×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/204/2000

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Μετάταξη υπαλλήλων του ΟΤΕ στην ΥΠΑ.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Α.Κουτούκη, Πάρεδρος Μετάταξη υπαλλήλων με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.22 του ν.2266/94, από τον ΟΤΕ στην ΥΠΑ. Ισχύει αυτή από της κατά νόμο δημοσίευσής της στην Ε.τ.Κ. Πάροδος άπρακτης της προθεσμίας του, κατ αναλογία εφαρμοζόμενου, άρθρου 17 του Υ.Κ. (ν.2683/99) καθώς και παρέλευση κάθε έννοιας εύλογου χρόνου για ανάληψη καθηκόντων εκ μέρους του μεταταγέντος υπαλλήλου. Τεκμαίρεται "σιωπηρά απόρριψις" της μετάταξης. Υποχρέωση ανάκλησής της από την υπηρεσία που την εξέδωσε.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/278/2000

Δημόσιοι υπάλληλοι. Μετάταξη αποσπασμένων στην Υπηρεσία Παραμεθορίων Περιοχών υπαλλήλων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Μετάταξη αποσπασμένων στην Υπηρεσία Παραμεθορίων Περιοχών μονίμων υπαλλήλων δεν είναι δυνατή κατ εφαρμογή του άρθρου 23 του Ν.2738/1999, ως εκ του ότι στην Υπηρεσία αυτή, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 14 του ΝΔ 2536/1953 και λειτουργεί παρά τω Υπουργώ Μακεδονίας-Θράκης, δεν έχουν συσταθεί θέσεις μονίμων υπαλλήλων.


ΝΣΚ/146/2000

Υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ. Μετάταξη κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 23 του Ν.2738/1999.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Δεν είναι δυνατή η μετάταξη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 23 του Ν.2738/1999, δύο υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. που έχουν διατεθεί στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (πλειοψ.), ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ανωτέρω διατάξεως για τη μετάταξη υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. που υπηρέτησε με απόσπαση κατά την τελευταία προ της δημοσίευσης του ως άνω νόμου διετία σε Γραφείο Εκπαίδευσης και την Κεντρική Υπηρεσία του ΥΠ.Ε.Π.Θ. (ομόφωνα).


ΝΣΚ/377/2002

Μετάταξη υπαλλήλων. Διαδικασία μετατάξεων. Μετάταξη υπαλλήλων στο Υπουργείο Οικονομικών.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
1. Αποτελεί δεσμία ενέργεια της Διοικήσεως η ολοκλήρωση της διαδικασίας των εθελουσίων αυτών μετατάξεων, με την έκδοση θετικής ή απορριπτικής αποφάσεως για κάθε υποβληθείσα αίτηση. 2. Η εξαίρεση των εν γένει υπηρεσιών ή υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, ως φορέων υποδοχής, χρήζει νομοθετικής ρυθμίσεως. 3. Με τη διοικητική οδό δύνανται να απορριφθούν υποβληθείσες αιτήσεις μόνο στις περιπτώσεις όπου: α) υπάρξει αρνητική γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου (απλή ή σύμφωνη, κατά περίπτωση). β) προβλέπεται απλή γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και η κ.υ.α., με ειδική αιτιολογία, απορρίψει την αίτηση παρά τη θετική γνώμη του συμβουλευτικού οργάνου. γ) η αίτηση αφορά μετάταξη σε υπηρεσία παραμεθορίου περιοχής και η απορριπτική απόφαση έχει τη νόμιμη και προσήκουσα αιτιολογία. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/426/2013

Μετάταξη υπαλλήλων ασφαλισμένων στο ΤΑΜΠΥ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι υπάλληλοι που έχουν τρία (3) έτη ασφάλισης στο Ταμείο Αρωγής Μονίμων Πολιτικών Υπαλλήλων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΤΑΜΠΥ) και μετατάσσονται σε άλλη υπηρεσία, δικαιούνται κατά το χρόνο της μετάταξης εφάπαξ βοηθήματος ή επιστροφής των ασφαλιστικών τους εισφορών ανάλογα με το αν πληρούν, κατά το χρόνο αυτόν, τις προϋποθέσεις της παρ.1 ή παρ.3 του άρθρου 7 του β.δ. 232/1961, όπως ισχύει. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/115/2022

