ΝΣΚ/243/2009
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Πυροσβεστικό Σώμα – Εποχικοί και εθελοντές πυροσβέστες – Συμμετοχή σε επιχείρηση κατάσβεσης πυρκαγιάς ή διάσωσης κινδυνευόντων προσώπων – Εφαρμογή ή μη της ευεργετικής διάταξης του άρθρου 31 του Ν 2800/2000 για εισαγωγή στη Σχολή Πυροσβεστών.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Οι διατάξεις των άρθρων 31 του Ν 2800/2000 και 4 του Ν 2840/2000 τυγχάνουν εφαρμογής και στους εποχικούς και εθελοντές πυροσβέστες που συμμετέχουν, με την ιδιότητά τους αυτή, σε επιχείρηση του Πυροσβεστικού Σώματος προς κατάσβεση πυρκαγιάς ή διάσωση κινδυνευόντων προσώπων, εάν στο πρόσωπό τους συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές. (πλειοψ.)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/195/2004
Απαιτούμενες προϋποθέσεις πρόσληψης στο Πυροσβεστικό Σώμα ιδιώτη που συμμετείχε στη διάσωση κινδυνευόντων ατόμων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 του Ν 2800/2000 και 4 του Ν 2840/2000.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Εφόσον διαπιστώνεται, κατά τη διαγραφόμενη στο νόμο (άρθρο 31 του Ν 2800/2000) διαδικασία, ότι ιδιώτης ανέπτυξε δράση προς διάσωση κινδυνευόντων ατόμων, κατά την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης, που προκλήθηκε από μεγάλο θαλάσσιο ατύχημα, η οποία, ως εκ του αντικειμένου της, εμπίπτει στην αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος και ότι με τη δράση της αυτή εξέθεσε αποδεδειγμένα τη ζωή της σε κίνδυνο, δύναται να προσληφθεί στο Πυροσβεστικό Σώμα, ως πολιτικός υπάλληλος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 του Ν 2800/2000 και 4 του Ν 2840/2000, έστω και εάν η δράση της αυτή χώρησε αυτοτελώς και προ της ενέργειας της σχετικής επιχειρήσεως του Πυροσβεστικού Σώματος, εφόσον, βεβαίως, διαπιστωθεί από την αρμόδια υπηρεσία ότι στο πρόσωπο αυτής συντρέχουν και οι λοιπές απαιτούμενες από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 4 του Ν 2840/2000 προϋποθέσεις διορισμού.
ΝΣΚ/91/2005
Εισαγωγή ή μη εθελόντριας πυροσβέστριας στην Σχολή Δοκίμων Πυροσβεστών καθ' υπέρβαση των ισχυουσών διατάξεων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Η έκθεση της ζωής ιδιώτου (εθελόντριας πυροσβέστριας) σε κίνδυνο κατά το χρόνο μεταβάσεως προς τον τόπο της πυρκαγιάς συνιστά την κατ άρθρο 31 του Ν 2800/2000 προϋπόθεση ενεργούς συμμετοχής σε επιχείρηση του Πυροσβεστικού Σώματος προς κατάσβεση πυρκαγιάς ή διάσωσης κινδυνευόντων προσώπων, η οποία απαιτείται για την πρόσληψη αυτής στο Πυροσβεστικό Σώμα, εφ όσον ο εν λόγω κίνδυνος έχει σχέση και τελεί σε συνάρτηση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα της όλης δράσεως και κινητοποιήσεως.
ΝΣΚ/281/2009
Εποχικοί πυροσβέστες – Διακινδύνευση – Διορισμός ή μη στο Πυροσβεστικό Σώμα.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Δεν μπορεί να διοριστούν στο Πυροσβεστικό Σώμα, ως πολιτικοί υπάλληλοι, εποχικοί πυροσβέστες, με την αιτιολογία της διακινδύνευσης κατά την διάρκεια της ενεργού συμμετοχής τους σε επιχείρησή του και συγκεκριμένα στη διάσωση ναυαγών κατά το ναυάγιο του πλοίου «EXPRESS SAMINA», κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 του Ν 2840/2000, που αναβίωσε, μετά την κατάργηση αυτής με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του Ν 2876/2000 και την, εν συνεχεία, κατάργηση της τελευταίας με τη διάταξη του άρθρου 70 περ. α του Ν 3431/2006, καθόσον δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω ρύθμισης του Ν 2840/2000, ενόψει της ειδικής υπηρεσιακής τους σχέσεως με το Πυροσβεστικό Σώμα (ΣτΕ 1567/2009). (πλειοψ.)
ΝΣΚ/112/2014
Δυνατότητα εισαγωγής στη Σχολή Αστυφυλάκων ή σαν πολιτικού υπαλλήλου στην Ελληνική Αστυνομία, καθ’ υπέρβαση, ιδιώτη ο οποίος τέλεσε πράξη του άρθρου 31 του Ν. 2800/2000.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Δεν δύναται να εισαχθεί καθ’ υπέρβαση και χωρίς εξετάσεις στη Σχολή Αστυφυλάκων ιδιώτης, ο οποίος τέλεσε πράξη του άρθρου 31 του ν. 2800/2000 έχοντας, κατά το χρόνο τελέσεως αυτής, τα προβλεπόμενα από το άρθρο 2 του Π.Δ. 4/1995 προσόντα, πλην όμως κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του είχε υπερβεί το οριζόμενο από την παρ.1 του άρθρου 2 του Π.Δ. 4/1995 όριο ηλικίας. β) Δύναται να προσληφθεί στην Ελληνική Αστυνομία ως πολιτικός υπάλληλος ιδιώτης, ο οποίος τέλεσε πράξη του άρθρου 31 του ν. 2800/2000, έχοντας τα προβλεπόμενα από το νόμο προσόντα, πλην όμως, κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών από το χρόνο τελέσεως της προαναφερθείσας πράξεως, καθώς και από τον χρόνο αποκτήσεως των τυπικών προσόντων διορισμού σε θέση ορισμένης κατηγορίας, όταν όμως ετέλεσε την πράξη δεν ίσχυε ο Ν. 4058/2012 που θέσπισε προθεσμία για την υποβολή της σχετικής αιτήσεως και δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα κωλύματα των άρθρων 4 έως 8 του Ν. 3528/2007, ούτε ζητείται η εκπλήρωση του κοινωνικού αυτού δικαιώματός του με καταχρηστικό τρόπο. (ομοφ.)
ΝΣΚ/17/2010
Πυροσβεστικό Σώμα – Σύναψη συμβάσεως με απευθείας ανάθεση – Προϋποθέσεις.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Η εξαιτίας της δικαστικής εμπλοκής μη έγκαιρη περαίωση του σχετικώς διενεργηθέντος διαγωνισμού, συνιστά εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει την απευθείας ανάθεση σε επιχείρηση της τεχνικής υποστήριξης των Ε/Π του Πυροσβεστικού Σώματος με Υπουργική Απόφαση, η οποία θα έχει έρεισμα είτε στην παρ.12 του άρθρου 25 του Ν 2800/2000 μόνον, εφόσον και καθόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η οργάνωση και λειτουργία της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων του Πυροσβεστικού Σώματος (Υ.Ε.Μ.Π.Σ.), είτε με τις διατάξεις των άρθρων 25 περ.1γ του ΠΔ 60/2007 και 22 του ΠΔ 118/2007 μέχρι την οριστική κατάληξη των σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών για την τεχνική και εφοδιαστική υποστήριξη των Ε/Π από τον ανάδοχο που θα προκύψει.
Ν.4443/2016
Ι) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων,
II) λήψη αναγκαίων μέτρων συμμόρφωσης με τα άρθρα 22, 23, 30, 31 παρ. 1, 32 και 34 του Κανονισμού 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125 ΕΚ και 2004/72/ΕΚ και ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς και της εκτελεστικής Οδηγίας 2015/2392, III) ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/62 σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου και για την αντικατάσταση της απόφασης - πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου και IV) Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης και άλλες διατάξεις.
