Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ4/130/2010

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

Όπως παγίως γίνεται δεκτό από το παρόν Τμήμα, κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων η ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία που εφαρμόζεται μόνον όταν συντρέχουν οι τασσόμενες από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις, πρωταρχική μεταξύ των οποίων είναι να πρόκειται για εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που, παρά το ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικώς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση, η δε συνδρομή τέτοιων γεγονότων πρέπει να αιτιολογείται με την αναφορά αναλυτικών στοιχείων στις σχετικές με την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων (βλ. ενδεικτ. Πράξεις 89/2007, 146, 188/2009, κ.ά. ΙV Τμ. Ελ. Συν.). Η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη, κατά το μέρος που αφορά στην εξόφληση του εργολαβικού ανταλλάγματος για τις συμπληρωματικές εργασίες που αφορούν στην αντικατάσταση της καύσιμης ύλης από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο, παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί η εγκατάσταση του δικτύου φυσικού αερίου. Επιπλέον, το Τμήμα κρίνει ότι δεν είναι νόμιμη η δαπάνη κατά το μέρος που αυτή αφορά στις λοιπές ως άνω εργασίες κατασκευής οικίσκου, τοποθέτησης διαχωριστικών, αποξήλωση παλαιού ανελκυστήρα, διάφορες εργασίες καθαιρέσεως και αντικατάστασης δαπέδων, αφού από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αιτιολογείται η αδυναμία έγκαιρης αντιμετώπισής τους με τη μελέτη δημοπράτησης του έργου, ωστόσο το χρηματικό ένταλμα κρίνεται θεωρητέο λόγω συγγνωστής πλάνης

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.7/91/2010

Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που, παρά το ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικώς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση. Η συνδρομή τέτοιων γεγονότων πρέπει να αιτιολογείται με την αναφορά αναλυτικών στοιχείων στις σχετικές με την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων, δεν μπορούν δε, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτες περιστάσεις εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στην απλή βελτίωση της ποιότητάς του λ.χ. με ανώτερα υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη (βλ. Πράξεις VII Τμ 63/2005, 85, 260/2006, 135, 231/2007, 44/2008, 32, 235, 249/2009 κ.ά.).


ΕΣ/ΚΛ.Ε/608/2009

Αποπεράτωση αποχέτευσης -συμπληρωματική σύμβαση...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη (ΙΙΙ), το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι ως άνω εργασίες που αποτελούν το αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης, δεν αποδεικνύεται από τον αναθέτοντα φορέα ότι οφείλονται σε απρόβλεπτες περιστάσεις κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, δηλαδή σε αιφνίδια πραγματικά περιστατικά, που αντικειμενικά, κατά τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τη σύνταξη της αρχικής μελέτης δημοπράτησης του έργου. Τέτοιες δε απρόβλεπτες περιστάσεις δεν συνιστούν σε καμιά περίπτωση οι επισημάνσεις της αναδόχου, αναφορικά με ορισμένα κατασκευαστικά ζητήματα, καθόσον από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο δεν κατέστη δυνατή η πρόβλεψή τους στο στάδιο σύνταξης της ανωτέρω αρχικής μελέτης. Ούτε εξάλλου η αόριστη αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του 4ου Α.Π.Ε., ότι οι επιβαλλόμενες εργασίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω των ανωτέρω απροβλέπτων περιστάσεων, αρκεί για να αποδείξει ότι οι εργασίες αυτές δεν οφείλονται σε αστοχίες και παραλείψεις ή σφάλματα της αρχικής μελέτης, ενόψει και του ότι σε κανέναν από τους προεγκριθέντες Α.Π.Ε., στους οποίους συμπεριλήφθηκαν ομοειδείς εργασίες, γίνεται αναφορά σε τέτοια αιφνίδια περιστατικά, ενώ στο 39/10.7.2009 έγγραφο του κυρίου του έργου ρητώς αναφέρεται ότι οι επιπλέον εργασίες οφείλονται σε αδυναμίες της αρχικής μελέτης δημοπράτησης του επίμαχου έργου. Και ναι μεν, αναφορικά τουλάχιστον με τις εργασίες αποκατάστασης βλαβών σε υφιστάμενα δίκτυα κοινής ωφέλειας, δεν παρίσταται εφικτός ο ακριβής εντοπισμός τους εκ των προτέρων, πλην στην οικεία αιτιολογική έκθεση δεν παρατίθεται καμία ειδικότερη αιτιολογία ως προς το γιατί δεν μπορούσε να προβλεφθεί εξ αρχής και να ληφθεί υπόψη η έλλειψη χαρτογράφησης των δικτύων αυτών και, ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη πρόκληση ζημιών από τις εργασίες της αναδόχου, γεγονός που ανάγεται στο χρόνο σύνταξης της αρχικής μελέτης και θα συνεπαγόταν και την πρόβλεψη ενός αντίστοιχου κονδυλίου στον προϋπολογισμό του αρχικού έργου. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά οι προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης εργασιών και δεν αρκεί η συνδρομή κάποιας μόνο από αυτές, όπως το ότι οι εργασίες που αποτελούν το αντικείμενο της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, ούτε ασκεί εν προκειμένω επιρροή το γεγονός της χρηματοδότησης του αρχικού έργου από κοινοτικούς πόρους.


ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/101/2017

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ:(...) Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η ανάθεση συμπλη-ρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου έργου επιτρέπεται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όταν οι συμπλη-ρωματικές εργασίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτές δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή ή, μολονότι μπορούν να διαχωριστούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που, είτε προβλέπονται, κατ’ είδος, από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Ως απρόβλεπτες, εξ άλλου, περιστάσεις νοούνται τα αιφνίδια εκείνα πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την οικεία σύμβαση (Ε.Σ. αποφ. Τμ. Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, VI Τμ. 614/2014, Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσης της, να είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο (Ε.Σ. VI Τμ. 2066/2010 κ.α., Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών ως εργασιών που κατέστησαν αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, τόσο στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όσο και στις αντίστοιχες αποφάσεις της προϊσταμένης αρχής, ενώ δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη ή είναι επακόλουθο της έλλειψης επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής. (Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 57/2012, Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015, 290/2014 κ.α.).(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής: Η προκείμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου αποτελεί απρόβλεπτη περίσταση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς έλαβε χώρα μετά την αρχική μελέτη του έργου και την αρχική σύμβαση, δεν ήταν δε αντικειμενικά δυνατό, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να προβλεφθούν εξ αρχής οι εργασίες που κατέστησαν εκ των υστέρων αναγκαίες λόγω της τροποποίησης αυτής. Εκ τούτων παρέπεται ότι μόνον οι συναφείς με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εργασίες, ως οφειλόμενες στο απρόβλεπτο αυτό γεγονός, μπορούν να εκτελεσθούν νομίμως κατόπιν σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης. Αντιθέτως, όσες εργασίες δεν συνέχονται με την εν λόγω τροποποίηση, ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά το στάδιο της αρχικής μελέτης και επομένως η ανάθεσή τους με την επίμαχη συμπληρωματική σύμβαση είναι μη νόμιμη.Βάσει αυτών, οι εργασίες υπό στοιχεία β) και δ) που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη 4 της παρούσας νομίμως ανατέθηκαν με συμπληρωματική σύμβαση, διότι αποδεικνύεται από τη σχετική αιτιολογική έκθεση και την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ότι κατέστησαν αναγκαίες λόγω αλλαγής των σχετικών Ο.Α. μετά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Ωστόσο, οι λοιπές ως άνω υπερσυμβατικές ή νέες εργασίες, δεν προκύπτει από τις ίδιες αποφάσεις ότι σχετίζονται με την εν λόγω τροποποίηση.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη δαπάνη είναι εν μέρει μη νόμιμη και εκ του λόγου τούτου το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/Τ4/63/2007

Εντελλόμενη δαπάνη αφορούσε στην πληρωμή συμπληρωματικών εργασιών, που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση του έργου και οι οποίες ανατέθηκαν με την εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις, χωρίς, δηλαδή, να πρόκειται για εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου


ΕλΣυν/Ε Κλιμ/475/2010

Συμπληρωματική σύμβαση Η επικαλούμενη πολυετής καθυστέρηση εκδίκασης από το Σ.τ.Ε. των αιτήσεων αναστολής και ακύρωσης, που αφορούν στη χρησιμοποίηση των δανειοθαλάμων της περιοχής του Αγίου Αντωνίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί απρόβλεπτη περίσταση για την ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών, αφού ο ανάδοχος τελούσε ήδη κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς του σε γνώση της σχετικής δικαστικής διαμάχης, η θετική έκβαση της οποίας δεν ήταν δεδομένη, και ως εκ τούτου, όφειλε να διαθέτει εναλλακτικές προτάσεις ως προς τις πηγές λήψης των απαιτούμενων αδρανών υλικών, ενώ η αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης επιμέρους εργασιών, που προέκυψε λόγω της θαλάσσιας μεταφοράς και απόθεσης του αμμοχάλικου από το δανειοθάλα- μο του Λιτόχωρου, δεν δικαιολογεί την καταβολή στον ανάδοχο πρόσθετης αποζημίωσης, πέραν της τιμής των σχετικών άρθρων του τιμολογίου μελέτης, και επομένως, αυτός έπρεπε να έχει διαμορφώσει την οικονομική προσφορά του με βάση τις ειδικές συνθήκες του έργου, κατά τα οριζόμενα στο εν λόγω άρθρο. Οι λοιπές εργασίες είναι νέες, που δεν περιλαμβάνονται στην αρχική μελέτη του έργου και αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του τεχνικού αντικειμένου του ή οφείλονται σε παραλείψεις της μελέτης δημοπράτησης του έργου δεν αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, ότι κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων. Αιτιολογία για τη σύναψη της συμπληρωματικής σύμβασης, κατά την οποία οι εργασίες που περιλαμβάνονται σ' αυτή δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην ολοκλήρωση και λειτουργία του έργου, δεν αρκεί για να θεωρηθεί νόμιμη η εν λόγω σύμβαση, αφού η προϋπόθεση αυτή πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με τις λοιπές προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις για την κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης εργασιών.


ΕΣ/Τ7/34/2006

Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, η ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία που εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στις ως άνω διατάξεις περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και τα οποία, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. Δεν μπορούν, πάντως, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του (βλ. πράξ. ΙV Τμήμ. 33/2000, 93/2001, 17, 106, 125/2002, 1/2003, 113, 194/2004, 5/2005). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εν λόγω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσεως της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών, ως εργασιών λόγω απροβλέπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου καθώς και στις αντίστοιχες αποφάσεις της Προϊσταμένης αρχής (βλ. πράξ. IV Τμήματος 33/2000, 97/2001).


ΕλΣυν/Τμ.4/206/2009

Δεν επιτρέπεται όμως σε καμμία περίπτωση ο επιμερισμός (κατάτμηση) εργασιών, που επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων, όπως η οικονομική και η τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος στο οποίο αυτές αποβλέπουν, σύμφωνα με στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών αναθέσεώς τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου και για το οικονομοτεχνικώς άρτιο αυτού επιβάλλεται να ανατεθούν με έναν ενιαίο διαγωνισμό (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 88, 72, 13, 5/2008, 89, 21, 18/2007, 43, 44, 45/2006, 137/2004). Επίσης δεν επιτρέπεται ο επιμερισμός εργασιών που αποτελούν εργασίες συμπληρωματικές αυτών ενός ήδη ανατεθέντος και εκτελούμενου έργου του οικείου φορέα. Τέτοιες είναι εργασίες συναφείς με το οικείο έργο, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική του σύμβαση, δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωρισθούν από αυτές της αρχικής συμβάσεως χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίηση του έργου, κατέστησαν δε αναγκαίες κατά την εκτέλεσή του λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πραγματικών δηλαδή γεγονότων τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι εργασίες αυτές (συμπληρωματικές) ανατίθενται στον ανάδοχο του οικείου αρχικού έργου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής ή των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού των ανατιθέμενων εργασιών ως συμπληρωματικών. Δεν αποτελούν πάντως συμπληρωματικές εργασίες οι εργασίες που αφορούν στη διαφοροποίηση, στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου ή στη βελτίωση της ποιότητας του έργου (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 199, 120/2008, 122, 143, 63/2007, 91, 88, 56/2006).(...)Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεως εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών δημόσιου έργου είναι νόμιμη μόνο όταν η απόφαση για την ανάθεση των οικείων εργασιών και η υπογραφή της συμβάσεως λαμβάνουν χώρα πριν από τη λήξη της συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του οικείου έργου ή της νόμιμης παρατάσεώς της, ήτοι παρατάσεως που εγκρίνεται με σχετική απόφαση της προϊσταμένης αρχής του έργου, η οποία όμως έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσας συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του. Η έκδοση δε αποφάσεως για παράταση του χρόνου εκτελέσεως του έργου μετά την εκπνοή της αρχικής ή νομίμως παραταθείσας συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του, δε συνεπάγεται την παράταση αλλά αποτελεί μη προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις χορήγηση νέας προθεσμίας εκτέλεσης του έργου (βλ. ΕλΣ VII Τμ. πράξη 92/2009).


