ΝΣΚ/307/2015
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ορισμός μέλους- εκπροσώπου στο Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ).(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Η, κατά το ιστορικό του ερωτήματος, περίπτωση αντιπροσωπευτικότητας της οικείας ή συγγενούς επαγγελματικής οργάνωσης, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Π.Δ. 38/2010 άρθρο 56 παρ.2 περ.(ε), μπορεί να επιλυθεί στην παρούσα φάση με κριτήριο το μεγαλύτερο αριθμό των εγγεγραμμένων μελών (ομοφ.).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/66/2016
Κάτοχοι τίτλων μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης, αναγνωρισμένων από το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ) - Δυνατότητα διορισμού τους στο δημόσιο τομέα και μετάταξής τους σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας (ΠΕ) - Απόδειξη περί της άριστης γνώσης ξένης γλώσσας.(...)Οι κάτοχοι τίτλων τυπικής ανωτάτης εκπαίδευσης που απονέμονται από ιδρύματα τυπικής ανωτάτης εκπαίδευσης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από σπουδές πραγματοποιηθείσες εν όλω ή εν μέρει στους αναφερομένους στην παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3696/2008 παρόχους υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, των οποίων (τίτλων) έχει αναγνωριστεί η επαγγελματική ισοδυναμία προς τίτλους τυπικής ανωτάτης εκπαίδευσης ημεδαπών ιδρυμάτων ανωτάτης εκπαίδευσης από το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ), δύνανται τόσο να διοριστούν σε θέσεις του δημόσιου τομέα, κατηγορίας ΠΕ, όσο και να μεταταγούν σε αντίστοιχη θέση κλάδου κατηγορίας ΠΕ. Ωστόσο, δεν τεκμαίρεται ότι έχουν άριστη γνώση ξένης γλώσσας, εκτός εάν πρόκειται για πτυχία ξένης γλώσσας και φιλολογίας ή ξένων γλωσσών μετάφρασης και διερμηνείας. (ομόφ.)
ΕΣ/Τμ.6(ΚΠΕ)1927/2016 (Δ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:(...)Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι ναι μεν με την οικεία ΣΑΕΠ 085/Τροπ.0/7.6.2016 (ΑΔΑ: Ω32Ε4653Ο7-ΧΤΘ), όπως και την προγενέστερη αυτής ΣΑΕΠ 126636/8.12.2015 (ΑΔΑ Ω32Ε4653Ο7-ΧΤΘ) έχει εξασφαλισθεί η αναγκαία πίστωση για την εκτέλεση του συνόλου του ελεγχόμενου έργου πριν από την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης, καθώς το μεταφερόμενο υπόλοιπο του έργου το έτος 2016 ανέρχεται στο ποσό των 300.000 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το ως άνω συνολικό συμβατικό αντάλλαγμα, πλην όμως στην οικεία Συλλογική Απόφαση, όπως ισχύει μετά την τελευταία από 7.6.2016 τροποποίησή της, και στον εγκριθέντα προϋπολογισμό της Περιφέρειας έτους 2016 δεν έχει προβλεφθεί σχετική πίστωση για την εκτέλεση του επίμαχου έργου. Επομένως, κατά την κρατήσασα γνώμη, σύμφωνα με όσα ήδη αναλυτικά εκτέθηκαν και έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ιδίως ότι οι γενικές αρχές των άρθρων 33 και 49 του ν. 4270/2014 - και η αρχή της καθολικότητας ειδικότερα - απαγορεύουν την ανάληψη υποχρεώσεων που βαρύνουν τον προϋπολογισμό του τρέχοντος οικονομικού έτους καθ’ υπέρβαση των εγγεγραμμένων πιστώσεων και κατά μείζονα λόγο, την ανάληψη υποχρεώσεων χωρίς την ύπαρξη σχετικής δημοσιονομικής δέσμευσης (ήτοι πρόβλεψη μηδενικής πίστωσης), καθώς και ότι έρεισμα για την εγγραφή της οικείας πίστωσης στον προϋπολογισμό της Περιφέρειας για την εκτέλεση του επίμαχου έργου αποτελεί η άνω ΣΑ. με την οποία βεβαιώνεται