Ερωτάται, εάν η ΥΠΑ, η οποία υπάγεται στις διατάξεις του ν.4440/2016 αλλά δεν πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής στο Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας, υποχρεούται να καταβάλει στους μετατασσόμενους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 51 του π.δ.85/2018 την προσωπική διαφορά, παρά την παράλειψη της ρητής αναφοράς στο εν λόγω άρθρο περί διατήρησης της προσωπικής διαφοράς στις αποδοχές των υπαλλήλων, δεδομένου ότι στην παράγραφο 4 του προοιμίου του π.δ.85/2018 μνημονεύονται, όχι γενικώς οι διατάξεις του ν.4440/2016, αλλά ειδικώς οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν.4440/2016 που ορίζουν ότι: «Σε κάθε περίπτωση η μετάταξη διενεργείται με την ίδια σχέση εργασίας. Οι μετατασσόμενοι διατηρούν το ίδιο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς, καθώς και τυχόν προσωπική διαφορά στις αποδοχές τους».(...)Οι ρυθμίσεις της παρ. 4 του προοιμίου του π.δ. 85/2018, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4440/2016 (Α 224), οι οποίες θεωρούνται ενσωματωμένες στο ως άνω π.δ. και αποτελούν ενιαίο όλο με αυτό, είναι νεότερες και ειδικότερες από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 27 του ν.4354/2015 (Α 176) και για το λόγο αυτό εφαρμόζονται στην περίπτωση των μετατασσόμενων υπαλλήλων στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας δυνάμει του άρθρου 51 του π.δ. 85/2018. Οι μετατασσόμενοι υπάλληλοι στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας δυνάμει του άρθρου 51 του π.δ. 85/2018 διατηρούν τυχόν προσωπική διαφορά στις αποδοχές τους (ομόφωνα).


ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)/97/2016

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ:Με τα δεδομένα αυτά, και λαμβάνοντας υπόψη ότι α) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν των δεκαπέντε ετών από τη λήξη της οριζόμενης στο νόμο προθεσμίας χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης για τον προσδιορισμό του ανώτατου αριθμού ημερών εκτός έδρας μετακίνησης για τους υπαλλήλους του ελεγχόμενου Δήμου και β) οι εντελλόμενες μετακινήσεις δεν υπερέβησαν το ανώτατο όριο ημερών μετακίνησης, όπως ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 2685/1999 και 9 παρ. 1 του ν. 3833/2010, το Κλιμάκιο κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο Δήμος νομίμως εντέλλεται την εκτός έδρας μετακίνηση των φερόμενων ως δικαιούχων του χρηματικού εντάλματος υπαλλήλων του, επομένως η δαπάνη της ημερήσιας αποζημίωσης για τις μετακινήσεις αυτές είναι νόμιμη.    Μειοψήφησε η Πάρεδρος Ιωάννα Ευθυμιάδου, η οποία υποστήριξε ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, καθώς οι μετακινήσεις των δικαιούχων υπαλλήλων πραγματοποιήθηκαν χωρίς προηγουμένως να έχει εκδοθεί η απαιτούμενη, από τις ως άνω διατάξεις, απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης για τον προσδιορισμό του ανώτατου αριθμού ημερών εκτός έδρας μετακίνησης για αυτούς. Εξάλλου, η πάροδος των δεκαπέντε ετών από τη λήξη της οριζόμενης στο νόμο προθεσμίας δεν συνιστά παράλειψη του ως ανωτέρω για την έκδοση της σχετικής απόφασης, αφού δεν αποδεικνύεται ότι ο ελεγχόμενος Δήμος, ενόψει του εύλογου ενδιαφέροντός του  για την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων του και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, προέβη εγκαίρως στις κατάλληλες ενέργειες για τη δρομολόγηση της έκδοσης τέτοιας απόφασης.


