×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/21/2012

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1418/1984, 2338/1995, 3212/2003

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:..Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη σκέψη 3, οι οποίες είναι σαφείς και καταλαμβάνουν την ένδικη περίπτωση, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 15 παρ. 2 του Ν. 3212/2003, δεν παρέχεται πλέον στον ανάδοχο η δυνατότητα να λάβει προσαύξηση έως 5% των συμβατικών ή νόμιμα κανονιζόμενων τιμών για τις επιβαλλόμενες πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες. Οι ρυθμίσεις του νεότερου αυτού νόμου (Ν. 3212/2003), κατά το μέρος που καταλαμβάνουν συμβάσεις τρέχουσες μεν, για τις οποίες, όμως, δεν είχε, κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο, εκδοθεί βεβαίωση περάτωσης εργασιών, και που αφορούν επιμέρους στάδια των συμβάσεων αυτών, για τα οποία εκκρεμούσαν διοικητικές διαδικασίες αμφισβητήσεων, όπως εν προκειμένω, δεν θίγουν, πάντως, το δικαίωμα του αναδόχου να αμείβεται για την εκτέλεση των επιβαλλόμενων, για τεχνικούς λόγους, συμπληρωματικών εργασιών. Άλλωστε, η επίμαχη προσαύξηση 5% δεν προβλεπόταν ως υποχρεωτικό δικαίωμα του αναδόχου αλλά η χορήγησή της ήταν δυνητική, συναρτώμενη με τη συνδρομή και απόδειξη ειδικών προϋποθέσεων. Ως εκ τούτου, οι νεότερες αυτές διατάξεις δεν παρίστανται αντίθετες προς την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Η περαιτέρω δε αμφισβήτηση της ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη ως προς τις τεθέντα από αυτόν όρια της ως άνω αμοιβής του αναδόχου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επομένως, το Διοικητικό Εφετείο ορθώς εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και είναι απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα εταιρεία.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

9427/2007

Καθορισμός του τρόπου και της διαδικασίας είσπραξης του υπέρ του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρ­τογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.) πάγιου ανταποδοτι­κού τέλους κτηματογράφησης της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3212/2003 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3841/2006.


ΣΤΕ/1415/2000

Εκτέλεση έργου - αποπεράτωση εθνικής οδού...Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 2, 3 και 4 του Π.Δ. 609/1985, 30 παρ. 5 εδ. 1 του Π.Δ. 23/1993, 1 παρ. 5α εδ. 1-3 του Ν. 2229/1994 και δέκατου τρίτου παρ. 4 του Ν. 2338/1995, εκδόθηκε μετά τη λήξη του χρόνου δεσμευτικότητα της προσφοράς της αιτούσης. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 6 του Ν. 1418/1984, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 και 5 του Ν. 2229/1994 και το άρθρο δέκατο τρίτο παρ. 4 του Ν. 2338/1995, κατάπτωση, ως ειδικής ποινικής ρήτρας, ποσοστού της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, ουδόλως επιβάλλεται να ενεργείται εντός του οριζόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 του Π.Δ. 609/1985, χρόνου ισχύος της υποβληθείσης προσφοράς (ΣτΕ 966/1998 Ολομ.).Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 30 παρ. 5 εδ. τρίτο του Π.Δ. 23/1993 (άρθρ. 30 παρ. 4 εδ. τρίτο της Οδηγίας 93/37/ΕΟΚ) η Αναθέτουσα Αρχή παρέλειψε να γνωστοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την απόρριψη της προσφοράς της αιτούσης ως υπερβολικά χαμηλής. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν μπορεί να θεωρηθεί ως προβαλλόμενος μετ’ εννόμου συμφέροντος, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος, διότι η τυχόν παράλειψη ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του αποκλεισμού εργοληπτικής επιχείρησης από διαγωνισμό, λόγω υποβολής μη δικαιολογημένης, υπερβολικά χαμηλής προσφοράς.


