Ν.3882/2010
Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα
Εθνική Υποδομή Γεωχωρικών Πληροφοριών - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2007 και άλλες διατάξεις. Τροποποίηση του ν. 1647/1986 «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ) και άλλες σχετικές διατάξεις» (ΦΕΚ 141/Α΄).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Ν.1647/1986
Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (Ο.Κ.Χ.Ε.) και άλλες σχετικές διατάξεις.- (Α` 141).
ΝΣΚ/15/2015
Ανάκληση ή μη διαπιστωτικής πράξης, με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα, πρώην υπάλληλος του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ).(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Η διαπιστωτική πράξη, με την οποία ο ως άνω υπάλληλος τέθηκε τελικώς σε διαθεσιμότητα, μετά την έκδοση της με αριθ. 50790/2013 ΚΥΑ, που αφορά στη κατάργηση εκατό (100) οργανικών και προσωποπαγών θέσεων μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο ΥΠΕΚΑ, λόγω της κατάργησης της προσωποπαγούς θέσης του κατόπιν αξιολόγησης, είναι νόμιμη και δεν απαιτείται η ανάκλησή της, διότι η κατάταξή του έγινε κατόπιν ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης και επί τη βάσει των προσόντων του, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου του. (ομοφ.)
N.3010/2002
Εναρμόνιση του Ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11 Ε.Ε. και 96/61 Ε.Ε., διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις.
ΝΣΚ/275/2014
Προδήλως εσφαλμένη καταχώριση Δημοσίου ως κυρίου ακινήτου στους κτηματολογικούς πίνακες του Κτηματολογίου και διόρθωση της εγγραφής μέσω της διαδικασίας του προδήλου σφάλματος – Τήρηση ή μη της διαδικασίας του άρθρου 8 του Α.Ν. 1539/1938.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Δύναται η Διοίκηση, δια της αρμόδιας υπηρεσίας, να παράσχει εξωδίκως την συναίνεση για λογαριασμό του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ.1 περ.β’ υποπερ.αα’ του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει, για τη διόρθωση αρχικής εγγραφής ακινήτων στους κτηματολογικούς πίνακες του Οργανισμού Κτηματογραφήσεων και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ), εφόσον προκύπτει ότι εκ προδήλου σφάλματος έχουν τα ακίνητα αυτά καταχωρισθεί επ' ονόματι του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 8 του Α.Ν. 1539/1938. (ομοφ.)
Η.Π.11014/703/Φ.1042003
Διαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (Π.Π.Ε.Α.) και Έγκρισης Περιβαλλοντικών Ορων (Ε.Π.Ο.) σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.1650/1986 (Α"160) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3010/2002 ""Εναρμόνιση του Ν.1650/1986 με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ .... και άλλες διατάξεις"" (Α"91).
15393/2332/2002
Κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.1650/1986 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.3010/2002 «Εναρμόνιση του Ν.1650/86 με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ κ.ά (Α"91)».--Τροποποιήθηκε με τις ΕΥΠΕ/οικ.129079/2004 (ΦΕΚ 1409 Β’/13-9-2004),οικ. 145799 /2005 (ΦΕΚ 1002 Β /18-7-2005) ,ΕΥΠΕ/οικ. 126880/2007 (ΦΕΚ 435 Β/29-3-2007) και οικ. 141270/2009 (ΦΕΚ 1411 Β/15-7-2009) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΠΕΧΩΔΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την Αριθμ. 1958/2012 -ΦΕΚ 21 Β/13-1-2012
ΣτΕ/ΟΛΟΜ/953/2011
H διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαυές οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή..7. Επειδή, ενόψει του ανακύπτοντος ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και της υπάρξεως αποφάσεων του Αρείου Πάγου (Α.Π. 588/2007, 145, 250, 363/2006), που δέχονται ως προς το ζήτημα αυτό, γνώμη αντίθετη προς εκείνη, η οποία έγινε δεκτή στην πέμπτη σκέψη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της κρινομένης υποθέσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβητήσεως.