ΕλΣυν.Κλ.Ε/433/2016

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι προτεινόμενες με την ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση εργασίες αποκατάστασης φθορών του οδοστρώματος και καταπτώσεων τάφρων της οδού σε συνολικά 35 νέες χιλιομετρικές θέσεις, εντελώς διάφορες σε σχέση με τις χιλιομετρικές θέσεις που αφορούσαν οι εργασίες του αρχικώς δημοπρατηθέντος έργου, δεν αποτελούν συμπληρωματικές εργασίες, αλλά ανεπίτρεπτη, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, εκ των υστέρων (μετά τη δημοπράτηση του έργου) επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των εργοληπτικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση της εκτέλεσης του αρχικού έργου, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και, ως εκ τούτου δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου. Συνεπώς, δεν μπορούν οι εργασίες αυτές να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, διότι, πρόκειται ουσιαστικά για ένα νέο έργο, το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική μελέτη του επίμαχου έργου και τροποποιεί τον αρχικό σχεδιασμό αυτού. Εξάλλου, και υπό την εκδοχή ότι οι εν λόγω εργασίες αποτελούν «συμπληρωματικές εργασίες», από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η εκτέλεσή τους κατέστη αναγκαία λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του αρχικού έργου. Συγκεκριμένα, με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση, δεν αιτιολογείται ειδικώς η συνδρομή απρόβλεπτων περιστάσεων, αλλά γίνεται αόριστη επίκληση συνθηκών που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, η αοριστία δε αυτή δεν θεραπεύεται ούτε με τη συμπληρωματικώς υποβληθείσα έκθεση βλαβών, σύμφωνα με την οποία η πρόκληση των νέων βλαβών της οδού αποδίδεται, από τον κύριο του έργου, στην υψηλή κυκλοφορία της οδού και στις μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες, γεγονότα τα οποία – ανεξαρτήτως της γενικής και αόριστης επίκλησης αυτών χωρίς καταγραφή συγκεκριμένων συμβάντων – δεν είναι έκτακτα και αιφνίδια, αλλά συνήθη και επαναλαμβανόμενα και, επομένως, μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά τον αρχικό προγραμματισμό του έργου. Τέλος, το γεγονός ότι οι εργασίες της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα γι’ αυτήν και είναι απολύτως αναγκαίες για την τελειοποίηση της δεν αρκεί για να καταστήσει νόμιμη την υπογραφή συμπληρωματικής σύμβασης, δεδομένου ότι για τη σύναψή της απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά όλες οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις προϋποθέσεις. Η ως άνω κρίση δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από το γεγονός ότι η δαπάνη της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης (52.818,47 ευρώ) είναι ισόποση με τη μείωση της αρχικής σύμβασης και δεν επέρχεται έτσι υπέρβαση του αρχικού συμβατικού τιμήματος, δεδομένου ότι το ποσό αυτό μη νομίμως καλύπτεται από το κονδύλιο της αναθεώρησης της αρχικής σύμβασης, καθόσον αυτό προορίζεται αποκλειστικώς για την αντιμετώπιση τυχόν ανατιμήσεων στην αξία υλικών, ημερομισθίων κλπ. που επιβάλλονται στις συμβατικές τιμές του έργου κατά τη διάρκεια εκτέλεσης αυτού (βλ. άρθρο 54 του ν. 3668/2009) και όχι για την κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης.


ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/276/2019

Έργο- Συμπληρωματική σύμβαση:..επιδιώκεται η αναθεώρηση της 1883/2018 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως ανατίθενται οι ως άνω εργασίες με συμπληρωματική σύμβαση στον ανάδοχο της κύριας σύμβασης, διότι α) αν και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, το αντικείμενό τους συνάπτεται αναγκαίως με το αντικείμενο αυτής, αφού αφορούν στο σύνολό τους την κατασκευή της λιμενοδεξαμενής και των συνοδών έργων, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου αφενός λόγω της διαδοχικής τροποποίησης επί το δυσμενέστερο των περιβαλλοντικών όρων, αφετέρου λόγω της ακυρωτικής απόφασης του ΣτΕ. Οι περιστάσεις αυτές δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά την εκπόνηση της αρχικής μελέτης του έργου, βάσει εγκεκριμένης τότε Μ.Π.Ε. και αρμοδίως καθορισμένων περιβαλλοντικών όρων, οι οποίοι αργότερα τροποποιήθηκαν, άνευ υπαιτιότητας της αναθέτουσας αρχής, δημιουργώντας μάλιστα σε αυτήν υποχρέωση συμμόρφωσης μέσω της εκτέλεσης των επίμαχων συμπληρωματικών εργασιών. Ούτε άλλωστε ήταν δυνατόν να προβλεφθεί η εκφερθείσα με την απόφαση του ΣτΕ κρίση και οι τροποποιήσεις που αυτή με τη σειρά της επέφερε στην εκτέλεση του έργου. γ) Οι επίμαχες συμπληρωματικές εργασίες είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση του έργου, καθόσον δεν είναι δυνατή η κατασκευή του χωρίς να τηρηθούν οι δεσμευτικοί περιβαλλοντικοί όροι, δ) ο προϋπολογισμός της συμπληρωματικής σύμβασης (1.860.438,32 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) δεν υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης (3.725.110,87 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ).Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που να κωλύει την υπογραφή της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης κατασκευής του έργου «Λιμενοδεξαμενή ... και δίκτυα άρδευσης». Περαιτέρω, πρέπει να επιστραφεί το καταβληθέν για την αίτηση αναθεώρησης παράβολο στην αιτούσα εταιρεία με την επωνυμία «...».Δια ταύτα Δέχεται τις αιτήσεις αναθεώρησης. Αναθεωρεί την 1883/2018 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 


ΕλΣυν/Ε Κλιμ/465/2010

Συμπληρωματική σύμβαση Για κάποιες εργασίες αορίστως αιτιολογείται η συνδρομή απροβλέπτων περιστάσεων, ήτοι πραγματικών γεγονότων, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης, τα οποία επηρεάζουν την τεχνική αρτιότητα του έργου, χωρίς περαιτέρω οποιασδήποτε εξειδίκευσης των λόγων για τους οποίους, ακολουθώντας τους κανόνες της εμπειρίας και τεχνικής, ήταν αντικειμενικά αδύνατη εκ των προτέρων η ένταξη αυτών των εργασιών στην αρχική μελέτη του έργου. Αλλωστε το γεγονός ότι η αύξηση των ποσοτήτων των ως άνω εργασιών οφείλεται σε επιγενόμενες μετρήσεις, αποτελεί παραδοχή από την αναθέτουσα αρχή της ύπαρξης σφαλμάτων και παραλείψεων των αρχικών προμετρήσεων της μελέτης, που δεν δικαιολογούν κατά νόμο τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Εργασίες οφειλόμενες σε σφάλματα ή παραλείψεις των αρχικών προμετρήσεων καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλι των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Οι λοιπές εργασίες αποτελούν μετά τη δημοπράτηση του έργου και την κατακύρωση του αποτελέσματός του μεταβολή του φυσικού και τεχνικού αντικειμένου του, που δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης του αναδόχου. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι εργασίες αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης ή ότι αυτές ήταν αναγκαίες για την καλύτερη λειτουργία του έργου, δεν αποδεικνύεται ότι η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα ή καταστάσεις, τα οποία αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν στο στάδιο της οριστικής μελέτης. Απρόβλεπτη περίσταση δεν αποτελεί, ούτε η επικαλούμενη από την αναθέτουσα αρχή και για όλες τις εργασίες, τήρηση των διατάξεων για την υγιεινή των εργαζομένων δεδομένου ότι η υποχρέωση τήρησης των διατάξεων αυτών ήταν εκ των προτέρων γνωστή στην ίδια αρχή. Με την 274/2011 απόφαση του VI Τμήματος του Έλεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή αίτηση ανάκλησης κατά της προμνησθείσας Πράξης του Κλιμακίου και μόνο για τις εργασίες αποκατάστασης του σπασμένου καταθλιπτικού αγωγού, καθόσον κρίθηκε ότι δεν αποτελεί επέκταση του αρχικού αντικειμένου του έργου, όπως εσφαλμένως δέχθηκε το Κλιμάκιο, διότι αποτελούν εργασίες συντηρήσεως, η ανάγκη εκτελέσεως των οποίων προκλήθηκε από την ασφαλτόστρωση της εθνικής οδού, το δε πρόβλημα ανέκυψε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ασφαλτοστρώσεως, οπότε είχαν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες της αρχικής συμβάσεως. Οι εργασίες αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής συμβάσεως.