ΠΔ 1180/1981
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Α.Ν.207/1967
Περί εγκαταστάσεως και λειτουργίας βιομηχανιών, βιοτεχνιών, πάσης φύσεως μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποθηκών, και περί άλλων τινών συναφών διατάξεων.(Καταργήθηκε, πλην του άρθρου 4, με το Ν. 2516/1997, ΦΕΚ-159 Α)
Ν.1198/1981
Περί ρυθμίσεως θεμάτων αναγομένων εις την εκτός του Άθω ακίνητον περιουσίαν των Ι. Μονών του Αγίου Όρους και άλλων τινών διατάξεων
Ν.Δ.511/1970
Περί ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων υγρών και αερίων καυσίμων εγκαταστάσεων φόρτισης ηλεκτροκίνητων οχημάτων σταθμών πάσης φύσεως αυτοκινήτων σταθμών μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων εγκαταστάσεων προετοιμασίας των προς παράδοση αυτοκινήτων (PDI pre delivery inspection) εγκαταστάσεων πλύσης, καθαρισμού και λίπανσης οχημάτων και περί των προϋποθέσεων ιδρύσεως και λειτουργίας, εντός αυτών, συμπληρωματικών δραστηριοτήτων (εμπορικών, παροχής υπηρεσιών) ως επίσης και περί της κυκλοφοριακής συνδέσεως των πάσης φύσεως εγκαταστάσεων μετά των προ αυτών οδών.
Ν.861/1979
Περί απλουστεύσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας και απονομής των πάσης φύσεως παροχών εις τους ησφαλισμένους των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και άλλων τινών διατάξεων.
Ν. 543/1977
Περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων αφορωσών εις την ρύθμισιν θεμάτων στεγαστικής αποκαταστάσεως αστών προσφύγων και δικαιούχων κρατικής στεγαστικής συνδρομής εν γένει, "περί συστάσεως Συντονιστικού Συμβουλίου Στεγάσεως" και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων
ΒΔ 109/1973
Περί καθορισμού όρων, προϋποθέσεων και διαδικασίας καταχωρήσεως πάσης συμφωνίας μεταβιβάσεως της κυριότητος ή κτήσεως ετέρου εμπραγμάτου δικαιώματος επί αυτοκινήτων οχημάτων ή μοτοσυκλεττών εις το βιβλιάριον μεταβολών κυριότητος και κατοχής τούτων ως και περί ακυρώσεως των αδειών κυκλοφορίας αυτών.
ΝΣΚ/84/2001
Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών ΑΕ. Συλλογική σύμβαση εργασίας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Οσον αφορά το ύψος των αποδοχών και των πάσης φύσεως απολαυών του τακτικού προσωπικού του ΟΚΑΑ ΑΕ προκύπτει από τις κείμενες διατάξεις ότι δεν υπάρχει δυνατότητα κατάρτισης και υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ της εργοδοσίας και των εργαζομένων με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου στον Οργανισμό Κεντρικής Αγοράς Αθηνών ΑΕ. Ομως, επί των λοιπών, πλην του μισθολογικού καθεστώτος εργασιακών σχέσεων εν γένει, όπως αυτές προσδιορίζονται και οριοθετούνται στο άρθρο 2 του νόμου 1876/1990, υπάρχει δυνατότητα κατάρτισης και υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ της διοίκησης του άνω Οργανισμού και του τακτικού προσωπικού του.
ΝΣΚ/145/2006
Κατάσχεση σύνταξης στα χέρια του «Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Κοινής Διανομής Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων» ως τρίτου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Οι διατάξεις του άρθρου 31 περ.ε’ του ΚΕΔΕ, με τις οποίες επιτρέπεται η κατάσχεση εις χείρας τρίτου ποσοστού ενός τετάρτου (1/4) επί των περιοδικώς καταβαλλομένων μισθών, συντάξεων και πάσης φύσεως ασφαλιστικών βοηθημάτων για χρέη προς το Δημόσιο των δικαιούχων των απαιτήσεων αυτών, θεσπίζουν ειδικό και εξαιρετικό δίκαιο το οποίο κατισχύει κάθε προγενέστερης γενικής ή ειδικής διάταξης που εισάγει ακατάσχετα κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 95 παρ.2 του ΚΕΔΕ. Επίσης, οι διατάξεις αυτές, λόγω του ειδικού και εξαιρετικού δικαίου που θεσπίζουν, υπερισχύουν και κάθε μεταγενέστερης διάταξης που εισάγει το ακατάσχετο των μισθών, συντάξεων κλπ, διότι αποδυναμώνουν το προνομιακής φύσεως δικαίωμα του Δημοσίου να επιδιώξει τη νόμιμη ικανοποίηση των απαιτήσεων με την επιβολή κατάσχεσης επί του ως άνω ποσοστού. Οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 29 του Καταστατικού του ως άνω Ταμείου, που θεσπίζουν το ακατάσχετο της χορηγουμένης απ’ αυτό επικουρικής σύνταξης στους ασφαλισμένους του, κατά το μέρος που αντίκειται στις ως άνω διατάξεις του ΚΕΔΕ είναι ανενεργείς και ανεφάρμοστες έναντι του κατασχόντος Δημοσίου. Πέραν τούτου, οι επίμαχες διατάξεις βρίσκονται εκτός των ορίων της παρασχεθείσης με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 του Ν 2972/2001 νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, μη δυνάμενες να επιφέρουν κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 31 περ.ε’ του ΚΕΔΕ και είναι ανίσχυρες έναντι τούτων.
ΣΤΕ/118/2009
Ανάθεση υπηρεσιών εκτυπώσεως... Εκ των ανωτέρω διατάξεων της διακηρύξεως εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 π.δ. 394/1996 (φ. 266 τ. Α΄) προκύπτει, ότι η βαθμολόγησις της τεχνικής προσφοράς του διαγωνιζομένου ως προς επί μέρους κριτήριον με βαθμόν 100, η κρίσις, δηλαδή, ότι η προσφορά, ως προς το κριτήριον αυτό, καλύπτει ακριβώς τας οριζομένας τεχνικάς προδιαγραφάς, δεν χρήζει ειδικωτέρας αιτιολογήσεως. Αντιθέτως, η βαθμολόγησις με βαθμόν κατώτερον του 100 (80 - 99) πρέπει να είναι αιτιολογημένη, πρέπει, δηλαδή, να προσδιορίζωνται, εις το οικείον πρακτικόν αι προδιαγραφαί, από των οποίων εμφανίζει η προσφορά απόκλισιν και να επεξηγείται εις τι συνίσταται η απόκλισις αυτή. Ομοίως, δέον να αιτιολογήται και η βαθμολόγησις της τεχνικής προσφοράς εις ωρισμένον κριτήριον δια βαθμολογίας άνω του 100 δι` αναφοράς εις τα στοιχεία, εκ των οποίων προκύπτει διατί και κατά τι η προσφορά του διαγωνιζομένου υπερκαλύπτει τας τασσομένας δια της διακηρύξεως τεχνικάς προδιαγραφάς. Οι ισχυρισμοί αυτοί εν όψει του περιεχομένου των, ήσαν ουσιώδεις, έχρηζον δε, κατά τα προεκτεθέντα περί της εννοίας της διακηρύξεως και του πδ 394/96, ειδικώς αιτιολογουμένης αντιμετωπίσεως από το ΙΚΑ. Δεδομένου, όμως, ότι δια της πληττομένης αποφάσεως του Ι.Κ.Α., ως εξετέθη, δεν αντιμετωπίσθησαν κατ’ ουσίαν αι διαλαμβανόμεναι εις την προσφυγήν των αιτουσών αιτιάσεις, δεν εξεδόθη δε μετά την αναπομπήν της υποθέσεως εις το ΙΚΑ από την Επιτροπήν Αναστολών και δη εντός της κατά τα ανωτέρω δεκαημέρου προθεσμίας από την κοινοποίησιν της αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών νέα πράξις της αναθετούσης αρχής, κρίνουσα ητιολογημένως επί της ουσίας της προσφυγής, η οποία κατά τα προεκτεθέντα είχε ασκηθή εμπροθέσμως και μη νομίμως απερρίφθη ως εκπρόθεσμος δια της ρητώς προσβαλλομένης πράξεως, και δεδομένου ότι η υπόθεσις δεν είναι εκκαθαρισμένη κατά το νομικόν και πραγματικόν της μέρος και δεν δύναται το Δικαστήριον να χωρήση πρωτοτύπως εις κρίσιν επί των προβαλλομένων ισχυρισμών των αιτουσών, αναγομένων εις τεχνικής φύσεως ζητήματα, πρέπει, ακυρουμένων των προσβαλλομένων Λ36/Γ/112/27-10-06 και Λ36/Γ/108/12-10-2006 πράξεων του Διοικητού του ΙΚΑ δια τους εκτεθέντας ανωτέρω λόγους, να αναπεμφθή η υπόθεσις εις το ΙΚΑ προκειμένου να αποφανθή το αρμόδιον όργανον αιτιολογημένως εν όψει και των δια της διοικητικής προσφυγής της αιτούσης προβληθέντων ισχυρισμών (πρβλ ΣτΕ 2565/02, 1609/04, 2636/07).
