ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1301/2020
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Η απόφαση αφορά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας «…. Α.Ε.» κατά της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης ύψους 110.769,27 ευρώ, η οποία επιβλήθηκε για αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά στο πλαίσιο υλοποίησης συγχρηματοδοτούμενου έργου στη Θεσσαλονίκη από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ). Η εταιρεία κρίθηκε ένοχη παρατυπίας καθώς χρησιμοποίησε κατ’ αποκοπή κονδύλια, που προορίζονταν για απολογιστικές εργασίες και μελέτες, για την εκτέλεση άλλων εργασιών, κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων έργων (ν. 1418/1984 και π.δ. 609/1985) και των όρων της απόφασης ένταξης. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι η χρησιμοποίηση των κονδυλίων για διαφορετικό σκοπό δεν ήταν νόμιμη και απέρριψε τους λόγους αναιρέσεως.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1062/2021
Η απόφαση 1062/2021 της Ελάσσονος Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά την αίτηση αναίρεσης ομόρρυθμης εταιρείας κατά της 441/2016 απόφασης του Ι Τμήματος, με την οποία είχε απορριφθεί η έφεσή της κατά δημοσιονομικής διόρθωσης ύψους 35.094,90 ευρώ. Η διόρθωση επιβλήθηκε λόγω ελλιπούς τεκμηρίωσης της προμήθειας μηχανολογικού εξοπλισμού (βυτίου και χορτοδετικής πρέσας) στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενου επενδυτικού σχεδίου. Το Δικαστήριο (κατά πλειοψηφία) έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, καθώς περιείχε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την ακριβή φύση και τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παρατυπίας. Συνεπώς, η απόφαση 441/2016 αναιρέθηκε και η υπόθεση αναπέμπεται στο αρμόδιο Ι Τμήμα για εκ νέου εκδίκαση, με σκοπό τη διερεύνηση ουσιωδών πραγματικών ζητημάτων.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/676/2023
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος της εκκαλούσας, ποσού 5.047.789,84 ευρώ, που προέρχεται από τη χρηματοδότηση του Υποέργου 1 της πράξης «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΔΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ-Β΄ ΦΑΣΗ/ΕΤΠΑ»(...)Προβάλλεται επίσης από την εκκαλούσα ότι δεν φέρει υπαιτιότητα ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, που συνίσταται στην κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3669/2008 ανάθεση στην «… ΑΕ» ως υποεργολάβου, μέρους του έργου, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την αναθέτουσα αρχή, και σε κάθε περίπτωση αυτή δεν ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της. Ως προς το πρώτο σκέλος του ο λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθ’ ότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 4 για την κατάφαση παρατυπίας δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή πταίσματος του δικαιούχου και τούτο, διότι ο περιορισμός της δυνατότητας ανάκτησης της παρανόμως διατεθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής στις περιπτώσεις παρατυπιών διαπραχθεισών από υπαιτιότητα θα έθετε σε διακινδύνευση του κοινοτικούς πόρους, διευκολύνοντας τις παρατυπίες(....)Περαιτέρω, σε σχέση με τη σοβαρότητα της παρατυπίας λαμβάνεται υπ’ όψιν ιδίως ότι ούτε προκύπτει ούτε είχε τεθεί υπ’ όψιν της εκκαλούσας κάποιο στοιχείο από το οποίο να εκκινούν τυχόν υποψίες για ανάθεση της επίμαχης υπεργολαβίας. Η ίδια εξάλλου η φύση της έννομης σχέσης, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η ανάθεση ακόμα και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί αφανούς εταιρείας, καθιστά δυσχερή τον έλεγχο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η υπεργολάβος εταίρος δεν είχε εμφανή την παρουσία της προς τους τρίτους. Ακόμα, για την εκτίμηση της φύσης της παρατυπίας συνεκτιμάται το γεγονός ότι η υπεργολαβία εξυπηρετεί κατ’ αρχήν το άνοιγμα του ανταγωνισμού και δεν επιβάλλονται περιορισμοί από το ενωσιακό δίκαιο. Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι κατά παραδοχή του προβαλλόμενου λόγου, το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 2% επί του συνόλου των δηλωθεισών στην Ε.Ε. δαπανών, περιόδου από 1.7.2015 έως 30.6.2018, ύψους (20.191.159,34 ευρώ Χ 2%=) 403.823,19 ευρώ.Δέχεται εν μέρει την έφεση.
