Ν.3882/2010
Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα
Εθνική Υποδομή Γεωχωρικών Πληροφοριών - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2007 και άλλες διατάξεις. Τροποποίηση του ν. 1647/1986 «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ) και άλλες σχετικές διατάξεις» (ΦΕΚ 141/Α΄).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Ν.1647/1986
Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (Ο.Κ.Χ.Ε.) και άλλες σχετικές διατάξεις.- (Α` 141).
N.3010/2002
Εναρμόνιση του Ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11 Ε.Ε. και 96/61 Ε.Ε., διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις.
Η.Π.11014/703/Φ.1042003
Διαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.) και Έγκρισης Περιβαλλοντικών Ορων (Ε.Π.Ο.) σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.1650/1986 (Α"160) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3010/2002 ""Εναρμόνιση του Ν.1650/1986 με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ .... και άλλες διατάξεις"" (Α"91).
15393/2332/2002
Κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.1650/1986 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.3010/2002 «Εναρμόνιση του Ν.1650/86 με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ κ.ά (Α"91)».--Τροποποιήθηκε με τις ΕΥΠΕ/οικ.129079/2004 (ΦΕΚ 1409 Β’/13-9-2004),οικ. 145799 /2005 (ΦΕΚ 1002 Β /18-7-2005) ,ΕΥΠΕ/οικ. 126880/2007 (ΦΕΚ 435 Β/29-3-2007) και οικ. 141270/2009 (ΦΕΚ 1411 Β/15-7-2009) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΠΕΧΩΔΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την Αριθμ. 1958/2012 -ΦΕΚ 21 Β/13-1-2012
ΣτΕ/ΟΛΟΜ/953/2011
H διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαυές οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή..7. Επειδή, ενόψει του ανακύπτοντος ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και της υπάρξεως αποφάσεων του Αρείου Πάγου (Α.Π. 588/2007, 145, 250, 363/2006), που δέχονται ως προς το ζήτημα αυτό, γνώμη αντίθετη προς εκείνη, η οποία έγινε δεκτή στην πέμπτη σκέψη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της κρινομένης υποθέσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβητήσεως.
ΕΣ/Τμ.7/1/2012
Μίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων(..) Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 199 παρ. 2 και 3 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006), της 5100/1600/10.4.1984 απόφασης του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης «Καθορισμός διαδικασίας μίσθωσης ιδιωτικών αυτοκινήτων από Δημόσιες Υπηρεσίες και τις υπηρεσίες που αναφέρονται ή εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ.2396/1953» (ΦΕΚ Β΄, 387), του άρθρου 1 παρ. 1 περ. 10 και 14 του ν. 2647/1998 «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες και την Αυτοδιοίκηση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 237) καθώς και των άρθρων 3 παρ. 3 και 5 παρ. 4 του π.δ. 270/1981 «Όργανα, διαδικασίες, όροι δημοπρασίας εκποίησης – εκμίσθωσης Ο.Τ.Α.» (ΦΕΚ Α΄, 77) το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 194 του ν.1065/1980, συνάγεται ότι, καταρχήν, για την εκ μέρους των Δήμων μίσθωση κινητού πράγματος διεξάγεται μειοδοτική δημοπρασία, στην οποία κριτήριο κατακύρωσης είναι αυτό της χαμηλότερης τιμής (βλ. Πράξεις VII Τμ. 47/2007, 293/2007, 321/2010). Επιτρέπεται, εξαιρετικώς, η με απευθείας συμφωνία -χωρίς δηλαδή να τηρηθεί η ως άνω διαδικασία- μίσθωση κινητού πράγματος, αφενός μεν στην περίπτωση που η δημοπρασία δεν είχε αποτέλεσμα, οπότε απαιτείται αιτιολογημένη απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, αφετέρου δε, με απόφαση του δημάρχου, στην περίπτωση που πρόκειται για μίσθωση διάρκειας τριών (3) το πολύ μηνών (βλ. πράξη VII Τμ. 321/2010, 155/2008, 174/2007). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν η μίσθωση αφορά στο ίδιο αντικείμενο δεν δύναται αυτή να επαναληφθεί μέσα στο ίδιο έτος, διότι άλλως θα καταστρατηγούνταν με τον τρόπο αυτό οι διατάξεις που επιβάλλουν τις τακτικές διαγωνιστικές διαδικασίες. Τέλος, προηγούμενη έγκριση από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας απαιτείται μόνο στην περίπτωση μίσθωσης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης για τη μεταφορά προσώπων, υλικών κ.λπ., όχι δε και στην περίπτωση μίσθωσης αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης για τις ανάγκες των υπηρεσιών τους.(...) Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, ότι ο Δήμος Αθηναίων μη νομίμως προέβη, χωρίς την προηγούμενη διενέργεια δημοπρασίας, στην με απευθείας συμφωνία μίσθωση των ως άνω αυτοκινήτων. Τούτο δε διότι οι επίμαχες μισθώσεις συνιστούν απλές μισθώσεις κινητών πραγμάτων, που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 199 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, η απευθείας μίσθωση κινητών επιτρέπεται είτε με απόφαση του δημάρχου για χρονικό διάστημα μέχρι τριών μηνών είτε με αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, εφόσον όμως απέβη άκαρπη η διενεργηθείσα δημοπρασία. Εξάλλου, οι ως άνω συμβάσεις δεν συνιστούν συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης για τις οποίες, κατά το άρθρο 193 του ιδίου Κώδικα, εφαρμόζονται οι περί προμηθειών διατάξεις, δοθέντος ότι στο περιεχόμενο αυτών δεν διαλαμβάνεται όρος για ελάχιστη τριετή χρονική διάρκεια ούτε για το δικαίωμα του μισθωτή περί αγοράς του μισθωθέντος πράγματος ή ανανέωσης της σύμβασης και οι οποίες δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν στις διατυπώσεις δημοσιότητας του ν.1665/1986. Αντιθέτως, ως αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, δεδομένου ότι η έγκριση της μίσθωσης αυτοκινήτων από το Γ.Γ. Περιφέρειας προβλέπεται, κατά τα ανωτέρω, σε περιπτώσεις μίσθωσης Δ.Χ. και όχι Ι.Χ., ως εν προκειμένω, αυτοκινήτων. Ωστόσο, το Τμήμα κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του Δήμου Αθηναίων δεν ενήργησαν με πρόθεση καταστρατήγησης των κείμενων διατάξεων, αλλά συγγνωστώς υπέλαβαν ότι, ενόψει της μη έγκαιρης ολοκληρώσεως των διαδικασιών του διαγωνισμού χωρίς υπαιτιότητα του Δήμου, μπορούσαν νομίμως να προβούν στις ως άνω απευθείας αναθέσεις και συνακόλουθα στη διενέργεια των ελεγχόμενων δαπανών. Επομένως, τα υπό κρίση χρηματικά εντάλματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγω συγγνωστής πλάνης εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2011, σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οποίου εκδόθηκαν.
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/384/2013
Αμοιβή για παροχή τεχνικής βοήθειας στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος(...)από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 3614/2007 «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007 – 2013» (ΦΕΚ Α 267), όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 3840/2010 (ΦΕΚ Α 53), με εκείνες του άρθρου 21 του ν. 2362 /1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους τους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 247), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 αυτού με το άρθρο 21 του ν. 3871/2010 (Α`141), την συμπλήρωσή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 της από 16.12.2011 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α` 262) και την τροποποίησή της με την παράγραφο 12 του άρθρου 4 του ν.4038/2012 (ΦΕΚ Α 14) και, τέλος, εκείνες του άρθρου 8 του π.