ΣΤΕ/4108/1999
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Διοικητική κανονιστική πράξη:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμ. 2008204/763/0022/7-2-1994 και 2025343/4017/0022/ /26-4-1996 έγγραφα του Υπουργείου Οικονομικών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Δ/νση 22η), η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση κοινοποιήθηκε μεν στο σύνολο των ενδιαφερομένων υπηρεσιών (Υπουργεία, Υπηρεσίες Ελεγκτικού Συνεδρίου κ.λπ.), δεν βεβαιώνεται όμως ότι έγινε και τοιχοκόλλησή της σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών αυτών. Με τα δεδομένα όμως αυτά και ενόψει της δοθείσης κατά τ' ανωτέρω λύσεως στο παραπεμφθέν ζήτημα του τρόπου κατά τον οποίο αποκτούν νόμιμη υπόσταση οι περί καθιερώσεως υπερωριακής επ' αμοιβή εργασίας διοικητικές πράξεις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και είναι ως εκ τούτου ακυρωτέα, εφόσον, παρά το ανυπόστατο αυτής, η κοινοποίησή της στους αποδέκτες της προς συμμόρφωση των ενδιαφερομένων επέχει θέση εφαρμογής της.Επειδή, συνεπώς πρέπει, διακρατουμένης της υποθέσεως, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τον πιο πάνω λόγο, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, παρελκούσης της έρευνας των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/3322/2005
Δημοσίευση κανονιστικής απόφασης:...Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, ο αναιρεσείων, μόνιμος ιατρός του Ε.Σ.Υ. που υπηρετεί στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, άσκησε την από 30.12.1996 αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει ποσό 2.653.800 δραχμών ως διαφορά μεταξύ της υπερωριακής αποζημιώσεως που του καταβλήθηκε για τις εφημερίες που πραγματοποίησε κατά το από 1.1.1994 έως 30.6.1995 χρονικό διάστημα και η οποία υπολογίσθηκε με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/100 του μηνιαίου βασικού μισθού του και εκείνης που προκύπτει με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/65 αυτού που ορίσθηκε για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους με την 2039921/3479/0022/14.6.1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., με την οποία επιδικάσθηκε στον αναιρεσείοντα, ύστερα από ορθό υπολογισμό, ποσό 2.651.610 δραχμών για την ανωτέρω αιτία. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε έφεση το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ειδικότερα ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ούτε τηρήθηκε γι’ αυτήν η τυπική διαδικασία του ειδικού τρόπου δημοσιότητας του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 301/1976, δεδομένου ότι κοινοποιήθηκε μεν στο σύνολο των ενδιαφερομένων υπηρεσιών, χωρίς όμως να γίνει και τοιχοκόλλησή της σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών αυτών. Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγο που αφορά στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ότι η 2039921/3479/ 0022/14.6.1991 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος του αναιρεσείοντος, και με την αιτιολογία αυτή έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .... και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος. Η κρίση αυτή είναι ορθή και νόμιμη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (ΣτΕ 307/2003 7μ., 1485/2003), και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο η ως άνω κανονιστική απόφαση έχει τεθεί σε ισχύ de facto και εφαρμόζεται, παράγοντας όλες τις έννομες συνέπειές της, ανεξάρτητα από τη θεωρητική ταξινόμησή της στις ανυπόστατες πράξεις. Εξάλλου, εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη βεβαιώνει ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε νομίμως, η κρίση αυτή δεν χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία, ενόψει μάλιστα του ότι ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κάποιον ειδικότερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος δεν απαντήθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει δε να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως.Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση στο σύνολό της. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη.
ΣΤΕ/4109/1999
Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη υπ' αριθμ. 2065240/6951/0022/19-10-1990 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, η Διοίκηση βεβαιώνει μεν ότι η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες με την υπ' αριθμ. 2069864/6391/0022/6-11-1990 εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών, δεν βεβαιώνει όμως ότι έγινε και τοιχοκόλληση της αποφάσεως αυτής και δη στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. το υπ' αριθμ. 2079441/11649/0022/27-11-1996 έγγραφο του προέδρου της Επιτροπής Παρακολούθησης του Λογαριασμού "..." προς το Συμβούλιο της Επικρατείας). Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η κανονιστική αυτή υπουργική απόφαση δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση και επομένως δεν μπορούσε να αποτελέσει τη νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των εκκαλουσών να τύχουν αποζημιώσεως εκ του λογαριασμού "...".10.Επειδή, μετά την επίλυση κατά τ' ανωτέρω του παραπεμφθέντος ζητήματος που προαναφέρθηκε και δεδομένου ότι η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη κατά τα λοιπά, πρέπει, διακρατουμένης της υποθέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, εφόσον ορθώς, έστω και με άλλη αιτιολογία, κρίθηκε από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το πιο πάνω αίτημα των ήδη εκκαλουσών.11. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι εκκαλούσες πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη.
ΣΤΕ/33/2009
Δημοσίευση κανονιστικής πράξης:..Επειδή, όσον αφορά τη νομιμότητα της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, η αόριστη αναφορά στο δελτίο «...» σε συνοδική απόφαση με βάση την οποία «ανακαλείται» ο Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής, χωρίς να αναφέρεται η χρονολογία της, δεν συνιστά νομότυπο τρόπο δημοσίευσής της και, επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, ενώ εξάλλου λόγω της πλημμελούς αυτής δημοσίευσης δεν κινήθηκε η προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής, η οποία επί κανονιστικών πράξεων αρχίζει από τη δημοσίευσή τους (βλ. Σ.τ.Ε. 4/2000). Συνεπώς, η προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση είναι ανυπόστατη και, κατ’ αρχήν, προσβάλλεται απαραδέκτως. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο Μητροπολίτης ... εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 183Β/30.5.2004 απόφασή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, διόρισε προσωρινή διοίκηση της Ιεράς Μονής «μέχρι δημοσιεύσεως του Κανονισμού Λειτουργίας της Ιεράς Μονής» (παρ. 2 της αποφάσεως). Η ανωτέρω απόφαση του Μητροπολίτη ... ο οποίος την εξέδωσε θεωρώντας ότι δεν υφίσταται Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής λόγω της «ανακλήσεως» του κατά τ’ ανωτέρω δημοσιευθέντος Εσωτερικού Κανονισμού, συνιστά εφαρμογή της προσβαλλόμενης ανυπόστατης κανονιστικής απόφασης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Επιπλέον, η κατάργηση του Εσωτερικού Κανονισμού της αιτούσας Ιεράς Μονής με τον τύπο της «διόρθωσης ημαρτημένων» δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι τούτο έγινε με αυθαίρετη ενέργεια της Διεύθυνσης του δελτίου «...», χωρίς να συντρέχει περίπτωση διόρθωσης σφάλματος που ενεφιλοχώρησε κατά τη δημοσίευση του εν λόγω Κανονισμού. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται ακυρωτέα και για το λόγο αυτό.
ΣΤΕ/517/2013
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως βεβαιώνεται στο από 24-12-2003 αποδεικτικό του κλητήρα του Δήμου ..., το οποίο συνυπογράφουν δύο μάρτυρες, ο κλητήρας αυτός δημοσίευσε με τοιχοκόλληση κατά την πιο πάνω ημερομηνία στον πίνακα ανακοινώσεων του Δήμου τα θέματα του 20957/18-12-2003 πίνακα θεμάτων-αποφάσεων της 17ης συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου της 22-12-2003 και τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατ’ αυτήν. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η προσβαλλόμενη απόφαση απέκτησε νόμιμη υπόσταση με την πιο πάνω δημοσίευσή της στις 24-12-2003, από την επομένη δε της δημοσίευσης αυτής, δηλαδή από 25-12-2003 άρχισε η προβλεπόμενη στο άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 19-5-2004, δηλαδή μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, ασκήθηκε εκπροθέσμως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. ΣΕ 3273/2004 7μ., 3514/2006, 375/2007, 1869/2008 κ.α.).