ΝΣΚ/210/2015

Υπάλληλοι αποσπασμένοι σε Ειδικές Υπηρεσίες Υπουργείων, οι οποίες με το άρθρο 5 του ν. 4314/2014 υπήχθησαν διοικητικά στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας (ήδη Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού) – Δυνατότητα μετατάξεων/μεταφορών των εν λόγω υπαλλήλων, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 11 του άρθρου 59 του ιδίου ως άνω νόμου, σε κενές οργανικές θέσεις κλάδου ή ειδικότητας του προαναφερόμενου Υπουργείου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Α) Εκ των αναφερομένων στο ερώτημα υπαλλήλων δύνανται να μεταταγούν/μεταφερθούν στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού-Τομέα Ανάπτυξης, κατ' εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 11 του άρθρου 59 του ν. 4314/2014, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται με τη διάταξη αυτή, εκείνοι που κατά τη δημοσίευση του νόμου ήταν αποσπασμένοι σε Ειδικές Υπηρεσίες που υπήχθησαν διοικητικά με τα άρθρα 5 και 15 του ως άνω νόμου στο τότε Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, ήδη Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Β) Για τη μετάταξη υπαλλήλου, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης της παραγράφου 11 του άρθρου 59 του ν. 4314/2014, δεν απαιτείται συνεχής, αλλά αρκεί η συνολική κατά τη δημοσίευση του νόμου διετής υπηρεσία στην Ειδική Υπηρεσία, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ήταν αποσπασμένος κατά τη δημοσίευση του νόμου στην Ειδική αυτή Υπηρεσία. (ομοφ.) ΑΠΟΔΕΚΤΗ


ΝΣΚ/493/2012

Επιθεωρητές και Βοηθοί Επιθεωρητές του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. – Συμμόρφωση Διοικήσεως προς ακυρωτική δικαστική απόφαση – Ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων – Αναζήτηση του ειδικού επιδόματος του άρθρου 4 παρ.7 του Ν. 2920/2001.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
α) Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας υποχρεούται στο πλαίσιο της πλήρους συμμορφώσεώς της, προς την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 814/2012 ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (Τμήμα Ζ’ Ακυρωτικό), να ανακαλέσει τις, σε αυτήν, αναφερόμενες αποφάσεις απόσπασης υπαλλήλων σε θέσεις Επιθεωρητών και Βοηθών Επιθεωρητών του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. και στη συνέχεια να προβεί σε νέα, νόμιμη επανάκριση των υποψηφίων και στη σύνταξη νέου πρακτικού αξιολόγησης στις ως άνω θέσεις. β) Οι ανακλήσεις αυτές και ειδικώς όσον αφορά στην τυχόν αναζήτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του ειδικού επιδόματος του άρθρου 4 παρ.7 του Ν. 2920/2001, που ελάμβαναν οι επιλεχθέντες Επιθεωρητές του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. κατά τη διάρκεια της θητείας τους ενεργούν για το μέλλον, εκτός εάν η Διοίκηση αναζητήσει εντός εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους τα σχετικά ποσά και υπό τον όρο ότι κατόπιν σχετικού ελέγχου της αρμόδιας υπηρεσίας, ήθελε συντρέξει περίπτωση δόλου στο πρόσωπο των υπαλλήλων που ήδη τα εισέπραξαν και τυχόν δεν θα επιλεγούν αναδρομικώς εκ νέου στις θέσεις Επιθεωρητών Σ.Ε.Υ.Υ.Π.