ΝΣΚ/338/2007

Αναδρομικότητα ή μη των διατάξεων των άρθρων 34 παρ.2 και 8 του Ν 2725/1999 και 8 παρ.15 περ.δ’ του Ν 3207/2003.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι διατάξεις των παρ.2 και 8 του άρθρου 34 του Ν 2725/1999, και της τροποποιητικής διάταξης του άρθρου 8 παρ.15 περ.δ’ του Ν 3207/2003, δυνάμει των οποίων παρασχέθηκε στους αθλητές που σημειώνουν μία τουλάχιστον από τις εκεί αναφερόμενες εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις, το δικαίωμα να διορίζονται κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, σε κενές θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα ως προς τους οποίους έχει εφαρμογή το άρθρο 1 του Ν 2527/1997, δεν καταλαμβάνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξαιρετική αγωνιστική διάκριση επιτεύχθηκε πριν την έναρξη ισχύος αυτών.


ΝΣΚ/328/2005

Αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού για την υποβολή της, κατά την παρ.3 του άρθρου 5 του από 6/17-10-1978 Π.Δ., όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.21 του Ν 3212/2003, πρότασης.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού για την υποβολή, κατά την παρ.3 του άρθρου 5 του από 6/17-10-1978 Π.Δ. (538/1978 τ.Δ΄), όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.21 του Ν 3212/2003, της πρότασης για την έγκριση παρέκκλισης για την ανέγερση μουσείου ή βιβλιοθήκης ή κτιρίου καλλιτεχνικών εκθέσεων ή θεάτρου, είναι η Δ/νση Μελετών Μουσείων και Πολιτιστικών Κτιρίων, ως εκ του θεσπιζόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 22 του Οργανισμού του ΥΠ.ΠΟ. (ΠΔ 191/2003) τεκμηρίου αρμοδιότητάς της για οποιαδήποτε νέα κατασκευή που δεν υπάγεται στις αρμοδιότητες άλλων Δ/νσεων του ΥΠ.ΠΟ.


ΔΕφΑθ/500/1998

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ- ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ: Επειδή, στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ίδιου νόμου (Ν. 1418/1984) προβλέπονται τα εξής: Αν ο κύριος του έργου καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, ο ανάδοχος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση μόνο για τις θετικές του ζημίες που προκαλούνται μετά την επίδοση από αυτόν σχετικής έγγραφης όχλησης. Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις συνάγεται με σαφήνεια ότι το θέμα της αποζημίωσης του αναδόχου δημόσιου έργου, λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου, ρυθμίζεται ειδικά στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν. 1418/1984. Συνεπώς, δεν υπάρχει περιθώριο εφαρμογής κανόνων ενοχικού δικαίου, που προβλέπονται στον ΑΚ για το ίδιο θέμα. Σύμφωνα λοιπόν με τη διάταξη της παραγράφου αυτής, δεν είναι παραδεκτή η αίτηση αποζημίωσης του αναδόχου που επικαλείται υπερημερία του κυρίου του έργου, αν ο ανάδοχος δεν έχει προηγουμένως υποβάλει σχετική όχληση στον τελευταίο. Και περαιτέρω, όταν, αργότερα ο εργολήπτης ασκήσει το αποζημιωτικό του δικαίωμα αυτό, στη σχετική αίτησή του μπορεί να περιλάβει παραδεκτώς μόνο τις θετικές ζημίες του, οι οποίες προκλήθηκαν μετά την υποβολή της όχλησης αυτής.


ΝΣΚ/67/2013

Ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 του από 6.2.1993 π.δ/τος και 12 του ν.3212/2003.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Η διάταξη του άρθρου 5 του από 6.2.1993 π.δ/τος ( Δ΄ 142), με την οποία καθορίστηκαν χρήσεις γης και όροι και περιορισμοί δόμησης στα ΟΤ εκατέρωθεν του βασικού οδικού δικτύου του Δήμου Κηφισιάς, πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την ερμηνεία της υπ’ αριθ.1633/2001 απόφασης του ΣτΕ και ότι συντρέχει λόγος ανάκλησης της απόφασης αποδοχής της υπ’ αριθ. 796/1995 Γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. Η νεώτερη και ειδικότερη διάταξη του άρθρου 12 παρ.3 του ν.3212/2003 ερμηνεύεται, όπως ερμηνεύθηκε και η ως άνω διάταξη. (ομοφ.)


