×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΚΛΙΜ.Ζ/276/2006

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005

Σε κάθε περίπτωση, όταν τροποποιούνται ή προστίθενται ουσιώδεις όροι στη διακήρυξη, όπως όταν ορίζονται συντελεστές βαρύτητας σε επιμέρους κριτήρια ανάθεσης, θα πρέπει να τηρούνται οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας (Εφημερίδα Ευρωπαϊκής Ένωσης, ημερήσιος ελληνικός τύπος, ενημερωτικό δελτίο Τ.Ε.Ε) με ταυτόχρονη μετάθεση της αρχικής ημερομηνίας διενέργειας του διαγωνισμού, έτσι ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να λαμβάνουν εγκαίρως γνώση των τροποποιήσεων ή των προσθηκών της διακήρυξης και να διαμορφώνουν αναλόγως το περιεχόμενο των προσφορών τους (πρβλ. άρθρο 10 παρ.4 π.δ.394/1996).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ7/387/2009

Μελέτες.Απευθείας ανάθεσημη νόμιμη , καθόσον δεν πληρούνται όλες ανεξαιρέτως οι σωρευτικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3316/2005, καθόσον, αν και α) προκύπτει το επείγον της απευθείας ανάθεσης των ως άνω μελετών, β) υπάρχει προηγούμενη γνωμοδότηση του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου προς τούτο, γ) το ύψος της δαπάνης των εν λόγω μελετών δεν ξεπερνά σε ποσοστό 10% το σύνολο των προβλεπομένων στον οικείο προϋπολογισμό πιστώσεων για μελέτες και υπηρεσίες και δ) προκύπτει ότι κλήθηκαν τρεις (3) τουλάχιστον υποψήφιοι μελετητές για να υποβάλουν προσφορά και εξετάστηκαν οι προσφορές τους προ της ανάδειξης του ως άνω τελικού αναδόχου μελετητή, εντούτοις, αν και προκύπτει δημοσίευση της αναγγελίας εκπόνησης της εν λόγω μελέτης στο «Ενημερωτικό Δελτίο» του Τ.Ε.Ε., αυτή δεν αποδεικνύεται ότι απεστάλη προς δημοσίευση 10 τουλάχιστον ημέρες πριν την υπογραφή της οικείας σύμβασης. Συγνωστή πλάνη


Δ.εφ.Αθ/2422/2012

9..) Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003,  πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009  Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών.

ΕΣ/ΤΜ.6/446/2018

ΜΕΛΕΤΗ. (..) ζητείται η ανάκληση της 317/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι το σχέδιο της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης της μελέτης..(..)Με την προσβαλλόμενη Πράξη, το Ζ΄ Κλιμάκιο έκρινε ότι το σχέδιο της ανωτέρω 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης απαραδέκτως εισήχθη ενώπιόν του για τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας....το Κλιμάκιο έκρινε ότι «δεν υφίσταται δυνατότητα διαπραγμάτευσης και, εν γένει, προσδιορισμού των όρων ανάληψης και εκπλήρωσης των συγκεκριμένων υποχρεώσεων» και ότι «λαμβανομένου υπόψη και του (…) σκοπού, για τον οποίο καθιερώθηκε ο έλεγχος των σχεδίων δημοσίων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο (προστασία του δημοσίου συμφέροντος από τυχόν λάθη, πλημμέλειες ή πράξεις διαφθοράς των διοικητικών οργάνων κατά τη διαδικασία σύναψης των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και για την εμπέδωση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης των διοικουμένων στις ενέργειες της δημόσιας διοίκησης), δεν καταλείπεται πεδίο άσκησης προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας».(..) Εντούτοις, η κρίση αυτή του Κλιμακίου είναι εσφαλμένη. Και τούτο διότι, η ελεγχόμενη σύμβαση αποτελεί συμπληρωματική σύμβαση, με την οποία τροποποιείται ουσιωδώς το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, αφού προστίθενται εργασίες που δεν είχαν αρχικώς προβλεφθεί, με ταυτόχρονη αύξηση του οικονομικού αντικειμένου της, οι συμβάσεις δε αυτές, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, ελέγχονται σε κάθε περίπτωση, ακριβώς προκειμένου να διαφυλαχθεί η διαφάνεια των διαδικασιών και η ίση μεταχείριση των παρόχων που μετείχαν στο αρχικό διαγωνισμό...Επομένως, ακόμη και αν ορισμένα στοιχεία της σύμβασης καθορίζονται νομοθετικώς, η σύμβαση αυτή δεν «εξαιρείται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό»...αλλά, για λόγους διαφάνειας και ανταγωνισμού, απαιτείται να συναφθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, οι οποίες ελέγχονται από το Δικαστήριο τούτο..(..)Με τα δεδομένα αυτά, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάγκη παράτασης του αρχικού συμβατικού χρόνου, που προκάλεσε την ανάγκη εκτέλεσης των πρόσθετων εργασιών, οφείλεται σε περιστάσεις που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από την αναθέτουσα αρχή, επιπλέον δε ότι συντρέχουν όλες οι προβλεπόμενες στο άρθρο 29 του ν. 3316/2005 προϋποθέσεις, το Τμήμα κρίνει ότι οι επιπλέον αυτές εργασίες νομίμως περιλαμβάνονται στην ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση, η οποία δύναται να ισχύσει από την ημερομηνία υπογραφής της και εφεξής...Ανακαλεί την 317/2017 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Κρίνει ότι δεν κωλύεται η υπογραφή της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης της μελέτης με τίτλο..


ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/158/2012

(...) α) Ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε υφιστάμενης έννομης σχέσης ως μελέτης ή παροχής υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίου εφαρμογής του ν.3316/2005 ή ως παροχής υπηρεσιών που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν.3316/2005 και για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 9 του Δ.Κ.Κ. και, συνακόλουθα, ο καθορισμός, συνεπεία του ως άνω γενόμενου χαρακτηρισμού, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου αναδόχου είναι ζήτημα πραγματικό και γίνεται κατόπιν, το μεν, εκτίμησης των εκτελούμενων υπηρεσιών, το δε, ερμηνείας της βούλησης των μερών. β) Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005 υπάγονται τόσο οι μελέτες που συγκροτούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (πρβλ Ελ.Συν. IV Τμ. 216/2009, 178/2008, 179/2008) όσο και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στις οποίες η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην προσφορά των γνώσεων και ικανοτήτων που διαθέτει, οι οποίες σε συνδυασμό με εξειδικευμένο προσωπικό ή άλλα μέσα τείνουν στην επίτευξη ενός έργου εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται μεταξύ άλλων οι συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης που η ίδια πρόκειται να συντάξει καθώς και την εκπόνηση των σχεδίων και των τευχών δημοπρατήσεως έργου που στηρίζονται σε αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.1999 στην υπόθεση C-258/97, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1999, σελ. Ι-01405, Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 24/2012, 187/2011). Με τις διατάξεις δε του ν. 3316/2005 καθιερώνεται ο κανόνας της σύναψης των σχετικών συμβάσεων ύστερα από δημόσιο, ανοικτό ή κλειστό, διαγωνισμό, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α., με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 102/2009, 120, 199/2010, Ι Τμ. 170/2010). γ) Λόγω του ειδικού χαρακτήρα αυτών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αντικείμενο των οποίων αποτελεί, κατά κύριο λόγο, η προσφορά τεχνογνωσίας, εμπειρίας και ειδίκευσης σε συγκεκριμένο αντικείμενο οι συμβάσεις αυτής της κατηγορίας, οι οποίες συνάπτονται από το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πρέπει να συνοδεύονται από ειδική αιτιολόγηση της αδυναμίας των οικείων υπηρεσιών να προβούν οι ίδιες, με τους υπαλλήλους που διαθέτουν, στην επίτευξη του αποτελέσματος που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης. Ειδική αιτιολόγηση για την αδυναμία εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών απαιτείται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης), χωρίς δημοσίευση προκήρυξης. Η διαδικασία αυτή συγχωρείται, μεταξύ άλλων, όταν η προϋπολογισθείσα δαπάνη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ και υφίστανται γεγονότα που συνιστούν επείγουσα ανάγκη για την ανάθεσή της. Για την υπογραφή της σύμβασης απαιτείται γνωμοδότηση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου σχετικά με τη συνδρομή του επείγοντος καθώς και αναγγελία των κρισίμων στοιχείων της σύμβασης στο Τ.Ε.Ε. προκειμένου να δημοσιευθούν στην ιστοσελίδα του δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την υπογραφή της (βλ. Ελ.Συν. IV Τμ. 16/2010, 187/2011). δ) Η διάταξη του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, η οποία ρυθμίζει την περίπτωση της απευθείας ανάθεσης, μεταξύ άλλων, και της παροχής υπηρεσιών, όταν η δαπάνη της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις των συμβάσεων μελετών ή συναφών υπηρεσιών, αφού αυτές διέπονται από τις προμνησθείσες ειδικές διατάξεις (Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 172/2009, VII Τμ. πραξ. 199/2010).


ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)224/2014

ΜΕΛΕΤΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ: Μη νόμιμη δαπάνη που αφορούσε καταβολή συνολικού ποσού 24.990 ευρώ στο φερόμενο ως δικαιούχο ……, και αφορά τον 1ο λογαριασμό της μελέτης(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι :  Α) Κατ’ αποδοχή του πρώτου λόγου διαφωνίας, στην από 31.8.2010 βεβαίωση της Διευθύντριας Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου ….. δεν αιτιολογείται, ειδικώς, η αδυναμία σύνταξης της μελέτης από την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου, καθόσον αφενός μεν, με το δεδομένο ότι για τα σχολικά κτίρια υπάρχουν οι προδιαγραφές του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων και οι αντίστοιχες τυποποιημένες μελέτες του Ο.Σ.Κ.  είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του Δήμου ότι για την εκπόνηση της εν λόγω μελέτης απαιτούνταν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες δεν διέθεταν οι υπάλληλοι της τεχνικής του υπηρεσίας, αφετέρου η επικαλούμενη έλλειψη των κατάλληλων μέσων (τοπογραφικών οργάνων), πέραν του ότι προβάλλεται αορίστως, δεν αιτιολογεί γιατί ο Δήμος δεν είχε μεριμνήσει για την προμήθεια του εξοπλισμού και του λογισμικού σχεδιασμού που απαιτείται για την αποτελεσματική άσκηση  των αρμοδιοτήτων του. Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό του Δήμου ότι από τον Απρίλιο του έτους 2010 ήταν απαραίτητη η σύνταξη μελέτης ενεργειακής απόδοσης, σύμφωνα με τον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.ΕΝ.Α.Κ.), κατά το χρόνο δε ανάθεσης της μελέτης (Οκτώβριος 2010) η τεχνική υπηρεσία δε διέθετε την τεχνική κατάρτιση για την εκπόνηση της μελέτης ενεργειακής απόδοσης, αφενός μεν ο ειδικότερος αυτός λόγος δεν περιέχεται στην αιτιολογία της, από 31.8.2010 βεβαίωσης, περί αδυναμίας σύνταξης της μελέτης της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, αλλά προβάλλεται οψίμως  με το έγγραφο επανυποβολής του χρηματικού εντάλματος, αφετέρου ήδη πριν την έκδοση του ΚΕΝΑΚ ίσχυε ο ν. 3661/2008 (ΦΕΚ Α 89/19.5.2008), με τις διατάξεις του οποίου εναρμονίστηκε η ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 2002/91/ΕΚ       «Για την ενεργειακή απόδοση των κτι­ρίων» και ο οποίος προέβλεπε τη λήψη μέτρων για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων με την έκδοση κανονισμού ενεργειακής απόδοσης κτιρίων εντός σύντομης προθεσμίας έξι μηνών, καθιστούσε δε σαφείς τις υποχρεώσεις που έπρεπε να τηρούνται αναφορικά      με τις νέες προδιαγραφές της ενεργειακής αποδόσεως των κτιρίων που θα κατασκευάζονταν. Β) Η αιτιολογία που περιέχεται στο εισηγητικό προς το Περιφερειακό Συμβούλιο Δημοσίων Έργων έγγραφο του Δημάρχου …… και στην 697/6.10.2010 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει την κατά το νόμο έννοια του επείγοντος που δικαιολογεί την απευθείας ανάθεση της μελέτης, δηλαδή της άμεσης ανάγκης αντιμετωπίσεως μίας αιφνίδιας καταστάσεως, η δημιουργία της οποίας, μάλιστα, δεν ανάγεται στην σφαίρα επιρροής της αναθέτουσας αρχής καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, η μη επάρκεια των υφιστάμενων σχολικών υποδομών στο ανατολικό τμήμα της πόλης, δεν συνιστά αιφνίδιο γεγονός, αλλά αντιθέτως αποτελεί χρόνια κατάσταση, η αντιμετώπιση των συνεπειών της οποίας έπρεπε να λάβει χώρα εγκαίρως, στο πλαίσιο της ορθής και αποτελεσματικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Γ) Ο λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου ότι δεν προηγήθηκε δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν την υπογραφή της σύμβασης αναγγελία για δημοσίευση με τα κρίσιμα στοιχεία της στην ιστοσελίδα του Τ.