×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/358/2000

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Κοινοτικό Δίκαιο. Επαναληπτικός διαγωνισμός ανάδειξης φορέων παρέμβασης-αποθεματοποίησης στον τομέα του ρυζιού. Προσφορά αποθηκευτικών χώρων επί ακινήτων, υπομισθωθέντων μετά από κατάσχεσή τους.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
(Τριμελούς Επιτροπής) Η συναφθείσα, μετά την κατάσχεση των εφ ων οι προσφερόμενοι αποθηκευτικοί χώροι ακινήτων, υπομίσθωση τούτων, χωρίς την τήρηση, από τον ex lege μεσεγγυούχο - μισθωτή αυτών, των διατυπώσεων των άρθρων 996 παρ.1 και 956 παρ.4 ΚΠολΔ (άδεια Ειρηνοδικείου του τόπου της κατασχέσεως), δεν εμπίπτει στα κριθέντα από την Ολ ΑΠ 41/96, και είναι σχετικώς άκυρη έναντι της κατασχούσης Τραπέζης, των αναγγελθέντων δανειστών και του υπερθεματιστή. Περαιτέρω, και ως έγκυρη αν εκληφθεί η εν λόγω μετά την κατάσχεση συναφθείσα υπομίσθωση, μπορεί να καταγγελθεί από τον υπερθεματιστή, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 997 παρ.1 εδ.γ ΚΠολΔ, πράγμα που συνιστά νομική δέσμευση των υπομισθωμένων αποθηκευτικών χώρων, απειλούσα την απρόσκοπτη χρήση τους, και ως τοιαύτη παραβιάζει τον όρο 4 της διακηρύξεως του υπόψη διαγωνισμού. Σε κάθε περίπτωση, η εκκρεμής εις βάρος του κυρίου των υπομισθωθέντων ακινήτων αναγκαστική εκτέλεση, η οποία συνιστά νομικό κώλυμα της ακολουθησάσης υπομισθώσεως, αφού κατά τα ανωτέρω την κατέστησε, είτε άκυρη, κατ άρθρο 996 παρ.1 και 956 παρ.4 ΚΠολΔ, είτε υποκείμενη σε καταγγελία κατ άρθρο 997 παρ.1 εδ.γ ΚΠολΔ, αποκλείει την έκδοση του πιστοποιητικού, που απαιτείται στον όρο 5.1.3. της διακηρύξεως για την εγκυρότητα της συμμετοχής στον σχετικό διαγωνισμό.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/262/2000

Κοινοτικό Δίκαιο - Γεωργία. Κλειστός διαγωνισμός ανάδειξης φορέων παρέμβασης-αποθεματοποίησης στον τομέα του ρυζιού. Προσφορά αποθηκευτικών χώρων σε μισθωμένα ακίνητα, επί των οποίων υφίστανται υποθήκες, προσημειώσεις και κατάσχεση.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
(Τριμελούς Επιτροπής) Οι αναγραφόμενες στο υπ αρ.2351/10-3-2000 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Θεσσαλονίκης προσημειώσεις, και οι υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας υποθήκες υπό την προϋπόθεση ότι έχουν πράγματι εγγραφεί δυνάμει τίτλου εκ του νόμου, και όχι εξ ιδιωτικής βουλήσεως, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 ν.4112/1929 και επομένως δεν απαιτείται, για το έγκυρο της μισθώσεως και υπεκμισθώσεως των ακινήτων, εφ ων οι προσφερόμενοι από την εταιρεία HERBA HELLAS Α.Ε. αποθηκευτικοί χώροι, η κατ άρθρο 4 του νόμου τούτου, προ της ολοσχερούς εξοφλήσεως του δανείου, για την ασφάλεια του οποίου έχουν εγγραφεί τα ανωτέρω βάρη, προηγούμενη συναίνεση των προσημειούχων και ενυπόθηκων δανειστριών Τραπεζών. Η δημόσια κατάθεση προς εξόφληση οφειλής, για την οποία είχε εγγραφεί υποθήκη επί των εφ ων οι προσφερόμενοι αποθηκευτικοί χώροι μισθωμένων ακινήτων επέφερε την απόσβεση της υποθήκης αυτής, συνεπεία της οποίας αποκλείεται η εφαρμογή του ν.4112/1929 και της απαιτούμενης σ αυτόν συναίνεσης της ενυπόθηκης δανείστριας Τράπεζας για την εγκυρότητα της μίσθωσης και υπεκμίσθωσης των εν λόγω ακινήτων. Όμως η περαιτέρω υπεκμίσθωση των ακινήτων αυτών που έγινε από την μισθώτρια αυτών μεσεγγυούχο εταιρία, μετά την κατάσχεσή τους, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων των άρθρων 996 παρ.1 και 956 παρ.4 ΚΠολΔ (άδεια του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατασχέσεως), είναι σχετικώς άκυρη έναντι της κατασχούσης Τραπέζης και των αναγγελθησομένων δανειστών. Η ακυρότητα της μισθώσεως που καταρτίστηκε χωρίς την κατ άρθρο 4 παρ.2 ν.4112/29 συναίνεση του ενυπόθηκου δανειστή είναι απόλυτη κατά την παρ.3 του άρθρου τούτου, και όχι σχετική.