ΣΤΕ/2817/2006
Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, από τα άρθρα 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει η βασική αρχή, που ερείδεται και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, ότι για την τελείωση των τυπικών νόμων και των προεδρικών διαταγμάτων, αλλά και των λοιπών κανονιστικού χαρακτήρα διοικητικών πράξεων, απαιτείται, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους, η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με τη δημοσίευση η κανονιστική ρύθμιση καθίσταται προσιτή στους πολίτες, δημιουργείται τεκμήριο γνώσης της και καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητας των κανονιστικών διοικητικών πράξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα λοιπά δικαστήρια. Ειδικά, όμως, για τις λοιπές, πέραν των προεδρικών διαταγμάτων, κανονιστικού περιεχομένου διοικητικές πράξεις, ο νομοθέτης μπορεί να καθορίσει γενικό ή ειδικούς, κατά περίπτωση, τρόπους δημοσιεύσεως με άλλο πρόσφορο μέσο, που προσιδιάζει στο αντικείμενο και το χαρακτήρα της επιχειρούμενης ρυθμίσεως (ΣτΕ 4108, 4109/1999 Ολ., 3322/2005)Επειδή, όπως συνάγεται από το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση περιεχόμενό της (καθορισμός αποδοχών Γενικού Διευθυντή της …), η 20286/Ζ2/2361/21-9-1989 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 1730/1987, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και για να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις. Τέτοια δημοσίευση όμως δεν έγινε, όπως προκύπτει από το 3461/22-9-2006 έγγραφο του αναιρεσείοντος Ταμείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας σε συνδυασμό με το Γ162534/20-9-2006 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το εν λόγω Ταμείο, τα οποία περιήλθαν στο Δικαστήριο μετά την 1423/2006 αναβλητική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εφάρμοσε την πιο πάνω ανυπόστατη υπουργική απόφαση. Για το λόγο αυτό, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ/1609/2012
Δημοσίευση κανονιστικής διοικητικής πράξης:... Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 87/2011 Ολομ.), οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί, είναι μεν ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, πλην όμως ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Επειδή, όπως έγινε δεκτό με την προμνησθείσα, υπ΄ αριθ. 4142/2010 προδικαστική απόφαση του Τμήματος, η προσβαλλομένη πράξη δεν αποτελεί απλή εγκύκλιο αλλά, εν όψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, και ως εκ τούτου, για να λάβει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφ΄ όσον δεν προβλέπεται, από διάταξη νόμου, η κατ΄ άλλον τρόπο δημοσίευσή της.Επειδή, εν προκειμένω, με το υπ΄ αριθ. 62609/82/2.6.2011 έγγραφο του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Προσωπικού Δ.Ε. της Γενικής Διευθύνσεως Διοίκησης Π.Ε. και Δ.Ε. του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, το οποίο εστάλη στο Δικαστήριο σε εκτέλεση της ανωτέρω προδικαστικής αποφάσεως, βεβαιώνεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει το ανωτέρω παρατεθέν κανονιστικό περιεχόμενο δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ, εξ άλλου, δεν προβλέπεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημοσίευσή της με άλλο νόμιμο τρόπο. Για τον λόγο αυτόν, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αφορώντα την υπόσταση της προσβαλλομένης πράξεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η δε εξέταση των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως να παραλειφθεί ως αλυσιτελής.
ΣΤΕ/2999/1988
Δημοσίευση κανονιστικής πράξεως..Κατά συνέπεια, εφόσον η τοιχοκόλληση των αποφάσεων ενισχύσεως της αλιείας δεν συνδυάζεται και με άλλους τρόπους γνωστοποιήσεως αυτών, δεν μπορεί καθ' εαυτή να χαρακτηρισθεί πρόσφορο μέσο δημοσιότητας και επομένως η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 1409/83, ως έχει, κρίνεται αντισυνταγματική, και ανίσχυρη. Δεδομένου δε ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική, απόφαση, που προέρχεται από συλλογικό όργανο, δεν έχει δημοσιευθεί ούτε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως προβλέπει ο γενικός κανόνας του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ' ν. 301/1976, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, που είναι και αυτεπαγγέλτως εξεταστέος. Αν και κατά τη γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, ο προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος δημοσιότητας συνιστά πρόσφορο μέσο, διότι αφορά ειδικό κύκλο ενδιαφερομένων προσώπων που αναμένουν την περιοδική έκδοση της αποφάσεως.Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, η κανονιστική διοικητική πράξη που δεν δημοσιεύθηκε είναι ανυπόστατη και η κατ' αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη, πλην της περιπτώσεως που έτυχε η προσβαλλομένη εφαρμογής, οπότε αυτή. ακυρώνεται για να διαπιστωθεί το ανυπόστατο έναντι πάντων, σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 1 ν.δ. 170/1978. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 210409/13.4.1988 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει τύχει εφαρμογής και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη στο σύνολο της, ενώ αποβαίνει περιττή η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
ΣΤΕ/87/2011
Δημοσίευση κανονιστικής πράξης-ανυπόστατο:..Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως).Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως)...10. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει το παρατεθέν σε προηγούμενη σκέψη κανονιστικό περιεχόμενο, όπως βεβαιώνεται στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. 3017/17-2-2009 έγγραφο της Περιφέρειας ..., καθώς και στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. Γ25258/17-2-2009 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ, εξάλλου, δεν προβλέπεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημοσίευσή της με άλλο νόμιμο τρόπο. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό ακυρώσεως που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, πρέπει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη πράξη να ακυρωθεί.