Ε.Ε. είναι αβάσιμος, καθόσον η σχετική αναγγελία δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Τ.Ε.Ε. στις 12.12.2010. Δ) Βάσιμος είναι ο λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου, σύμφωνα με τον οποίο δεν προκύπτει ότι το συνολικό ύψος των συμβάσεων που ανατέθηκαν με τη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν υπερβαίνει το 10% των συνολικών ετήσιων πιστώσεων για την εκπόνηση μελετών και υπηρεσιών και τούτο διότι τόσο στο 62865/31.8.2010 έγγραφο του Δημάρχου προς το Περιφερειακό Συμβούλιο Δημοσίων Έργων όσο και στην 697/6.10.2010 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αναφέρεται μεν ότι το συνολικό ύψος των συμβάσεων που ανατέθηκαν με τη διαδικασία αυτή δεν υπερβαίνει το 10% των συνολικών ετήσιων πιστώσεων για την εκπόνηση μελετών, χωρίς, όμως, συγχρόνως να αναγράφεται, σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, ότι δεν υπερβαίνει και το 10% των συνολικών ετήσιων πιστώσεων για την εκπόνηση υπηρεσιών, ενώ ούτε από κάποιο άλλο στοιχείο του φακέλου προκύπτει ότι συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ότι δηλαδή δεν υπάρχει υπέρβαση του 10% των συνολικών ετήσιων πιστώσεων για την εκπόνηση όχι μόνο μελετών, αλλά και υπηρεσιών. Ε) Και ο λόγος διαφωνίας ότι δεν κλήθηκαν για διαπραγμάτευση τρεις τουλάχιστον υποψήφιοι μελετητές, εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός υποψηφίων με τα νόμιμα προσόντα, παρίσταται βάσιμος, καθόσον στα κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάθεσης της μελέτης έγγραφα δεν αναφέρεται ότι τηρήθηκε η προϋπόθεση αυτή του νόμου, ενώ δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και δεν ασκούν επιρροή, καθόσον συντάχθηκαν τέσσερα έτη μετά τον κρίσιμο χρόνο της ανάθεσης, οι από 16.5.2014 υπεύθυνες δηλώσεις των αρχιτεκτόνων μηχανικών, μελετητών Δημοσίων Έργων, ….και……, σύμφωνα με τις οποίες προσκλήθηκαν στις 27.5.2010 από τον τότε Δήμαρχο με σκοπό τη διαπραγμάτευση για την ανάθεση της εν λόγω μελέτης, έλαβαν γνώση των όρων και του αντικειμένου της σύμβασης και δήλωσαν           ότι δεν ενδιαφέρονται να εκπονήσουν τη συγκεκριμένη μελέτη. ΣΤ) Ο λόγος διαφωνίας ότι το τιμολόγιο παροχής των σχετικών υπηρεσιών φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της διαχειριστικής περιόδου που ολοκληρώθηκε      η μελέτη δεν ασκεί επιρροή στην κανονικότητα της ελεγχόμενης δαπάνης και τούτο διότι η έκδοση του τιμολογίου σε χρόνο μεταγενέστερο της οικείας διαχειριστικής περιόδου δύναται μεν να επισύρει την επιβολή φορολογικών κυρώσεων από μέρους των οργάνων της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., πλην όμως δεν συνεπάγεται δημοσιονομικές συνέπειες και ως εκ τούτου δεν θίγεται το κύρος του συγκεκριμένου δικαιολογητικού (βλ. σχετ. Πράξεις IV Τμήματος 50/1999, 153/2006, 23/2008, VII Τμ. 74, 103, 104/2011, Κλ.VII Tμ. 36/2012, 287/2013). Ζ) Ως προς το λόγο διαφωνίας του Επιτρόπου ότι δεν υπάρχει απόφαση ανάληψης υποχρέωσης εντός του οικονομικού έτους 2013 που εγκρίθηκε η παράταση της προθεσμίας της μελέτης, ούτε και απόφαση ανατροπής αυτής, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ήδη από το χρόνο (6.10.2010) έγκρισης ανάθεσης της μελέτης (πρώτη ενέργεια για την εκτέλεση της δαπάνης) έπρεπε να εκδοθεί απόφαση ανάληψης υποχρέωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 του β.δ. 17.5/15.6.1959, σχετική δε απόφαση ανάληψης υποχρέωσης και απόφαση ανατροπής αυτής έπρεπε να εκδοθεί και στα επόμενα οικονομικά έτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο π.δ.113/2010.