από το αρμόδιο όργανο - όταν το έργο πρόκειται να εκτελεστεί σε περισσότερα του ενός έτη - η ύπαρξη και δέσμευση της αναγκαίας πίστωσης για το τμήμα του έργου που προβλέπεται να εκτελεστεί το τρέχον έτος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πριν τη νομική δέσμευση της Περιφέρειας πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η αντίστοιχη δημοσιονομική δέσμευση για το ίδιο έτος. Αλλωστε, δεν ασκεί επιρροή ο προβαλλόμενος με το από 12.8.2016 υπόμνημα ισχυρισμός αυτής ότι δεν θα πραγματοποιηθούν πληρωμές, βάσει του χρονοδιαγράμματος και των εργασιών, που θα εκτελεστούν κατ’ εντολή της υπηρεσίας, καθώς διά αυτού (ισχυρισμού) η αιτούσα δεν αρνείται ότι τμήμα του έργου θα αρχίσει ήδη να εκτελείται εντός του έτους 2016. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν το επίμαχο έργο ήθελε ξεκινήσει εντός του επόμενου έτους (2017) δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος νομικής δέσμευσης της αιτούσας σε προγενέστερο της έναρξης εκτέλεσης του έργου χρόνο και ενώ δεν έχει εξασφαλιστεί η σχετική πίστωση. Ενόψει αυτών, το Τμήμα αποφαίνεται, κατά πλειοψηφία, ότι νομίμως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ότι κωλύεται η υπογραφή του υπό έλεγχο σχεδίου σύμβασης καθώς στον οικείο προϋπολογισμό της Περιφέρειας για το έτος 2016 υπάρχει μηδενική εγγεγραμμένη πίστωση για την εκτέλεση του επίμαχου έργου. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Ειρήνης Κατσικέρη, στη γνώμη της οποίας προσχώρησαν και οι Πάρεδροι Ευθύμιος Καρβέλης και Κωνσταντίνος Δήμου δεν αποτελεί, εν προκειμένω, ουσιώδη νομική πλημμέλεια, διακωλυτική της υπογραφής του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης, η μη πρόβλεψη στον προϋπολογισμό έτους 2016 της Περιφέρειας....., ποσού για την εκτέλεση του έργου του θέματος. Τούτο δε διότι, αφενός μεν, σύμφωνα με την ΣΑΕΠ 085/Τροπ.0/8.12.2015 (ΑΔΑ: Ω7Ψ34653Ο7-Λ9Η, βλ. και ΣΑΕΠ 085/Τροπ.0/7.6.2016, ΑΔΑ: Ω32Ε4653Ο7-ΧΤΘ), η συνολική πίστωση για την εκτέλεσή του ανήρχετο στο ποσό του 1.000.000 ευρώ, εκ των οποίων, μέχρι την 31.12.2015, είχαν πραγματοποιηθεί πληρωμές ύψους 700.000 ευρώ, παρέμενε δε υπόλοιπο 300.000 ευρώ, ήτοι ποσό μεγαλύτερο του τελικώς διαμορφωθέντος, με βάση την προσφορά του αναδόχου, συμβατικού τιμήματος των 165.049,73 ευρώ και συνεπώς η αναγκαία πίστωση είναι εξασφαλισμένη, αφετέρου δε, λαμβανομένης υπόψη και της διετούς διάρκειας της σύμβασης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο υπόμνημα της αιτούσας, για την εκτέλεσή του το μεν δεν θα προκύψουν, κατά τον προγραμματισμό της υπηρεσίας, εργασίες εντός του τρέχοντος έτους και συνακόλουθα, δεν θα πραγματοποιηθούν πληρωμές -σημειωτέον ότι, κατά τα άρθρα 16 και 4 της οικείας διακήρυξης και Ε.Σ.Υ. αντίστοιχα, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου που θα υποβάλει, μετά την υπογραφή της σύμβασης, ο ανάδοχος, στον οποίο δεν χορηγείται προκαταβολή, τελεί υπό την έγκριση της αναθέτουσας αρχής-, το δε, η οικεία ΣΑΕΠ θα τροποποιηθεί σχετικά, για το έτος 2017, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν. 4270/2014, ενώ στον προϋπολογισμό έτους 2017 της Περιφέρειας θα εγγραφεί, αντίστοιχα, σχετική πίστωση για την εκτέλεση της ελεγχόμενης σύμβασης και ειδικότερα για το τμήμα του έργου, που πρόκειται να εκτελεστεί εντός του επομένου έτους. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.
ΣΤΕ 3509/2013
Διορισμός εκπαιδευτικών εγγεγραμμένων στους πίνακες διοριστέων-έφεση:Επειδή, με το από 28.4.2011 υπόμνημα, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα εντός της δοθείσας από την Πρόεδρο προθεσμίας κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης (14.4.2011), προβάλλει ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το αν αντίκειται στην κοινοτική αρχή της αναλογικότητας και στον Κανονισμό 1612/68, το επίμαχο σύστημα διορισμού της επετηρίδας το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, αποκλείει όσους διαθέτουν αυξημένα προσόντα και οδηγεί σε προνομιακό διορισμό αυτών που έχουν μειωμένα προσόντα στην εκπαίδευση η οποία, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 165 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( : ΣΛΕΕ), πρέπει να είναι υψηλού επιπέδου. Όπως έχει γίνει δεκτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( : ΕΔΔΑ), εφόσον προβλέπεται μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η άρνηση του εθνικού δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ όταν είναι αυθαίρετη, δηλαδή όταν η παραπομπή είναι υποχρεωτική ή η άρνηση ερείδεται σε διαφορετικούς λόγους από αυτούς που ορίζονται στους ενωσιακούς κανόνες δικαίου ή δεν αιτιολογείται προσηκόντως. Το ΕΔΔΑ ελέγχει την αιτιολογία των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, από την άποψη αυτή, όχι όμως και την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής των οικείων κανόνων δικαίου (απόφαση ΕΔΔΑ της 20.9.2011 Ullens De Schooten et Rezabek κατά Βελγίου). Περαιτέρω, η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος δεν είναι υποχρεωτική όταν δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς ή το ζήτημα έχει επιλυθεί από τη νομολογία του ΔΕΚ ή η ορθή ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου είναι προφανής (απόφαση ΔΕΚ της 6ης Οκτωβρίου 1982, C -283/81 Cilfit). Εν προκειμένω, το υποβληθέν αίτημα της εκκαλούσας αφορά το σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το οποίο ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους, όπως άλλωστε ορίζει και το άρθρο 165 της ΣΛΕΕ σύμφωνα με το οποίο η Ένωση σέβεται πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Επομένως, η κρινόμενη υπόθεση αφορά μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση του κράτους μέλους, η οποία δεν εμφανίζει κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το ενωσιακό δίκαιο. Ως εκ τούτου το υποβληθέν αίτημα πρέπει να απορριφθεί.
ΝΣΚ/134/2023
Εάν, επί εκμίσθωσης ακινήτου ιδιοκτησίας e-ΕΦΚΑ με μισθωτή το Ελληνικό Δημόσιο, της οποίας ο συμβατικός χρόνος έληξε και το ΕΔ εξακολουθεί να κάνει χρήση του μισθίου: 1) η μίσθωση έχει παραταθεί και εξακολουθούν να είναι σε ισχύ οι όροι της μισθωτικής σύμβασης 2) η αποζημίωση χρήσης που καταβάλει το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να αναπροσαρμοστεί σύμφωνα με τους όρους του μισθωτηρίου 3) η εναντίωση του e-ΕΦΚΑ στην μίσθωση, οφείλει να περιβληθεί συγκεκριμένο τύπο και 4) υποχρεούται ο e-ΕΦΚΑ, ως εκμισθωτής, στην αποκατάσταση των φθορών του κτηρίου, και εάν οι αναφερόμενες στο ιστορικό του ερωτήματος φθορές θεωρούνται φθορές από συνήθη χρήση.