ΝΣΚ/160/2010

Αρμόδιο όργανο για την έκδοση απόφασης προς έγκριση της διάθεσης μέσων από τρίτους για την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών εντός του Άλσους του Πεδίου του Άρεως.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Ακόμη και εάν δεν πρόκειται στο πλαίσιο του προκειμένου ερωτήματος για περίπτωση απευθείας αρμοδιότητας του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής για κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων στο Άλσος του Πεδίου του Άρεως, κατά τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ 1978/2002, αλλά για περίπτωση αρμοδιότητας αυτού καθ’ υποκατάσταση άλλου οργάνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 8 του Ν 3212/2003, τις οποίες επικαλείται η ερωτώσα υπηρεσία, ο Γενικός Γραμματέας Περιφερείας Αττικής είναι αρμόδιος να εγκρίνει την διάθεση μέσων από τρίτους για την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών, οι οποίες δίδεται ότι περιέχονται σε τελεσίδικες εκθέσεις αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων και αποτελούν πολεοδομικά αυθαίρετα εντός του Άλσους του Πεδίου του Άρεως, εφόσον καθίσταται αρμόδιος κατά το άρθρο 9 παρ. 8 του Ν 3212/2003.


ΣΤΕ/2598/2014

Δημόσια έργα:..Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για την καταβολή αποζημιώσεως στον ανάδοχο λόγω διαλύσεως της εργολαβίας χωρίς δική του υπαιτιότητα πρέπει προηγουμένως να έχει χωρήσει η τήρηση της διαδικασίας παραλαβής του έργου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, είναι ορθή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως αν στην προκειμένη περίπτωση, λόγω μη εκτελέσεως εργασιών και λόγω ελλείψεως υλικών και εγκαταστάσεων του αναδόχου, ήταν αναγκαία ή όχι η σύνταξη τελικής επιμετρήσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται πριν αρχίσει η εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του έργου, η διαδικασία παραλαβής παραλείπεται ως άνευ αντικειμένου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως του αναδόχου διενεργείται απ’ ευθείας από την προϊσταμένη αρχή, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 50 του π.δ/τος 609/1985 είναι εφαρμοστέο μόνον στην περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως οφείλεται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής του και όχι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται με πρωτοβουλία απλώς του φορέα κατασκευής του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 50 του π.δ/τος 609/1985, ερμηνευόμενη ως έχουσα την έννοια ότι προς καθορισμό της καταβλητέας στον ανάδοχο αποζημιώσεως απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας παραλαβής και στην περίπτωση που η διάλυση συντελέσθηκε πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες εκτελέσεως του έργου, είναι ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσης με τον ν. 1418/1984 σχετικής εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου προσδιορίζει αναλυτικώς το περιεχόμενο και τον τρόπο υπολογισμού της ως άνω αποζημιώσεως, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω εξειδικεύσεως της θεσπιζομένης με την λόγω διάταξη ρυθμίσεως με κανονιστική πράξη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984 θεσπίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της αποζημιώσεως του αναδόχου σε περίπτωση διαλύσεως της συμβάσεως χωρίς δική του υπαιτιότητα και δεν αποκλείει την θέσπιση της διαδικασίας για τον καθορισμό αυτής με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 2 του ίδιου νόμου.