ΔΕΚ/C-225/1998

Περίληψη 1. Σκοπός των κανόνων δημοσιότητας που προβλέπονται στην οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στους οποίους περιλαμβάνεται η δημοσίευση της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως, είναι να ενημερωθούν εγκαίρως όλοι οι δυνάμει προσφέροντες σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τα κύρια σημεία μιας συμβάσεως, προκειμένου να μπορέσουν να υποβάλουν την προσφορά τους εμπροθέσμως. Ο σκοπός αυτός υποδηλώνει ότι ο υποχρεωτικός ή όχι χαρακτήρας της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών που υπέβαλαν οι προσφέροντες. Συναφώς, τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, που καθορίζουν, γενικώς, σε 52 ημέρες για τις ανοικτές διαδικασίες και 40 ημέρες για τις κλειστές, αντιστοίχως, τις συνήθεις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών, ουδόλως αναφέρονται στην προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Αντιθέτως, τα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, που παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να μειώσουν τις προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, συνδέουν ρητώς τη δυνατότητα αυτή με την προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Επομένως, η δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους παρέχεται να μειώσουν τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών. ( βλ. σκέψεις 35-38 ) 2. Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα είναι είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβάλλοντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα κριτήρια ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, όπως η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να αναφέρουν τα κριτήρια αυτά, είτε στην προκήρυξη είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων. όντως, η διάταξη αυτή δεν στερεί εντελώς από τις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ως κριτήριο έναν όρο που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όρος αυτός τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, κυρίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, ακόμη και αν το κριτήριο αυτό δεν είναι αφεαυτού ασυμβίβαστο προς την οδηγία 93/37, πρέπει κατά την εφαρμογή του να τηρούνται όλοι οι διαδικαστικοί κανόνες της οδηγίας αυτής και ιδίως οι κανόνες δημοσιότητας που περιέχονται σ' αυτήν. Επομένως, ένα κριτήριο αναθέσεως που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας πρέπει να μνημονεύεται ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού, ώστε να είναι οι εργολήπτες σε θέση να πληροφορηθούν την ύπαρξη της προϋποθέσεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 49-51, 73 ) 3. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος το οποίο, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, περιορίζει σε πέντε τον αριθμό των υποψηφίων που μπορούν να υποβάλουν προσφορές για τις επίμαχες συμβάσεις. Καίτοι είναι αληθές ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 δεν ορίζει ελάχιστο αριθμό υποψηφίων τους οποίους οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να προσκαλέσουν όταν δεν επιλέγουν τον καθορισμό ορίου που προβλέπει η διάταξη αυτή, πάντως, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ότι, στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας και όταν οι αναθέτουσες αρχές προβλέπουν ένα όριο, αριθμός υποψηφίων μικρότερος του πέντε δεν αρκεί για την εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού. Τούτο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να προσκαλέσουν τον ανώτατο αριθμό υποψηφίων. Επομένως, ο αριθμός των επιχειρήσεων που μία αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να προσκαλέσει για να υποβάλουν προσφορές στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι μικρότερος του πέντε. ( βλ. σκέψεις 59-63 ) 4. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) καθώς και από την οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος που, στις προκηρύξεις διαγωνισμών, χρησιμοποιεί, όσον αφορά τη μέθοδο προσδιορισμού των τμημάτων του έργου, παραπομπές στις κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργανώσεων και, άλλωστε, απαιτεί από τον καταρτίζοντα κατασκευαστικά σχέδια, ως ελάχιστη προϋπόθεση συμμετοχής, δικαιολογητικό εγγραφής στον σύλλογο αρχιτεκτόνων. πράγματι, στο μέτρο που ο καθορισμός των τμημάτων του έργου με παραπομπή σε κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργ