ΝΣΚ/42/2001
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Παραχωρητήρια. Διόρθωση.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Προεδρεύων: Α. Σοφός, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Γ. Σκιάνη, Πάρεδρος Η υπ αρ. 411 εγκύκλιος (υπ.αρ. Δ5/14871/1964 έγγραφο) του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας/Γεν. Δ/νσεως Κοιν.Πρόνοιας/ Δ/νσεως Δ5 δεν εφαρμόζεται στους κατόπιν συμβολαιογραφικής πράξεως ιδιοκτήτες ακινήτων παραχωρηθέντων σε πρόσφυγες, υπό την έννοια ότι οι ιδιοκτήτες αυτοί δεν μπορούν να ζητήσουν την απευθείας επ ονόματί τους διόρθωση του παραχωρητηρίου, λόγω σφάλματος της Διοικήσεως να μην αναγράψει στο εκδοθέν παραχωρητήριο τα λόγω τροποποιήσεως του οικείου ρυμοτομικού διαγράμματος πραγματικά τετραγωνικά μέτρα, έχουν όμως έννομο συμφέρον, ως ειδικοί διάδοχοι, να ζητήσουν την επ ονόματι του αρχικού δικαιούχου-πρόσφυγα ή των κληρονόμων του διόρθωση του παραχωρητηρίου.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Β΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1008/2024
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων έργων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων έργων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολο της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03). Σε περίπτωση δε που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (ΕλΣυν 1009/2022 σκ. 34, πρβλ. ΔΕΕ απόφ. της 25ης Μαρτίου 2010, C-414/08 P, Sviluppo Italia Basilicata SpA κατά Επιτροπής, σκ. 129 επ., της 5ης Ιουνίου 2008, C-534/06, Industria Lavoratione Carni Ovine Srl σκ. 25, όπου και παρατιθέμενη νομολογία, της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 P, Comunita Montana della Valnerina κατά Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-500/99 P, Conserve Italia κατά Επιτροπής, σκ. 100, σκ. 140, ΠΕΕ της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Τ-308/05 Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, σκ. 153). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η επιστροφή του συνόλου της χρηματοδότησης δεν στηρίχθηκε σε τυπικές παραλείψεις, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά στην συνεκτίμηση της παράβασης επιμέρους αυτοτελών υποχρεώσεων σε συνδυασμό με τα ελεγκτικά ευρήματα, που οδήγησαν στη διαπίστωση ότι το τουριστικό κατάλυμα ουδέποτε τέθηκε σε λειτουργία, ούτε ήταν σε ετοιμότητα λειτουργίας σύμφωνα με το επενδυτικό σχέδιο. Η παράβαση δε αυτή, η οποία ματαιώνει τους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 12 και 13, δικαιολογεί την επιβολή του μέτρου της επιστροφής του συνόλου της χρηματοδότησης, ως πρόσφορο και κατάλληλο για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης των καταβληθέντων πόρων της Ένωσης, το οποίο δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, εν όψει της σοβαρότητας της παρατυπίας της μη λειτουργίας της ενισχυόμενης επιχείρησης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των μακροχρόνιων υποχρεώσεών της. Τέλος, ισχυρισμοί αφορώντες τις καλές προθέσεις της ιδίας τυγχάνουν απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθόσον, ανεξαρτήτως του ότι εκτιμήθηκαν ως ουσία αβάσιμοι κατά την ανέλεγκτη κρίση του Τμήματος, πάντως δεν αίρουν την νομιμότητα του επιβληθέντος με αντικειμενικά κριτήρια μέτρου της δημοσιονομικής διόρθωσης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη προβαλλομένου άλλου λόγου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΤΜ.Ι/263/2018
Καταλογισμός ποσού...Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, όπως το επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων δράσεων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όπως το ως άνω πρόγραμμα/καθεστώς ενίσχυσης, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων δράσεων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολό της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03), ενώ σε περίπτωση που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 1914, 959/2016, 2085/2007, 1180, 2400/2008, 913/2010, πρβλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 24ης 1.2002, C-500/99 P, σκέψη 100, της 19ης 1.2006, C-240/03 P, σκέψη 140, της 25ης 3.2010, C-414/08 P, σκέψεις 129 επ., ΠΕΕ απόφαση της 12ης 12.2007, Τ-308/05, σκέψη 153). Ο λόγος, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, η μη εμπρόθεσμη υποβολή από τον εκκαλούντα αίτησης με φάκελο δικαιολογητικών χορήγησης της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, χωρίς να συντρέχουν, σύμφωνα και με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, λόγοι ανωτέρας βίας που να τον εμπόδισαν, συνιστά από μόνη της, ανεξαρτήτως της τήρησης από αυτόν των λοιπών όρων ένταξής του στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, σοβαρή (ουσιώδη) παρατυπία-αθέτηση των όρων επιλεξιμότητας και ένταξής του στο καθεστώς αυτό, κι επομένως ο επίδικος καταλογισμός του με το συνολικό ποσό της καταβληθείσας σ’ αυτόν αχρεωστήτως 1ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης είναι ανάλογος προς τη βαρύτητα της επίμαχης παρατυπίας του και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Οι ειδικότεροι δε ισχυρισμοί του εκκαλούντος, με τους οποίους γίνεται επίκληση της εκ μέρους του υποτιθέμενης επιτυχούς ολοκλήρωσης του ενισχυθέντος σχεδίου δράσης του και επίτευξης του σκοπού της επίμαχης ενίσχυσής του, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ, η ουσιαστική κρίση περί τήρησης από τον εκκαλούντα των σχετικών συμβατικών του υποχρεώσεων εναπόκειται αποκλειστικώς στην αρμόδια τριμελή επιτροπή του ως άνω φορέα επίβλεψής (παρακολούθησης) του, στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης, η οποία προβαίνει σε επιτόπιο και διοικητικό – λογιστικό έλεγχο των παραστατικών, καθώς και σε έλεγχο της τήρησης του χρονοδιαγράμματος και της επίτευξης των στόχων και των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί απ’ αυτόν, κατά τη διαγραφόμενη από το άρθρο 20 της ΚΥΑ 448/2001 ειδική διοικητική διαδικασία. Η ουσιαστική δε αυτή κρίση συναρτάται με την επίτευξη των ορισθέντων στο πλαίσιο αυτό δεσμευτικών του στόχων εντός των συγκεκριμένων και αυστηρά προκαθορισμένων χρονικών πλαισίων που του είχαν τεθεί και με την, εν συνεχεία, υποβολή απ’ αυτόν, εντός της ως άνω ορισθείσας αποκλειστικής συμβατικής προθεσμίας, αίτησης καταβολής της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, συνοδευόμενης από φάκελο με το σύνολο των ως άνω προβλεπόμενων δικαιολογητικών (της ΚΥΑ 448/2001, όπως εξειδικεύτηκαν στο άρθρο 1 της ΥΑ 267655/7648/2003), υποχρέωση προς την οποία ο εκκαλών δεν συμμορφώθηκε (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 463/2016, 630/2015, 2322, 475/2014, 5036, 4309, 4283/2013, 2239, 1513/2012).