×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/245/2009

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, πολιτικοί κι στρατιωτικοί, εν ενεργεία. Ανικανότητα μερική από τρομοκρατική πράξη. Φορολόγηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 1897/1990 επιδόματος ανικανότητας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Υπόκειται σε φόρο το προβλεπόμενο από το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 1897/1990 επίδομα ανικανότητας, που καταβάλλεται σε εν ενεργεία υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/499/2001

Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διαγραφή Εύελπι για λόγους υγείας.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
(Τριμελούς Επιτροπής) Προεδρεύων: Χ. Φραγκούλης, Νομικός Σύμβουλος. Η Διοίκηση υποχρεούται να αποδεχθεί την (εντός ευλόγου χρόνου) από 4-2-2001 δήλωση ανάκλησης της παραιτήσεως από τη ΣΣΕ πρώην Ευέλπι, δεδομένου ότι όταν αυτός υπέβαλε την παραίτηση δεν είχε συνείδηση των πραττομένων λόγω ψυχικής νόσου και στη συνέχεια εφ όσον διαπιστωθεί κατά την νόμιμη διαδικασία του άρθρου 148 του ΒΔ/τος 312/1968 (άρθρο 7 παρ.62 α του ΑΝ 2127/1939) ότι συντρέχει περίπτωση σωματικής ανικανότητας δύναται να εκδόσει νέα διαταγή περί διαγραφής, του εν λόγω Εύελπι από τη ΣΣΕ για σωματική ανικανότητα.


ΝΣΚ/260/2004

Αυτοτελής φορολόγηση της κύριας σύνταξης των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών σύμφωνα με τις 3540, 3541 και 3542/2003 αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Κατά την έννοια των διατάξεων των παρ.1 και 4 του άρθρου 5 του Ζ΄/1975 Ψηφίσματος (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 παρ.1 του Ν 2459/1997), σύμφωνα με την δοθείσα από τις παραπάνω αποφάσεις ερμηνεία, υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση μόνον οι τακτικές αποδοχές των εν ενεργεία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών και μελών του κυρίου προσωπικού του Ν.Σ.Κ. (άρθρο 100Α του Συντάγματος) και επομένως, τα λοιπά εισοδήματα που αποκτούν οι πιο πάνω φορολογούμενοι από οποιαδήποτε άλλη αιτία (ασφαλιστικές παροχές από διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, όπως το Ταμείο Νομικών κ.α., εισοδήματα από ακίνητα, κινητές αξίες, αποζημιώσεις από συμμετοχή τους σε Συμβούλια, Επιτροπές κλπ) δεν αθροίζονται με τις φορολογούμενες αυτοτελώς τακτικές αποδοχές τους, αλλά φορολογούνται αθροιζόμενα μεταξύ τους με βάση τις γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε.


ΣΤΕ/1989/2019

Φορολογία εισοδήματος. Η πάγια αποζημίωση χορηγείται στους γιατρούς του ΕΣΥ για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και προς αντιμετώπιση δαπανών συμμετοχής σε σεμινάρια και δεν αποτελεί εισόδημα. Κατά παράβαση των άρθρων 78 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος υπήχθη αυτή σε φορολόγηση με το άρθρο 12 παρ. 13 του ν. 3052/2002. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ορθά όρισε ως χρόνο ενάρξεως της τοκοφορίας το χρόνο ασκήσεως της προσφυγής με αίτημα την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, χωρίς να διατυπώνει κρίση περί αντισυνταγματικότητας διάταξης. Το άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, καθ’ ό μέρος ορίζει το επιτόκιο που ισχύει επί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 4 παρ. 5, 78 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Μη νόμιμα το δικαστήριο εφάρμοσε το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Η αναίρεση ασκήθηκε ως προς το ζήτημα αυτό παραδεκτά κατά το άρθρο 2 του ν.3900/2010. Μερικά δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 154/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς). Όμοια με την αρ. 1990/2019 ΣτΕ