ΣτΕ/1208/2012

Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τον γενικό κανόνα του άρθρου 63 παρ. 1, 2 και 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και ενόψει της παρατιθέμενης στη σκέψη 10 πάγιας συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, αν η τασσόμενη στη Διευθύνουσα Υπηρεσία μηνιαία από την υποβολή του λογαριασμού προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο λογαριασμός δεν θεωρείται ότι έγινε αποδεκτός, δηλαδή ότι έχει αυτοδικαίως εγκριθεί, αλλά ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία έχει σιωπηρώς αρνηθεί την έγκρισή του. Και τούτο διότι στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 104 του π.δ. 696/1974 ορίζεται μεν προθεσμία ενός μηνός για τον έλεγχο και την έγκριση του λογαριασμού, δεν προβλέπεται όμως ότι, με την άπρακτη πάροδο αυτής, ο λογαριασμός θεωρείται αυτοδικαίως εγκεκριμένος. Ούτε βεβαίως θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, μολονότι δεν ορίζεται τούτο ρητώς, η βούληση του νομοθέτη ήταν μόνη η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας, οφειλόμενη σε αδράνεια, για οποιονδήποτε λόγο, των αρμόδιων υπαλλήλων, να έχει ως συνέπεια την αμετάκλητη αυτοδίκαιη έγκριση του λογαριασμού και ακολούθως την υποχρέωση του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. να καταβάλλουν δημόσιο χρήμα, ανεξάρτητα από τις τυχόν πλημμέλειες που αυτός έχει, δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν το ποσό του λογαριασμού διεκδικείται παρανόμως ή αχρεωστήτως. Και μάλιστα χωρίς να παρέχεται καμία δυνατότητα πλέον στη Διοίκηση να προβεί, μετά την άπρακτη πάροδο της μηνιαίας προθεσμίας, στην έκδοση πράξης με την οποία ρητώς θα αρνείται την έγκριση του λογαριασμού ή θα τροποποιεί αυτόν για λόγους νομιμότητας, είτε διότι ο λογαριασμός είναι αντίθετος προς διατάξεις νόμου ή τη σύμβαση είτε διότι στηρίζεται σε στοιχεία ανύπαρκτα ή ανακριβή [πρβλ. και την Α.Π. 1127/2006, με την οποία ο Άρειος Πάγος, ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 8 (ήδη παρ. 10) του ν. 1418/1984 και του άρθρου 40 παρ. 7 του π.δ. 609/1985 (223Α’), έκρινε ότι η, λόγω της άπρακτης παρόδου της μηνιαίας προθεσμίας, σιωπηρή έγκριση του λογαριασμού ισχύει «μόνον επί λογαριασμών που, άσχετα από την ουσιαστική βασιμότητα των καθέκαστα στοιχείων τους, πληρούν τους όρους νομιμότητάς τους», ενώ δεν αφορά λογαριασμούς που δεν έχουν όλα τα απαιτούμενα για τη νομιμότητά τους στοιχεία]. Όπου άλλωστε ο νομοθέτης θέλησε η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης με τη νομοθεσία για την εκπόνηση των μελετών στα διοικητικά όργανα προθεσμίας προς ενέργεια, να μην συνιστά σιωπηρή απόρριψη, αλλά να ισοδυναμεί με πράξη θετικού περιεχομένου για το μελετητή, δηλαδή με αποδοχή υποβαλλομένου αιτήματος, όρισε τούτο ρητώς. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 του ν. 716/1977, όπου ρητώς ορίζεται ότι η παραλαβή της μελέτης, η οποία πραγματοποιείται με την έκδοση αφενός βεβαίωσης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας για συμμόρφωση του μελετητή προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις και αφετέρου της εγκριτικής της μελέτης απόφασης του εργοδότη, συντελείται εντός προθεσμίας (που καθορίστηκε στη συνέχεια με το άρθρο 19 παρ. 1 του εκτελεστικού του νόμου αυτού π.δ. 194/1979) (παρ. 1), και ότι, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, «η παραλαβή της μελέτης θεωρείται ως αυτοδικαίως συντελεσθείσα» μετά την πάροδο διμήνου από την υποβολή, μετά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας, ειδικής αίτησης του μελετητή για τη διενέργεια της παραλαβής (παρ. 2).(...) Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω γενομένων δεκτών στις σκέψεις 12 έως 14, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθό μέρος έκρινε ότι ο υποβληθείς λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί και ότι ανακύπτει υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να καταβάλει στην ανάδοχο το ποσό αυτού των 228.401,81 ευρώ. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, εάν δηλαδή, κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του άρθρου 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974 και του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας από την υποβολή του λογαριασμού του μελετητή συνεπάγεται τη σιωπηρή έγκριση αυτού και η Διοίκηση υποχρεούται να καταβάλει τα αναφερόμενα στον λογαριασμό χρηματικά ποσά, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα επανόδου, ως αναρμόδια πλέον κατά χρόνον, ανεξαρτήτως των νομικών πλημμελειών του λογαριασμού, δηλαδή έστω και αν τα ανωτέρω ποσά ζητούνται παρανόμως ή αχρεωστήτως ή εάν, αντιθέτως, σύμφωνα με τα ομοφώνως γενόμενα δεκτά στις σκέψεις 12 έως 14, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας συνεπάγεται την άρνηση έγκρισης του λογαριασμού και μάλιστα όταν ο λογαριασμός είναι μη νόμιμος, πρέπει το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α’ του π.δ. 18/1989.


