Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ4/120/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2731/1999

Χρηματοδότηση δράσεων που εκτελούνται από μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.) και που αποβλέπουν σε αναπτυξιακούς σκοπούς.Μη τήρηση προβλεπόμενης απο της διατάξεις του.ν.2731/1999 διαδικασίας.Συγγνωστή πλάνη

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Δ14/οικ.48802/625/2020

Ειδική Έγκριση του άρθρου 12 του ν. 2731/1999 για την επιχορήγηση Ν.Π.Ι.Δ. από τις πιστώσεις του Ειδικού Κρατικού Λαχείου οικονομικού έτους 2020. ΑΔΑ: ΨΗΗΞ46ΜΤΛΚ-ΦΨΚ


Ν.2731/1999

Ρύθμιση θεμάτων Διμερούς Κρατικής Αναπτυξιακής Συνεργασίας και Βοήθειας, ρύθμιση θεμάτων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και άλλες διατάξεις.

Ν 4781/2021- ΦΕΚ: 31/Α/28.2.2021 άρθρο 479: Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος καταργούνται: η) ο ν. 2731/1999 «Ρύθμιση θεμάτων Διμερούς Κρατικής Αναπτυξιακής Συνεργασίας και Βοήθειας, ρύθμιση θεμάτων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και άλλες διατάξεις» (Α’ 138).,

Ν.4837/2021- ΦΕΚ: 178/Α/1.10.2021 άρθρο 49 παρ.2: 2. Αποφάσεις επί αιτήσεων επιχορήγησης που υποβλήθηκαν μετά από τη θέση σε ισχύ της περ. η΄ του άρθρου 479 του ν. 4781/2021 (Α΄ 31), με την οποία καταργήθηκε ο ν. 2731/1999 (Α΄ 138), θεωρείται ότι νομίμως επέχουν θέση ειδικής έγκρισης, εφόσον οι αιτήσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999. Εκκρεμείς αιτήσεις, που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και η διεκπεραίωσή τους εκκρεμεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος, θεωρείται ότι νομίμως υποβλήθηκαν και αξιολογούνται με κριτήριο την πλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999, ανεξαρτήτως της κατά τα ανωτέρω κατάργησής της.»


ΕΣ/ΤΜ.1/56/2000

Αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων. Ενόψει αυτού και δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 8 περ. β' της 109734/16.10.1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 1103), και οι αμοιβές του διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού περιλαμβάνονται στις "επιλέξιμες δαπάνες" και ειδικότερα στην κατηγορία "έμμεσες δαπάνες υλοποίησης" του ανωτέρω Επιχειρησιακού Προγράμματος, που καλύπτονται απο χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, ορθώς επιβάρυναν οι αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 1999 της προαναφερόμενης υπαλλήλου του Κέντρου τις πιστώσεις του ΚΑΕ 9929 "Επενδύσεις από έσοδα Ε.Ο.Κ.", που έχουν προβλεφθεί για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους δαπανών, οι οποίες γίνονται για την υλοποίηση προγραμμάτων, που χρηματοδοτούνται κατά τα ανωτέρω από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Κατά συνέπεια, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα θα έπρεπε να θεωρηθούν, αν δεν είχε λήξει το οικον. έτος 1999, εις βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οποίου έχουν αυτά εκδοθεί,


