ΕΣ/Τ6/92/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, οι παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθώς και απαιτήσεις της κατασκευής για την αρτιότητα και λειτουργικότητα της οποίας καθίστανται απαραίτητες συμπληρωματικές εργασίες, καθόσον οι εργασίες αυτές, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Επταμ/3053/2011
Συμπληρωματικές συμβάσεις,παράταση προθεσμίας.Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. Πρ. VI Τμ. Ελ. Συν. 232, 216, 198, 192 και 98/2006, 108/2007, απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2069/2010). Ομοίως, δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης, καθόσον οι εργασίες που οφείλονται στα ανωτέρω καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066, 286, 285/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ. 2066, 286, 285, 136/2010).
ΕΣ/Τ6/91/2011
Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (πρ.Ε΄ Κλιμ 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).
ΕλΣυν/Επταμ/2429/2011
Η έννοια των διατάξεων αυτών είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 3729, 1780/2009, πράξεις VI Τμ. 33/2009, 171/2008, 256/2007 κ.α.).
ΕλΣυν/Τμ.6/471/2011
Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 3729, 1780/2009, πράξεις VI Τμ. 33/2009, 171/2008, 256/2007 κ.α.).
ΕλΣυν/τμ.6/261/2011
Συμπληρωματικές Συμάσεις.Η έννοια των διατάξεων αυτών (άρθρο 57 παρ. 1 του ν.3669/2008 )είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).
ΕλΣυν/Τμ.4/206/2009
Δεν επιτρέπεται όμως σε καμμία περίπτωση ο επιμερισμός (κατάτμηση) εργασιών, που επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων, όπως η οικονομική και η τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος στο οποίο αυτές αποβλέπουν, σύμφωνα με στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών αναθέσεώς τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου και για το οικονομοτεχνικώς άρτιο αυτού επιβάλλεται να ανατεθούν με έναν ενιαίο διαγωνισμό (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 88, 72, 13, 5/2008, 89, 21, 18/2007, 43, 44, 45/2006, 137/2004). Επίσης δεν επιτρέπεται ο επιμερισμός εργασιών που αποτελούν εργασίες συμπληρωματικές αυτών ενός ήδη ανατεθέντος και εκτελούμενου έργου του οικείου φορέα. Τέτοιες είναι εργασίες συναφείς με το οικείο έργο, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική του σύμβαση, δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωρισθούν από αυτές της αρχικής συμβάσεως χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίηση του έργου, κατέστησαν δε αναγκαίες κατά την εκτέλεσή του λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πραγματικών δηλαδή γεγονότων τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι εργασίες αυτές (συμπληρωματικές) ανατίθενται στον ανάδοχο του οικείου αρχικού έργου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής ή των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού των ανατιθέμενων εργασιών ως συμπληρωματικών. Δεν αποτελούν πάντως συμπληρωματικές εργασίες οι εργασίες που αφορούν στη διαφοροποίηση, στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου ή στη βελτίωση της ποιότητας του έργου (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 199, 120/2008, 122, 143, 63/2007, 91, 88, 56/2006).(...)Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεως εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών δημόσιου έργου είναι νόμιμη μόνο όταν η απόφαση για την ανάθεση των οικείων εργασιών και η υπογραφή της συμβάσεως λαμβάνουν χώρα πριν από τη λήξη της συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του οικείου έργου ή της νόμιμης παρατάσεώς της, ήτοι παρατάσεως που εγκρίνεται με σχετική απόφαση της προϊσταμένης αρχής του έργου, η οποία όμως έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσας συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του. Η έκδοση δε αποφάσεως για παράταση του χρόνου εκτελέσεως του έργου μετά την εκπνοή της αρχικής ή νομίμως παραταθείσας συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του, δε συνεπάγεται την παράταση αλλά αποτελεί μη προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις χορήγηση νέας προθεσμίας εκτέλεσης του έργου (βλ. ΕλΣ VII Τμ. πράξη 92/2009).
ΕλΣυν/Τμ.7/91/2010
Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που, παρά το ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικώς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση. Η συνδρομή τέτοιων γεγονότων πρέπει να αιτιολογείται με την αναφορά αναλυτικών στοιχείων στις σχετικές με την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων, δεν μπορούν δε, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτες περιστάσεις εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στην απλή βελτίωση της ποιότητάς του λ.χ. με ανώτερα υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη (βλ. Πράξεις VII Τμ 63/2005, 85, 260/2006, 135, 231/2007, 44/2008, 32, 235, 249/2009 κ.ά.).