ΝΣΚ/236/2001

Δημόσιοι υπάλληλοι. Επίδομα οικογενειακό. ΑΕΔ. Αναδρομικότητα αποφάσεως.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Η γνωμοδότηση αποφαίνεται επί των κατωτέρω ζητημάτων, τα οποία ανακύπτουν υπό το πρίσμα της εκδοθείσης υπ αριθμ. 3/2001 αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) και των διατάξεων των άρθρων 4 παρ.1, 21 παρ.1 και 100 παρ.4 του Συντάγματος 1975, 21 παρ.1 και 51 του Ν 345/1976, 11 (παρ.1 και 6) του Ν 1505/1984 και 12 (παρ.1 και 4) του Ν 2470/1997 : Α. Επί της υποχρεώσεως του Δημοσίου για την καταβολή στους δημοσίους υπαλλήλους του επιδόματος οικογενειακών βαρών του άρθρου 11 παρ.1 του Ν 1505/1984, όπως ίσχυε πριν και μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 4 παρ.1 του Ν 1810/1988, μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως του ΑΕΔ, με την οποία κηρύχθηκε αντισυνταγματική και ανίσχυρη η θέτουσα περιορισμούς προς απόληψη του εν λόγω επιδόματος διάταξη του άρθρου 11 παρ.6 του Ν 1505/1984, όπως ίσχυε πριν και μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 52 παρ.1 του Ν 1591/1986. Ειδικότερα, αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις ανυπαρξίας τοιαύτης υποχρεώσεως και οι περιπτώσεις υπάρξεως και η έκτασή της (χρονικό διάστημα και κατηγορίες δικαιούχων που αφορά), επί τη βάσει της δεσμεύσεως που συνεπάγεται η απόφαση του ΑΕΔ και ανάλογα με το αν είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις (αμετάκλητες ή μη, πριν ή μετά την έκδοση της αποφάσεως του ΑΕΔ, αναγνωριστικές ή καταψηφιστικές), αν είχαν ή δεν είχαν ασκηθεί αγωγές ή υποβληθεί αιτήσεις εξωδίκου αναγνωρίσεως απαιτήσεως, που εκκρεμούν κλπ. Β. Επί της τυχόν ανακυπτούσης, μετά την έκδοση της υπ αριθμ. 3/2001 αποφάσεως του ΑΕΔ, υποχρεώσεως του Δημοσίου για την καταβολή της μηνιαίας οικογενειακής παροχής του άρθρου 12 (παρ.1 και 4) του Ν 2470/1997 και στους δύο συζύγους που είναι υπάλληλοι και δη στο ακέραιο χωρίς τους περιορισμούς που θέτουν οι διατάξεις της παρ.4 του ίδιου άρθρου. Επί του ζητήματος αυτού η γνωμοδότηση αποφαίνεται αρνητικά. Γ. Επί της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 12 (παρ.1 και 4) του Ν 2470/1997, όπως η παρ.4 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 παρ.1 του Ν 2515/1997, περί χορηγήσεως στους υπαλλήλους, από 1-1-1997 και εφεξής, μηνιαίας οικογενειακής παροχής για την ενίσχυση των οικογενειών τους, ανάλογα και με τον νομικό χαρακτήρα της εν λόγω παροχής (ως γνησίου οικογενειακού επιδόματος ή ως προσαυξήσεως του μισθού τους). Επί του ζητήματος αυτού η γνωμοδότηση, συντασσομένη προς τις σκέψεις των υπ αριθμ. 3/2001 και 6/2001 αποφάσεων του ΑΕΔ και του ΑΠ, αντιστοίχως, αποφαίνεται ότι η μηνιαία οικογενειακή παροχή έχει τον χαρακτήρα προσαυξήσεως του μισθού των υπαλλήλων, οι δε προβλέπουσες την καταβολή της διατάξεις, κατά το μέρος που θέτουν περιορισμούς προς απόληψή της στο ακέραιο, είναι αντίθετες στα άρθρα 4 παρ.1 και 21 παρ.1 του Σ/1975 και ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Συνακολούθως προς ταύτα, η γνωμοδότηση αποφαίνεται ότι της μηνιαίας οικογενειακής παροχής του άρθρου 12 παρ.1 του Ν 2470/1997 δικαιούνται στο ακέραιο, (δηλαδή χωρίς τους περιορισμούς που θέτουν προς απόληψή της οι διατάξεις της παρ.4 του ίδιου άρθρου) και μάλιστα από 1-1-1997, υπό την επιφύλαξη βεβαίως των διατάξεων περί παραγραφής, οι υπαγόμενοι στις διατάξεις του Ν 2470/1997, οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού αορίστου χρόνου, των οποίων οι αποδοχές ρυθμίζονται από τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου, οι υπάλληλοι και δημόσιοι λειτουργοί, που υπάγονται σε ιδιαίτερο μισθολογικό καθεστώς, το οποίο ως προς τη χορήγηση του οικογενειακού επιδόματος παραπέμπει στις διατάξεις του Ν 2470/1997 (π.χ. άρθρα 2 παρ.5, 10 παρ.5, 12 παρ.5 του Ν 2521/1997 : για τους δικαστικούς λειτουργούς, το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και τους ιατροδικαστές, άρθρα 2 παρ.5, 5 παρ.5 του Ν 2606/1998 : για τους διπλωματικούς υπαλλήλους κλπ), ως και οι συνταξιούχοι και βοηθηματούχοι του Δημοσίου γενικώς (άρθρο 5 παρ.6 Ν 2592/1998).