Στε/1222/2006
Το μεν άρθρο 5 παρ. 3 του π.δ. 609/85 (κατά το οποίο ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας αποτελεί το ανώτατο όριο προσφορών, εκτός εάν η διακήρυξη ορίζει το αντίθετο και ο προϋπολογισμός μπορεί να είναι αναλυτικός ή να περιλαμβάνει κατ’ αποκοπή τίμημα για το έργο ή τμήματά του) δεν ορίζει ρητώς ότι προσφορές με επιμέρους τιμές μεγαλύτερες των σχετικών τιμών του τιμολογίου της Υπηρεσίας απορρίπτονται ως απαράδεκτες, το δε άρθρο 7 παρ. 3 του αυτού π.δ. (κατά το οποίο, στο σύστημα προσφορών με επιμέρους ποσοστά έκπτωσης, επιτρέπεται μηδενική ή αρνητική έκπτωση σε ομάδες εργασιών εάν η συνολική έκπτωση είναι θετική) δεν παρέχει προφανές εξ αντιδιαστολής επιχείρημα υπέρ της άποψης της αιτούσας ότι στο εφαρμοσθέν εν προκειμένω σύστημα του άρθρου 9 του π.δ. 609/85 (σύστημα προσφοράς με ελεύθερη συμπλήρωση τιμολογίου), ελλείψει αντίστοιχης ρύθμισης, δεν επιτρέπονται αρνητικές εκπτώσεις σε επιμέρους κονδύλια του τιμολογίου.
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/565/2024
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.(...) Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως ορθά κρίθηκε από το δικάσαν Τμήμα, αφενός ο κανονισμός (ΕΚ) 1164/1994 περί ιδρύσεως του Ταμείου Συνοχής δεν εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση, διότι το έργο συγχρηματοδοτήθηκε από το ΕΤΠΑ στο πλαίσιο της προγραμματικής περιόδου 2007-2013, αφετέρου η εκτέλεση εργασιών κατά παράβαση του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων αποτελεί παρατυπία, η οποία επηρεάζει σημαντικά τη φύση και τους όρους εκτέλεσης του υποέργου και δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν για τις εργασίες αυτές. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός ότι έπρεπε προηγουμένως να ζητηθεί η έγκριση της Επιτροπής για την ανάκτηση, καθώς τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών, την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων και την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη διαβούλευση των εθνικών οργάνων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε έκδοση προηγούμενης απόφασης από την Επιτροπή, με την οποία να υποχρεώνονται οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς να αναζητήσουν τα παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά. Τέλος, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε οικονομική απώλεια του ΕΤΠΑ παρίσταται αόριστος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος, καθόσον η παραβίαση των αναφερόμενων στη σκέψη 8 εφαρμοστέων κανόνων συνιστά ουσιώδη παρατυπία, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει αυτή επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του Ταμείου, λόγω του καταλογισμού σε αυτόν της καταβληθείσας στον ανάδοχο αδικαιολόγητης δαπάνης εξωσυμβατικών εργασιών, που δεν εγκρίθηκαν από τη Διαχειριστική Αρχή και δεν εντάχθηκαν νομίμως στο φυσικό αντικείμενο του έργου.Για τους λόγους αυτούς.Απορρίπτει την αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…Α.Ε.» για αναίρεση της 620/2021 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/ΕΛΑΣ.ΟΛΟΜ./552/2023
