ΝΣΚ/420/2003
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Μεταδημοτεύσεις.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Εάν έχουν καταστραφεί τα δημοτολόγια, τα βιβλία γάμων, βαπτίσεων κλπ δημόσια έγγραφα δήμου ή κοινότητας, μπορεί να γίνει μεταδημότευση, κατ’ άρθρο 8 παρ.2 εδ.β’ περ.γ’ ΠΔ 497/1991, με βάση επίσημο αντίγραφο μητρώου αρρένων, εφ’ όσον μπορεί να συναχθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι κατά κοινή πείρα το διασωθέν μητρώο αρρένων ταυτίζεται, όσον αφορά τους άρρενες, με το δημοτολόγιο που καταστράφηκε.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/273/2010
Άγιο Όρος – Δυνατότητα ή μη προσθήκης του μοναχικού ονόματος των Αγιορειτών μοναχών, στο μητρώο αρρένων, το δημοτολόγιο και το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, χωρίς δικαστική απόφαση για διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης γέννησής τους.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή Η προσθήκη κυρίου ονόματος συνιστά μεταβολή του κυρίου ονόματος το οποίο έχει καταχωρισθεί στη ληξιαρχική πράξη γέννησης και δύναται να επιτραπεί, μόνον, δικαστικώς, προς το σκοπό διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης, με τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο κρίνει εάν δικαιολογείται η μεταβολή και εάν διασφαλίζεται η έλλειψη αμφισβήτησης ή κινδύνου σύγχυσης ως προς την ταυτότητα του προσώπου και η απόφασή του είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Μεταβολές των εγγραφών στα μητρώα αρρένων δύνανται να στηρίζονται μόνο σε αποσπάσματα των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης, όπως και επί αρχικής εγγραφής. Οι σχετικές αποφάσεις του Νομάρχη εκτελούνται και ως προς τα δημοτολόγια. Τα ζητήματα αυτά διέπονται από το κοινό δίκαιο και όσον αφορά στους μοναχούς του Αγίου Όρους, διότι δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές για αυτό διατάξεις και δεν ανάγονται στο αυτοδιοίκητό του, όπως η έννοια και η έκταση αυτού προσδιορίζεται από το άρθρο 105 του Συντάγματος, το Ν.Δ/γμα της 10/16.9.1926 και τον κυρωθέντα με αυτό Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους.
ΝΣΚ/245/2006
Εξαίρεση ατόμων με ειδικές ανάγκες από την συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής Πολιτογράφησης.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Ισχύει και για τις περιπτώσεις ατόμων με ειδικές ανάγκες η υποχρέωση εμφάνισης ενώπιον της Επιτροπής Πολιτογράφησης, εφ’ όσον η φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά δεν εμποδίζει την προσέλευσή τους ενώπιον της Επιτροπής και την επικοινωνία με αυτή, έστω και με την βοήθεια τρίτου προσώπου ή μηχανικού μέσου. Η συνέντευξη αναλόγως του προβλήματος μπορεί να γίνεται με τον τρόπο που κατά την κοινή πείρα και τους κανόνες της επιστήμης κατά περίπτωση επικοινωνούν τα ειδικών αναγκών άτομα με το περιβάλλον τους. Εξαίρεση μόνο με τη συνδρομή προϋποθέσεων ανωτέρας βίας, εφόσον για λόγους ανεξάρτητους από την θέληση του αιτούντος δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη κατά τρόπο που να εξυπηρετείται ο σκοπός θέσπισής της, δηλαδή ο σχηματισμός άποψης από τα μέλη της Επιτροπής σχετικά με την προσωπικότητα, το ήθος του ατόμου που ζητά την πολιτογράφηση, την γνώση της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού.
ΕΣ/ΚΛ.Ε/367/2017
Προσυμβατικός έλεγχος συμπληρωματικης συμβασης. (..)Ειδικότερα, όσον αφορά στις συμπληρωματικές χωματουργικές εργασίες, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει, ούτε εξάλλου η αναθέτουσα αρχή προβάλλει, ότι ο άνω υπόγειος αγωγός καυσίμων της Π.Α. και το υπόγειο δίκτυο της Δ.Ε.Η. κατασκευάστηκαν μετά τη σύνταξη της μελέτης του έργου. Συνεπώς, κατά τη σύνταξη αυτής έπρεπε και ήταν εφικτό, κατά την κοινή πείρα και λογική, να είχε επιλεγεί ο ενδεικνυόμενος για την προστασία των άνω στοιχείων τρόπος διέλευσης των προαναφερόμενων αγωγών (δονητική διείσδυση), η κάλυψη του κόστους της οποίας μη νομίμως, ως εκ τούτου, επιδιώκεται με την ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση. Ομοίως, ως απρόβλεπτη περίσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε η χρήση των άνω τάφρων ως αρδευτικών καναλιών κατά τη θερινή περίοδο, ιδίως ενόψει της, κατά τα κοινώς γνωστά, ύπαρξης στη ευρύτερη περιοχή μεγάλων εκτάσεων αγροτικών καλλιεργειών, ούτε η χρήση αυτών για την τροφοδοσία της λίμνης από τον Πηνειό ποταμό προς διασφάλιση της απαιτούμενης για τη διάσωση της πανίδας ελάχιστης στάθμης υδάτων, αφού τούτο προβλεπόταν ρητά από την 112839/18.12.2000 Κ.Υ.Α, με την οποία είχαν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι για την υλοποίηση του έργου (βλ. σελ. 11 αριθ. 41 και σελ. 13 αριθ. 53 ). Περαιτέρω, οι κλοπές υλικών και οι διαρρήξεις των αντλιοστασίων, με την όλως αόριστη και αναπόδεικτη επίκληση των οποίων επιχειρείται να αιτιολογηθεί η ανάθεση των άνω υπό στοιχεία 2), 3) και 4) εργασιών, και αληθείς υποτιθέμενες δεν συνιστούν απρόβλεπτες περιστάσεις που δικαιολογούν την ανάθεση των εν λόγω συμπληρωματικών εργασιών...Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η σύναψη της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης δεν είναι νόμιμη και, για το λόγο αυτό, κωλύεται η υπογραφή της.ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/335/2018
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/229/2020
Λειτουργία κινητής μονάδας μηχανικής ανακύκλωσης και κομποστοποίησης...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα:Α) Το κριτήριο της στελέχωσης της ομάδας έργου (άρθρο 2.2.6. περ.γ) μη νομίμως ορίστηκε, κατά σύγχυση, και ως κριτήριο ανάθεσης, κατά την έννοια του άρθρου 86 του ν. 4412/2016. Τούτο δε διότι δεν αιτιολογείται, ειδικώς στην συγκεκριμένη περίπτωση, η επίδραση που θα επιφέρει στο επίπεδο εκτέλεσης της σύμβασης η διάθεση, εκ μέρους της διαγωνιζόμενης εταιρείας, ομάδας έργου με συγκεκριμένα προσόντα. Όπως έγινε δεκτό και ανωτέρω (σκ. 3), η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί ως κριτήριο ανάθεσης την οργάνωση, τα προσόντα και την πείρα του προσωπικού στο οποίο ανατίθεται η υπηρεσία, καθώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα της εκτέλεσης της σύμβασης και, κατ’ επέκταση, την οικονομική αξία της προσφοράς, πλην όμως τούτο επιτρέπεται στις περιπτώσεις όπου η επαγγελματική πείρα και η κατάρτιση των προσώπων που έχουν αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης συνδέεται ουσιωδώς με το αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα στις συμβάσεις για υπηρεσίες διανοητικής φύσεως (βλ. και 94η αιτιολογική σκέψη οδηγίας 2014/24/ΕΕ) και για τον λόγο αυτό επηρεάζει και την οικονομική προσφορά των διαγωνιζόμενων. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ενώ τίθεται ως προαπαιτούμενο της τεχνικής και επαγγελματικής καταλληλότητας η στελέχωση ομάδας έργου με συγκεκριμένα προσόντα (άρθρο 2.2.6 περ.γ) και αναφέρεται ότι το εν λόγω οργανόγραμμα με την στελέχωση της ομάδας πρέπει να περιλαμβάνεται στην τεχνική προσφορά επί ποινή αποκλεισμού (άρθρο 2.4.3.2.), εντούτοις προβλέπεται αυτή (η στελέχωση) και ως κριτήριο ανάθεσης με συντελεστή βαρύτητας 15%, χωρίς τούτο να αιτιολογείται ειδικώς από τη διακήρυξη και χωρίς να συνδέεται με την φύση των ανατεθεισών υπηρεσιών. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι πρόκειται για την λειτουργία μιας υφιστάμενης μονάδας μηχανικής ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, η οποία λειτουργεί ήδη, τουλάχιστον από το 2016 (βλ. σχετ. την από Δ/552/28.6.2016 όμοια κατά περιεχόμενο σύμβαση με την ελεγχόμενη, καθώς και τις διαδοχικώς συναφθείσες κατόπιν αυτής) και όχι σύμβαση σχετική με την αναβάθμιση, βελτίωση ή επέκταση της εν λόγω μονάδας που ενδεχομένως να δικαιολογούσε την πρόβλεψη του εν λόγω κριτηρίου, σχετικά με την επαγγελματική αξία των προσώπων που αναλαμβάνουν την εκτέλεση αυτής, και ως κριτήριο ανάθεσης.Β) Το κριτήριο ανάθεσης «πληρότητα και αρτιότητα τεχνικού φακέλου προσφοράς» (άρθρο 2.3.1) είναι γενικό και αόριστο, διότι σε κανένα σημείο της διακήρυξης δεν προσδιορίζεται σαφώς ούτε συνάγεται εμμέσως σε τι αφορά το εν λόγω κριτήριο. Ακόμα δε και αν ήθελε υποτεθεί πως με αυτό σκοπείται η βαθμολόγηση του περιεχομένου της τεχνικής προσφοράς και όχι η πληρότητα και αρτιότητα των προσκομισθέντων δικαιολογητικών αυτής, τα οποία εξάλλου τίθενται επί ποινή αποκλεισμού κατά την εξέταση της συμβατότητας της τεχνικής προσφοράς με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζονται στη διακήρυξη, εντούτοις είναι άδηλο τι ακριβώς θα λάβει υπόψιν της η αναθέτουσα αρχή κατά την βαθμολόγηση. Εξάλλου, στην διακήρυξη δεν γίνεται καμία αναφορά ως προς τον τρόπο βαθμολόγησης των κριτηρίων ανάθεσης ούτε προφανώς και του εν λόγω κριτηρίου, αρκείται δε αυτή στην απλή παράθεση του γράμματος της νομοθετικής διάταξης που ορίζει ότι η βαθμολογία κυμαίνεται από 100 βαθμούς στην περίπτωση που ικανοποιούνται ακριβώς όλοι οι όροι των τεχνικών προδιαγραφών, αυξάνεται δε μέχρι τους 120 βαθμούς όταν υπερκαλύπτονται οι απαιτήσεις του εν λόγω κριτηρίου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να καταλείπεται υπέρμετρη ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή ως προς την βαθμολόγηση των κριτηρίων, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και την εντεύθεν απορρέουσα υποχρέωση διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται όπως όλα τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η αναθέτουσα αρχή για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς και ο τρόπος βαθμολόγησης αυτών καθίστανται γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους. Στην προκειμένη περίπτωση, τούτο καθίσταται επιτακτικότερο και για τον πρόσθετο λόγο ότι το σύνολο των λοιπών κριτηρίων προς βαθμολόγηση, ήτοι το «Σχέδιο επεξεργασίας και υγειονομικής ταφής», το «Οργανόγραμμα και στελέχωση της Ομάδας έργου», η «Πληρότητα σχεδίου περιβαλλοντικής παρακολούθησης» και το «Πρόγραμμα διάθεσης CLO» εμπεριέχονται ήδη, ως επιμέρους αξιολογούμενα στοιχεία, στο ως άνω κριτήριο, ήτοι αποτελούν αντικείμενο και περιεχόμενο του τεχνικού φακέλου προσφοράς (βλ. σχετ. άρθρο 2.4.3.2. διακήρυξης). Τα ίδια δε κριτήρια, το περιεχόμενο των οποίων προσδιορίζεται ειδικώς στην διακήρυξη, αξιολογούνται και αυτοτελώς, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα ανεπίτρεπτης διπλής βαθμολόγησής τους. Γ) Τέλος, όπως έγινε δεκτό και ανωτέρω (σκ. 4), κατά παράβαση της αρχής της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων δεν ορίζεται στην διακήρυξη ο τρόπος βαθμολόγησης των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής που έχει θέσει η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να αναδειχθεί ο ανάδοχος βάσει του επιλεγέντος από την διακήρυξη κριτηρίου της βέλτιστης σχέσης ποιότητας- τιμής. Ειδικότερα, δεν εξειδικεύεται επαρκώς τι θα λάβει υπόψιν της η αναθέτουσα αρχή κατά την βαθμολόγηση του εκάστοτε κριτηρίου, ώστε ο κάθε συμμετέχων στον διαγωνισμό να διαμορφώσει την προσφορά του, με γνωστά εκ των προτέρων κριτήρια, ώστε να λάβει τον μέγιστο δυνατό βαθμό. Εξάλλου, η εν λόγω παράλειψη, συνδυαζόμενη με την ασάφεια και τη γενικότητα των επίμαχων κριτηρίων, πέραν του ότι καταλείπει στις αναθέτουσες αρχές υπέρμετρη ευχέρεια ως προς τον τρόπο βαθμολόγησης των υποψηφίων, δεν επιτρέπει και τον εκ των υστέρων έλεγχο της νομιμότητας των επίμαχων αποφάσεων μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας αυτών.
ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/1359/2020
ΣτΕ/1412/2024
Αίτηση ακυρώσεως και αναστολής κατά απόφασης της ΕΑΔΗΣΥ στο πλαίσιο διαγωνισμού για την ανάθεση σύμβασης κατασκευής οδού – Επίλυση νομικών ζητημάτων – Δεν καθίσταται υποχρεωτικά υπεργολάβος ο τρίτος που παρέχει στήριξη σχετικά με τίτλους σπουδών, επαγγελματικά προσόντα και σχετική επαγγελματική πείρα – Προϋποθέσεις παραδεκτής προβολής ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ ισχυρισμών περί ανακρίβειας ΕΕΕΣ ανταγωνιστών – Δυνατότητα εξέτασης πρωτογενώς από το Δικαστήριο λόγων προσφυγής που απορρίφθηκαν από την ΕΑΔΗΣΥ ως απαράδεκτοι.
Το Δικαστήριο έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις στα ανωτέρω νομικά ζητήματα: Α. Το άρθρο 78 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 4412/2016 δεν έχει την έννοια ότι οι τρίτοι φορείς, στις ικανότητες των οποίων στηρίζεται ο προσφέρων οικονομικός φορέας ως προς τους τίτλους σπουδών, τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική εμπειρία, οι οποίοι πρέπει να εκτελέσουν τις εργασίες ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι συγκεκριμένες ικανότητες, καθίστανται υποχρεωτικά και υπεργολάβοι, με συνέπεια τον αποκλεισμό του προσφέροντος εάν δεν δηλωθούν ως υπεργολάβοι στο ΕΕΣΣ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του ν. 4412/2016. Αντιθέτως, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στην ευχέρεια του προσφέροντος να επιλέξει τη φύση του νομικού δεσμού που θα συνάψει με τον τρίτο που του δανείζει τέτοιες ικανότητες και ότι η φύση του δεσμού αυτού δεν είναι κρίσιμη για την παραδεκτή επίκληση τέτοιων ικανοτήτων, δεδομένου ότι η επί ποινή αποκλεισμού υποχρέωση δήλωσης των πληροφοριακών στοιχείων του άρθρου 58 δεν αφορά τους υπεργολάβους στις ικανότητες των οποίων ο προσφέρων στηρίζεται. Β. Τα άρθρα 79 και 346 παρ. 1 του ν. 4412/2016 έχουν την έννοια ότι προσφέρων οικονομικός φορέας μπορεί, κατ’ αρχήν, να προσβάλει ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ την απόφαση της αναθέτουσας αρχής, με την οποία γίνονται δεκτές προσφορές ανταγωνιστών του βάσει των δηλώσεων των ΕΕΕΣ και ανακηρύσσεται προσωρινός ανάδοχος, προβάλλοντας ισχυρισμούς περί ανακρίβειας των δηλώσεων του ΕΕΕΣ ανταγωνιστών του σχετικά με την πλήρωση απαιτούμενου κριτηρίου επιλογής, εφ’ όσον όμως επικαλείται και προσκομίζει στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν το σφάλμα/ανακρίβεια της δήλωσης και την, εντεύθεν, μη πλήρωση του οικείου κριτηρίου, και υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων οικονομικός φορέας διαθέτει έννομο προς τούτο συμφέρον, δηλαδή υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί, εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, ζημία από την εικαζόμενη ως παράνομη απόφαση της αναθέτουσας αρχής περί αποδοχής προσφοράς των ανταγωνιστών κατά των οποίων στρέφεται. Γ. Τα άρθρα 345 επ. του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016 (και ειδικότερα άρθρα 346 παρ. 1, 360, 367 παρ. 1 και 372), ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, έχουν την έννοια ότι δεν κωλύεται το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι λόγος προσφυγής μη νομίμως απερρίφθη ως απαράδεκτος από την ΕΑΔΗΣΥ, να προβεί πρωτογενώς στην κατ’ ουσίαν εξέτασή του, εφ’ όσον όμως ο λόγος αυτός δεν σχετίζεται με τεχνικό ή μη εκκαθαρισμένο κατά το πραγματικό του μέρος ζήτημα.