υποθέσεις C 458/2014 και C 67/2015
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
«Προδικαστική παραπομπή — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Εκμετάλλευση παραθαλάσσιων και παραλίμνιων κοινόχρηστων εκτάσεων — Οδηγία 2006/123/ΕΚ — Άρθρο 4, παράγραφος 6 — Έννοια του “συστήματος χορηγήσεως αδείας” — Άρθρο 12 — Περιορισμένος αριθμός αδειών λόγω της σπανιότητας των φυσικών πόρων — Αυτόματη ανανέωση των αδειών — Σύμφωνη ερμηνεία — Αποτέλεσμα οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη»
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Π.Δ.326/1991
Τροποποίηση του Π.Δ.455/76 “περί όρων και προϋποθέσεων ιδρύσεως και λειτουργίας σταθμών αυτοκινήτων και εγκαταστάσεως εντός αυτών πλυντηρίων - λιπαντηρίων αυτοκινήτων, αντλιών παροχής καυσίμων ως και προϋποθέσεων χορηγήσεως των προς τούτο απαιτουμένων αδειών” (Α-169).
ΝΣΚ/69/2002
Τύχη αδειών εγκατάστασης αιολικών πάρκων σε δασικές εκτάσεις που ακυρώθηκαν από το ΣτΕ μετά τις ρυθμίσεις του Ν 2941/2001.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Οι ακυρωθείσες με τις με αρ.1322 και 1324/2001 αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, με αρ. Δ6/Φ.17394/1400/9-2-1999 και Δ6/Φ.1742/2204/17-2-1999 αποφάσεις του Γεν. Γραμματέα Υπ. Ανάπτυξης με τις οποίες χορηγήθηκαν άδειες εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής με χρήση ΑΠΕ στις εταιρείες ΡΟΚΑΣ ΑΙΟΛΙΚΗ ΑΒΕΕ και ΡΟΚΑΣ ΑΙΟΛΙΚΗ ΕΥΒΟΙΑΣ ΑΒΕΕ δεν δύνανται να νομιμοποιηθούν και ισχυροποιηθούν κατ εφαρμογήν των διατάξεων της παρ.8 του άρθρου 2 του Ν 2941/2001, καθόσον αυτό θα συνιστούσε παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δεδικασμένου της ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δύναται όμως, η αρμόδια πλέον Δ/νση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος επιλαμβανόμενη των νέων αιτήσεων των εν λόγω εταιρειών, και εφ όσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να εκδόσει νέες πράξεις χορηγήσεως αδειών εγκαταστάσεων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με χρήση ΑΠΕ εντός δασικών εκτάσεων, δεδομένου ότι οι διατάξεις των παρ.1,2,3,4 και 6 του άρθρου 2 του Ν 2941/2001 παρέχουν πλέον το νόμιμο έρεισμα για την έκδοση τέτοιων αδειών. β) Οι με αρ.2221 και 2923/1998 αποφάσεις της Δ/νσης Δασών Ν. Ευβοίας περί εγκρίσεως επεμβάσεως σε δασικές εκτάσεις δεν ακυρώθηκαν με τις παραπάνω αποφάσεις του ΣτΕ και ούτε καλύπτονται από το δεδικασμένο αυτών και συνεπώς είναι πλέον νόμιμες και ισχυρές δυνάμει των διατάξεων των παρ.4 και 8 άρθρου 2 Ν 2941/2001. Ως εκ του λόγου τούτου, αλλά και με το πρόσθετο δεδομένο ότι από την έκδοση των εγκρίσεων αυτών δεν έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος, μπορεί με βάση τις αποφάσεις (εγκρίσεις) αυτές -και εφ όσον εννοείται, ότι δι άλλο νόμιμο λόγο δεν είναι άκυρες- να χορηγηθούν νέες ως άνω άδειες εγκατάστασης σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/493/2024
Παροχή Υπηρεσιών Φύλαξης: Με τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 1.4 του Παραρτήματος ΙΙ της διακήρυξης όρος, με τον οποίο επιβάλλεται στον ανάδοχο των υπό ανάθεση υπηρεσιών να απασχολεί ως προσωπικό για την εκτέλεση της σύμβασης άτομα που έχουν οπωσδήποτε την ελληνική ιθαγένεια, είναι μη νόμιμος. Τούτο, διότι ο εν λόγω όρος εισάγει έμμεση διάκριση λόγω ιθαγένειας μεταξύ των ενδιαφερόμενων να συμμετάσχουν στη διαγωνιστική διαδικασία οικονομικών φορέων, καθόσον καθιερώνει ως προϋπόθεση εκπλήρωσης των προδιαγραφών τεχνικής καταλληλότητας και, κατά συνέπεια, υποβολής παραδεκτής προσφοράς την απασχόληση από τον ανάδοχο αποκλειστικά Ελλήνων πολιτών, κατά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων και της ελεύθερης ανάπτυξης του ανταγωνισμού στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων. Οι