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 3.871.820,37 ευρώ, ως διαδόχου φορέα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …, με την αιτιολογία ότι στην τελευταία, η οποία ήταν η Τελική Δικαιούχος του υποέργου «Θέατρο …», φέρεται να καταβλήθηκε παρανόμως το ανωτέρω ποσό. Το εν λόγω υποέργο είχε ενταχθεί στο μέτρο 1.4 του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος … 2000-2006 και χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους.(...)Στο πλαίσιο αυτό, η επίμαχη ρύθμιση, που καθορίζει το ύψος του προς επιστροφή ποσού σε περίπτωση απένταξης ενός έργου, αφορά ένα ειδικότερο ζήτημα της ουσιαστικής ρύθμισης του άρθρου 104 του ν. 2362/1995, το οποίο αναφέρεται γενικά στη διαδικασία είσπραξης από το Δημόσιο αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και απαιτεί την ανάκτησή τους σε περίπτωση παρατυπίας αλλά και του άρθρου 6 του ν. 2860/2000, το οποίο προβλέπει ειδικότερα την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κατά την εκτέλεση των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρησιακών προγραμμάτων. Το πλαίσιο δε που θέτουν οι διατάξεις αυτές είναι ορισμένο ως προς την υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών, προβλέπουν δε ρητά και την ολική διακοπή της χρηματοδότησης σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής παρατυπίας, όπως εν προκειμένω. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 6 της κ.υ.α. 907/052/2003, περί επιστροφής του συνόλου της χρηματοδότησης σε περίπτωση ανάκλησης της απόφασης ένταξης, τελώντας εντός του πλαισίου των καθοριζόμενων με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2860/2000 κυρώσεων, ρυθμίζει πράγματι ένα ειδικότερο τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα ζήτημα. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με την ένδικη αίτηση ισχυρισμός ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 6 της κ.υ.α. 907/052/2003, που προβλέπει την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων ποσών σε περίπτωση απένταξης μίας πράξης χωρίς να εξετάζεται το γεγονός ότι το υπό ενίσχυση σχέδιο μπορεί να έχει μερικώς υλοποιηθεί, παραβιάζει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης προβάλλεται αβασίμως, καθώς το δικαίωμα αυτό τυγχάνει εφαρμογής κατά τη διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης, εν προκειμένω δε της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, και ουδόλως η επίμαχη διάταξη αποκλείει την άσκησή του κατά την διάρκεια της προβλεπόμενης διαδικασίας ανάκτησης. Στην κρινόμενη υπόθεση η αναιρεσείουσα δεν θέτει ζήτημα επί της ουσίας παραβίασης του δικαιώματος αυτού κατά την έκδοση της προσβληθείσας με την έφεση πράξης.(...)Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1397/2021
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ (....)Περαιτέρω σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκ. 11 της παρούσης) το Κράτος δύναται, σε περίπτωση σοβαρής παρατυπίας, ήτοι σε περίπτωση ουσιώδους παραβίασης του δικαίου της Ενώσεως ή του συναπτόμενου προς αυτό εθνικού δικαίου, η οποία προκάλεσε ή θα μπορούσε να έχει προκαλέσει ζημία στον γενικό προϋπολογισμό της Ενώσεως, να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση και να αναζητήσει τα τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά χρηματοδοτήσεων από οποιονδήποτε υπεύθυνο για την παρατυπία, ήτοι από τον «δικαιούχο» ή/και τον αποδέκτη, δυνάμει των υποχρεώσεων που έχει κάθε φορέας αναλάβει, η δε ευθύνη τους οργανώνεται κατ’ αρχήν ως αυτοτελής έναντι του κράτους. Τυχόν δε ευθύνη της εκάστοτε Δομής/αναδόχου είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής από την ευθύνη της εκκαλούσας. Το δε γεγονός ότι το όφελος έχει περιέλθει σε τρίτους ωφελούμενους ουδόλως αναιρεί την ευθύνη της. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.(...)Εξ’ άλλου, η Επιτροπή που όφειλε να συστήσει, είχε τη δυνατότητα να επαληθεύει την παράδοση των συγχρηματοδοτούμενων υπηρεσιών, ιδίως δε την παροχή υπηρεσιών στα κατά νόμο δικαιούμενα (αμέσως ή εμμέσως ωφελούμενα) πρόσωπα. Η διεύρυνση από την ανάδοχο του κύκλου των ωφελούμενων προσώπων κατά παράβαση των όρων της προκήρυξης, η οποία κατέστη εφικτή εξαιτίας του ανεπαρκούς ελέγχου καθιστά την εκκαλούσα υποκείμενο ανάκτησης, καθόσον σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά ανωτέρω (βλ. σκ. 11 και 16 της παρούσας) ως εγκεκριμένος φορέας διαχείρισης φέρει ευθύνη διαχείρισης και ελέγχου της διάθεσης των ενωσιακών κονδυλίων. Η ευθύνη της δε αυτή δεν περιορίζεται στην απλή καταβολή των ενισχύσεων στους αναδόχους αλλά εκτείνεται στη σύννομη υλοποίηση κάθε Πράξης μέσω, μεταξύ άλλων, της διενέργειας επαρκών ελέγχων επί αυτής.(...)Επί του λόγου αυτού το Δικαστήριο κρίνει ότι ο λόγος αυτός ερείδεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι ο προσυμβατικός έλεγχος που διεξήχθη εν προκειμένω, αφορούσε στη νομιμότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας επιλογής των αναδόχων- Δομών από την εκκαλούσα και όχι στη διαδικασία επιλογής των ωφελουμένων (άμεσα και έμμεσα) από τις επιλεγείσες αναδόχους - Δομές. Σε κάθε περίπτωση δε η αρχή της αποτελεσματικής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου προϋποθέτει την εξουσία των ελεγκτικών οργάνων να αποφαίνονται ακωλύτως για τη συνδρομή ή μη παρατυπίας χωρίς εκ των προτέρων δεσμεύσεις σε σχέση με το αντικείμενο και την έκταση του ελέγχου, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί δεδικασμένου.(...)Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.
ΑΝΑΙΡΕΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/779/2024
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/391/2021
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στα συμβατικά τεύχη του επίδικου Υποέργου και δη στην Σ.Υ. αναγραφόταν ρητά και με σαφήνεια ο τρόπος καταβολής του συμβατικού τιμήματος στην ανάδοχο, οι δε σχετικές προβλέψεις δεν παρουσίαζαν ερμηνευτικές δυσχέρειες (βλ. σκ. 11). Παρά ταύτα, η εκκαλούσα, αν και υπεύθυνη για την υλοποίηση της σύμβασης σύμφωνα με τους κανόνες του ενωσιακού και εθνικού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων, εντούτοις υπέπεσε σε σοβαρή παρατυπία κατά την εκτέλεση αυτής, καθώς τροποποίησε τον τρόπο καταβολής του συμβατικού τιμήματος επ’ ωφελεία της αναδόχου, χωρίς τούτο να προβλέπεται από το κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης παρατυπίας, σε συνδυασμό με τις Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με αριθμό C(2013)9527 final/19.12.2013, όπου η αλλαγή των όρων πληρωμής υπέρ του αναδόχου δικαιολογεί την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης σε ποσοστό 25% (βλ. σκ. 8), το Δικαστήριο κρίνει (βλ. σκ. 4) ότι η επιβολή εν προκειμένω κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ουσιωδώς μικρότερου διορθωτικού συντελεστή (5%) δεν τελεί σε δυσαναλογία με την διαπιστωθείσα παρατυπία (μεταβολή της οικονομικής ισορροπίας της σύμβασης), όπως αβασίμως προβάλλει η εκκαλούσα (βλ. αποφ. ΕλΣ Ι Τμ. 164/2016, 1513/2015, 2189/2014).
ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΝΕ ΤΗΝ ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1650/2023
ΕΣ/ΤΜ.1/4629/2014
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την υπό κρίση έφεση ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 641/12.2.2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Έργων με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας υπηρεσίας κατ’ αποκοπή δημοσιονομική διόρθωση ποσού 4.875.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 15% των δηλωθεισών κατά το έτος 2012 δαπανών του υποέργου 2 «Κατασκευή ΛΕΑ στις σήραγγες Τ1, Τ2 και Τ3» της Πράξης «Ολοκλήρωση της Σύμβασης Παραχώρησης του έργου: Μελέτη-Κατασκευή-Χρηματοδότηση-ΛειτουργίαΣυντήρηση και Εκμετάλλευση του έργου Αυτοκινητόδρομος Μαλιακός – Κλειδί». Το υποέργο αυτό έχει ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ενίσχυση της Προσπελασιμότητας» (Προγραμματική Περίοδος 2007-2013) και χρηματοδοτείται σε ποσοστό 85% από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α.) και σε ποσοστό 15% από εθνικούς πόρους μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.).(....)Περαιτέρω, ούτε στην έκθεση ελέγχου, βάσει των πορισμάτων της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία σε κάθε περίπτωση μπορεί να συμπληρώσει και όχι να αναπληρώσει την έκθεση ελέγχου, γίνεται σαφής και συγκεκριμένη μνεία της παραβιασθείσας διάταξης και του είδους της παρατυπίας που, σύμφωνα με τις δεσμευτικές για τις ελεγκτικές αρχές κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής, δικαιολογεί την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης σε ποσοστό 25%. Ειδικότερα, στην έκθεση ελέγχου αναφέρεται ότι η ενσωμάτωση του πρόσθετου όρου σχετικά με την επιβάρυνση του Δημοσίου από το κόστος κατασκευής της λωρίδας έκτακτης ανάγκης δεν συνάδει με το άρθρο 2 (αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων) της Οδηγίας 2004/18, χωρίς όμως να προσδιορίζεται τόσο σ’ αυτή, όσο και σε κάποιο στοιχείο του φακέλου ποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο αυτό αρχές παραβιάστηκε και με ποιον τρόπο. Επίσης, αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής, η προσήκουσα στις διαπιστωθείσες παρατυπίες δημοσιονομική διόρθωση ανέρχεται στο 25%- και όχι στο 10%, όπως είχε αρχικά επιβληθεί- χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποια από τις απαριθμούμενες στις οδηγίες αυτές παρατυπίες στοιχειοθετήθηκε, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η ορθότητα του επιβληθέντος ποσοστού της διόρθωσης. Δέχεται την έφεση.
ΝΣΚ/429/2008
Τύχη κατατεθέντων παραβόλων συμμετοχής σε διαγωνισμό (του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης <Ε.Σ.Ρ.> και γενικότερα άλλων υπηρεσιών), σε περίπτωση μη πραγματοποιήσεως αυτού. Έναρξη χρόνου παραγραφής της αξιώσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Με την ακύρωση του προκηρυχθέντος διαγωνισμού του Ε.Σ.Ρ., θεωρείται το κατατεθέν υπό της επιδιώξασας να συμμετάσχει στη διαδικασία εταιρείας παράβολο, ως μη χρησιμοποιηθέν και, επομένως, γεννάται υποχρέωση του Δημοσίου προς επιστροφή του στην δικαιούχο, λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος και της επιβαλλομένης από το δίκαιο αποκαταστάσεως των πραγμάτων στη θέση προ της εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως, αλλά και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως καταβληθέν για αιτία επιγενομένως μη νόμιμη, αλλιώς αχρεώστητη, εν πάση δε περιπτώσει μη επακολουθήσασα (άρθρο 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 50 παρ.1 του ΠΔ 18/1989, 1 του Ν 3068/2002 και 105 παρ.1 του ΠΔ 16/1989). β) Το εκ της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας εκπορευόμενο ακυρωτικό αποτέλεσμα κατέστησε, επιγενομένως, μη νόμιμη την είσπραξη του ποσού του κατατεθέντος παραβόλου και, εκ του λόγου τούτου η ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής αποτελεί την αφετηρία της τριετούς παραγραφής της παρ.2 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, καθόσον έκτοτε, κατέστη γεγεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη η σχετική αξίωση. γ) Τα καταβληθέντα σε Δ.