ΕλΣυν/Τμ.6/2729/2010

Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι η οικεία διαγωνιστική διαδικασία είναι νομικώς πλημμελής, λόγω της μη τήρησης της προβλεπόμενης δεκαπενθήμερης προθεσμίας για τη δημοσίευση της ορθής επανάληψης της περιληπτικής διακήρυξης, περιέχουσας τον ως άνω ουσιώδη όρο περί των καλούμενων τάξεων εργοληπτικών επιχειρήσεων, στο Τεύχος Διακηρύξεων Δημοσίων Συμβάσεων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπως ορθά κρίθηκε από το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη του. Αβασίμως, εξάλλου, η αιτούσα προβάλλει ότι κρίσιμη ημερομηνία για τον υπολογισμό της τήρησης ή μη της 15νθήμερης προθεσμίας είναι αυτή της πραγματικής διεξαγωγής της δημοπρασίας, διότι κατά την έννοια του νόμου κρίσιμη ημερομηνία είναι αυτή που ορίζεται στη δημοσιευόμενη περίληψη, καθόσον αυτή και μόνο υπόκειται σε ευρεία δημοσιότητα, απευθυνόμενη προς όλους τους ενδιαφερόμενους, με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωσή τους, ώστε να επιτευχθεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκδήλωση ενδιαφέροντος στο διαγωνισμό, ενώ αντίθετα τυχόν αναβολή της ημερομηνίας αυτής γνωστοποιείται μόνο σε όσους έχουν ήδη λάβει τα τεύχη του διαγωνισμού (βλ. άρ. 22 παρ. 1 του ν. 3669/2008).Συγκρότηση επιτροπής διαγωνισμού απο αναρμόδιο όργανο.Συγγνωστή πλάνη


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/2442/2020

ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:ζητείται η ανάκληση της 52/2020 πράξης του Αναπληρωτή Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Π.Ε. .....Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα Δήμο, υφίσταται κατά χρόνο αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη διενέργεια του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας του σχεδίου της ως άνω δανειακής σύμβασης. Και τούτο διότι, όπως συνομολογείται με την προσβαλλομένη, η ελεγχόμενη δανειακή σύμβαση δεν έχει υπογραφεί ούτε έχει αρχίσει να εκτελείται, μη ασκούντος επιρροή του γεγονότος ότι οι επικαλούμενες συμβάσεις εκτέλεσης των δημοτικών έργων, για τη χρηματοδότηση των οποίων συνάπτεται, έχουν υπογραφεί και τα οικεία έργα έχουν ήδη αρχίσει να εκτελούνται. Η δε εκφερόμενη με την προσβαλλομένη συμπερασματική άποψη  ότι ο Επίτροπος είναι κατά χρόνο αναρμόδιος να επιληφθεί του προσυμβατικού ελέγχου στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η ελεγχόμενη δανειακή σύμβαση αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο για τις υπό εκτέλεση συμβάσεις των ανωτέρω δημοτικών έργων, καθόσον η δανειακή σύμβαση μπορεί να συναφθεί και πριν από την κατάρτισή τους, η οποία (κατάρτιση) απαιτείται για τον καθορισμό αποκλειστικά και μόνο του τελικού ύψους του δανείου ενδεχομένως με πρόσθετη πράξη και σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελούν το αντικείμενο του παρόντος ελέγχου, δεδομένου ότι και αν ακόμη διαπιστωθεί ότι μη νομίμως συνάφθηκαν οι ανωτέρω συμβάσεις εκτέλεσης δημοτικών έργων για τη χρηματοδότηση των οποίων συνομολογείται το ελεγχόμενο δάνειο λόγω κατάτμησης του έργου «Βελτίωση αγροτικής οδοποιίας Δήμου ......» και αναγκασθεί ο Δ.Γ. να το επιστρέψει κατά το άρθρο 11 της 22766/9.4.2020 κυα., τούτο διενεργείται στο πλαίσιο άλλου ελέγχου και όχι κατά τον παρόντα προσυμβατικό έλεγχο (πρβ. Ε.Σ. Τμ. Μειζ. Επτ. Συνθ. 569/2017, VI Tμ. 642/2020). Περαιτέρω, εσφαλμένα γίνεται δεκτό ότι οι εν λόγω συμβάσεις έργων φέρονται ως «εκτελεστικές» της δανειακής σύμβασης, ενώ κατ’ ουσίαν πρόκειται για ανεξάρτητες και αυτοτελείς συμβάσεις, που αποβλέπουν στην πραγμάτωση ενός σκοπού, την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου, για την οποία με τη δανειακή σύμβαση εξασφαλίζονται οι οικονομικοί πόροι, τα κονδύλια, και με τη σύμβαση ανάθεσης έργου, αναδεικνύεται ο ανάδοχος αυτού, σε αντίθεση με τη σύναψη της εκτελεστικής σύμβασης που υλοποιείται στο πλαίσιο της αρχικής σύμβασης, με την οποία και αποτελεί ενιαίο σύνολο, με ταύτιση του ποιοτικού αντικειμένου της, και εξυπηρέτηση άμεσου κοινού στόχου της (πρβ. Ε.Σ. Ολ. Πρακτ. 6ης Γεν. Συν/σης της 6.3.2002). Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη, έσφαλε κρίνοντας ότι ο Αναπληρωτής Επίτροπος, στερείται κατά χρόνο σχετικής αρμοδιότητας ελέγχου του υποβληθέντος σχεδίου δανειακής σύμβασης και ως εκ τούτου οφείλει να απέχει του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας και για τον λόγο αυτή η προσβαλλομένη πρέπει να ανακληθεί, γενόμενης δεκτής της εξεταζόμενης προσφυγής.Ανακαλεί την 52/2020 Πράξη του Αναπληρωτή Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Π.Ε. 


ΕΣ/Τ7/171/2009

Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν. 1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2738/1999, με τις οποίες είχε αντικατασταθεί το άρθρο 35 του προϊσχύσαντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1416/1984 (το άρθρο 35 επαναλαμβάνεται στο άρθρο 225 του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα με τροποποιήσεις μόνο αναφορικά με τα πρόσωπα που δύνανται να συνάψουν ή να συμμετέχουν σε προγραμματική σύμβαση, τη δυνατότητα ανάθεσης σε τρίτο της διαχείρισης, εκμετάλλευσης και συντήρησης των έργων της προγραμματικής σύμβασης καθώς και την περίπτωση που τα προβλεπόμενα στην προγραμματική σύμβαση έργα είναι πολιτιστικού χαρακτήρα), γινόταν υπενθύμιση του αναπτυξιακού χαρακτήρα του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφερόταν ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (πρβλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ.Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (πρβλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στο νόμο και στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε χρηματοδότηση κοινωφελούς δημοτικής επιχείρησης κατά παράβαση του άρθρου 259 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα καθώς και η παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και μέσων, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (πρβλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.).


ΕΣ/ΤΜ.7/42/2015

Παροχή υπηρεσιών συμβούλου για την τεχνική υποστήριξη και τη διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων έργων(...) Αίτηση ανάκλησης της  103/2015 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Τμήματος αυτού(...)Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία  και  εφαρμογή  του  νόμου  το  Κλιμάκιο  έκρινε  ότι  το  αντικείμενο των ανατεθεισών υπηρεσιών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005, καθόσον  αυτές  αφορούν  υπηρεσίες υποστήριξης των υπηρεσιών (τεχνικής και διοικητικής) της επιχείρησης σχετικά με το σχεδιασμό και την κατάρτιση του επιχειρησιακού της προγράμματος, την υποβολή ολοκληρωμένων προτάσεων χρηματοδότησης έργων από μελλοντικά επιχειρησιακά προγράμματα, καθώς και την ωρίμανση και παρακολούθηση υλοποίησης έργων ενταγμένων σε προγράμματα  που  συγχρηματοδοτούνται  από  τα  Διαρθρωτικά  Ταμεία  της Ε.Ε., ενώ δεν ταυτίζονται ούτε με τις υπηρεσίες αρχιτέκτονα ούτε με τις ολοκληρωμένες υπηρεσίες μηχανικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου αυτού. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, νομίμως διενεργήθηκε πρόχειρος διαγωνισμός για την ανάθεσή τους, δοθέντος ότι η προεκτιμώμενη αμοιβή του αναδόχου ανερχόταν στο ποσό των 60.000 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.). Ο προβαλλόμενος αυτός λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν (ανωτέρω IV), οι προαναφερόμενες  υπηρεσίες  εντάσσονται  εννοιολογικά  στις  υπηρεσίες  του  άρθρου  1  παρ. 2 παρ. β΄  του ν. 3316/2005. Ειδικότερα, με την επίμαχη σύμβαση ανατέθηκε στην  ανάδοχο  η  παροχή  υπηρεσιών  υποστήριξης  προς  την αιτούσα σχετικά με την προετοιμασία της ένταξης έργων σε επιχειρησιακά προγράμματα και ειδικότερα τον προσδιορισμό και προγραμματισμό των αναγκαίων ενεργειών ωρίμανσης των έργων (μελέτες, αδειοδοτήσεις, εγκρίσεις), τον έλεγχο ποιότητας και πληρότητας των αναγκαίων μελετών και τη σύνταξη των τεχνικών δελτίων,  με τη διενέργεια των οικείων διαγωνισμών και τη σύναψη συμβάσεων με τους αναδόχους, καθώς και με την παρακολούθηση  και διαχείριση της υλοποίησης των έργων που εκτελούνται ή πρόκειται να εκτελεστούν.  Επίσης,  με  την  επίμαχη  σύμβαση  ανατέθηκε  στην  ανάδοχο  και η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών προς τις αρμόδιες υπηρεσίες της επιχείρησης για την ένταξη νέων έργων σε κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα. Επομένως, ορθά το Κλιμάκιο έκρινε ότι η μη τήρηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 9 του  ν. 3316/2005 διαδικασίας ανάθεσης των επίμαχων υπηρεσιών καθιστά αυτή μη νόμιμη. Στη συγκεκριμένη,  όμως,  περίπτωση  το  Τμήμα  κρίνει  ότι  τα  αρμόδια  όργανα της αιτούσας δημοτικής επιχείρησης δεν ενήργησαν προς  καταστρατήγηση των οικείων διατάξεων, αλλά γιατί υπέλαβαν, από πλάνη τους, ότι η ανάθεση των εν λόγω υπηρεσιών δεν ενέπιπτε  στο  πεδίο  εφαρμογής των διατάξεων του ν.3316/2005, η πλάνη τους δε αυτή είναι συγγνωστή, όπως βάσιμα προβάλλεται από την αιτούσα. Και τούτο, διότι η υπαγωγή των ανατεθεισών υπηρεσιών στις διατάξεις του ν.3316/2005 εμφανίζει ερμηνευτικές δυσχέρειες, ενώ, περαιτέρω, η ανάθεσή τους με τη διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού, κατ’ εφαρμογή  των διατάξεων  του  άρθρου  209  του  ν.3463/2006  και  του π.δ/τος 28/1980,  πραγματοποιήθηκε  με  βάση  τα  πρότυπα  τεύχη  διακήρυξης που είχε συντάξει η Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων, η οποία συνιστά μη κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών, σχετικά με την ανάθεση από τους Ο.Τ.Α. και τις επιχειρήσεις τους υπηρεσιών τεχνικής υποστήριξης για την ωρίμανση - υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων έργων (βλ. και το αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Μ.Ο.Δ. πρότυπο τεύχος διακήρυξης για τη διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού ανάθεσης  υπηρεσιών  με  το  ίδιο αντικείμενο, στο προοίμιο της  οποίας γίνεται  επίκληση  των  διατάξεων  του  ν. 3463/2006,  του π.δ/τος  28/1980, του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας υ.α. 35130/739/2010).Ανακαλεί την 103/2015 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Τμήματος αυτού