δ. 113/2010 « Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (ΦΕΚ Α 194), προκύπτει ότι η κρατική και κοινοτική συμμετοχή για όλες τις πράξεις που εντάσσονται στα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ, εκτός των μέτρων που χρηματοδοτούνται από τον τακτικό προϋπολογισμό, είναι δημόσιες επενδύσεις και χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Για τη διενέργεια δε των δαπανών αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη έκδοση απόφασης ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από τον αρμόδιο διατάκτη, με την οποία δεσμεύεται η αναγκαία πίστωση (δημοσιονομική δέσμευση), αφού τίτλο για την ανάληψή τους, σε βάρος του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, αποτελούν οι οικείες συλλογικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.δ. 2957/1954 (ΦΕΚ Α 186) και του άρθρου 21 του ν. 2362/1995, με τις οποίες εγκρίνεται η ένταξη κάθε έργου στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, η ολική δαπάνη του και η διάθεση των απαιτουμένων πιστώσεων για την πραγματοποίησή του σε βάρος του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων του οικονομικού έτους που το έργο εντάσσεται στο πρόγραμμα και των επομένων οικονομικών ετών, εφόσον η πραγματοποίησή του προγραμματίζεται για περίοδο που καλύπτει περισσότερα οικονομικά έτη.(...)Με δεδομένα αυτά η ανάθεση της ανωτέρω σύμβασης για την ενίσχυση της διοικητικής οργάνωσης και της διαχειριστικής επάρκειας του Δήμου ..... για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων, στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος «Τεχνική Υποστήριξη Εφαρμογής», που αποσκοπεί πρωτίστως στην ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών του Δήμου και την υποστήριξή του με υπηρεσίες συμβούλων τεχνικής υποστήριξης για πράξεις που απαιτούν εξειδικευμένη τεχνογνωσία για την υλοποίησή τους εκφεύγει των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών του και των καθηκόντων του υπηρετούντος προσωπικού του και είναι νόμιμη. Εξάλλου, για τη διενέργεια της δαπάνης αυτής, που είναι δαπάνη του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, και την καταβολή της αμοιβής της αναδόχου εταιρείας, δεν απαιτείτο η προηγούμενη έκδοση απόφασης ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από τον αρμόδιο διατάκτη, αφού, σύμφωνα με όσα προηγουμένως έγιναν δεκτά, τίτλο για την ανάληψή της, αποτελεί η ΣΑΕ 019/8 ΠΔΕ 2012, όπου εντάχθηκε με τις 8098/ΔΕ-695/21.2.2012 και 49507/ΔΕ/-5786/19.11.2012 αποφάσεις του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, το έργο «Τεχνική Βοήθεια του Δήμου ....».
ΕΣ/ΤΜ.6/527/2012
Επεξεργασία των σύμμεικτων αστικών απορριμμάτων :επιδιώκει την ανάκληση της 422/2011 Πράξεως του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού ΣυνεδρίουA) Η διάταξη του άρθρου 46 παρ.3 και 4 του Π.Δ/τος 60/2007 δεν καταλείπει στην αναθέτουσα αρχή στάδιο διακριτικής ευχέρειας, αλλ’ αντιθέτως την υποχρεώνει να αποδεχθεί τη συμμετοχή στη διαδικασία του διαγωνισμού, των φορέων που δεν διαθέτουν οι ίδιοι την απαιτούμενη εμπειρία, αλλά χρησιμοποιούν δάνεια εμπειρία τρίτων είτε αυτοί είναι αυτοτελείς φορείς είτε μέλη της ίδιας συμπράξεως, υπό την προϋπόθεση ότι δύνανται να αποδείξουν ότι η απαιτούμενη εμπειρία τίθεται στη διάθεσή τους για την εκτέλεση της συμβάσεως. Η τοιαύτη ερμηνεία ουδόλως προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 42 παρ.1 και 2 του Π.Δ/τος 60/2007, οι οποίες ορίζουν ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητά με τη διακήρυξη, ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών και επαγγελματικών ικανοτήτων προκειμένου να θεωρήσει έναν υποψήφιο «κατάλληλο» για την περαιτέρω συμμετοχή του στη διαγωνιστική διαδικασία, καθόσον δεν ποιούν μνεία περί των προσώπων στα οποία δύναται να πιστοποιείται η σχετική επάρκεια όταν πρόκειται για ενώσεις προσώπων, συμπράξεις ή κοινοπραξίες, αλλά αναφέρονται γενικά στη δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να θέτει κριτήρια καταλληλότητας. Η τοιαύτη αναφορά