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/101/2017
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ:(...) Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η ανάθεση συμπλη-ρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου έργου επιτρέπεται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όταν οι συμπλη-ρωματικές εργασίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτές δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή ή, μολονότι μπορούν να διαχωριστούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που, είτε προβλέπονται, κατ’ είδος, από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Ως απρόβλεπτες, εξ άλλου, περιστάσεις νοούνται τα αιφνίδια εκείνα πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την οικεία σύμβαση (Ε.Σ. αποφ. Τμ. Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, VI Τμ. 614/2014, Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσης της, να είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο (Ε.Σ. VI Τμ. 2066/2010 κ.α., Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών ως εργασιών που κατέστησαν αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, τόσο στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όσο και στις αντίστοιχες αποφάσεις της προϊσταμένης αρχής, ενώ δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη ή είναι επακόλουθο της έλλειψης επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής. (Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 57/2012, Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015, 290/2014 κ.α.).(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής: Η προκείμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου αποτελεί απρόβλεπτη περίσταση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς έλαβε χώρα μετά την αρχική μελέτη του έργου και την αρχική σύμβαση, δεν ήταν δε αντικειμενικά δυνατό, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να προβλεφθούν εξ αρχής οι εργασίες που κατέστησαν εκ των υστέρων αναγκαίες λόγω της τροποποίησης αυτής. Εκ τούτων παρέπεται ότι μόνον οι συναφείς με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εργασίες, ως οφειλόμενες στο απρόβλεπτο αυτό γεγονός, μπορούν να εκτελεσθούν νομίμως κατόπιν σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης. Αντιθέτως, όσες εργασίες δεν συνέχονται με την εν λόγω τροποποίηση, ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά το στάδιο της αρχικής μελέτης και επομένως η ανάθεσή τους με την επίμαχη συμπληρωματική σύμβαση είναι μη νόμιμη.Βάσει αυτών, οι εργασίες υπό στοιχεία β) και δ) που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη 4 της παρούσας νομίμως ανατέθηκαν με συμπληρωματική σύμβαση, διότι αποδεικνύεται από τη σχετική αιτιολογική έκθεση και την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ότι κατέστησαν αναγκαίες λόγω αλλαγής των σχετικών Ο.Α. μετά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Ωστόσο, οι λοιπές ως άνω υπερσυμβατικές ή νέες εργασίες, δεν προκύπτει από τις ίδιες αποφάσεις ότι σχετίζονται με την εν λόγω τροποποίηση.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη δαπάνη είναι εν μέρει μη νόμιμη και εκ του λόγου τούτου το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)106/2013
Εξόφληση του 3ου και 4ου λογαριασμού της μελέτης με τίτλο «Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου ......».(...)Ειδικότερα, για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης με τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης πρέπει να υπάρχουν επιπρόσθετες εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης και είτε δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν από τεχνική και οικονομική άποψη από την κύρια σύμβαση είτε ήταν αναγκαίες για την ολοκλήρωση και την τελειοποίησή της, ενώ περαιτέρω οι εργασίες αυτές πρέπει να οφείλονται σε περιστάσεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την σύναψη της αρχικής σύμβασης. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. αποφάσεις Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3210, 2489/2011, πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 412, 296/2010, 279, 277/2008) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου ή η διαφορά στην αμοιβή της αναδόχου που προκαλείται συνεπεία αυτού, δεν αφορά σε μελέτες πρόσθετες ή νέες που δύνανται να περιληφθούν σε συμπληρωματική σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται απλώς η αύξηση του προϋπολογισμού του αρχικού αντικειμένου ώστε να καλυφθούν οι διαφορές στην κοστολόγηση, οι οποίες προέκυψαν κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενταχθούν σε συμπληρωματική σύμβαση (απόφαση VI Τμήματος 2503/2009). Εξάλλου, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% της αρχικής συμβατικής αμοιβής, σε κάθε περίπτωση δε οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες εκτελούνται μόνο μετά την σύνταξη συγκριτικού πίνακα που τις περιλαμβάνει, ο οποίος εγκρίνεται πριν εξαντληθεί η συνολική προθεσμία για την περαίωση του μελετητικού έργου (βλ. πράξεις VII Τμήματος 182/2009, 279/2008). (Κρίθηκε μη ανακλητέα (Πράξη Ελ. Συν. 58/2013 Τμ. 7)
ΕΣ/ΚΛ.Ε/440/2018
1η συμπληρωματική σύμβαση του έργου «Ανακατασκευή ασφαλτοτάπητα στην Ε.Ο. 32, στο τμήμα Μαραθώνας – Άνω Σούλι – Γραμματικό και λοιπές εργασίες», συνολικού τιμήματος 119.000,00 ευρώ με Φ.Π.Α.(....)πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη σύναψη της ελεγχόμενης 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης του έργου, διότι οι ως άνω αναφερόμενες εργασίες ανέκυψαν μετά το χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, είναι δε απαραίτητες για την άρτια εκτέλεση του έργου και δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, ενώ δεν συνιστούν επέκταση του φυσικού αντικείμενου του έργου. Επομένως, οι εν λόγω εργασίες είναι συμπληρωματικές και μπορούν να περιληφθούν στην ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση και να ανατεθούν στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου.Δεν κωλύεται η υπογραφή της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης ...