηρεσιών και την προεκτίμηση της δαπάνης κατασκευής του έργου. 2. Η προεκτιμώμενη αμοιβή υπολογίζεται με βάση τις τιμές αμοιβών ανά κατηγορία έργου και μονάδα φυσικού αντικειμένου που ορίζονται με την υπουργική απόφαση της παραγράφου 7 και τα ποσοτικά στοιχεία του προς ανάθεση έργου, όπως αυτά περιλαμβάνονται στο Τεύχος Τεχνικών Δεδομένων του έργου. (…) 7. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου Μελετών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του Τεχνικού Επιμελητηρίου εγκρίνεται με βάση τις ισχύουσες εκάστοτε Τεχνικές Προδιαγραφές κανονισμός προεκτιμώμενων αμοιβών μελετών και υπηρεσιών που περιλαμβάνει: α) ενιαίες τιμές προεκτιμώμενων αμοιβών μελετών ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου και κατηγορία έργου με βάση κυρίως τα προβλεπόμενα στάδια μελέτης και τις ποσότητες των ομοίων ή τυποποιημένων φυσικών αντικειμένων ώστε να αποφεύγεται ο πολλαπλασιασμός της αμοιβής στην περίπτωση αυτή (…) Μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης η εφαρμογή των τιμών του κανονισμού για τον καθορισμό της προεκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων είναι υποχρεωτική για τις αναθέτουσες Αρχές (…)». Ενόψει των προεκτεθέντων, μη νομίμως για την ανάθεση της ως άνω μελέτης προσέφυγε ο Δήμος στη διαδικασία του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ., καθόσον η προεκτιμώμενη για την ανάθεση αμοιβή υπολογίστηκε αυθαίρετα, χωρίς την προηγούμενη προσφυγή της αναθέτουσας αρχής στον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και υπηρεσιών, βάσει του οποίου θα καθοριζόταν εκ των προτέρων με σαφή τρόπο η προεκτιμηθείσα αμοιβή, ώστε να εξαχθεί ασφαλής κρίση για την εφαρμογή ή μη της εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ..
ΕλΣυν/Τμ.7/134/2012
Ως κύρια διαδικασία ανάθεσης μελετών από τους Ο.Τ.Α. καθιερώνεται ο διαγωνισμός μεταξύ μελετητών ή/και μελετητικών γραφείων. Ως εξαιρετική δε διαδικασία προβλέπεται η απευθείας ανάθεση. Η τελευταία επιτρέπεται αποκλειστικώς και μόνο στις ρητά προσδιοριζόμενες από τις ίδιες ρυθμίσεις περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν η προεκτιμώμενη συνολική αμοιβή όλων των σταδίων της υπό ανάθεση μελέτης δεν υπερβαίνει το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης της κατηγορίας μελετών στην οποία αυτή ανήκει. (...)Περαιτέρω, στην περίπτωση περισσότερων μελετών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, δηλαδή έχουν ομοειδές γνωστικό αντικείμενο και αποτελούν τα τμήματα στα οποία έχει κατατμηθεί μία μελέτη, τα ανωτέρω εξακολουθούν να ισχύουν. Επομένως, η εφαρμοστέα διαδικασία ανάθεσης εξευρίσκεται με τη συνάθροιση της δαπάνης που απαιτείται για την εκπόνηση της συνολικής μελέτης, δηλαδή για το σύνολο των επιμέρους μελετών και όχι με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει για κάθε τμήμα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός μιας μελέτης, η οποία λόγω του ύψους της αμοιβής για την εκπόνησή της δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις μελετών που επιτρέπεται να ανατίθενται απευθείας, σε περισσότερες ομοειδείς με αντίστοιχες προς αυτές χωριστές πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό και η απευθείας ανάθεση των επιμέρους μελετών χωριστά λόγω ποσού, κατά παράκαμψη της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό ή κλειστό διαγωνισμό δεν είναι νόμιμος. Επομένως δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκπόνηση των μελετών αυτών (πρβλ. Ελ.Συν. VII Τμ. 101/2012, 238, 82/2011, 437, 430, 369, 291/2010 κ.ά.).
ΕΣ/T6/238/2007
Προμήθεια συστήματος ψηφιακής χαρτογράφησης. Υπηρεσίες ψηφιακής χαρτογράφησης. Η ελεγχθείσα διαγωνιστική διαδικασία μη νόμιμα διενεργήθηκε με το νομικό καθεστώς του διέποντος τις προμήθειες αγαθών π.δ.394/96, καθόσον έπρεπε να διενεργηθεί σύμφωνα με το διέποντα την ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών ν.3316/2005.