ΝΣΚ/93/2007
Τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης των Επιτροπών και των Ομάδων Εργασίας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας με βάση τις διατάξεις της με αρ. 2/65791/0022/25-9-2000 κοινής απόφασης των Υφυπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 9 του Ν 3325/2005 προβλέπεται ο τρόπος καθορισμού του ύψους της αμοιβής των προσώπων που συμμετέχουν ως μέλη επιτροπών, συμβουλίων, ομάδων εργασίας και οργάνων που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις και συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ή των αρμοδίων Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων για την αξιολόγηση, γνωμοδότηση, έλεγχο, πιστοποίηση και την εν γένει παρακολούθηση και παραλαβή έργων που υλοποιούνται σε εφαρμογή προγραμμάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 18 και 12 παρ. 2 εδ. ιη΄ του ισχύοντος αναπτυξιακού νόμου (Ν 3299/2004), (δηλαδή όπως καθορίζονται οι αποζημιώσεις των μελών των Γνωμοδοτικών Επιτροπών και των Ομάδων Ελέγχου Επενδύσεων του αναπτυξιακού νόμου), με τις οποίες προβλέπεται ότι οι αποζημιώσεις των μελών των Γνωμοδοτικών Επιτροπών και των Ομάδων Ελέγχου των Επενδύσεων ορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (άρθρο 7 παρ. 18 Ν 3299/2004) και ότι μέχρι την έκδοση των αποφάσεων αυτών διατηρούνται σε ισχύ οι κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της περ. β΄ της παρ. 22 του άρθρου 8 του Ν 2601/1998 (προηγούμενου αναπτυξιακού νόμου). Κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης του Ν 2601/1998 είχε εκδοθεί η κανονιστική απόφαση 2/65791/0022/25-9-2000 (ΦΕΚ Α΄ 1232/2000) των Υφυπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ήδη δε εκδόθηκε η κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 18 του άρθρου 7 του ισχύοντος αναπτυξιακού νόμου (Ν 3299/2004) κανονιστική απόφαση 2/8781/0022/7-2-2007 του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία ορίζεται η ισχύς της από 1-9-2006. Κατά συνέπεια το ύψος της αμοιβής των μελών αυτών καθορίζεται με βάση τις παραπάνω κανονιστικές αποφάσεις, δηλαδή την απόφαση 2/65791/0022/25-9-2000 όσον αφορά τις συνεδριάσεις και ελέγχους που διενεργήθηκαν μέχρι 31-8-2006 και την απόφαση 2/8781/0022/7-2-2007 για τον χρόνο από 1-9-2006.
ΝΣΚ/68/2009
Εκτίμηση της αγοραίας αξίας εκποιουμένων ακινήτων του Τ.Π. & Δανείων από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών ή από μηχανικούς του ανωτέρω Ν.Π.Δ.Δ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η διάταξη του άρθρου 22 του Ν 2753/1999 διεύρυνε τον κύκλο των υπαγομένων στην υποχρεωτική εκτιμητική αρμοδιότητα του Σ.Ο.Ε. προσώπων χωρίς να καταργήσει τις εξαιρούμενες από αυτήν περιπτώσεις και δη την διάταξη της παρ.1 του άρθρου 4 του Π.Δ/τος 140/1990, με την οποία δεν απαιτείται έκθεση εκτίμησης του Σ.Ο.Ε. α) όταν η αγοραπωλησία γίνεται μεταξύ φορέων του Δημοσίου Τομέα και β) όταν η αξία του κάθε ακινήτου δεν υπερβαίνει τα 35.000.000 δραχμές (όπως η περίπτωση β ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την περίπτ.α της παρ.12 του άρθρου 31 του Ν 2579/1998, καθώς και όταν συμβάλλονται Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α και β βαθμίδας και η αξία των μεταβιβαζόμενων ακινήτων δεν υπερβαίνει τα 20.000.000 δραχμές (όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 23 του Ν 2873/2000 στην περίπτ.α της παρ.12 του άρθρου 31 του Ν 2579/1998, και κατά συνέπεια στις περιπτώσεις αγοραπωλησιών μεταξύ φορέων του Δημοσίου για την εκτίμηση της αγοραίας αξίας των μεταβιβαζομένων ακινήτων, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 59 του Π.Δ/τος 715/1979 δηλαδή η εκτίμηση θα γίνει από μηχανικό του Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου (πλειοψ.). Κατά την άποψη της μειοψηφίας μετά την αντικατάσταση του β εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 39 του Ν 1041/1980 από την παρ.2 του άρθρου 22 του Ν 2753/1999, οι διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 59 του Π.Δ/τος 715/1979, πρέπει να θεωρηθούν καταργηθείσες, όπως καταργηθείσα πρέπει να θεωρηθεί και η διάταξη του β εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 4 του Π.Δ/τος 140/1990 και συνεπώς καθίσταται υποχρεωτική η εκτιμητική αρμοδιότητα του Σ.Ο.Ε. σε κάθε περίπτωση κατάρτισης σύμβασης μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου, στην οποία συμβάλλονται τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 22 του Ν 2753/1999 πρόσωπα.
