ΝΣΚ/405/2002
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο. Εισφορά άρθρου 59 παρ.2 Ν 1914/1990.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η καταβολή της προβλεπομένης από την διάταξη του άρθρου 59 του Ν 1914/90 εισφοράς προς χορήγηση αδείας σκοπιμότητος δρομολογήσεως πλοίου, συνδέεται με την ικανοποίηση του αιτήματος, δηλαδή την παροχή αδείας σκοπιμότητος δρομολογήσεως πλοίου. Από της εκδόσεως, επομένως, αποφάσεως του ΣτΕ, με την οποία ακυρώνεται η χορηγηθείσα άδεια σκοπιμότητος, θεωρείται ότι ουδέποτε χορηγήθηκε η αιτηθείσα άδεια σκοπιμότητος, τούτο δε συνεπάγεται την εκ μέρους της Διοικήσεως υποχρέωση επιστροφής της καταβληθείσης υπέρ του ΝΑΤ εισφοράς, δεδομένου ότι έχει πάψει να υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος καταβολής ταύτης.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/280/2007
Ανάκληση άδειας λάντζας, λόγω εκλείψεως των προϋποθέσεων χορηγήσεώς της.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Δεν υφίσταται λόγος ανακλήσεως της άδειας λέμβου (λάντζας) που χορηγήθηκε σε πλοίο συμπλοιοκτησίας, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ότι ένας ή περισσότεροι εκ των συμπλοιοκτητών ή όλοι, μετά τη χορήγηση της άδειας λάντζας, δεν έχει μόνιμη κατοικία εντός της περιοχής δικαιοδοσίας της Λιμενικής Αρχής για την οποία είχε εκδοθεί και ισχύει η άδεια, διότι λόγω της φύσεως της συμπλοιοκτησίας ως ιδιάζουσας μορφής εκμεταλλεύσεως πλοίου, μη εχούσης νομική προσωπικότητα και έδρα, η υπό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 2 και 21 παρ. 3α του υπ’ αριθμ. 17/1997 Γενικού Κανονισμού Λιμένα (ΓΚΛ) απαίτηση της έδρας ή της μονίμου κατοικίας όλων των συμπλοιοκτητών, εντός της περιοχής αρμοδιότητας μιας λιμενικής αρχής, κατά τη χορήγηση της αδείας λάντζας και μετ’ αυτήν άγει, σε περίπτωση πλοιοκτητών με διαφορετική μόνιμη κατοικία και με δεδομένο ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε περί έδρας της συμπλοιοκτησίας, σε απόλυτη αδυναμία εκμεταλλεύσεως του πλοίου, συνιστώσα ανεπίτρεπτο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας. (πλειοψ.)
ΔΕΚ/C-76/1981
Περίληψη 1 . Η οδηγία 71/305 τού Συμβουλίου πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι αντίκειται πρός αυτήν η απαίτηση ενός Κράτους μέλους από προσφέροντα εγκατεστημένο σε άλλο Κράτος μέλος να αποδείξει οτι συγκεντρώνει τούς όρους πού τάσσονται στα άρθρα 23 έως 26 της οδηγίας αυτής καί ανάγονται στην εντιμότητα και στα επαγγελματικά του προσόντα μέ άλλα μέσα , οπως είναι η άδεια εγκαταστάσεως , πλήν εκείνων πού ορίζονται από τίς εν λόγω διατάξεις . Τό αποτέλεσμα μιάς τέτοιας ερμηνείας τής οδηγίας είναι εξ άλλου σύμφωνο προς το σύστημα τών διατάξεων τής συνθήκης περί παροχής υπηρεσιών . Πράγματι , τό νά εξαρτάται σέ ενα Κράτος μέλος η εκτέλεση παροχών υπηρεσιών από μία επιχείρηση πού ειναι εγκατεστημένη σέ άλλο Κράτος μέλος από τήν κτήση αδείας εγκαταστάσεως στό πρώτο κράτος θά ειχε ως συνέπεια νά αφαιρείται κάθε πρακτικό αποτέλεσμα από τό άρθρο 59 τής συνθήκης , αντικείμενο τού οποίου ειναι ακριβώς η κατάργηση τών περιορισμών τής ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από πρόσωπα μή εγκατεστημένα στό κράτος στό έδαφος τού οποίου πρέπει νά εκτελεσθεί η παροχή . 2 . Όταν , κατά τήν γνώμη τού αναθέτοντος δημόσια έργα , οι προσφορές ενός εργολήπτου εμφανίζονται κατά τρόπο έκδηλο υπερβολικά χαμηλές εν σχέσει πρός τίς πρός εκτέλεση παροχές , τό άρθρο 29 παράγραφος 5 τής οδηγίας 71/305 υποχρεώνει τόν αναθέτοντα , πρίν αποφασίσει τήν κατακύρωση τού έργου , νά καλέσει τόν προσφέροντα νά δικαιολογήσει τίς τιμές πού προσφέρει ή νά πληροφορήσει τόν προσφέροντα , ποιές από τίς προσφορές εμφανίζονται ως υπερβολικά χαμηλές καί νά τού τάξει εύλογη προθεσμία γιά νά υποβάλει συμπληρωματικές διευκρινίσεις .