Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Π.Δ. 53/2004

Τύπος: Προεδρικά Διατάγματα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1338/1983
ΦΕΚ: 43/Α/11.02.2004

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 85/384/ΕΟΚ του Συμβουλίου "για την αμοιβαία αναγνώριση των πτυχίων πιστοποιητικών και άλλων τίτλων στον τομέα της αρχιτεκτονικής και τη θέσπιση μέτρων για τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών" (L223) ,όπως η Οδηγία αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε.(Καταργήθηκε με το Π.Δ. 38/2010, ΦΕΚ-78 Α/25-5-2010.)

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Π.Δ.40/2006

Αναγνώριση διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων των κτηνιάτρων υπηκόων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και μέτρα για τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα σε συμμόρφωση προς τις οδηγίες 78/1026/ΕΟΚ και 78/1027/ ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως ισχύουν.(Καταργήθηκε με το Π.Δ. 38/2010, ΦΕΚ-78/Α/25.5.2010)


Π.Δ 98/1986

Ασκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, από οδοντιάτρους υπηκόους των Κρατών - μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και ρύθμιση συναφών θεμάτων σε συμμόρφωση προς τις υπ' αριθμ. 78/686/ΕΟΚ και 78/687-ΕΟΚ της 25-7-1978 και υπ' αριθμ. 81/1057 της 14-12-1981 οδηγίες του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.(Καταργήθηκε με το Π.Δ. 38/2010, ΦΕΚ-78/Α/25.5.2010.)


Π.Δ.140/2007

Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς τις δια­τάξεις της Οδηγίας 2006/100/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Νοεμβρίου 2006 για την προσαρμογή ορισμέ­νων οδηγιών στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφο­ρίας των προσώπων, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας «για το επάγγελμα του νοσηλευτή υπευθύνου για γενικές φροντίδες και το επάγγελμα της μαίας».(Καταργήθηκε με το Π.Δ. 38/2010, ΦΕΚ-78/Α/25.5.2010.)


Π.Δ. 84/1986

Άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, από ιατρούς υπηκόους των κρατών μελών, των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και ρύθμιση συναφών θεμάτων σε συμμόρφωση προς τις υπ' αριθμ. 75/362, 75/363 της 16η Ιουν. 1975 , 81/1057 της 14ης Δεκ. 1981 και 82/76 της 26ης Ιαν. 1982 οδηγίες του Συμβουλίου των ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.(Καταργήθηκε με το  Π.Δ. 38/2010, ΦΕΚ-78/Α/25.5.2010)


Π.Δ. 216/2007

Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 «σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση πιστοποιητικών των ναυτικών, τα οποία εκδίδονται από τα κράτη μέλη, και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/25/ΕΚ»

Π.Δ. 49/2021- ΦΕΚ: 125/Α/19.7.2021 άρθρο 3:Από τη δημοσίευση του παρόντος διατάγματος καταργούνται οι διατάξεις του π.δ. 216/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 «σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση πιστοποιητικών των ναυτικών, τα οποία εκδίδονται από τα κράτη μέλη, και για την τροποποίηση της Οδηγίας 2001/25/ΕΚ» (Α’ 242).


Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019

Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).