Τρ.Συμβ/Εφ.Πατρών/1/2012

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ...Δημόσια έργα-Δεδικασμένο.ΕΠΕΙΔΗ κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Συμβούλιο, από τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά σαφώς προκύπτει ότι το επίμαχο έργο , που , όπως αναφέρθηκε , φέρεται να έχει περαιωθεί από τις αρχές του έτους 1990, εκτελείτο υπό τη χρηματοδότηση του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ( ακολούθως Υ . ΠΕ . Χ . Ω . Δ . Ε ) και είχε ως Διευθύνουσα το έργο υπηρεσία τη Δ . Τ . Υ . της τότε Νομαρχίας Ζακύνθου , που αποτελούσε υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου . Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ζακύνθου , που συστάθηκε μεταγενεστέρως ( Ν . 2218/1994 όπως συμπληρώθηκε ), προφανώς υπεισήλθε μεν , μετά την περαίωση του έργου , στα καθήκοντα της Διευθύνουσας το έργο Υπηρεσίας , όμως δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής των τυχόν υπαρχουσών οφειλών από την εκτέλεση του . Συνεπώς ούτε κατά το έτος 1998, που ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας εξήτασε την τιτλοφορηθείσα ως «αίτηση θεραπείας» της αναδόχου, ούτε το έτος 2007, που εκδόθηκε η 239/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η ως άνω Ν . Α . είχε την ιδιότητα της υπόχρεης για την πληρωμή της αναδόχου, ούτε προκύπτει ότι σε κάποιο στάδιο είχε αναδεχθεί την υποχρέωση αυτή με την επιχορήγηση της ή κατ ' άλλον τρόπο . Στη δίκη δε , επί της οποίας εκδόθηκε η αμέσως παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου , η εν λόγω Ν . Α . δεν υπήρξε διάδικος ούτε είχε κληθεί να παραστεί. Επομένως Η ακύρωση, με την ως άνω 239/2007 απόφαση της παράλειψης της Διεύθυνσης Τ . Υ . Ν . της Ν . Α . Ζακύνθου να συμμορφωθεί , «με την έκδοση των κατά νόμο αναγκαίων εκτελεστών πράξεων» , προς την 18958/17-12-1999 απόφαση του Γ . Γ . της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων , που εκδηλώθηκε με το 2460/16-62000 έγγραφο αυτής και η αναπομπή στη Διοίκηση «για τα νόμιμα» , δεν μπορεί, κατ ' αρχήν, να νοηθεί ως υποχρέωση της Ν . Α . όπως εκδώσει τις αναγκαίες εκτελεστές πράξεις και πληρώσει την προβληθείσα απαίτηση της αναδόχου, αλλά, όπως συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης ως υποχρέωση της όπως προωθήσει , ως Διευθύνουσα το έργο Υπηρεσία, την κατά νόμο διαδικασία ώστε να εκκαθαρισθεί να περαιωθεί η εργολαβία . Τούτο άλλωστε συνάγεται σαφώς και από αυτή τον ως άνω Γ . Γ της Περιφέρειας , με την οποία η εν λόγω Δ ,, Τ , Ύ . Ζακύνθου κλήθηκε «να ενεργήσει τα δέοντα για την άμεση - αποπληρωμή της εργολαβίας» χωρίς να προσδιορίζει το ύψος του δικαιούμενου από την ανάδοχο ποσού , αλλά , ( συνάγεται ) και από την 239/2007 απόφαση , με την οποία ακυρώθηκε η παράλειψη συμμόρφωσης προς την απόφαση του Γ . Γ . με την έκδοση των αναγκαίων εκτελεστών πράξεων και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για τα νόμιμα , χωρίς όμως να προσδιορίζεται το είδος ή το περιεχόμενο των αναγκαίων πράξεων ή να γίνεται κάποια συγκεκριμένη αναφορά σε απαιτούμενες προς συμμόρφωση ενέργειες . Στα πλαίσια αυτά , η κατά τα λοιπά απορρέουσα , από την 239/2007 απόφαση , υποχρέωση της Διοίκησης προς συμμόρφωση προς την απόφαση του αναφερθέντος του Γ . Γ . Περιφέρειας , δεν σημαίνει υποχρέωση προς έκδοση συγκεκριμένου περιεχομένου εκτελεστών πράξεων προς περαίωση ( εκκαθάριση ) της εργολαβίας , χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης νόμιμης διαδικασίας και των διατάξεων της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων που προβλέπουν αυτή ή την εξέταση εκάστου κατά την διαδικασία αυτή ανακύπτοντος ζητήματος .