ΕΣ/Τ7/119/2009
Για την ανάθεση από τους Δήμους συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, οι οποίες ως αντικείμενο έχουν την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης και στη διοίκηση ή επίβλεψη ή έλεγχο έργου, εφαρμόζονται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 1.1.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δ.Κ.Κ. (άρθρο τέταρτο του ν.3463/2006, ΦΕΚ Α΄ 116), οι διατάξεις του ν. 3316/2005. Επομένως, η παροχή της ειδικής αυτής κατηγορίας υπηρεσιών προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού ανατίθεται κατά κανόνα κατόπιν δημόσιου ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού ώστε να καθίσταται δυνατή με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων αυτών με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας προσφοράς. Η επίκληση λόγων κατεπείγοντος επιτρέπεται μόνο όταν οι αναθέτουσες αρχές δεν διαθέτουν επαρκή χρόνο για τη διοργάνωση ταχείας διαδικασίας διαγωνισμού, αφού σκοπός των ανωτέρω διατάξεων είναι η καθιέρωση διαφάνειας που να επιτρέπει την ισότητα συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού (πρβλ. απόφ. Δ.Ε.Κ. της 18.3.1992, υπόθ. C-24/1991 και απόφ. της 30.5.1994, υπόθ. C-328/1992). Η απαλλαγή από κάθε υποχρέωση δημοσίευσης της προκήρυξης του διαγωνισμού εξαρτάται από τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων και ειδικότερα α) ύπαρξη απρόβλεπτου γεγονότος, β) επιτακτικά επείγουσα ανάγκη, που δεν συμβιβάζεται με τις προθεσμίες που επιτάσσουν άλλες διαδικασίες και γ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του απρόβλεπτου γεγονότος και της κατεπείγουσας ανάγκης που ανακύπτει (πρβλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 18.5.1995, υπόθ. C-57/1994 και C-107/1992). Στην περίπτωση που δεν πληρούται μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν δικαιολογείται η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση ενώ εξάλλου, οι περιστάσεις που επικαλείται η αναθέτουσα αρχή για την αιτιολόγηση του επείγοντος δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική της ευθύνη.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)169/2013
Αμοιβή μελέτης με τίτλο: «Υδραυλική μελέτη αντλιοστασίων λυμάτων ......». Ως αιτιολογία της άρνησής της η Επίτροπος προέβαλε ότι η μελέτη αυτή, που ανατέθηκε απευθείας, έχει όμοιο γνωστικό αντικείμενο με τη μελέτη «Υδραυλική προμελέτη μονάδας επεξεργασίας λυμάτων(...)ο ν. 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 42, διορθ. σφαλμ. Α΄ 85) ορίζει, στην παρ. 2 περ. α΄ του άρθρου 1, ότι: «“Μελέτη” είναι το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, που αποβλέπει ιδίως στην παραγωγή τεχνικού έργου ή στην επέμβαση σε τεχνικό έργο ή αφορά στο σχεδιασμό και την απεικόνιση τεχνικού έργου ή παραγωγικής διαδικασίας ή σε μεθόδους ανάπτυξης και σχεδιασμού του ευρύτερου χώρου (…)», στο άρθρο 2 παρ. 1 και 2, ότι: «1. Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τη σύναψη και εκτέλεση όλων των δημοσίων συμβάσεων, ανεξαρτήτως αξίας, για την εκπόνηση μελετών και παροχή λοιπών υπηρεσιών μηχανικού και των άλλων ελευθερίων επαγγελμάτων των κατηγοριών μελετών της παραγράφου 2, που εμπίπτουν καθ’ ύλην στο «Παράρτημα ΙΙ Α» της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και στο «Παράρτημα XVIIΑ» της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν, όταν οι μελέτες δεν εκπονούνται και οι υπηρεσίες δεν παρέχονται από το προσωπικό της αναθέτουσας Αρχής. (…) 2. Οι μελέτες ή και υπηρεσίες επίβλεψης μελετών και έργων, ανάλογα με το αντικείμενό τους, διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες: (1) (…) (13) Μελέτες υδραυλικών έργων (εγγειοβελτιωτικών έργων, φραγμάτων, υδρεύσεων, αποχετεύσεων) και διαχείρισης υδατικών πόρων (…)», στο άρθρο 4: «3. Για τη διεξαγωγή διαγωνισμού του νόμου αυτού η αναθέτουσα Αρχή εγκρίνει τα αντίστοιχα συμβατικά τεύχη, που περιλαμβάνουν το φάκελο έργου και τη Συγγραφή Υποχρεώσεων. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας ανάθεσης οριστικής μελέτης είτε μεμονωμένα είτε με άλλα στάδια μελετών είναι η ένταξη του έργου στον προγραμματικό σχεδιασμό του φορέα», στο άρθρο 7, ότι: «1. Για την ανάθεση της οριστικής μελέτης χωρίς αξιολόγηση προκαταρκτικών μελετών όπως και των μελετών της παρ. 5 του άρθρου 5, ο εργοδότης συντάσσει προκήρυξη, η οποία δημοσιεύεται κατά το άρθρο 12. Η διαδικασία ανάθεσης που ακολουθείται είναι είτε η ανοικτή είτε η κλειστή, αναλόγως της πολυπλοκότητας, του μεγέθους και της εξειδικευμένης εμπειρίας που απαιτείται για την εκπόνηση της μελέτης». Κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 45 παρ. 3 και 4 του ν. 3316/2005 εκδόθηκε η Δ15/οικ/19263/2009 (Β΄ 1837) απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., ισχύουσα κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, που ορίζει στο άρθρο μόνο αυτής: «1. (…) 2. (…) τα όρια αμοιβής κάθε τάξης πτυχίου καθορίζονται σε EURO όπως παρακάτω: Α) Για τις κατηγορίες μελετών του άρθρου 2 του π.δ. 798/1978 1-10-13-14-16 ΠΤΥΧΙΟ Α ΤΑΞΗΣ Από 0,0029 EURO έως 38,078 EURO». Τέλος, η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του π.δ. 171/1987 (Α΄ 84) ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, ορίζει ότι: «Επιτρέπεται η κατάτμηση των δημοτικών (…) έργων και η σύνταξη των αντίστοιχων μελετών, με αναγραφή στον προϋπολογισμό του Δήμου (…) κατατμημένων πιστώσεων για την εκτέλεση αυτών ανά δημοτικό διαμέρισμα». Με τις διατάξεις του ν. 3316/2005 καθιερώνεται ο κανόνας της σύναψης των συμβάσεων μελετών ύστερα από δημόσιο, ανοικτό ή κλειστό, διαγωνισμό, ώστε να επιτυγχάνεται ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α.. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε περιπτώσεις περιοριστικά καθορισμένες. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν η προεκτιμώμενη συνολική αμοιβή όλων των σταδίων της υπό ανάθεση μελέτης δεν υπερβαίνει το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης της κατηγορίας μελετών στην οποία αυτή ανήκει. Προκειμένου για υδραυλικές μελέτες (κατηγορία μελετών 13) το ανώτατο αυτό όριο καθορίζεται από 3.9.2009 στο ποσό των 38.078 ευρώ, ήτοι για την απευθείας ανάθεση τέτοιας κατηγορίας μελετών το όριο είναι 11.423 ευρώ (38.078 Χ 30% = 11.423 ευρώ). Επομένως, δεν επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση όταν η συνολική αμοιβή της υπό ανάθεση μελέτης υπερβαίνει το ως άνω όριο των 11.423 ευρώ. Περαιτέρω, στην περίπτωση περισσότερων μελετών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, δηλαδή έχουν ομοειδές γνωστικό αντικείμενο και αποτελούν τα τμήματα στα οποία έχει κατατμηθεί μία μελέτη, τα ανωτέρω εξακολουθούν να ισχύουν. Επομένως, η εφαρμοστέα διαδικασία ανάθεσης εξευρίσκεται με τη συνάθροιση της δαπάνης που απαιτείται για την εκπόνηση της συνολικής μελέτης, δηλαδή για το σύνολο των επιμέρους μελετών και όχι με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει για κάθε τμήμα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός μιας μελέτης, η οποία λόγω του ύψους της αμοιβής για την εκπόνησή της δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις μελετών που επιτρέπεται να ανατίθενται απευθείας, σε περισσότερες ομοειδείς με αντίστοιχες προς αυτές χωριστές πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό και η απευθείας ανάθεση των επιμέρους μελετών χωριστά λόγω ποσού, κατά παράκαμψη της διαδικασίας ε
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/8/2013