ΕΣ/Τμ.7/1/2012
Μίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων(..) Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 199 παρ. 2 και 3 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006), της 5100/1600/10.4.1984 απόφασης του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης «Καθορισμός διαδικασίας μίσθωσης ιδιωτικών αυτοκινήτων από Δημόσιες Υπηρεσίες και τις υπηρεσίες που αναφέρονται ή εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ.2396/1953» (ΦΕΚ Β΄, 387), του άρθρου 1 παρ. 1 περ. 10 και 14 του ν. 2647/1998 «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες και την Αυτοδιοίκηση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 237) καθώς και των άρθρων 3 παρ. 3 και 5 παρ. 4 του π.δ. 270/1981 «Όργανα, διαδικασίες, όροι δημοπρασίας εκποίησης – εκμίσθωσης Ο.Τ.Α.» (ΦΕΚ Α΄, 77) το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 194 του ν.1065/1980, συνάγεται ότι, καταρχήν, για την εκ μέρους των Δήμων μίσθωση κινητού πράγματος διεξάγεται μειοδοτική δημοπρασία, στην οποία κριτήριο κατακύρωσης είναι αυτό της χαμηλότερης τιμής (βλ. Πράξεις VII Τμ. 47/2007, 293/2007, 321/2010). Επιτρέπεται, εξαιρετικώς, η με απευθείας συμφωνία -χωρίς δηλαδή να τηρηθεί η ως άνω διαδικασία- μίσθωση κινητού πράγματος, αφενός μεν στην περίπτωση που η δημοπρασία δεν είχε αποτέλεσμα, οπότε απαιτείται αιτιολογημένη απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, αφετέρου δε, με απόφαση του δημάρχου, στην περίπτωση που πρόκειται για μίσθωση διάρκειας τριών (3) το πολύ μηνών (βλ. πράξη VII Τμ. 321/2010, 155/2008, 174/2007). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν η μίσθωση αφορά στο ίδιο αντικείμενο δεν δύναται αυτή να επαναληφθεί μέσα στο ίδιο έτος, διότι άλλως θα καταστρατηγούνταν με τον τρόπο αυτό οι διατάξεις που επιβάλλουν τις τακτικές διαγωνιστικές διαδικασίες. Τέλος, προηγούμενη έγκριση από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας απαιτείται μόνο στην περίπτωση μίσθωσης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης για τη μεταφορά προσώπων, υλικών κ.λπ., όχι δε και στην περίπτωση μίσθωσης αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης για τις ανάγκες των υπηρεσιών τους.(...) Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, ότι ο Δήμος Αθηναίων μη νομίμως προέβη, χωρίς την προηγούμενη διενέργεια δημοπρασίας, στην με απευθείας συμφωνία μίσθωση των ως άνω αυτοκινήτων. Τούτο δε διότι οι επίμαχες μισθώσεις συνιστούν απλές μισθώσεις κινητών πραγμάτων, που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 199 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, η απευθείας μίσθωση κινητών επιτρέπεται είτε με απόφαση του δημάρχου για χρονικό διάστημα μέχρι τριών μηνών είτε με αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, εφόσον όμως απέβη άκαρπη η διενεργηθείσα δημοπρασία. Εξάλλου, οι ως άνω συμβάσεις δεν συνιστούν συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης για τις οποίες, κατά το άρθρο 193 του ιδίου Κώδικα, εφαρμόζονται οι περί προμηθειών διατάξεις, δοθέντος ότι στο περιεχόμενο αυτών δεν διαλαμβάνεται όρος για ελάχιστη τριετή χρονική διάρκεια ούτε για το δικαίωμα του μισθωτή περί αγοράς του μισθωθέντος πράγματος ή ανανέωσης της σύμβασης και οι οποίες δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν στις διατυπώσεις δημοσιότητας του ν.1665/1986. Αντιθέτως, ως αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, δεδομένου ότι η έγκριση της μίσθωσης αυτοκινήτων από το Γ.Γ. Περιφέρειας προβλέπεται, κατά τα ανωτέρω, σε περιπτώσεις μίσθωσης Δ.Χ. και όχι Ι.Χ., ως εν προκειμένω, αυτοκινήτων. Ωστόσο, το Τμήμα κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του Δήμου Αθηναίων δεν ενήργησαν με πρόθεση καταστρατήγησης των κείμενων διατάξεων, αλλά συγγνωστώς υπέλαβαν ότι, ενόψει της μη έγκαιρης ολοκληρώσεως των διαδικασιών του διαγωνισμού χωρίς υπαιτιότητα του Δήμου, μπορούσαν νομίμως να προβούν στις ως άνω απευθείας αναθέσεις και συνακόλουθα στη διενέργεια των ελεγχόμενων δαπανών. Επομένως, τα υπό κρίση χρηματικά εντάλματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγω συγγνωστής πλάνης εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2011, σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οποίου εκδόθηκαν.