ΝΣΚ/95/2014

Σύμβαση εκπόνησης μελέτης μεταξύ Δημοσίου και αναδόχου εταιρίας – Έγγραφη όχληση εργαζομένων στη μελέτη για καταβολή των αποδοχών τους – Πολλαπλή κατάσχεση απαίτησης εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου – Δικαιούχος λογαριασμού – Δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 988 ΚΠολΔ και του άρθρου 37 παρ.9 του ν.3669/2008. Δικαιούχος του εκκρεμούντος λογαριασμού της σύμβασης μελέτης είναι η ανάδοχος εταιρία, η οποία για να πληρωθεί πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο και βεβαίωση περί καταβολής των οφειλομένων απ’ αυτή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ. Το άρθρο 988 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στη πολλαπλή κατάσχεση εις χείρας του Δημοσίου, ως τρίτου, στην εξετασθείσα όμως περίπτωση, οι επιβληθείσες εις χείρας του Δημοσίου, αναγκαστικές κατασχέσεις επί της απαίτησης του ως άνω λογαριασμού, ανεξάρτητα από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 95 του ν.2362/1995 και της εφαρμογής του άρθρου 988 ΚΠολΔ., είναι άκυρες έναντι του Δημοσίου, διότι επιβλήθηκαν πριν από την παραλαβή της μελέτης, δίχως να επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.7 του ν.3316/2005, ενώ και οι έγγραφες οχλήσεις προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία των εργαζομένων της αναδόχου στη μελέτη για καταβολή αποδοχών τους δεν δεσμεύουν την Υπηρεσία, διότι δεν εφαρμόζεται στη σύμβαση μελέτης η διάταξη του άρθρου 37 παρ.9 του ν.3669/2008 περί δημοσίων έργων. (ομοφ.)


ΝΣΚ/40/2025

Ερωτάται α) εάν μπορεί να ανακληθεί από τον καταθέτη χρηματική παρακαταθήκη, που έχει συσταθεί ως υποχρεωτική εκ του νόμου και αποδοτέα κατά το άρθρο 988 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, όταν, εκ των υστέρων, έχει εκλείψει ο δικαιολογητικός λόγος συστάσεώς της και β) σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, εάν και βάσει ποιας νόμιμης διαδικασίας μπορεί το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων να αποδώσει το ποσό της παρακαταθήκης αυτής χωρίς την πλήρωση του αναγραφόμενου σ’ αυτήν όρου απόδοσης(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
α) Επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος, ότι, κατ΄ εξαίρεση των ισχυόντων περί της μη δυνατότητας ανάκλησης των υποχρεωτικών παρακαταθηκών και ενόψει, αποκλειστικά, του διδόμενου ιστορικού, η συστήσασα την υποχρεωτική εκ του νόμου παρακαταθήκη μπορεί να την ανακαλέσει και να εισπράξει το ποσό του σχετικού Γραμματίου προκειμένου να το επιστρέψει στην καθής η κατάσχεση, υπό τον όρο ότι θα προσκομιστεί από την καθής η κατάσχεση υπεύθυνη δήλωση που θα φέρει βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του νόμιμου εκπροσώπου της, ότι δεν έχει μέχρι σήμερα οριστεί συμβολαιογράφος και δεν έχει ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 988 παρ. 1 παρ. 2 περ. β΄ του ΚΠολΔ (κατά πλειοψηφία) και β) ενόψει της απάντησης επί του πρώτου σκέλους, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου σκέλους του ερωτήματος (ομόφωνα)