ΕλΣυν/Τμ.1/236/2009

Από το συνδυασμό των προπαρατιθέμενων διατάξεων(2685/1999) συνάγεται ότι οι μετακινούμενοι εκτός έδρας δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί για εκτέλεση υπηρεσίας με εντολή του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., δικαιούνται «έξοδα διανυκτέρευσης» προς κάλυψη της σχετικής δαπάνης καθώς και «ημερήσια αποζημίωση», για την κάλυψη των «εκτάκτων εξόδων», στα οποία αυτοί υποβάλλονται «λόγω της μετακίνησης και παραμονής τους εκτός έδρας» (άρθρο 9 παρ. 1). Η αποζημίωση αυτή για εκείνους που μετακινούνται και διανυκτερεύουν εκτός έδρας «με τις προϋποθέσεις του άρθρου 8» ανέρχεται σε 10.000 δραχμές, περιοριζόμενη στο 1/3 για την ημέρα της επιστροφής τους στην έδρα «μετά από διανυκτέρευση» κ.λπ.. Ορίζοντας περαιτέρω ο νόμος, στην παρ. 2 του άρθρου 9, ότι η «ημερήσια αποζημίωση» καταβάλλεται ολόκληρη «όταν οι μετακινούμενοι διανυκτερεύουν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 8», συνδέει την καταβολή της ημερήσιας αποζημίωσης με το πραγματικό γεγονός της διανυκτέρευσης εκτός έδρας, ήτοι με τη συνδρομή των οριζόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 προϋποθέσεων (μετακίνηση σε απόσταση μεγαλύτερη των 120 χιλιομέτρων κ.λπ.), γεγονός που συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, για το μετακινούμενο «έκτακτα έξοδα» διατροφής κ.λπ., στην αποκατάσταση των οποίων η αποζημίωση αυτή αποβλέπει και όχι με το πραγματικό γεγονός της παροχής ανταλλάγματος για τη διανυκτέρευση, το οποίο, όταν πράγματι καταβάλλεται, αποτελεί αυτοτελή δαπάνη που αποδίδεται επίσης στο μετακινούμενο, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 8 (σε συνδυασμό προς αυτές του άρθρ. 1 παρ. 2) του ν. 2685/1999 και όχι προϋπόθεση της διανυκτέρευσης κατά το ίδιο άρθρο. Συνεπώς, για την καταβολή της «ημερήσιας αποζημίωσης» στους μετακινούμενους εκτός έδρας, αρκεί διανυκτέρευση νόμιμη, δηλαδή με τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 2685/1999, στον τόπο της μετακίνησης, χωρίς να απαιτείται και η καταβολή αντιτίμου για τη διανυκτέρευση αυτή και ανεξαρτήτως διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο, πανσιόν, ιδιόκτητο ή φιλικό σπίτι κ.λπ., αφού το γεγονός ότι ο μετακινούμενος δεν υποβάλλεται σε έξοδα διανυκτέρευσης δεν σημαίνει ότι δεν υποβάλλεται και στα «έκτακτα έξοδα» διαβίωσης εκτός της έδρας του, που αποτελεί το νόμιμο λόγο παροχής της ημερήσιας αποζημίωσης (βλ. Ελ. Συν. Ολομ. Πρακτικά της 29ης Γεν.Συν./ 14.11.2001). Επίσης, δεδομένου ότι η τυχόν παροχή διατροφής, η οποία προσφέρεται σε περίπτωση διανυκτέρευσης του υπαλλήλου σε ξενοδοχείο κ.λπ. και λόγω αυτής συνδέεται με τη διαμονή του υπαλλήλου σε αυτό, καθίσταται σαφές ότι όταν υπάλληλος επιλέξει να μη διανυκτερεύσει σε ξενοδοχείο κ.λπ., δεν έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει πρωινό, γεύμα ή δείπνο στο ξενοδοχείο, αφού δεν διαμένει σε αυτό και άρα οι δαπάνες διατροφή του δεν καλύπτονται από το Δημόσιο. Κατά την έννοια δε του άρθρου 7 παρ. 4 του ίδιου νόμου οι υπάλληλοι που μετακινούνται εκτός έδρας με εντολή του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. για συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια κ.λπ., δικαιούνται δαπάνη χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης (ταξί), μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση προς τον τόπο, όπου διεξάγεται το σεμινάριο.