Ελυν/Τμ7/251/2010

Ειδικώς επί ελευθέρων επαγγελματιών, ως χρόνος κτήσης του εισοδήματος νοείται αυτός της (πραγματικής) είσπραξης της αμοιβής τους, η εν λόγω απόδειξη δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της κατά του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. απαίτησης του φερομένου ως δικαιούχου, ούτως ώστε να υφίσταται υποχρέωση προσκόμισής της στον αρμόδιο για τον προληπτικό έλεγχο της οικείας δαπάνης Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά στοιχείο δηλωτικό (αποδεικτικό) της εξόφλησης ήδη αναγνωρισμένης και εκκαθαρισμένης δαπάνης, δηλαδή εξοφλητική απόδειξη, που εκδίδεται κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής (και όχι κατά το στάδιο εκκαθάρισης αυτής) και συνεπώς, πρέπει να προσκομίζεται στο διενεργούντα την πληρωμή ταμία του δημοσίου νομικού προσώπου (πρβλ. τα Πρακτικά 35ης Γεν. Συν./29.12.1971 Ολομ. και 31ης Συν./10.10.1995 I Τμ. και τις Πράξεις 118/2002 I Τμ. και βλ. πράξ. 162/2003, 118/2005 IV Τμ. απόφ. 954/2009 IV Τμήμ.). Αυτός είναι και ο δικαιολογητικός λόγος, που από τις προεκτεθείσες διατάξεις εισάγεται εξαίρεση ειδικά ως προς το χρόνο έκδοσης της απόδειξης παροχής υπηρεσιών από ελεύθερο επαγγελματία, σε σχέση με τα ισχύοντα ως προς το χρόνο έκδοσης του τιμολογίου. Η θέση αυτή ενισχύεται και από τη νέα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 22 του ν. 3842/2010, με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 13 παρ. 3 του π.δ/τος 186/1992, όπου επαναλαμβάνεται ρητά ότι σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών από τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, η σχετική απόδειξη εκδίδεται με κάθε επαγγελματική τους είσπραξη.Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπό κρίση δαπάνη εντέλλεται κανονικά, αφού ειδικώς για την προσκομισθείσα απόδειξη δεν ισχύουν όσα ορίζονται στο άρθρο 12 παρ. 15 του π.δ/τος 186/1992 σχετικά με το χρόνο έκδοσης του τιμολογίου, περαιτέρω δε αυτή, κατά τα ανωτέρω, δεν συνιστά δικαιολογητικό εκκαθάρισης, αλλά εξόφλησης της αμοιβής, προσκομιστέα στον επιφορτισμένο με την πληρωμή όργανο του Δήμου και εκφεύγοντα του ελέγχου του Επιτρόπου. Στις περιπτώσεις όμως αυτές, πρέπει να γίνεται σχετική μνεία επί του σώματος των ενταλμάτων, προκειμένου να ενημερωθεί ο αρμόδιος ταμίας και να απαιτήσει την προσκόμιση των αποδείξεων κατά την εξόφληση των τίτλων πληρωμής.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1194/2023