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΕλΣυν/Τμ.4/21/2010
Οι προμήθειες των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ακόμη και όταν δεν εντάσσονται στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών, διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2286/1995 και την προαναφερθείσα κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα Π1/7446/14-1-2002 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, σύμφωνα με την οποία, για την εξεύρεση του χρηματικού ορίου, μέχρι του οποίου επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση προμήθειας, λαμβάνεται υπόψη η κατά κωδικό αριθμό είδους του αρχείου ειδών του Υπουργείου Ανάπτυξης, δαπάνη (βλ. πρ. IV Τμ. 79/2003, 116/2001). Επειδή, όμως, η ανωτέρω κατηγοριοποίηση των ειδών ενδέχεται να άγει σε καταστρατηγήσεις, προς το σκοπό αποφυγής διενέργειας πρόχειρου ή τακτικού, κατά περίπτωση, διαγωνισμού, γίνεται παγίως δεκτό από το Δικαστήριο τούτο ότι, εφόσον πρόκειται για όμοια ή ομοειδή, κατά τη φύση του πράγματος και την αντίληψη των συναλλαγών, αγαθά, η υπέρβαση ή μη του ορίου, μέχρι του οποίου χωρεί προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, κρίνεται με βάση τη συνολικώς (αθροιστικώς) απαιτούμενη για την προμήθεια τέτοιων ειδών ετήσια δαπάνη (βλ. πρ. IV Τμ. 28 και 29/1997, 91/2000, 12 και 13/2001, 79/2003, 120/2005, 139/2006), ανεξάρτητα από το βαρυνόμενο Κ.Α.Ε.(βλ. πρ. IV Tμ. 8/2007) . Απαγορεύεται επομένως ο επιμερισμός τέτοιων αγαθών σε μικρότερες ποσότητες ή μερικότερες κατηγορίες και στη συνέχεια η χωριστή διενέργεια περισσότερων απευθείας αναθέσεων ή πρόχειρων διαγωνισμών, με βάση το ύψος κάθε μερικότερης δαπάνης, που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης, καθόσον με την τμηματική ανάθεση των όμοιων/ομοειδών αγαθών καταστρατηγείται η θεμελιώδης αρχή της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, που είναι η διενέργεια διαγωνισμού (βλ. Πράξεις IV Τμ. 12, 31, 116/2001, 26, 203, 212/2003, 75, 60, 180/2004, 64, 124, 129/2005, 20, 117/2006, 8, 24/2007 κ.ά.). Περαιτέρω, είναι επιτρεπτή η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, εφόσον συντρέχουν λόγοι επείγουσας ανάγκης, που οφείλεται σε αυταπόδεικτα απρόβλεπτες καταστάσεις. Κατά πάγια δε νομολογία του Τμήματος, οι απρόβλεπτες περιστάσεις πρέπει να συναρτώνται με εξαιρετικά και ασυνήθη γεγονότα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απορρέουν από ευθύνη της αναθέτουσας αρχής και αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά τον προγραμματισμό των σχετικών υπηρεσιών, παρά την επίδειξη της ενδεδειγμένης επιμέλειας και προσοχής από την αναθέτουσα αρχή. Επίσης, από τη φύση της απόφασης για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης, επιβάλλεται να περιέχει κάθε φορά πλήρη και σαφή αιτιολογία περί της συνδρομής των προϋποθέσεων για την εφαρμογή της, η δε κρίση της αναθέτουσας αρχής περί της συνδρομής των ανωτέρω περιστάσεων υπόκειται, ως νομική, σε πλήρη έλεγχο ορθής εκτίμησης και χαρακτηρισμού από το Δικαστήριο. (βλ. ενδεικτικά Πράξεις 5, 22, 50/2007, 57, 113, 117, 139/2006 IV Τμήματος Ελ. Συν.).