ΝΣΚ/478/2002
Εξαγορά δημοσίου κτήματος σε δόσεις κατ' άρθρο 4 ΑΝ 263/1968.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Ι. 1) Δια των διατάξεων του άρθρου 93 του Δ/τος 11/12.11.1929 ωρίσθη, επί εκποιήσεως δημοσίων κτημάτων, κατά τις αυτές δ/ξεις, η εις αυτήν έκπτωσις (6%) επί προκαταβολής του τιμήματος ή δόσεων κατά τα εις αυτήν ειδικώτερα. Όμως τούτο δεν ισχύει, όταν, αιτήσει του αγοραστού παρεσχέθη η εις δόσεις καταβολή, κατ ευχέρειαν, εκ του νόμου (άρθρο 95 παρ.2 του ανωτέρω Δ/τος). 2) Ο νεώτερος νόμος, -ΑΝ 263/1968 άρθρο 4 ως ισχύει-, ερρύθμισεν τις περιπτώσεις, απ ευθείας, άνευ δημοπρασίας, εξαγοράς αυθαιρέτως κατεχομένων δημοσίων κτημάτων με τίμημα ευνοϊκόν –μέρος της αξίας- καταβλητέον εις 6 το πολύ εξαμηνιαίες δόσεις, εντόκως. Παρέχεται, όμως, δυνατότης εκπτώσεως 10% επί ολοσχερούς καταβολής του τιμήματος εντός της προθεσμίας καταβολής της β’ δόσεως. Μετά ταύτα, ουδέν λέγεται περί εκπτώσεως. 3) Περίπτωσις εφαρμογής της ρυθμίσεως του άρθρου 93 του ανωτέρω Δ/τος δεν προκύπτει, ελλείψει οιασδήποτε αναφοράς ή προβλέψεως αλλά και διότι, δια των διατάξεων του νεωτέρου νόμου 263/68 (άρθρο 4) ως ισχύει μετά τον Ν 1473/84 ερρυθμίσθησαν ιδιαίτερες περιπτώσεις εξαγοράς αυθαιρέτως κατεχομένων ΔΚ με όλως ευνοϊκόν τίμημα. 4) Συνεπώς, μετά την πάροδον της άνω προθεσμίας δεν δύναται να γίνη λόγος περί εκπτώσεως των τόκων, ελλείψει σχετικής προβλέψεως αλλά και εν όψει της φύσεως της δ/ξεως ως δημοσιονομικής και του συναφώς προκύπτοντος οφέλους του Δημοσίου ή τοι της ωφελείας εκ των τόκων 7%. ΙΙ. Κατ ακολουθίαν εις το τιθέμενον ερώτημα προσήκουσα απάντησις είναι ότι, επί εξαγοράς δημοσίου κτήματος, κατ άρθρον 4 ΑΝ 263/68, ως ισχύει, με τίμημα καταβλητέον εις δόσεις, η εξόφλησις του υπολοίπου μετά την προθεσμίαν της β’ δόσης, δεν συνεπάγεται έκπτωση-απαλλαγήν από των τόκων.