ΝΣΚ/260/2002

Δικαιούχος ποσού ΦΠΑ επιστρεπτέου που έχει κατασχεθεί, δυνάμει διαταγής πληρωμής, στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Δικαιούχος ποσού ΦΠΑ, επιστρεπτέου από το Δημόσιο στην εταιρεία με την επωνυμία «ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ», που έχει κατασχεθεί, δυνάμει διαταγής πληρωμής, από τη δανείστρια της πρώτης εταιρεία με την επωνυμία «ΑΕ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΩΝ» στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου, είναι η ως άνω κατασχούσα εταιρεία μετά την καταφατική δήλωση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Βέροιας και την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 988 παρ.1 ΚΠολΔ, οπότε επήλθε η αυτοδίκαιη εκ του νόμου εκχώρηση της απαιτήσεως που κατασχέθηκε στην κατασχούσα εταιρεία, χωρίς να ασκούν επιρροή η εκ μέρους της καθ ής η κατάσχεση πρώτης εταιρείας ασκηθείσα ανακοπή εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ, κατά της επιταγής προς πληρωμή ούτε η επιτευχθείσα σε χρόνο μεταγενέστερο της ως άνω ολοκληρώσεως της κατασχέσεως στα χέρια του τρίτου και ανεξαρτήτως χρόνου ενεργοποιήσεως αυτής αναστολή, εκ του άρθρου 938 ΚΠολΔ, της αναγκαστικής εκτελέσεως. (πλειοψ.)


ΣΤΕ/2892/2019

Ανακοπή κατά προγράμματος πλειστηριασμού εκδοθέντος σε βάρος συνυπόχρεου προσώπου - διευθύνοντος συμβούλου εταιρίας για χρέη αυτής, σε βάρος του οποίου είχε ήδη επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων του. Το ΣτΕ επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι απαιτείται νόμιμη έκδοση και κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης του άρθρου 4 παρ. 1 ΚΕΔΕ προς το συνυπεύθυνο πρόσωπο πριν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως η αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων. Επίσης έκρινε απαράδεκτο τον λόγο αναίρεσης περί πλημμελούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης, διότι αυτός περιοριζόταν στο ζήτημα της αιτιολογίας και δεν αναφερόταν σε διατυπωμένη στην αναιρεσιβαλλόμενη ερμηνεία διατάξεων νόμου ή γενικής αρχής δικαίου. Σχόλιο: Στην ένδικη περίπτωση τόσο η έκθεση της αναγκαστικής κατάσχεσης, όσο και το ανακοπτόμενο πρόγραμμα είχαν επιδοθεί στο συνυπεύθυνο πρόσωπο με δικαστικό επιμελητή, κατ’ έφεση δε είχε, ορθά, προβληθεί από το Δημόσιο ότι το κύρος της έκθεσης της αναγκαστικής κατάσχεσης δεν μπορεί να ελεγθεί παρεμπιπτόντως, κατ’ άρθρο 224 παρ. 3 ΚΔΔ, στα πλαίσια ανακοπής κατά του επακολουθήσαντος προγράμματος πλειστηριασμού, ισχυρισμός ο οποίος στο αναιρετήριο διατυπώθηκε με το λόγο περί αιτιολογίας. Ενδεχομένως το ΣτΕ εννοεί ότι ο περί αιτιολογίας λόγος δεν συσχετίσθηκε ρητά με την ερμηνεία του άρθρου 224 παρ. 3 ΚΔΔ. Ο σχετικός λόγος έφεσης του Δημοσίου είχε πάντως αγνοηθεί από την αναιρεσιβαλλομένη, η οποία περιορίστηκε στην κρίση ότι «δεν προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου ότι το Δημόσιο είχε εκδώσει και κοινοποιήσει νόμιμα ατομική ειδοποίηση προ κατάσχεσης στο συνυπεύθυνο για τα χρέη της εταιρίας πρόσωπο


ΝΣΚ/176/2020

Εφαρμογή ή μη του άρθρου 1005 (παρ.3) ΚΠολΔ σε ακίνητα που περιέρχονται στο Δημόσιο χωρίς όρο και σε ακίνητα που ανήκουν σε σχολάζουσες κληρονομίες και λοιπά θέματα εκκαθάρισης περιουσιών κατά το ν. 4182/2013.(....)1) Στις εκποιήσεις ακινήτων σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν.4182/2013, κατά την εκκαθάριση κληρονομίας που περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο έκτης τάξης (1824 ΑΚ), υφίσταται ακούσιο νομοθετικό κενό, η συμπλήρωση του οποίου, με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1005 παρ. 3 ΚΠολΔ ως προς την απόσβεση υποθήκης ή προσημείωσης και την εξάλειψη των εγγεγραμμένων βαρών, με τίτλο την πράξη εξόφλησης του τιμήματος εκποίησης, μπορεί μεν να υποστηριχθεί, δεδομένου όμως ότι πρόκειται για θεωρητική προσέγγιση και αφορά την τύχη εμπραγμάτων δικαιωμάτων, το ζήτημα αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί νομοθετικά, για λόγους άρσης της νομικής αμφιβολίας, ασφάλειας δικαίου, χρηστής διοίκησης και αποφυγής δικαστικών εμπλοκών και των προβλημάτων που ενδέχεται μετά βεβαιότητας ότι θα προκύψουν, ματαιωμένου, κατά συνέπεια, και του σκοπού του παραπάνω νόμου για ταχεία και απρόσκοπτη εκκαθάριση των κληρονομιών που περιέρχονται στο Δημόσιο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο (κατά πλειοψηφία). 2) Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1005 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να γίνει στην εκποίηση ακινήτου σχολάζουσας κληρονομίας, προς τούτο δε απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, ρητή νομοθετική πρόβλεψη (ομόφωνα). 3) Η εκκαθάριση κληρονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν.4182/2013, λήγει μόνο με την υποβολή από τον εκκαθαριστή πλήρους έκθεσης για την από αυτόν εκκαθάριση και διοίκηση της κληρονομιαίας περιουσίας, την ύπαρξη και τα στοιχεία της οποίας διαπίστωσε κατά την εκτέλεση του έργου του, έργο το οποίο παύει με την έγκριση της οριστικής λογοδοσίας του (ομόφωνα). 4) Τα έξοδα εκκαθάρισης κληρονομίας που περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο έκτης τάξης (1824 ΑΚ) και οι αμοιβές του εκκαθαριστή της, καθώς και τα έξοδα σχολάζουσας κληρονομίας και η αμοιβή του κηδεμόνα αυτής, προαφαιρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 975 ΚΠολΔ, πριν την κατάταξη των δανειστών (ομόφωνα).


ΕλΣυν/Τμ.4/201/2011

Από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974) συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης είναι το κατασχετήριο έγγραφο, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, να κοινοποιείται σωρευτικώς ως εξής: α) στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ο.Τ., ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο του Ε.Ο.Τ., όντας κύριος διατάκτης και αποφασίζον όργανο για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Ο.Τ. (βλ. άρθρο 6 ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού», Φ.Ε.Κ. Α΄ 161 και άρθρο 12 ν.δ/τος 496/1974), β) στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. αρμόδια υπηρεσία αυτού για την πληρωμή και για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης (βλ. άρθρο 12 π.δ/τος 343/2001 «Οργανισμός Διάρθρωσης Υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)» - Φ.Ε.Κ. Α΄ 231) και γ) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) που υπάγεται φορολογικά ο καθ’ ου η κατάσχεση (πρβλ. Πράξη IV Τμήματος 76/2008, Εφετείο Λαμίας 10, 56/2010, 212/2009, Εφετείο Αθηνών 5494/2008 και Α.Π. 480/2006). Β. Το π.δ. 503/85 «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός του Νόμος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 983 ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. (…)» και στο άρθρο 118 ότι: «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1) το δικαστήριο ή το δικαστή (…) και 5) τη χρονολογία (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να φέρει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 983 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενο. Η χρονολόγηση, όμως, του κατασχετηρίου εγγράφου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Τούτο δε διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου, αλλά εκείνος της επίδοσής του. Ως εκ τούτου, η έλλειψη χρονολογίας σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου μπορεί να αναπληρωθεί από την χρονολογία της έκθεσης επίδοσης του αχρονολόγητου κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ακυρότητα ούτε οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα της επιβληθείσας κατάσχεσης (πρβλ. ΑΠ 198/1994).


ΝΣΚ/73/2006

Δικαιώματα Οργανισμού Λιμένος απορρέοντα εκ της δυνάμει συμβάσεως παραχωρήσεως σε αυτόν υπό του Δημοσίου, του δικαιώματος χρήσεως και εκμεταλλεύσεως χώρων της χερσαίας ζώνης του λιμένος.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Ο «Οργανισμός Λιμένος Ελευσίνας ΑΕ» (Ο.Λ.Ε. Α.Ε.), στο πλαίσιο του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως και εκμεταλλεύσεως των γηπέδων, των κτιρίων και των εγκαταστάσεων της χερσαίας λιμενικής ζώνης του λιμένος Ελευσίνος, το οποίο παραχωρήθηκε σε αυτόν δυνάμει συμβάσεως συναφθείσης μετά του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου εικοστού τετάρτου, παρ.1 του Ν 2932/2001: α) δεν δύναται να προβαίνει στην έκδοση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, καθ’ υποκατάσταση της αρμοδίας Κτηματικής Υπηρεσίας, σε βάρος αυθαιρέτων κατόχων ακινήτων ευρισκομένων εντός κοινοχρήστου χώρου (χερσαίας λιμενικής ζώνης του Λιμένος Ελευσίνος), και β) δεν υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα που είχε το Ελληνικό Δημόσιο ή και στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών και των οργάνων αυτού για την άσκησή τους, αλλά ασκεί τα δικαιώματα που προσιδιάζουν στην χρήση και εκμετάλλευση, όπως το περιεχόμενό τους, ο τρόπος και οι όροι ασκήσεώς τους εξειδικεύονται στην συναφθείσα σύμβαση, ως και τα δικαιώματα που απονέμονται από τις κείμενες διατάξεις εν σχέσει προς την χρήση και εκμετάλλευση, στα δικαιώματα δε αυτά περιλαμβάνεται και η δια των προβλεπομένων νομίμων τρόπων και ενδίκων βοηθημάτων προστασία.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/82/2020

Υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ..Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ... και του ..., η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.


ΝΣΚ/174/2001

Κοινοτικό Δίκαιο. Καταβολή τελικής δόσης επιχορήγησης στον φορέα του έργου ή στον εκδοχέα της απαίτησης και χρονικό σημείο ολοκλήρωσης του έργου και εκπλήρωσης του κοινοτικού σκοπού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Κατ αρχήν και ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου που ολοκληρώνεται το έργο και εκπληρώνεται ο κοινοτικός σκοπός, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συμμετοχή του φορέα σύμφωνα με την ΥΑ 343567/4944/5.9.97 προβλέπονταν ότι θα γίνει αποκλειστικά με ίδια κεφάλαια, η δε διάθεση της υποχρεωτικής συμμετοχής με ίδια κεφάλαια αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκταμίευση των ενισχύσεων (βλ. και άρθρο 16 παρ.5 ΚΥΑ 415312/6255/29.9.94). Συνεπώς η αρμοδία υπηρεσία πριν προβεί στην καταβολή της τελικής δόσης, θα πρέπει να ερευνήσει εάν όντως η συμμετοχή του φορέα στο επενδυτικό σχέδιο έγινε αποκλειστικά με ίδια κεφάλαια τα οποία μάλιστα έπρεπε να αναλωθούν κατά προτεραιότητα. Στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί ότι ο φορέας κάλυψε την συμμετοχή του με ίδια κεφάλαια, τότε υπάρχει παράβαση των όρων χορήγησης της οικονομικής ενίσχυσης και κατά συνέπεια, η τελική τρίτη δόση δεν πρέπει να καταβληθεί στον φορέα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16 της ΚΥΑ 415312/6255/29.9.94, η δε εκδοθείσα απόφαση του Υπ. Γεωργίας για καταβολή της τρίτης δόσης θα πρέπει να ανακληθεί. Περαιτέρω η σύμβαση ενεχυριάσεως των απαιτήσεων εκ δρχ 63.723.000 που υπεγράφη στις 24.3.99 από το φορέα και την Αλφα Τράπεζα δεν παράγει αποτελέσματα έναντι του Δημοσίου, διότι ενεχυριάσθη απαίτηση ανύπαρκτη. Αρα και η κατάσχεση στα χέρια της ΔΙΔΑΓΕΠ ως τρίτης κατά τα άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ και του 95 του Ν 2362/95 είναι άνευ αντικειμένου αφού η ΔΙΔΑΓΕΠ (Δημόσιο) ουδέν οφείλει στον φορέα. Τέλος η αρμόδια υπηρεσία δύναται -έχει δηλαδή διακριτική ευχέρεια κατά το άρθρο 14 της ΚΥΑ - να προβεί και σε ανάκληση της απόφασης για οριστική έγκριση των επενδυτικών σχεδίων της ως άνω εταιρίας, εφόσον δεν τηρήθηκαν οι όροι χορήγησης της συνδρομής και να κινήσει τη διαδικασία ανάκτησης των ήδη δοθεισών ενισχύσεων εθνικών και κοινοτικών κατά τα οριζόμενα στην ως άνω ΚΥΑ. Η τελευταία δόση που καταβάλλεται μετά την πιστοποίηση ότι το έργο εκτελέστηκε, διατίθεται ελεύθερα από τον δικαιούχο και άρα εκχωρείται, κλπ μόνο όμως προς τις δανειοδότριες Τράπεζες έναντι δανείου που έλαβε ο δικαιούχος και φορέας του έργου αποκλειστικά και μόνο για την χρηματοδότηση της επίσπευσης ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου. Κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή η τελική δόση της επιχορήγησης, καταβάλλεται για ήδη εκτελεσθέν έργο και άρα δεν εμπίπτει στην απαγόρευση εκχώρησης ως μη αφορώσα σε μελλοντική ενέργεια του δικαιούχου για πραγματοποίηση συγκεκριμένης επένδυσης ή στην επίτευξη συγκεκριμένου έργου ή αποτελέσματος. Η ολοκλήρωση του έργου συνεπιφέρει και την υλοποίηση του κοινοτικού σκοπού, εφόσον κυρίως και πρωτίστως μετά την ολοκλήρωση του έργου και την επίτευξη του σκοπού δεν υπάρχει άλλη επιδότηση ή ενίσχυση προς καταβολή, δεδομένου ότι η τελευταία δόση, καταβάλλεται αφού πιστοποιηθεί ότι εκτελέστηκε το επιδοτούμενο έργο. Αρα εάν όμως αποδειχθεί ότι ο φορέας εκπλήρωσε ολοσχερώς την υποχρέωσή του για κάλυψη της συμμετοχής του στο ως άνω επενδυτικό σχέδιο με ίδια κεφάλαια, τότε, ο φορέας, θεωρείται ότι είχε τη δυνατότητα εκχώρησης της απαίτησης αφορώσης στην τρίτη και τελική δόση της επιχορήγησης, ενόψει του ότι είχε ολοκληρωθεί το έργο και είχε επιτευχθεί ο κοινοτικός σκοπός, οπότε η τελική δόση της ενίσχυσης νομίμως εκχωρήθηκε στην Αλφα Τράπεζα, εφόσον η εκχώρηση αυτή αποδεδειγμένα έλαβε χώρα προκειμένου με το ποσό του εκταμιευθέντος δανείου, να εκτελεστεί συντομώτερα το επιδοτούμενο έργο, οπότε στην περίπτωση αυτή, το οικείο ποσόν της τελικής δόσης θα πρέπει να καταβληθεί στην Αλφα Τράπεζα υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η αναγγελία της εκχώρησης και η κατάσχεση της απαίτησης στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου πληρούν και τους τυπικούς όρους του άρθρου 95 του Ν 2362/95.