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/384/2013
Αμοιβή για παροχή τεχνικής βοήθειας στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος(...)από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 3614/2007 «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007 – 2013» (ΦΕΚ Α 267), όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 3840/2010 (ΦΕΚ Α 53), με εκείνες του άρθρου 21 του ν. 2362 /1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους τους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 247), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 αυτού με το άρθρο 21 του ν. 3871/2010 (Α`141), την συμπλήρωσή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 της από 16.12.2011 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α` 262) και την τροποποίησή της με την παράγραφο 12 του άρθρου 4 του ν.4038/2012 (ΦΕΚ Α 14) και, τέλος, εκείνες του άρθρου 8 του π.δ. 113/2010 « Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (ΦΕΚ Α 194), προκύπτει ότι η κρατική και κοινοτική συμμετοχή για όλες τις πράξεις που εντάσσονται στα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ, εκτός των μέτρων που χρηματοδοτούνται από τον τακτικό προϋπολογισμό, είναι δημόσιες επενδύσεις και χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Για τη διενέργεια δε των δαπανών αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη έκδοση απόφασης ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από τον αρμόδιο διατάκτη, με την οποία δεσμεύεται η αναγκαία πίστωση (δημοσιονομική δέσμευση), αφού τίτλο για την ανάληψή τους, σε βάρος του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, αποτελούν οι οικείες συλλογικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.δ. 2957/1954 (ΦΕΚ Α 186) και του άρθρου 21 του ν. 2362/1995, με τις οποίες εγκρίνεται η ένταξη κάθε έργου στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, η ολική δαπάνη του και η διάθεση των απαιτουμένων πιστώσεων για την πραγματοποίησή του σε βάρος του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων του οικονομικού έτους που το έργο εντάσσεται στο πρόγραμμα και των επομένων οικονομικών ετών, εφόσον η πραγματοποίησή του προγραμματίζεται για περίοδο που καλύπτει περισσότερα οικονομικά έτη.(...)Με δεδομένα αυτά η ανάθεση της ανωτέρω σύμβασης για την ενίσχυση της διοικητικής οργάνωσης και της διαχειριστικής επάρκειας του Δήμου ..... για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων, στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος «Τεχνική Υποστήριξη Εφαρμογής», που αποσκοπεί πρωτίστως στην ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών του Δήμου και την υποστήριξή του με υπηρεσίες συμβούλων τεχνικής υποστήριξης για πράξεις που απαιτούν εξειδικευμένη τεχνογνωσία για την υλοποίησή τους εκφεύγει των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών του και των καθηκόντων του υπηρετούντος προσωπικού του και είναι νόμιμη. Εξάλλου, για τη διενέργεια της δαπάνης αυτής, που είναι δαπάνη του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, και την καταβολή της αμοιβής της αναδόχου εταιρείας, δεν απαιτείτο η προηγούμενη έκδοση απόφασης ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από τον αρμόδιο διατάκτη, αφού, σύμφωνα με όσα προηγουμένως έγιναν δεκτά, τίτλο για την ανάληψή της, αποτελεί η ΣΑΕ 019/8 ΠΔΕ 2012, όπου εντάχθηκε με τις 8098/ΔΕ-695/21.2.2012 και 49507/ΔΕ/-5786/19.11.2012 αποφάσεις του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, το έργο «Τεχνική Βοήθεια του Δήμου ....».
ΕΣ/ΤΜ.6/527/2012
Επεξεργασία των σύμμεικτων αστικών απορριμμάτων :επιδιώκει την ανάκληση της 422/2011 Πράξεως του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού ΣυνεδρίουA) Η διάταξη του άρθρου 46 παρ.3 και 4 του Π.Δ/τος 60/2007 δεν καταλείπει στην αναθέτουσα αρχή στάδιο διακριτικής ευχέρειας, αλλ’ αντιθέτως την υποχρεώνει να αποδεχθεί τη συμμετοχή στη διαδικασία του διαγωνισμού, των φορέων που δεν διαθέτουν οι ίδιοι την απαιτούμενη εμπειρία, αλλά χρησιμοποιούν δάνεια εμπειρία τρίτων είτε αυτοί είναι αυτοτελείς φορείς είτε μέλη της ίδιας συμπράξεως, υπό την προϋπόθεση ότι δύνανται να αποδείξουν ότι η απαιτούμενη εμπειρία τίθεται στη διάθεσή τους για την εκτέλεση της συμβάσεως. Η τοιαύτη ερμηνεία ουδόλως προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 42 παρ.1 και 2 του Π.