γίνεται στο προαναφερόμενο άρθρο 46 παρ.4, όπου ρητώς θεσπίζεται η ευχέρεια χρησιμοποιήσεως της δάνειας εμπειρίας των μελών μιας ενώσεως από την τελευταία. Τούτο άλλωστε συνάδει, κατά τελεολογική ερμηνεία, προς τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου των συμβάσεων, στους οποίους συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη του ευρύτερου δυνατού ανταγωνισμού με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσοτέρων υποψηφίων στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία, δηλαδή ακόμη και φορέων που δεν πληρούν αφεαυτού τις απαιτήσεις της διακηρύξεως σχετικά με την υλικοτεχνική υποδομή, την επαγγελματική ικανότητα ή την εμπειρία, αλλά έχουν στη διάθεσή τους αυτές τις προϋποθέσεις λόγω της συμμετοχής τους σε ένωση προσώπων ή της συνεργασίας τους με άλλες επιχειρήσεις ή φορείς. Β) Ο όρος περί σωρευτικής εμπειρίας (στα πρόσωπα όλων των μελών της συμπράξεως) προδήλως παραβιάζει τις αρχές του ανταγωνισμού και της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον εμποδίζει στο στάδιο υποβολής προσφορών, τη συμμετοχή σε όσους δεν πληρούν το κριτήριο της εμπειρίας ή στερούνται κάποιου άλλου κριτηρίου (π.χ. της υλικοτεχνικής υποδομής) διότι, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη δάνεια εμπειρία της επιχειρήσεως με την οποία προτίθενται να συμπράξουν ή τις άλλες προϋποθέσεις που αυτή διαθέτει ενώ στερείται της αναγκαίας εμπειρίας. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού καταδεικνύεται ωσαύτως από το λογικό συμπέρασμα ότι, συνήθως, οι οικονομικοί φορείς δημιουργούν ενώσεις, συμπράξεις ή κοινοπραξίες όταν δεν δύνανται αυτοδυνάμως (λόγω ανεπάρκειας αυτών σε κάποιο εκ των τιθεμένων κριτηρίων) να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, σε αντίθετη δε περίπτωση, αρκεί η προσωπική τους συμμετοχή και μόνον. Πέραν δε του θεωρητικού υπόβαθρου του περιορισμού που συνεπάγεται η θέση ενός τέτοιου όρου στη διακήρυξη δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επηρέασε ουσιωδώς την έκβαση του κρινόμενου, καθόσον αποτέλεσε αντικείμενο ενστάσεως από δύο ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες επικαλέσθηκαν ρητώς την εξ αυτού αδυναμία τους να συμπράξουν με έτερο έμπειρο φορέα και να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό. Γ) Η άρτια, προσήκουσα και εμπρόθεσμη εκτέλεση της συμβάσεως, η οποία τίθεται ως αιτιολογία της θεσπίσεως του συγκεκριμένου όρου, δεν δύναται να δικαιολογήσει το υπέρμετρο του προβλεπόμενου περιορισμού, καθόσον αύτη μπορεί να επιτευχθεί τόσο από την προβλεπόμενη στη διακήρυξη αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των μελών της συμπράξεως για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση περί της οποίας ένα έκαστο εξ αυτών υποχρεούται να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση, καθώς και από την υποχρέωση, σε περίπτωση που αναδειχθεί η σύμπραξη ανάδοχος να καταρτίσει συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο θα συμπεριλάβει την δέσμευση όλων των μελών για την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη τους (άρθρο 6 παρ.12 περ. ii δ΄και ε΄). Σε κάθε δε περίπτωση ο ισχυρισμός του αιτούντος σχετικά με την ανάγκη διασφαλίσεως αυτούσιας της εκπληρώσεως του φυσικού αντικειμένου της συμβάσεως από κάθε έμπειρο μέλος της συμπράξεως προκειμένου, αφενός να αποφευχθεί η έμμεση εκχώρηση του έργου, αφετέρου δε η πραγματική εκτέλεση αυτού εάν κάποιο από τα μέλη της δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, δεν διασφαλίζεται με τη θέσπιση του συγκεκριμένου όρου διότι εάν ανάδοχος του έργου είναι σύμπραξη προσώπων, αυτή υποχρεούται να λάβει τη μορφή της κοινοπραξίας, η οποία και μόνον δικαιούται να εκτελέσει τη σύμβαση, η επιλογή δε ενός μέλους αυτής σε περίπτωση αδυναμίας της, να εκτελέσει το ανατεθέν σ’ αυτή έργο συνιστά υποκατάσταση, η οποία δεν μπορεί κατ’ αρχάς να γίνει αποδεκτή, ενώ περαιτέρω η κοινοπραξία αναγνωρίζεται ως αυτοτελής οικονομικός φορέας ικανός να αναλάβει το έργο, το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν εκχωρείται σε κάποιο από τα μέλη της καθόσον όλα ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την εκτέλεση της συμβάσεως(...)ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΛΕΙ ΤΗΝ 422/2011
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/3062/2011
Ζητείται η αναθεώρηση της 2199/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του ως άνω αιτούντος για την ανάκληση της 67/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι α) οι υπηρεσίες που αποτελούσαν το αντικείμενο της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικώς στις 27.11.2009, ως εκ τούτου δε νοείται έναρξη διαδικασίας κατάρτισης συμπληρωματικής σύμβασης μετά από την ανωτέρω ημερομηνία, όπως εν προκειμένω (στις 23.4.2010, βλ. το 4013228ΕΞ0030/23.4.2010 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), καθόσον δεν υφίσταται πλέον υπό εκτέλεση αρχική σύμβαση, απορριπτομένων των περί διαχωρισμού μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής παραλαβής ισχυρισμών του αιτούντος, δεδομένου ότι από καμιά διάταξη νόμου δεν προκύπτει τέτοιος διαχωρισμός και β) οι ελεγχόμενες υπηρεσίες δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν συμπληρωματικές, όπως ορθά έκριναν τόσο το Τμήμα όσο και το Κλιμάκιο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος. Συγκεκριμένα : i) η επικαλούμενη ακύρωση του διαγωνισμού για την προμήθεια στο Υπουργείο Οικονομικών των αναγκαίων υποδομών, λόγω της οποίας κατέστη αδύνατη η μεταφορά της βάσης δεδομένων από τις εγκαταστάσεις του αναδόχου σε χώρους του Υπουργείου, δεν συνιστά αφ’ εαυτής απρόβλεπτη περίσταση, δεδομένου ότι πρέπει να συνοδεύεται και από άλλες καταστάσεις, όπως η έγκαιρη προκήρυξη και διεξαγωγή του διαγωνισμού, η αποφυγή από τα αρμόδια διοικητικά όργανα καταφανών σφαλμάτων κατά τη διαγωνιστική διαδικασία, τα οποία δύνανται να οδηγήσουν με μεγάλη πιθανότητα στην προσφυγή στη δικαστική συνδρομή, ο υπολογισμός της συνήθους χρονικής διάρκειας εκδικάσεως μιας δικαστικής προσφυγής στο απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, οι οποίες (καταστάσεις) ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης της αναθέτουσας αρχής και σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπό έλεγχο υπόθεσης ότι συνέτρεξαν στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου, η προσφυγή στην υπό έλεγχο διαδικασία δεν δικαιολογείται και εκ της αδιαμφισβήτητης και γνωστής στο Υπουργείο περιοδικής φύσης των ζητουμένων υπηρεσιών, δεδομένου ότι δεν μπορούν να συσχετισθούν με τις υπηρεσίες της αρχικής σύμβασης, εφ’ όσον κάθε χρόνο θα ανακύπτει η ανάγκη επικαιροποίησής τους, ενώ, περαιτέρω, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα επιλογής άλλου αναδόχου μέσα από μια νέα ανοιχτή διαγωνιστική διαδικασία, ο οποίος θα είχε την υποδομή και εν γένει τη δυνατότητα να επεξεργασθεί στις εγκαταστάσεις του (εφόσον το Υπουργείο δεν διαθέτει το χώρο και την υλικοτεχνική υποδομή) τη βάση δεδομένων προβαίνοντας στον εμπλουτισμό της με τα νέα στοιχεία που προκύπτουν από τις δηλώσεις Ε9 των ετών 2008, 2009 και 2010, ii) η τεχνική και λειτουργική σύνδεση των υπηρεσιών της αρχικής με αυτές της υπό έλεγχο σύμβασης δεν αρκεί από μόνη της για να προσδώσει συμπληρωματικό χαρακτήρα στη σύμβαση αυτή, καθόσον πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς και οι λοιπές προϋποθέσεις των συμπληρωματικών συμβάσεων (ιδίως οι απρόβλεπτες περιστάσεις που προκαλούν την ανάγκη κατάρτισης αυτών), η δε παροχή σε ετήσια βάση των υπηρεσιών συσχετισμού αυτών με τις προηγούμενες δηλώσεις, ώστε να προκύπτει η