Αναβάθμιση Ψηφιακών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών :ζητείται η ανάκληση της 369/2023 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Υπό το ανωτέρω νομικό και πραγματικό πλαίσιο της προκείμενης υπόθεσης, το Τμήμα κρίνει ότι ορθώς, αν και με μερικώς διάφορη αιτιολογία, ήτοι κατά το επάλληλο σκέλος του σκεπτικού της προσβαλλόμενης Πράξης (βλ. ανωτ. υπό σκ. 5.Β), έκρινε το Κλιμάκιο ότι -πέραν του ότι η σχετική απαγόρευση δεν προβλέπεται κατά τρόπο σαφή και αναντίρρητο στην οικεία Διακήρυξη, ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους ενδιαφερομένους και να ερμηνευτεί από αυτούς με ομοιόμορφο τρόπο, όπως επιβάλλουν οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, εξαιτίας των διατάξεων αυτής (παρ. 2.2.8.1) που επιτρέπουν την προσφυγή σε δάνεια εμπειρία κατά τρόπο καθολικό- μη νομίμως αποκλείσθηκε με την παράγραφο 2.2.6 στ. β΄ της Διακήρυξης η δυνατότητα των διαγωνιζομένων να στηριχθούν στις ικανότητες άλλων φορέων όσον αφορά τα σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα κριτήρια για δεκατρείς από τους συνολικώς δεκαέξι προβλεπόμενους ρόλους της Ομάδας Έργου, ορίζοντας ότι η στελέχωση των θέσεων αυτών πρέπει να γίνεται από υπαλλήλους του υποψηφίου Αναδόχου. Τούτο, διότι ο εν λόγω περιορισμός είναι αντίθετος προς τις κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 του ν. 4412/2016, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, επιτρέπουν τη σώρευση των ικανοτήτων πλειόνων οικονομικών φορέων προς εκπλήρωση των ελαχίστων απαιτήσεων ικανότητας που θέτει η αναθέτουσα αρχή, στο μέτρο που αποδεικνύεται ότι ο προσφέρων, που επικαλείται τις ικανότητες ενός ή περισσοτέρων άλλων φορέων, θα έχει πράγματι στη διάθεσή του τα μέσα αυτών τα οποία είναι αναγκαία για την εκτέλεση της σύμβασης. Περαιτέρω, δεν αιτιολογείται επαρκώς από την Αναθέτουσα Αρχή ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι το αντικείμενο της σύμβασης (ψηφιακές υπηρεσίες) παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ικανές να καταστήσουν ανεπίτρεπτη τη στήριξη στις τεχνικές ικανότητες τρίτων φορέων, υπό την προπεριγραφόμενη έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων της παρ. 2 του άρθρου 78 του ν. 4412/2016 και, συνεπώς, είναι απορριπτέοι οι σχετικώς περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι με τις κρινόμενες προσφυγές ισχυρισμοί. Επιπροσθέτως, ενόψει του ότι η Διακήρυξη αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, η καθοριζόμενη με αυτήν απαίτηση για εκτέλεση των παροχών της σύμβασης κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (δεκατρείς εκ των δεκαέξι συνολικώς προβλεπόμενους ρόλους της Ομάδας Έργου) από τον ίδιο τον προσφέροντα αντιτίθεται ευθέως στον σκοπό της οικείας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας που συνίσταται στην ανάπτυξη όσο το δυνατόν ευρύτερου ανταγωνισμού και στη διευκόλυνση της συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις δημόσιες συμβάσεις. Οι δε ισχυρισμοί του προσφεύγοντος Αναδόχου περί μη λήψεως υπόψιν από το Κλιμάκιο του απαραδέκτου -και για άλλους εκτός του εξεταζομένου λόγους- της συμμετοχής της παρεμβαίνουσας στον διαγωνισμό προβάλλονται αλυσιτελώς, καθόσον αφενός μεν αυτοί δεν αποτέλεσαν λόγους αποκλεισμού της παρεμβαίνουσας από την Αναθέτουσα Αρχή κατά την εξέταση των δικαιολογητικών συμμετοχής της αφετέρου δε διότι η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη Πράξη πλημμέλεια είναι αντικειμενική ως αναφερόμενη σε όρο της διακήρυξης. Ομοίως απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθόσον και αληθής υποτιθέμενος δεν δύναται να άγει σε ανατροπή της προσβαλλόμενης Πράξης, είναι και ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος Αναδόχου περί υιοθετήσεως από το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη Πράξη του υποβληθέντος ενώπιόν του υπομνήματος της παρεμβαίνουσας, παρά τη μη άσκηση από αυτήν σχετικής προδικαστικής προσφυγής. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτού περί προσβολής των συνταγματικών αρχών της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της οικονομικής ελευθερίας διά της ανατροπής με την προσβαλλόμενη Πράξη των ευμενών προς αυτόν αποτελεσμάτων του διαγωνισμού είναι απορριπτέος, καθόσον αφενός στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων οι αρχές αυτές αναφέρονται στην ακώλυτη συμμετοχή στους σχετικούς διαγωνισμούς, χωρίς να διασφαλίζεται δικαίωμα σύναψης της σύμβασης στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι νόμιμοι προς τούτο όροι, αφετέρου ο ομοίως εκ του Συντάγματος καθιερούμενος προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο περιορισμό για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος προς ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού και την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού τήρησης των κανόνων και αρχών που διέπουν τη διαδικασία σύναψης των δημοσίων συμβάσεων και τελεί σε εύλογη αναλογία προς αυτόν. Τέλος, η ανωτέρω πλημμέλεια παρίσταται κατά την κρίση του Τμήματος ουσιώδης και καθιστά μη νόμιμη την ελεγχόμενη διαδικασία στο σύνολό της, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών της προσφεύγουσας Α.Α., καθόσον, ανεξαρτήτως της μη προσβολής των επίμαχων όρων της Διακήρυξης, εντοπίζεται στις διατάξεις που καθορίζουν τις προϋποθέσεις συμμετοχής στον επίμαχο διαγωνισμό και αντικειμενικά είναι πρόσφορη να νοθεύσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αφού λειτουργεί αποτρεπτικά σε επίπεδο εκδήλωσης ενδιαφέροντος συμμετοχής από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δυνατότητα παροχής των ζητουμένων υπηρεσιών χωρίς δάνεια εμπειρία και μετακυλίει το βάρος προσβολής ενδεχόμενου αποκλεισμού τους στις ίδιες τις τυχόν ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.Δεν ανακαλεί την 369/2023 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/304/2017

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Με δεδομένα όσα εκτέθηκαν πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Από το περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αυτή αν και φέρεται ως προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 συνιστά απευθείας ανάθεση από τον Δήμο ..... στην εταιρεία «…..» εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών, η οποία διενεργήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 4412/2016. Συγκεκριμένα, από το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης και κυρίως από τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, προκύπτει ότι δεν πρόκειται για περίπτωση συνεργασίας φορέων που εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό, με την αλληλοσυμπλήρωση αρμοδιοτήτων ή οικονομικοτεχνικών μέσων, την από κοινού εκτέλεση δημόσιας αποστολής τους. Το γεγονός δε ότι η συμμετοχή της συγκεκριμένης αναπτυξιακής εταιρείας γίνεται σε εκπλήρωση του κατά-στατικού της σκοπού, ο οποίος συνίσταται και στην επιστημονική και τεχνική στήριξη των Ο.Τ.Α., δεν αρκεί για την παραδοχή ότι τα συμβαλλόμενα μέρη εκκινούν από κοινή αφετηρία (Ε.Σ. VII Τμ. Πράξη 29/2016). Αντίθετα, προκύπτει ότι ο Δήμος ..... λειτουργεί ως αναθέτουσα αρχή που επιδιώκει, έναντι καταβολής ανταλλάγματος (55.000,00 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.), τη σύνταξη εκ μέρους της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας που επέχει απλώς θέση παρόχου υπηρεσιών, ελεγχόμενου ως προς την προσήκουσα υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου από τη Διεύθυνση Περιβάλλοντος, Υπηρεσίας Δόμησης και Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, της κύριας μελέτης (αρχιτεκτονικής, στατικής, ηλεκτρομηχανολογικής) και των υποστηρικτικών μελετών (τοπογραφικής, γεωλογικής, γεωτεχνικής) καθώς επίσης την παροχή συναφών τεχνικών υπηρεσιών (σύνταξη τευχών δημοπράτησης και Σ.Α.Υ.-Φ.Α.Υ.) για το έργο «Ανέγερση Κλειστού Κολυμβητηρίου …». Η ουσιαστική συμβολή, μάλιστα, του Δήμου εξαντλείται στη χρηματοδότηση της σύμβασης, καθώς η εκτέλεση των απαιτούμενων ενεργειών για την εξασφάλιση των αδειοδοτήσεων και εγκρίσεων από τους αρμόδιους φορείς, που αναγράφεται μεταξύ των υποχρεώσεών του, συνιστά όλως τυπική συνεισφορά (υποβολή αιτήσεων προς τους αρμόδιους φορείς), δεδομένου ότι από το συμβατικό κείμενο συνάγεται ότι σε περίπτωση που απαιτηθούν περαιτέρω ενέργειες για τη λήψη αυτών, αυτές θα διεκπεραιωθούν από την αντισυμβαλλόμενη αναπτυξιακή εταιρεία, η οποία αναλαμβάνει να τον συνδράμει και σε αυτό το σκέλος. Ομοίως, η συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων και πληροφοριών, που επίσης συμπεριλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του Δήμου, ανάγεται σε προαπαιτούμενη ενέργεια για την εκπόνηση οιασδήποτε μελέτης (κάθε εργοδότης παραδίδει στον ανάδοχο τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία που σχετίζονται με την εκπονούμενη μελέτη) και δεν αποτελεί ισόρροπη, αλλά όλως συμπληρωματική συμβολή στην εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου. Στην ερμηνευτική εκδοχή περί του αληθούς χαρακτήρα της επίμαχης σύμβασης συνηγορούν, άλλωστε, αφενός μεν η επιβάρυνση του ποσού του προϋπολογισμού αυτής με Φ.Π.Α., ο οποίος επιβάλλεται στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όχι όμως και στις προγραμματικές συμβάσεις, αφετέρου δε το γεγονός ότι η υλοποίηση του συμβατικού αντικειμένου δεν προϋποθέτει την περαιτέρω σύναψη εκτελεστικών συμβάσεων, αλλά εξαντλείται στην εκτέλεση αυτής (Ε.