ΝΣΚ/251/2000

Δημόσιοι υπάλληλοι. Λύση υπαλληλικής σχέσεως. Οριο ηλικίας. Τριακονταπενταετία. Μισθολογική προαγωγή. Αποχώρηση.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών (διπλωματικοί και διοικητικοί) δεν υπάγονται στις διατάξεις του (προϊσχύσαντος και ισχύοντος) Υπαλληλικού Κώδικα, με εξαίρεση εκείνες που ρυθμίζουν θέματα μη ρυθμιζόμενα υπό των ειδικών περί αυτών διατάξεων, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικώς. Οι εν λόγω υπάλληλοι υπήγοντο και υπάγονται σε ιδιαίτερο καθεστώς τόσον ως προς τα εν γένει θέματα της υπαλληλικής αυτών καταστάσεως όσον και ως προς τα ειδικότερα θέματα της αποχωρήσεως λόγω ορίου ηλικίας ή συμπληρώσεως τριακονταπενταετούς πραγματικής και συνταξίμου υπηρεσίας και συγκεκριμένα διέποντο και διέπονται υπό ιδίου Οργανισμού. Η εκ της υπηρεσίας αποχώρηση των συμπληρωσάντων το προβλεπόμενο όριο ηλικίας ή 35ετή πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών δεν θεωρείται συντελεσθείσα και δη αυτοδικαίως με μόνη τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αλλά συντελείται από και δια της κοινοποιήσεως της πράξεως του αρμοδίου οργάνου περί απαλλαγής των υπαλλήλων από τα καθήκοντά τους (Προεδρικού Διατάγματος ή Υπουργικής αποφάσεως), υποχρεωτικώς εκδιδομένης και δημοσιευομένης στην ΕτΚ (άρθρο 1 παρ.1β ν.301/1976) εντός τριών μηνών από της ημέρας κατά την οποία ο υπάλληλος συμπλήρωσε, κατά περίπτωση, το προβλεπόμενο όριο ηλικίας ή τριακονταπενταετή υπηρεσία, άλλως (και δη σε περίπτωση μη εκδόσεως ή μη δημοσιεύσεως στην ΕτΚ ή και μη κοινοποιήσεως στον απολυόμενο τοιαύτης πράξεως εντός του ως άνω τριμήνου) από και δια της παρόδου του εν λόγω τριμήνου. Το Προεδρικό Διάταγμα (ή η Υπουργική απόφαση) της απολύσεως βεβαιώνει μεν τη συμπλήρωση και το χρόνο συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας ή και της 35ετούς υπηρεσίας, τη λύση όμως της υπαλληλικής σχέσεως επιφέρει η, κατά τα προεκτεθέντα, κοινοποίησή του στον απολυόμενο και υπ αυτήν την έννοια το Προεδρικό Διάταγμα (ή η Υπουργική απόφαση) είναι πράξη δημιουργική και όχι απλώς διαπιστωτική. Αντιθέτως, η άπρακτη πάροδος του τριμήνου συνεπάγεται, άνευ ετέρου, αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσεως. Οι διοικητικοί και διπλωματικοί υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίοι συμπλήρωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 124 και 125 του ν.419/1976, 35ετή υπηρεσία ή το όριο ηλικίας κατά την 31-12-1996 και κατά την 31-12-1997, αντίστοιχα, και παρέμειναν μετά ταύτα στην υπηρεσία διανύοντες την τρίμηνη προθεσμία, που προβλέπεται από τις ίδιες διατάξεις, πρέπει οι μεν διοικητικοί υπάλληλοι να καταταγούν από 1-1-1997 στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 του ν.2470/1997, οι δε διπλωματικοί να υπαχθούν από 1-1-1998 στις διατάξεις του ν.2606/1999. Συνακολούθως και οι τρίμηνες αποδοχές των υπαλλήλων αυτών θα προσδιορισθούν επί τη βάσει των μισθολογικών διατάξεων που ισχύουν κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως αυτός καθορίζεται από τις συνταξιοδοτικές διατάξεις (άρθρο 57 π.δ.1041/1979, όπως ισχύει).