Ο.Υ. ποσά παραβόλων, βάσει ειδικών διατάξεων, αρμοδιότητας άλλων δημοσίων υπηρεσιών και υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εφόσον δεν υπάρχουν, αντιστοίχως, ειδικές διατάξεις προβλέπουσες τη μη επιστροφή τους, ούτε από το γενικότερο πνεύμα της οικείας νομοθεσίας προκύπτει η επιδοκιμασία της εννόμου τάξεως για διατήρηση του πλουτισμού, σε περίπτωση μη χρήσης τους, επιστρέφονται στους δικαιούχους από τις Δ.Ο.Υ. που τα εισέπραξαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 ΑΚ και 105 παρ.1 του ΠΔ 16/1989. Για κάθε μια περίπτωση, θα πρέπει να ερευνάται από την υπηρεσία ο χρόνος ενάρξεως της παραγραφής της παρ.2 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995, επί επιγενομένων λόγων, με βάση στοιχεία (δικαστικές αποφάσεις, δημόσια έγγραφα, όπως η πράξη της δημοσίας αρχής που βεβαιώνει την μη χρησιμοποίηση του παραβόλου και γενικώς έγγραφα που φέρουν βεβαία χρονολογία), που αποδεικνύουν πλήρως την αναίρεση, κατά νόμο, της αιτίας γενόμενης καταβολής, δια των παραβόλων, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού.
ΕΣ/Β΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1008/2024
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων έργων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων έργων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολο της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03). Σε περίπτωση δε που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (ΕλΣυν 1009/2022 σκ. 34, πρβλ. ΔΕΕ απόφ. της 25ης Μαρτίου 2010, C-414/08 P, Sviluppo Italia Basilicata SpA κατά Επιτροπής, σκ. 129 επ., της 5ης Ιουνίου 2008, C-534/06, Industria Lavoratione Carni Ovine Srl σκ. 25, όπου και παρατιθέμενη νομολογία, της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 P, Comunita Montana della Valnerina κατά Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-500/99 P, Conserve Italia κατά Επιτροπής, σκ. 100, σκ. 140, ΠΕΕ της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Τ-308/05 Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, σκ. 153). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η επιστροφή του συνόλου της χρηματοδότησης δεν στηρίχθηκε σε τυπικές παραλείψεις, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά στην συνεκτίμηση της παράβασης επιμέρους αυτοτελών υποχρεώσεων σε συνδυασμό με τα ελεγκτικά ευρήματα, που οδήγησαν στη διαπίστωση ότι το τουριστικό κατάλυμα ουδέποτε τέθηκε σε λειτουργία, ούτε ήταν σε ετοιμότητα λειτουργίας σύμφωνα με το επενδυτικό σχέδιο. Η παράβαση δε αυτή, η οποία ματαιώνει τους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 12 και 13, δικαιολογεί την επιβολή του μέτρου της επιστροφής του συνόλου της χρηματοδότησης, ως πρόσφορο και κατάλληλο για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης των καταβληθέντων πόρων της Ένωσης, το οποίο δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, εν όψει της σοβαρότητας της παρατυπίας της μη λειτουργίας της ενισχυόμενης επιχείρησης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των μακροχρόνιων υποχρεώσεών της. Τέλος, ισχυρισμοί αφορώντες τις καλές προθέσεις της ιδίας τυγχάνουν απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθόσον, ανεξαρτήτως του ότι εκτιμήθηκαν ως ουσία αβάσιμοι κατά την ανέλεγκτη κρίση του Τμήματος, πάντως δεν αίρουν την νομιμότητα του επιβληθέντος με αντικειμενικά κριτήρια μέτρου της δημοσιονομικής διόρθωσης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη προβαλλομένου άλλου λόγου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.