Σ. VII Τμ. Πράξη 29/2015, ΚΠΕΔ VII Τμ. 17/2017, 248, 12/2016, 350/2015). Αποκλειομένης, εξάλλου, της νομικής φύσης αυτής ως σύμβασης συνεργασίας υπό την έννοια του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 4412/2016, καθόσον η έννοια της συνεργασίας στο άρθρο αυτό συνίσταται, ομοίως, στη διασφάλιση εκπλήρωσης ορισμένης αποστολής δημόσιας υπηρεσίας κοινής στους μετέχοντες φορείς, αλλά και λόγω της, έστω, μειοψηφικής συμμετοχής ιδιωτικών φορέων στη μετοχική σύνθεση της αντισυμβαλλόμενης αναπτυξιακής εταιρείας, ήτοι των με α/α 17 έως 40 μετεχόντων συλλόγων και αγροτικών συνεταιρισμών (για τη νομική μορφή των αγροτικών συνεταιρισμών ως ν.π.ι.δ. με εμπορική ιδιότητα προέβλεπε αρχικά ο ν. 2810/2000 - Α΄108 και ήδη ο ν. 4384/2016-Α΄78, οι δε μετέχοντες σύλλογοι αποτελούν ν.π.ι.δ. που διέπονται από τις διατάξεις του ΑΚ περί σωματείων) χωρίς τούτο να επιβάλλεται από νομοθετική διάταξη, καθώς επίσης της συναγόμενης από τις διατάξεις του καταστατικού της ευρείας αυτονομίας δράσης αυτής, η έμμεση, μόνο, επιρροή στην οποία από τους μετέχοντες στο κεφάλαιο αυτής δήμους, όπως προεκτέθηκε, δεν καθιστά τον επ’ αυτής έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, η συγκεκριμένη σύμβαση δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 12 του ν. 4412/2016 συμβατικούς τύπους, τους οποίους ο νόμος αυτός εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του. Παρά την αναφορά, συνεπώς, στο συμβατικό κείμενο ότι η σύμβαση συνήφθη υπό τους όρους των άρθρων 11 και 12 του ν. 4412/2016, κατά περιγραφή, μόνο, των εν λόγω διατάξεων αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους. Η ελεγχόμενη σύμβαση λοιπόν, φέρει τα χαρακτηριστικά της, κατά τον ορισμό του άρθρου 2 παρ. 1 περ. 9α΄ του ν. 4412/2016, δημόσιας σύμβασης εκπόνησης μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι αφορά στο αποτέλεσμα αναλυτικής επιστημονικής έρευνας σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο με σκοπό την παραγωγή έργου (την ανέγερση της συγκεκριμένης αθλητικής εγκατάστασης), καθώς επίσης στην παροχή γνώσεων και ικανοτήτων με τη διάθεση συγκεκριμένου επιστημονικού προσωπικού και άλλων μέσων επί ορισμένου χρόνου με αντικείμενο τη σύνταξη των απαραίτητων εντύπων (τεύχη δημοπράτησης, φάκελος και σχέδιο ασφάλειας και υγείας) στο πλαίσιο της -συνακόλουθης- διαδικασίας εκτέλεσης του έργου. Το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι ανοιχτό στον ανταγωνισμό και παρέχεται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στο σχετικό τομέα μελετητή και πάροχο που κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα. Προς τον σκοπό αυτό, άλλωστε, έχει πλέον καταργηθεί (από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016) η προβλεπόμενη στο άρθρο 268 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων δυνατότητα απευθείας ανάθεσης παροχής υπηρεσίας, ο προϋπολογισμός της οποίας δεν υπερέβαινε το ποσό των 45.000,00 ευρώ  και σε ετήσια βάση το ποσό των 150.000,00 ευρώ, σε κοινωφελείς δημοτικές επιχειρήσεις και σε αναπτυξιακές εταιρείες Ο.Τ.Α.. Στο πλαίσιο αυτό, για την ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης, ως σύμβασης εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών τεχνικών υπηρεσιών συμβατικής αξίας (χωρίς Φ.Π.Α.) 44.354,84 ευρώ, ο Δήμος όφειλε να διενεργήσει τουλάχιστον συνοπτικό διαγωνισμό (άρθρα 116 και 117 ν.4412/2016). Αντιθέτως, ο Δήμος προέβη στην απευθείας ανάθεσή της με τη μορφή της προγραμματικής σύμβασης του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί, με βάση το πραγματικό της υπόθεσης, ότι συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις, ώστε να δικαιολογείται η ανάθεση χωρίς διαγωνιστική διαδικασία.

Δεν ανακλήθηκε με την ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/13/2018