Δ/τος 60/2007, οι οποίες ορίζουν ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητά με τη διακήρυξη, ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών και επαγγελματικών ικανοτήτων προκειμένου να θεωρήσει έναν υποψήφιο «κατάλληλο» για την περαιτέρω συμμετοχή του στη διαγωνιστική διαδικασία, καθόσον δεν ποιούν μνεία περί των προσώπων στα οποία δύναται να πιστοποιείται η σχετική επάρκεια όταν πρόκειται για ενώσεις προσώπων, συμπράξεις ή κοινοπραξίες, αλλά αναφέρονται γενικά στη δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να θέτει κριτήρια καταλληλότητας. Η τοιαύτη αναφορά γίνεται στο προαναφερόμενο άρθρο 46 παρ.4, όπου ρητώς θεσπίζεται η ευχέρεια χρησιμοποιήσεως της δάνειας εμπειρίας των μελών μιας ενώσεως από την τελευταία. Τούτο άλλωστε συνάδει, κατά τελεολογική ερμηνεία, προς τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου των συμβάσεων, στους οποίους συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη του ευρύτερου δυνατού ανταγωνισμού με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσοτέρων υποψηφίων στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία, δηλαδή ακόμη και φορέων που δεν πληρούν αφεαυτού τις απαιτήσεις της διακηρύξεως σχετικά με την υλικοτεχνική υποδομή, την επαγγελματική ικανότητα ή την εμπειρία, αλλά έχουν στη διάθεσή τους αυτές τις προϋποθέσεις λόγω της συμμετοχής τους σε ένωση προσώπων ή της συνεργασίας τους με άλλες επιχειρήσεις ή φορείς. Β) Ο όρος περί σωρευτικής εμπειρίας (στα πρόσωπα όλων των μελών της συμπράξεως) προδήλως παραβιάζει τις αρχές του ανταγωνισμού και της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον εμποδίζει στο στάδιο υποβολής προσφορών, τη συμμετοχή σε όσους δεν πληρούν το κριτήριο της εμπειρίας ή στερούνται κάποιου άλλου κριτηρίου (π.χ. της υλικοτεχνικής υποδομής) διότι, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη δάνεια εμπειρία της επιχειρήσεως με την οποία προτίθενται να συμπράξουν ή τις άλλες προϋποθέσεις που αυτή διαθέτει ενώ στερείται της αναγκαίας εμπειρίας. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού καταδεικνύεται ωσαύτως από το λογικό συμπέρασμα ότι, συνήθως, οι οικονομικοί φορείς δημιουργούν ενώσεις, συμπράξεις ή κοινοπραξίες όταν δεν δύνανται αυτοδυνάμως (λόγω ανεπάρκειας αυτών σε κάποιο εκ των τιθεμένων κριτηρίων) να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, σε αντίθετη δε περίπτωση, αρκεί η προσωπική τους συμμετοχή και μόνον. Πέραν δε του θεωρητικού υπόβαθρου του περιορισμού που συνεπάγεται η θέση ενός τέτοιου όρου στη διακήρυξη δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επηρέασε ουσιωδώς την έκβαση του κρινόμενου, καθόσον αποτέλεσε αντικείμενο ενστάσεως από δύο ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες επικαλέσθηκαν ρητώς την εξ αυτού αδυναμία τους να συμπράξουν με έτερο έμπειρο φορέα και να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό. Γ) Η άρτια, προσήκουσα και εμπρόθεσμη εκτέλεση της συμβάσεως, η οποία τίθεται ως αιτιολογία της θεσπίσεως του συγκεκριμένου όρου, δεν δύναται να δικαιολογήσει το υπέρμετρο του προβλεπόμενου περιορισμού, καθόσον αύτη μπορεί να επιτευχθεί τόσο από την προβλεπόμενη στη διακήρυξη αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των μελών της συμπράξεως για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση περί της οποίας ένα έκαστο εξ αυτών υποχρεούται να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση, καθώς και από την υποχρέωση, σε περίπτωση που αναδειχθεί η σύμπραξη ανάδοχος να καταρτίσει συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο θα συμπεριλάβει την δέσμευση όλων των μελών για την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη τους (άρθρο 6 παρ.12 περ. ii δ΄και ε΄). Σε κάθε δε περίπτωση ο ισχυρισμός του αιτούντος σχετικά με την ανάγκη διασφαλίσεως αυτούσιας της εκπληρώσεως του φυσικού αντικειμένου της συμβάσεως από κάθε έμπειρο μέλος της συμπράξεως προκειμένου, αφενός να αποφευχθεί η έμμεση εκχώρηση του έργου, αφετέρου δε η πραγματική εκτέλεση αυτού εάν κάποιο από τα μέλη της δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, δεν διασφαλίζεται με τη θέσπιση του συγκεκριμένου όρου διότι εάν ανάδοχος του έργου είναι σύμπραξη προσώπων, αυτή υποχρεούται να λάβει τη μορφή της κοινοπραξίας, η οποία και μόνον δικαιούται να εκτελέσει τη σύμβαση, η επιλογή δε ενός μέλους αυτής σε περίπτωση αδυναμίας της, να εκτελέσει το ανατεθέν σ’ αυτή έργο συνιστά υποκατάσταση, η οποία δεν μπορεί κατ’ αρχάς να γίνει αποδεκτή, ενώ περαιτέρω η κοινοπραξία αναγνωρίζεται ως αυτοτελής οικονομικός φορέας ικανός να αναλάβει το έργο, το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν εκχωρείται σε κάποιο από τα μέλη της καθόσον όλα ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την εκτέλεση της συμβάσεως(...)ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΛΕΙ ΤΗΝ 422/2011