αληθής εικόνα της περιουσιακής καταστάσεως των υπόχρεων, αποδεικνύει ότι πρόκειται για νέες κάθε φορά υπηρεσίες, οι οποίες συνιστούν επέκταση αυτών που προβλέπονταν στην αρχική (βλ. και το 4013228ΕΞ0030/23.4.2010 έγγραφο της εισήγησης του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου). Εξ άλλου, είναι λογικά αδύνατον οι ως άνω υπηρεσίες να μπορούν να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση όταν θα εκτελούνταν από τους υπαλλήλους του Υπουργείου, ενώ τοιαύτη δυνατότητα διαχωρισμού δεν υφίσταται όταν αυτές θα ανατίθεντο σε άλλον, πλην του αρχικού, αναδόχου. Περαιτέρω, αν γίνει αποδεκτή η μη δυνατότητα διαχωρισμού θα πρέπει η ετήσια επεξεργασία των δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως να ανατίθεται στο διηνεκές στην ανάδοχο της αρχικής συμβάσεως, το οποίο είναι λογικώς άτοπο, iii) από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η ανάδοχος της αρχικής σύμβασης είναι η μοναδική εταιρεία η οποία μπορεί να εγγυηθεί την τήρηση του απορρήτου των περιουσιακών δικαιωμάτων (αντιθέτως, η επίκληση ότι οι υπηρεσίες της συμπληρωματικής σύμβασης επρόκειτο να παρασχεθούν από υπαλλήλους του Υπουργείου καταρρίπτει αυτόν τον ισχυρισμό), ενώ η επεξεργασία των δηλώσεων Ε9 από νέο ανάδοχο ουδόλως αποκλείει την παροχή των υπηρεσιών συντήρησης ή καλής εγγυήσεως από τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή επρόκειτο να εκτελέσει, με εκπαιδευμένο προσωπικό, τις ως άνω υπηρεσίες σε χώρους του Υπουργείου, οπότε και στην περίπτωση αυτή, αν δημιουργείτο ανάγκη συντήρησης του προγράμματος, θα επεξεργάζονταν τα στοιχεία αυτού, τόσο η ανάδοχος της αρχικής συμβάσεως όσο και οι ειδικευμένοι υπάλληλοι αυτού. Κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε ότι πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 25 παρ. 4 περ. α΄ του π.δ. 60/2007 και 83 παρ. 3 του ν. 2362/1995 προϋποθέσεις προσφυγής στην ανωτέρω διαδικασία, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται υπό εκτέλεση αρχική σύμβαση, καθόσον η εν λόγω διαδικασία ανάθεσης άρχισε σε χρόνο μεταγενέστερο της οριστικής παραλαβής των αρχικώς ανατεθεισών υπηρεσιών.Απορρίπτει την αίτηση του Υπουργού Οικονομικών για την αναθεώρηση της 2199/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)183/2013
α)Αμοιβή για τη συντήρηση και επισκευή μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων του Δήμου,β)καταβολή αμοιβής για την προμήθεια ανταλλακτικών για τη συντήρηση-επισκευή μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων του Δήμου,γ)καταβολή της αμοιβής της για τη συντήρηση και επισκευή μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων του Δήμου δ)καταβολή της αμοιβής του για τη συντήρηση και επισκευή μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων του Δήμου ε)καταβολή της αμοιβής του για τη συντήρηση και επισκευή μεταφορικών μέσων και μηχανημάτων του Δήμου στ)καταβολή της αμοιβής της για τη συντήρηση και επισκευή λοιπών μηχανημάτων(...)Στο άρθρο 21 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄ 114, διόρθ. ΦΕΚ Α΄ 145 και 197), ορίζεται ότι: «1. Η εκκαθάρισις ενεργείται παρά της λογιστικής υπηρεσίας κατά τας κειμένας περί εκάστης δαπάνης διατάξεις, είτε αυτεπαγγέλτως οσάκις υπάρχουν παρά τη υπηρεσία ταύτη πλήρη τ΄ αποδεικνύοντα τα δικαιώματα των δικαιούχων στοιχεία, είτε επί τη υποβολή αυτή των δικαιολογητικών στοιχείων, μετά προέλεγχον τούτων εκ μέρους των αρμοδίων υπηρεσιών του Δήμου (…) 3. Τα δικαιολογητικά έγγραφα εκάστης δαπάνης (…) προσαρτώνται εις τα σχετικά χρηματικά εντάλματα (…)», στο άρθρο 23 παρ. 1 ότι: «Μετά την εκκαθάρισιν εκάστης δαπάνης το αρμόδιον τμήμα ή γραφείον της λογιστικής υπηρεσίας του Δήμου προκαλεί την πληρωμήν της εκκαθαρισθείσας δαπάνης συντάσσον χρηματικόν ένταλμα», στο άρθρο 25 αυτού ότι: «Εις παν χρηματικόν ένταλμα δέον να επισυνάπτεται υπ’ ευθύνη των επιτετραμμένων την εκκαθάρισιν και εντολήν της δαπάνης οργάνων του δήμου παν δικαιολογητικόν έγγραφον εξ ου να προκύπτη σαφώς το δικαίωμα του πιστωτού του δήμου κατά βάσιν και ποσόν». Από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία της ανάληψης, εκκαθάρισης και εντολής πληρωμής δαπανών συνάγεται, πλην άλλων, ότι οι δαπάνες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) εξοφλούνται κατά κανόνα με την έκδοση τακτικού χρηματικού εντάλματος. Προκειμένου δε να εκδοθεί τακτικό χρηματικό ένταλμα, πρέπει οι απαιτήσεις των πιστωτών των Ο.Τ.Α., καθώς και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των τελευταίων να αποδεικνύονται κατά την υπόσταση και την έκτασή τους από πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά. Η μη έκδοση ή η μη νόμιμη έκδοση των ως άνω δικαιολογητικών καθιστά την εντελλόμενη δαπάνη μη κανονική (βλ. σχετικές πράξεις VII Τμ. 13/2008, 11, 373/2009, Κλ. Πρ. Ελ. Στο VII Τμ. 47/2013) Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.2, 3 και 20 του ν.4013/2011 (ΦΕΚ Α΄ 204), όπως ισχύουν, της κατ' εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου (άρθρα 3 και 4) εκδοθείσας 3396/5.3.2012 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας περί διορισμού των μελών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΦΕΚ τ.Υ.Ο.Δ.Δ. 94/6.3.2012) και των διατάξεων του άρθρου 20 του ν.2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 45), συνάγεται ότι, μετά τη συγκρότηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (με το ν.4013/2011), η λειτουργία της οποίας άρχισε στις 6.6.2012, ήτοι μετά την παρέλευση τριμήνου από την έκδοση της προαναφερόμενης υπουργικής απόφασης διορισμού των μελών της, για τη σύναψη σύμβασης με τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων χωρίς δημοσίευση διακήρυξης, σύμφωνα με το άρθρο 25 του π.δ.60/2007, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν και οι συμβάσεις τις οποίες συνάπτουν με απευθείας ανάθεση οι ο.τ.α. κατόπιν άγονης ανοικτής διαγωνιστικής διαδικασίας, απαιτείται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης έγκρισης σύναψης, η διατύπωση προηγούμενης σύμφωνης γνώμης από αυτήν. Κατά συνέπεια, από 6.6.2012 (και ήδη από 1.1.2013, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 61 παρ.1 του ν.4146/2013, ΦΕΚ Α' 90/18.4.2013), σε περίπτωση κατά την οποία μία αναθέτουσα αρχή κρίνει αναγκαία τη σύναψη σύμβασης οφείλει, πριν τη λήψη της σχετικής απόφασης, να υποβάλει το φάκελο με όλα τα αναγκαία στοιχεία ενώπιον της ανωτέρω Αρχής, προκειμένου αυτή να ασκήσει τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα. Αν η Αρχή γνωμοδοτήσει αρνητικά η σύμβαση δεν μπορεί να συναφθεί, αφού ο νόμος ορίζει ότι η γνώμη που διατυπώνει είναι σύμφωνη και κατά συνέπεια το όργανο που ασκεί την αποφασιστική αρμοδιότητα υποχρεούται να ενεργήσει κατά τον τρόπο που του υποδεικνύει το γνωμοδοτούν όργανο, ενώ αν ο αναθέτων φορέας δεν υποβάλλει το φάκελο της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής, τυχόν απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί σύναψης της σύμβασης είναι παράνομη ως εκδοθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσής της (πρβλ. σχετ. Ε΄ Κλιμ. πράξεις 181, 154, 125, 192/2013). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 21 και 23 του ν. 3871/2010 (ΦΕΚ Α΄ 141) «Δημοσιονομική Διαχείριση και Ευθύνη» καθώς και των άρθρων 2-4 του π.δ/τος 113/2010 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (ΦΕΚ Α΄ 209/10.12.2010), συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε δαπάνης Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού απαιτείται προηγουμένως η έγκριση διάθεσης της σχετικής πίστωσης. Κατά το στάδιο αυτό της δημοσιονομικής ανάληψης της δαπάνης, ο αρμόδιος διατάκτης,