ΔΕΦ 2412/2000

Διοικητική σύμβαση - Δημόσια έργα -. Προθεσμία εκτέλεσης του έργου. Τμηματικές και συνολική προθεσμίες. Περιστατικά. Επειδή, η υπέρβαση της συμβατικής προθεσμίας περάτωσης του έργου έχει μεν ως συνέπεια την κατάπτωση σε βάρος του αναδόχου και υπέρ του κυρίου του έργου της προβλεπόμενης, από τις παραπάνω διατάξεις ποινικής ρήτρας, υπό την τασσόμενη όμως από τις διατάξεις αυτές αναγκαία προϋπόθεση της συνδρομής αποκλειστικής για την υπέρβαση υπαιτιότητας του αναδόχου του έργου. Επομένως, εφόσον με την προαναφερόμενη πράξη του  εγκρίθηκε η παράταση της προθεσμίας περάτωσης του έργου .., για την έγκριση της οποίας απαιτείται από τις εφαρμοστέες στην κρινόμενη περίπτωση διατάξεις η έλλειψη αποκλειστικής υπαιτιότητας του αναδόχου, έπεται, ότι δεν θεμελιώνεται υπαιτιότητα αυτού (αναδόχου) για το ανεκτέλεστο κατά τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας τμήμα των συμβατικών υποχρεώσεών του σχετικά με το επίμαχο έργο, ..και, κατά συνέπεια, μη νόμιμα επιβλήθηκε σε βάρος του η αμφισβητούμενη ποινική ρήτρα. Για το λόγο δε αυτό, βάσιμα προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή..


ΣΤΕ/4179/2011

Εκτέλεση έργου.:Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το ζήτημα της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως της αναδόχου περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως ετέθη το πρώτον κατά τη σύνταξη του προμνησθέντος συγκριτικού πίνακος, στον οποίο δεν περιελήφθη ειδική πρόβλεψη περί αποδόσεως στην ανάδοχο της ήδη καταβληθείσης υπ’ αυτής κρατήσεως. Η τελευταία αυτή κράτηση, επιβληθείσα επί του εργολαβικού ανταλλάγματος, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, επέφερε, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων μεταβολή του ύψους του, μεταβολή, δηλαδή, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αποτελεί περιεχόμενο του συγκριτικού πίνακος. Με την παράλειψη δε αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε διά της εκδόσεως της απορριπτικής της ενστάσεως της αναδόχου αποφάσεως, με την οποία ενεκρίθη ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το συνοδεύον αυτόν πρωτόκολλο, εξεδηλώθη για πρώτη φορά η βούληση της Διοικήσεως περί επιβολής της κρατήσεως του άρθρου 27 παρ. 34 του ν. 2166/1993. Αντιθέτως, με τους προγενεστέρους του συγκριτικού πίνακος λογαριασμούς, στους οποίους δεν περιελήφθη πρόβλεψη περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως, ουδόλως εξεδηλώθη ρητή βούληση της Διοικήσεως περί επιβαρύνσεως της αναδόχου με την ως άνω κράτηση και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν ηδύνατο να στραφεί κατά των εγκριτικών των λογαριασμών της πράξεων, οι οποίοι, κατά το μέρος αυτό, ουδεμία πλημμέλεια είχαν. Εξάλλου, η ανάδοχος ούτε επ’ ευκαιρία της εξοφλήσεως των λογαριασμών αυτών ηδύνατο να θέσει ζήτημα αποδόσεως των ποσών, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εν λόγω κράτηση, δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεώς τους, δεν εξεδόθη πράξη, της αρμοδίας υπηρεσίας περί επιβολής της επιδίκου κρατήσεως εις βάρος της, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι εκ μέρους του αναιρεσείοντος Δημοσίου λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι πλήσσουν την αναιρετικώς ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεδομένου ότι ερείδονται επί πραγματικού, το οποίο δεν εδέχθη το δικάσαν δικαστήριο. Εκ μόνης δε της καταβολής της κρατήσεως αυτής εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου δεν δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία απεδέχθη ότι εβαρύνετο, τελικώς, με την εν λόγω κράτηση. Επομένως, ορθώς η αναιρεσίβλητος εστράφη κατά του συγκριτικού πίνακος, ο οποίος, κατά το μέρος, το οποίο δεν προέβλεψε την απόδοση σε αυτήν της ήδη καταβληθείσης κρατήσεως, απετέλεσε την μόνη βλαπτική των εννόμων συμφερόντων της αναδόχου πράξη, παραδεκτώς δε, εν συνεχεία, προσέφυγε η τελευταία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά την τήρηση της προβλεπομένης εκ του νόμου διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως της συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν ετελεσφόρησε.(..)η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.