Τοπογραφική αποτύπωση οικισμών(..)Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ως κύρια διαδικασία ανάθεσης μελετών από τους Ο.Τ.Α. καθιερώνεται ο διαγωνισμός μεταξύ μελετητών ή/και μελετητικών γραφείων. Ως εξαιρετική δε διαδικασία προβλέπεται η απευθείας ανάθεση. Η τελευταία επιτρέπεται αποκλειστικώς και μόνο στις ρητά προσδιοριζόμενες από τις ίδιες ρυθμίσεις περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν η προεκτιμώμενη συνολική αμοιβή όλων των σταδίων της υπό ανάθεση μελέτης δεν υπερβαίνει το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης της κατηγορίας μελετών στην οποία ανήκει η υπό ανάθεση. Προκειμένου για μελέτες τοπογραφίας (κατηγορία μελετών 16) το ανώτατο αυτό όριο καθορίστηκε από 3.9.2009 στο ποσό των 38.078,00 ευρώ, ήτοι για την απευθείας ανάθεση τέτοιας κατηγορίας μελετών το όριο ήταν 11.423,40 ευρώ (38.078,00 Χ 30% = 11.423,40 ευρώ). Επομένως, δεν επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση όταν η συνολική αμοιβή της υπό ανάθεση μελέτης υπερβαίνει το ως άνω όριο των 11.423,40 ευρώ. Εξάλλου, ελλείψει σχετικής ρύθμισης, στο ποσό της προεκτιμώμενης αμοιβής μιας μελέτης -και προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το ποσό αυτό υπερβαίνει το όριο που τίθεται από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 209 παρ.3 του ν.3463/2006- δεν περιλαμβάνεται ο αναλογών φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), δεδομένου ότι ο φόρος αυτός δεν αποτελεί τμήμα της αμοιβής, αλλά αποδίδεται όπως ειδικότερα ορίζουν οι οικείες διατάξεις περί Φ.Π.Α. Περαιτέρω, στην περίπτωση περισσότερων μελετών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, δηλαδή έχουν ομοειδές γνωστικό αντικείμενο, και αποτελούν τα τμήματα στα οποία έχει κατατμηθεί μία μελέτη, τα ανωτέρω εξακολουθούν να ισχύουν. Επομένως, η εφαρμοστέα διαδικασία ανάθεσης εξευρίσκεται με τη συνάθροιση της δαπάνης που απαιτείται για την εκπόνηση της συνολικής μελέτης, δηλαδή για το σύνολο των επιμέρους μελετών και όχι με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει για κάθε τμήμα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός μιας μελέτης, η οποία λόγω του ύψους της αμοιβής για την εκπόνησή της δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις μελετών που επιτρέπεται να ανατίθενται απευθείας, σε περισσότερες ομοειδείς με αντίστοιχες προς αυτές χωριστές πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό και η απευθείας ανάθεση των επιμέρους μελετών χωριστά λόγω ποσού, κατά παράκαμψη της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό ή κλειστό διαγωνισμό δεν είναι νόμιμος. Επομένως δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκπόνηση των μελετών αυτών (βλ. πράξεις VII Τμ. 134, 101/2012, 238/2011, 430, 328/2010). Εξάλλου, η δυνατότητα της κατ' εξαίρεση αναγραφής στο δημοτικό προϋπολογισμό κατατμημένων πιστώσεων, αφορά, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μόνο στα έργα και τις αντίστοιχες μελέτες, που εκπονούνται για την εκτέλεση αυτών σε διαφορετικά δημοτικά ή τοπικά διαμερίσματα. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 περ. 43Α8 και 2 παρ.10 του ν.2539/1997 (ΦΕΚ Α?, 244) και 2 παρ. 3 και 4 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν.3463/2006, ΦΕΚ Α?, 114) συνάγεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάθεσης των επίμαχων μελετών (έτος 2009) ο Δήμος ..... αποτελείτο αποκλειστικά από το τοπικό διαμέρισμα ......(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη δεύτερη σκέψη της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι επίμαχες μελέτες τοπογραφίας έχουν το ίδιο γνωστικό αντικείμενο, δεν προϋποθέτουν διαφορετικά προσόντα για την εκπόνησή τους, ανατέθηκαν κατά τον ίδιο χρόνο στον ίδιο μελετητή, εκτελέστηκαν βάσει πανομοιότυπων συμβάσεων, με συμβατικό οικονομικό αντάλλαγμα που δεν διαφοροποιείται σημαντικά, αφορούν, δε, στο ίδιο τοπικό διαμέρισμα (.....).