(...)1) Οι διατάξεις περί στεγάσεως των δημοσίων υπηρεσιών, όσο και αυτές των εμπορικών μισθώσεων, στις οποίες παραπέμπει η παρ. 17α του άρθρου 41 του ν. 2648/1998, ως προς τη διάρκεια της μίσθωσης, είναι αναγκαστικής φύσεως και εφαρμόζονται υποχρεωτικά, ανεξάρτητα από το πρόσωπο του εκμισθωτή και την ύπαρξη άλλων ομοίως αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεων, που αφορούν στο πρόσωπο αυτού. Επί εκμίσθωσης ακινήτου, που ανήκει στον e-ΕΦΚΑ, με μισθωτή το Δημόσιο για τη στέγαση υπηρεσίας αυτού, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του π.δ. 715/1979 «Περί τρόπου ενεργείας υπό των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (νπδδ), προμηθειών, μισθώσεων και εκμισθώσεων εν γένει κ.λ.π.»), που διέπουν τις εκμισθώσεις των νπδδ, αλλά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών και οι ειδικοί όροι του συμφωνητικού μίσθωσης. Η επίδικη μίσθωση, υπαγόμενη στις ρυθμίσεις του π.δ. 19/19-11-1932 «περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών» και στις διατάξεις του π.δ. 34/95 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 παρ. 17 του ν. 2648/1998, μετά τη λήξη του συμβατικού της χρόνου, παρατάθηκε σιωπηρά για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο μισθωτής (Ελληνικό Δημόσιο) χρησιμοποιούσε το μίσθιο και ο εκμισθωτής (e-ΕΦΚΑ) αν και το γνώριζε δεν εναντιώθηκε. Κατά τη διάρκεια της σιωπηρής παράτασης η μίσθωση συνεχίστηκε βάσει των συμφωνημένων όρων της. Η μίσθωση έληξε με την εναντίωση του εκμισθωτή και οι όροι του μισθωτηρίου έπαψαν να είναι σε ισχύ. 2) Η οφειλόμενη, μετά την λήξη της μίσθωσης, αποζημίωση, λόγω παράνομης παρακράτησης του μισθίου από το Ελληνικό Δημόσιο, φέρει τον χαρακτήρα γνήσιας αποζημίωσης και συνεπώς δεν αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τους όρους της ληγμένης συμβατικής μίσθωσης. Δύναται ωστόσο ο e-ΕΦΚΑ, για την παρά τω νόμω παρακράτηση του μισθίου, να απαιτήσει πέραν της κατά τα ανωτέρω αποζημίωσης χρήσης και το διαφυγόν κέρδος του, είτε με άσκηση σχετικής αγωγής ή με αίτηση για εξώδικη αναγνώριση απαίτησης μέσα στα πλαίσια αρμοδιότητας του ΝΣΚ. 3) Η εναντίωση του εκμισθωτή στη συνέχιση της μίσθωσης, δεν οφείλει να περιβληθεί συγκεκριμένο τύπο, μπορεί δε να είναι ρητή ή σιωπηρή, αρκεί να προκύπτει η βούληση του εκμισθωτή ότι δεν δέχεται την εξακολούθηση της μίσθωσης, είτε γενικώς είτε με τους ίδιους όρους. Τέτοια σιωπηρή εναντίωση αποτελεί και η δήλωση του εκμισθωτή ότι απαιτεί μίσθωμα μεγαλύτερο από εκείνο που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σιωπηρής παράτασης της μίσθωσης. 4) Ο e-ΕΦΚΑ, ως εκμισθωτής, βαρύνεται με την αποκατάσταση φθορών ή μεταβολών του μισθίου που οφείλονται στη συμφωνημένη (συνήθη) χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, συμβατικής και σιωπηρώς παραταθείσας, όχι όμως και κατά τον χρόνο μετά τη λήξη της μίσθωσης και τη μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το Δημόσιο, διότι με τη λήξη της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση της ενοχικής σχέσης και λήξη της προστασίας του μισθωτή. Στο μέτρο που για τη συγκρότηση της έννοιας «φθορών εκ της συνήθους χρήσεως» απαιτείται η αξιολόγηση και η εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, δεν επιτρέπεται από τον νόμο, στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους να κρίνει επί θεμάτων ουσιαστικής αξιολόγησης πραγματικών περιστατικών, αρμοδιότητα που ανήκει αποκλειστικά στα αρμόδια όργανα του e-ΕΦΚΑ (ομόφωνα).