ΣΤΕ/2200/2003
Δημοσίευση κανονιστικών πράξεων:..Επειδή στο άρθρο 37 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα ορίζονται τα εξής: "1. Το δημοτικό ή το κοινοτικό συμβούλιο μπορεί να εκδίδει τοπικές κανονιστικές αποφάσεις με τις οποίες : α. Καθορίζονται οι όροι για τη χρήση και τη λειτουργία των δημοτικών και κοινοτικών αγορών και των τόπων αγορών, των εμποροπανηγύρεων, των συστημάτων υδρεύσεως, αρδεύσεως και αποχετεύσεως, των αλσών και των κήπων, των κοιμητηρίων, των αθλητικών εγκαταστάσεων, των κέντρων νεότητας, των παιδικών χαρών, των παιδικών και βρεφικών σταθμών, των υγειονομικών σταθμών και των κέντρων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, των πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, των δημοτικών ή κοινοτικών λαϊκών κατοικιών, θερέτρων και τουριστικών εγκαταστάσεων, των πεζοδρομίων, των πλατειών και των λοιπών κοινόχρηστων χώρων. β. Ρυθμίζονται θέματα κυκλοφορίας και στάθμευσης των οχημάτων, ειδικών όρων δόμησης, καθαριότητας, προστασίας των κατοίκων από την ηχορύπανση, προστασίας των θαλασσών από πηγές ξηράς, των υπόγειων και των επίγειων υδάτινων αποθεμάτων από τη ρύπανση και γ. Ορίζονται οι όροι λειτουργίας των ψυχαγωγικών παιδιών, των θεάτρων, των κινηματογράφων και παρεμφερών επιχειρήσεων, των νυκτερινών κέντρων, των μπαρ και των συναφών καταστημάτων . . . 2. . . . 3. Οι διατάξεις, που προβλέπει η παρ. 1, δημοσιεύονται με ανάρτηση στις πινακίδες του δήμου ή της κοινότητας για την οποία συντάσσεται αποδεικτικό. Οι διατάξεις αυτές παραμένουν συνεχώς εκτεθειμένες σε χώρο του δημοτικού ή κοινοτικού καταστήματος, που είναι προσιτός στο κοινό. 4. . . .". Η τελευταία αυτή διάταξη αφορά μόνο τις τοπικές κανονιστικές αποφάσεις των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων της ως άνω παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και όχι τις κανονιστικές αποφάσεις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων για την επιβολή φόρων, τελών, δικαιωμάτων κ.λ.π., όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο περαιτέρω προβαλλόμενος ισχυρισμός της αιτούσης, κατά τον οποίο οι προσβαλλόμενες αποφάσεις (τών οποίων απόσπασμα εστάλη ταχυδρομικώς στην αιτούσα) δεν αναρτήθηκαν με τους όρους του άρθρου 37 παρ. 3 εδ. β' του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995) σε εμφανές σημείο του Δήμου ούτε παρέμειναν αναρτημένες συνεχώς.Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις απέκτησαν νόμιμη υπόσταση με την δημοσίευσή τους στον οικείο πίνακα ανακοινώσεων του Δημοτικού Καταστήματος τού Δήμου ..., η οποία έλαβε χώρα στις 6.3.1998 και 19.5.1999 αντιστοίχως, η δε προβλεπόμενη στο άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή τους με αίτηση ακυρώσεως άρχισε από την επομένη τών πιό πάνω δημοσιεύσεων. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο ... στις 17.5.2000, δηλαδή μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, ασκήθηκε εκπροθέσμως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1406/2022
Προμήθεια και Εγκατάσταση Μηχανισμών Υπογειοποίησης Κάδων:ζητείται η αναθεώρηση της 1079/2022 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ανάκλησης του προσφεύγοντος Δήμου και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση της προσφεύγουσας εταιρείας για ανάκληση της 127/2022 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Με βάση όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, αναφορικά με τον χαρακτήρα των πλημμελειών που μπορεί να στοιχειοθετήσουν διακωλυτικό λόγο υπογραφής σύμβασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, η θέσπιση του επίμαχου όρου της διακήρυξης δεν συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια, όπως εσφαλμένα κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Δικαστήριο, στο σημείο αυτό, παρατηρεί τα ακόλουθα: (i) Λόγω του εξειδικευμένου χαρακτήρα, αλλά και του υψηλού κόστους των συστημάτων υπογειοποίησης κάδων με συμπίεση απορριμμάτων, η υπό ανάθεση προμήθεια της δεύτερης Ομάδας απευθυνόταν σε περιορισμένο, ούτως ή άλλως, κύκλο ενδιαφερομένων οικονομικών φορέων, οι οποίοι, λόγω της χρηματοοικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής τους επάρκειας, θα ήταν πράγματι σε θέση να ανταπεξέλθουν στις υψηλές απαιτήσεις της συγκεκριμένης σύμβασης. (ii) Οι έτεροι δύο, πλην αυτού που αναδείχθηκε ανάδοχος, οικονομικοί φορείς που υπέβαλαν προσφορά για τη δεύτερη Ομάδα, αποκλείσθηκαν όχι μόνο λόγω έλλειψης της απαιτούμενης εμπειρίας, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν πληρούσαν ούτε το κριτήριο της χρηματοοικονομικής επάρκειας (βλ. σκ. 10). Επομένως, ανεξαρτήτως της ως άνω διαπιστωθείσας πλημμέλειας σε σχέση με τη θέσπιση του όρου του άρθρου 2.5.7 της διακήρυξης, οι ανωτέρω αποκλεισθέντες οικονομικοί φορείς δεν θα μπορούσαν, σε καμία περίπτωση, λόγω των πολλαπλών πλημμελειών των προσφορών τους, να γίνουν δεκτοί στον διαγωνισμό. (iii) Kατά της νομιμότητας της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας, και δη κατά του επίμαχου όρου της διακήρυξης, δεν ασκήθηκε καμία προδικαστική προσφυγή. Ούτε, άλλωστε, υποβλήθηκε κάποια προσφορά με επιφύλαξη ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου κριτηρίου, κατ’ επίκληση παραδόσεων συναφών ειδών σε ιδιωτικούς φορείς. (iv) Μολονότι, όπως έγινε ήδη δεκτό (βλ. σκ. 20), υφίσταται δυνατότητα προμήθειας των επίμαχων ειδών και από ιδιώτες, εντούτοις, είναι κοινώς γνωστό ότι, ενόψει της ιδιαίτερης φύσης και της σημαντικής οικονομικής αξίας αυτών, τα εν λόγω εξειδικευμένα συστήματα προμηθεύονται κατά κύριο λόγο δημόσιοι φορείς και δη Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, οι οποίοι και είναι κατά νόμο επιφορτισμένοι με την αρμοδιότητα διαχείρισης των αστικών αποβλήτων. Ως εκ τούτου, καθίσταται εν τοις πράγμασι περιορισμένη η δυνατότητα των προσφερόντων να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν εμπειρία σε συναφείς προμήθειες με αποδέκτες ιδιωτικούς φορείς, δυνάμενα μάλιστα να συντελέσουν σε επαρκή βαθμό στην ικανοποίηση του σχετικού κριτηρίου, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης των υποψηφίων να καλύψουν, σύμφωνα με το άρθρο 2.5.7.της διακήρυξης, τουλάχιστον το 50% της εκτιμώμενης αξίας της υπό ανάθεση προμήθειας. (v) Συναφώς, και δεδομένου ότι τα εξελιγμένα αυτά συστήματα, ενόψει των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, απευθύνονται κυρίως στους ως άνω δημόσιους φορείς, προορίζονται δε να τοποθετηθούν σε κοινόχρηστους χώρους των δημοτικών διαμερισμάτων του μεγαλύτερου δήμου της χώρας, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα Δήμο, παρίσταται εύλογος ο σχηματισμός της πεποίθησης των αρμοδίων οργάνων αυτού περί της νομιμότητας του επίμαχου όρου, υπό την έννοια ότι ήταν όχι μόνο πρόσφορος, αλλά και αναγκαίος για την ανάδειξη του πλέον κατάλληλου, από άποψη εμπειρίας στον οικείο τομέα, αναδόχου για την προσήκουσα εκτέλεση της συγκεκριμένης προμήθειας και την ικανοποίηση, συνακόλουθα, με τον αποτελεσματικότερο τρόπο των συνδεόμενων με τη δημόσια υγεία και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των δημοτών και χρηστών του εν λόγω Δήμου ειδικών αναγκών της.Αναθεωρεί τη 1079/2022 απόφαση του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Δέχεται την προσφυγή ανάκλησης και την παρέμβαση και ανακαλεί την 127/2022 πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου