Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/1137/2006

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007

Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-27/1998

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. Όχι μόνον δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, αλλά επίσης η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου.


ΕλΣυν/Τμ.6/1505/2012

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.5 του άρθρου 21 του π.δ.28/1980 «Περί εκτελέσεως έργων και προμηθειών Ο.Τ.Α.» (ΦΕΚ Α΄80), οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ.1 αυτού, εφαρμόζονται γενικώς και κατ΄ αναλογία και επί εργασιών αποκομιδής και διάθεσης απορριμμάτων που ανατίθενται από τους Δήμους, επιτρέπεται επανάληψη δημοπρασίας μόνο μετά την ακύρωση ή μη έγκριση αυτής ενώ η δημοπρασία μπορεί να επαναληφθεί άπαξ εάν κριθεί ασύμφορο το αποτέλεσμά της από το δημοτικό συμβούλιο. Επομένως, ο Δήμος έχει την ευχέρεια να ματαιώσει και να επαναλάβει διαγωνισμό εάν κρίνει αιτιολογημένα μη ικανοποιητικό το αποτέλεσμα αυτού. Η ευχέρεια αυτή διατηρείται και στην περίπτωση συμμετοχής ενός μόνον υποψηφίου, δεδομένου ότι ο Δήμος δεν υποχρεούται να αναθέσει στο μοναδικό διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά κρίθηκε παραδεκτή, ενώ προς αιτιολόγηση της όποιας (κατακυρωτικής ή απορριπτικής) κρίσης του δεν αρκεί η επίκληση του γεγονότος της υποβολής μίας μόνον παραδεκτής προσφοράς, χωρίς την παράθεση λοιπών στοιχείων, καθόσον αυτό θα ισοδυναμούσε με ανέλεγκτη άσκηση διακριτικής ευχέρειας και θα οδηγούσε σε αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου επί της εν λόγω, κατά διακριτική ευχέρεια εκδοθείσας, διοικητικής πράξης. Απαιτείται επομένως η ύπαρξη σχετικής αιτιολογίας από την οποία να προκύπτει ότι η μοναδική υποβληθείσα παραδεκτή προσφορά είναι πράγματι ικανοποιητική για το Δήμο, η οποία (αιτιολογία) δύναται να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου.


ΔΕΚ/Τ-169/2000

Από το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 126 του κανονισμού 3418/93 στις συμβάσεις που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα εφόσον η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το κατώφλιο που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας, προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, και τούτο εντός δεκαπέντε ημερών από της παραλαβής της αιτήσεώς του, τα χαρακτηριστικά στοιχεία και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου, πλην ορισμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Αυτός ο τρόπος ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, που καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ, σύμφωνα με τον οποίο, από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, αφενός, και στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του, αφετέρου. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αναπτύξεως πραγματικού συναγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, το περιεχόμενο του οποίου είναι παρεμφερές προς αυτό του άρθρου 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, ορίζει ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στην κλειστή διαδικασία για τη σύναψη μιας συμβάσεως, ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί για να υποβάλουν προσφορά πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να επαρκεί προς εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού συναγωνισμού (προαναφερθείσα απόφαση Fracasso και Leitschutz, σκέψη 27). 203 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να αποφασίσει τη ματαίωση της πρώτης προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών που έγινε με την προκήρυξη του διαγωνισμού της 26ης Μα_ου 1999 λόγω του ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός υποψηφιοτήτων προκειμένου να εξασφαλιστούν συνθήκες πραγματικού συναγωνισμού.


ΣτΕ/186/2010/ΕΑ

Διαγωνισμός Δήμου για την εκπόνηση πολεοδομικής μελέτης. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως πράξεων με τις οποίες απερρίφθη η προσφορά της αιτούσας και κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού σε άλλον διαγωνιζόμενο. Eφ` όσον είναι αμφίβολο εάν η αιτούσα πλήσσει παραδεκτώς και βασίμως τον αποκλεισμό της σε προηγούμενο στάδιο του διαγωνισμού, γεννώνται αμφιβολίες και ως προς το έννομο συμφέρον της για την προσβολή της 202/2009 αποφάσεως της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου …., με την οποία κατακυρώθηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Η βλάβη που προκαλείται σε συμμετέχοντα σε δημόσιο διαγωνισμό από την μη ανάδειξή του ως αναδόχου είναι προεχόντως οικονομική και συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Οι συμμετέχοντες στους δημόσιους διαγωνισμούς αναλαμβάνουν από την φύση της δραστηριότητάς τους, τον κίνδυνο να αποκλεισθούν ή να μην αναδειχθούν ανάδοχοι. Απορρίπτει την αίτηση.


ΔΕΚ/C-244/2002

Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.


ΣΤΕ ΕΑ 1045/2010

Εκπόνηση μελέτης..:Με τα δεδομένα αυτά η κρίση της αναθέτουσας αρχής ότι η ακύρωση του διαγωνισμού δικαιολογείται λόγω της μη επίτευξης ικανοποιητικού επιπέδου ανταγωνισμού, ενόψει, προφανώς, του γεγονότος ότι στον διαγωνισμό υποβλήθηκε μια μόνον προσφορά, αυτή της αιτούσας, πιθανολογείται σοβαρώς ότι είναι πλημμελής. Και τούτο διότι η αναθέτουσα αρχή δεν εξηγεί για ποιους λόγους η προσφορά της αιτούσας, αυτοτελώς εκτιμώμενη, δεν είναι ικανοποιητική, εν όψει, μάλιστα, της βαθμολογίας που συγκέντρωσε η τεχνική της προσφορά και του γεγονότος ότι έδωσε την μεγαλύτερη επιτρεπτή έκπτωση με την οικονομική της προσφορά, ενώ, εξάλλου, η αναθέτουσα αρχή δεν επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία, αναγόμενα στη φύση της υπό ανάθεση μελέτης και τις συνθήκες της διεξαγωγής του διαγωνισμού, από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι είναι εύλογη η προσδοκία της να επιτύχει μεγαλύτερη συμμετοχή υποψήφιων μελετητών σε περίπτωση επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού, εν όψει, μάλιστα, του ότι η ίδια επικαλείται στην προσβαλλόμενη απόφαση τον πολύπλοκο και ειδικό χαρακτήρα του αντικειμένου της μελέτης. Περαιτέρω, η πρόθεση της αναθέτουσας αρχής να εξετάσει το ενδεχόμενο να κληθούν στον επαναληπτικό διαγωνισμό μελετητές με πτυχία μικρότερης τάξης, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχή διαγωνιζομένων, δεν πιθανολογείται ότι μπορεί να δικαιολογήσει, κατά νόμο, την ακύρωση του διαγωνισμού, διότι η πρόσκληση μελετητών με πτυχία μικρότερης τάξεως από τα προβλεπόμενα με την διέπουσα τον επίδικο διαγωνισμό διακήρυξη αποκλείεται χωρίς τη μείωση της προεκτιμώμενης αμοιβής, η διαμόρφωση, όμως, της οποίας δεν αφίεται, κατά νόμο, στην ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στην ένατη σκέψη...Επειδή, με τα δεδομένα αυτά πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να διαταχθεί η μη επαναπροκήρυξη του επιδίκου διαγωνισμού έως ότου δημοσιευθεί οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της αιτήσεως ακυρώσεως, την οποία οφείλει η αιτούσα να ασκήσει, κατά την παρ. 7 του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2522/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), προκειμένου να διατηρηθεί η ισχύς του ήδη χορηγουμένου ασφαλιστικού μέτρου. Η αναθέτουσα αρχή, πάντως, έχει την ευχέρεια, εάν το κρίνει σκόπιμο, πριν από την άσκηση της εν λόγω αιτήσεως ή την δημοσίευση οριστικής αποφάσεως επ’ αυτής, να επιληφθεί εκ νέου του ζητήματος της ακυρώσεως του επιδίκου διαγωνισμού, προκειμένου να εκδώσει νέα πράξη περί ακυρώσεώς του, νομίμως αιτιολογημένη.


ΕλΣυν/Τμ.VI/53/2007

Εξ άλλου, η διακήρυξη του διαγωνισμού, ως κανονιστική πράξη δεσμεύει με τους όρους της, τόσο τους τρίτους προς τους οποίους απευθύνεται, όσο και το ίδιο το νομικό πρόσωπο που προκηρύσσει το σχετικό διαγωνισμό, το οποίο υποχρεούται εφεξής και μέχρι τέλους της διαδικασίας του διαγωνισμού να εφαρμόζει τα όσα ορίζονται σε αυτή (βλ. Πράξεις VI Τμ. Ε.Σ. 181/2006, 31/2003, 105/2003). Η αρχή αυτή της δεσμευτικότητας της διακηρύξεως κατοχυρώνεται και στο κοινοτικό δίκαιο, αφού κάθε απόκλιση από τους όρους αυτής αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαγωνιζομένων (βλ. Πράξη VI Τμ. Ε.Σ. 70/2006). Κατά συνέπεια, τυχόν παράβαση ουσιώδους όρου της διακήρυξης, είτε κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, είτε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης που καταρτίζεται μετά τη διενέργεια του διαγωνισμού, είτε κατά το στάδιο εκτέλεσης αυτής, καθιστά μη νόμιμη τη σχετική διαδικασία και επάγεται ακυρότητα (βλ. Πράξεις IV Τμ. Ε.Σ. 70/2003, 105/2002, 78, 4/2001, 85/2000).


ΕΣ/Τ6/257/2007

Η περίληψη της διακήρυξης που αποστέλλεται πρέπει να περιέχει όλους τους ουσιώδεις όρους του διαγωνισμού. Στις ίδιες ακριβώς διατυπώσεις οφείλει να υποβάλλεται η αναθέτουσα αρχή για κάθε τροποποίηση ουσιώδους όρου της αρχικής διακήρυξης. Τέτοιος ουσιώδης όρος είναι ο καθορισμός της ημερομηνίας διενέργειας του διαγωνισμού, που αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της διαγωνιστικής διαδικασίας, απόκρυψη ή μη ακριβής πληροφόρηση επί του οποίου άγει τον διαγωνιζόμενο που την υφίσταται σε μη έγκαιρη συμμετοχή ή σε αποχή από αυτόν και επομένως, νοθεύει ευθέως τον ανταγωνισμό.


ΔΕΚ/C-81/1998

1) Οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1, στοιχεία αα και ββ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, όσον αφορά την απόφαση της αναθέτουσας αρχής που προηγείται της συνάψεως της συμβάσεως, με την οποία η αρχή αυτή επιλέγει τον προσφέροντα που συμμετέσχε στη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως με τον οποίο θα συνάψει τη σύμβαση, να προβλέψουν σε όλες τις περιπτώσεις διαδικασία προσφυγής παρέχουσα στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προκαλέσει την ακύρωση της αποφάσεως, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως της δυνατότητας να λάβει αποζημίωση μετά τη σύναψη της συμβάσεως. 2) Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αα και ββ, της οδηγίας 89/665 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, παρά την έλλειψη αποφάσεως περί αναθέσεως η οποία θα μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, οι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής αρχές των κρατών μελών στον τομέα των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων του Δημοσίου μπορούν να επιληφθούν προσφυγών υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή.


ΔΕΚ/C-213/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