εν λόγω αρχές που καθιερώνονται ευθέως από το εφαρμοστέο εν προκειμένω ενωσιακό δίκαιο, όπως ενσωματώθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 4412/2016, στο άρθρο 18 παρ. 1 εδ α΄ και β΄ του οποίου ρητώς αναφέρεται η υποχρέωση τήρησής τους από όλους τους συμμετέχοντες στις οικείες διαδικασίες ανάθεσης, προεχόντως δε από τις αναθέτουσες αρχές, αποτελούν κατ’ ουσίαν έκφανση της γενικότερης αρχής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θεμελιώδης αυτή αρχή είναι κατ’ αρχήν ασύμβατη με όρους ανάλογου περιεχομένου, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν για την εφαρμογή τους ειδικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος σε συνάρτηση και με την ιδιαίτερη φύση του αντικειμένου της συγκεκριμένης ανάθεσης. (...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Κλιμάκιο διαπιστώνει ότι συντρέχει, εν προκειμένω, νομική πλημμέλεια, η οποία έπληξε ευθέως την εφαρμογή των γενικών αρχών της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων, της απαγόρευσης των διακρίσεων βάσει ιθαγένειας και της ελεύθερης ανάπτυξης του ανταγωνισμού, όπως καθιερώνονται από το ενωσιακό δίκαιο και διατρέχουν το σύνολο της εσωτερικής έννομης τάξης στο πεδίο ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων, και επέδρασε κατά συνέπεια στο κύρος της ελεγχόμενης διαδικασίας ανάθεσης. Ως εκ τούτου, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ως άνω πλημμέλεια είναι ουσιώδης και κωλύει τη σύναψη της σύμβασης μεταξύ του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθηνών (ΟΑΚΑ) “Σπύρος Λούης” και της εταιρείας με την επωνυμία «..».
ΣΤΕ/2362/1991
Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ..., ως καθορίζουσα όρους για τη χρήση πεζοδρομίου έχει κανονιστικό χαρακτήρα και υπέκειτο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26, παρ. 1 και 2 του ν. 1065/80 στην έγκριση του νομάρχη. Ο Νομάρχης όμως του Διαμερίσματος ... με την 2437/31.1.1985 απόφασή του δεν άσκησε την από το νόμο παρεχόμενη σ' αυτόν αρμοδιότητα, αφού μ' αυτήν απλώς "θεώρησε νόμιμη" την πιο πάνω απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, ενώ εξάλλου η πράξη του αυτή δεν δημοσιεύτηκε και μάλιστα μέσα στη νόμιμη προθεσμία των τριάντα ημερών. Για τους λόγους αυτούς η νομαρχιακή απόφαση δεν παρήγαγε νομικές συνέπειες και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη και δη παραδεκτώς, με την κρινόμενη αίτηση. Η παράλειψη αυτή της άσκησης από τον νομάρχη της αρμοδιότητας ουσιαστικού ελέγχου κατέστησε αυτοτελώς εκτελεστή την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία ναι μεν δεν δημοσιεύτηκε για την νόμιμη τελείωσή της μετά την πάροδο της τασσομένης στον νομάρχη προθεσμίας ως ξεχωριστή πράξη κανονιστικού χαρακτήρα κατά τους όρους του άρθρου 26 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, πλην όμως ο ουσιώδης αυτός τύπος για την νόμιμη τελείωση της αποφάσεως καλύφθηκε από την προηγηθείσα της ασκήσεως της νομαρχιακής αρμοδιότητας δημοσίευση της ίδιας αποφάσεως, η οποία, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό δημοσιεύσεως που βρίσκεται στο φάκελο, τοιχοκολλήθηκε την 15.1.1985 στον πίνακα ανακοινώσεων που βρίσκεται στην είσοδο του Δημαρχείου του Δήμου της ... και παρέμεινε συνεχώς εκτεθειμένη σ' αυτό τον προσιτό στο κοινό χώρο του δημοτικού καταστήματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του πιο πάνω άρθρου 26.Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου δεν εκλήθη ο αιτών να εκθέσει τις απόψεις του προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί, διότι ούτε ο νόμος καθιερώνει τον τύπο αυτό ούτε η τήρησή του επιβάλλεται από το άρθρο 20 παράγραφος 2 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα ακροάσεως, δεδομένου ότι η σχετική συνταγματική δεν έχει εφαρμογή επί κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 1427-1430/1981 Ολ.)...Επειδή, τέλος προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα, γιατί στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο αιτών χρησιμοποιεί ως κατάστημα το πεζοδρόμιο της οδού ..., ενώ πράγματι διατηρεί κατάστημα στην οδό αυτή δυνάμει εμπορικής μισθώσεως, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι με την προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση καθορίστηκαν γενικά οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, αδειών χρήσεως των κοινόχρηστων για όλο το πλάτος του πεζοδρομίου της οδού ... και δεν κρίθηκε με την απόφαση αυτή αν ο αιτών πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.
ΔΕΚ/C-382/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-399/1998
Περίληψη1. Αφού η ύπαρξη «συμβάσεως δημοσίου έργου» αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το άρθρο 1, στοιχείο α_, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία αποσκοπεί στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού. Η ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού απαιτεί τη δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων συμβάσεων εντός της Κοινότητας. ράγματι, ο κίνδυνος ευνοιοκρατίας εκ μέρους των δημοσίων αρχών αποφεύγεται χάρη ακριβώς στην εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία με σκοπό το άνοιγμα προς τον κοινοτικό ανταγωνισμό. ( βλ. σκέψη 52 ) 2. Η ίδια η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ορίζει τις έννοιες «αναθέτουσα αρχή» (άρθρο 1, στοιχείο β_) και «έργο» (άρθρο 1, στοιχεία α_ και γ_, και παράρτημα ΙΙ). Ο ορισμός αυτός που δίδει ο κοινοτικός νομοθέτης επιβεβαιώνει τη σημασία που έχουν τα στοιχεία αυτά ενόψει του σκοπού της οδηγίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά έχουν οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν υφίσταται «σύμβαση δημοσίου έργου» υπό την έννοια της οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα εκτελέσεως ή μελέτης και εκτελέσεως έργου ή πραγματοποιήσεως έργου που προορίζεται για αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια της οδηγίας, η εκτίμηση των περιπτώσεων αυτών από την άποψη των άλλων στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, ιδίως όταν οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζουν ιδιομορφίες οφειλόμενες στις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου. ( βλ. σκέψεις 53-55 ) 3. Το γεγονός ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου που προβλέπει την απευθείας εκτέλεση των έργων υποδομής αποτελεί τμήμα ενός συνόλου πολεοδομικών κανόνων που έχουν δικά τους χαρακτηριστικά και επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς, διαφορετικούς από τους σκοπούς της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η απευθείας εκτέλεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν συντρέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτό. ( βλ. σκέψη 66 ) 4. Το γεγονός ότι η οικεία δημοτική αρχή δεν έχει, στο πλαίσιο συμβάσεως κατατμήσεως γης, την ευχέρεια να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενο, διότι, σύμφωνα με τον νόμο, αντισυμβαλλόμενός της είναι υποχρεωτικά ο έχων την κυριότητα των κατατεμνόμενων εκτάσεων γης, δεν αρκεί για να αποκλείσει τον συμβατικό χαρακτήρα της σχέσεως μεταξύ της δημοτικής αρχής και του κυρίου της γης, αφού βάσει ακριβώς της συμβάσεως κατατμήσεως γης που συνάπτεται μεταξύ τους καθορίζονται τα έργα υποδομής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο προβαίνων στην κατάτμηση, καθώς και οι σχετικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης της εγκρίσεως από τον δήμο των σχεδίων για τα έργα αυτά. ( βλ. σκέψη 71 ) 5. Η εξ επαχθούς αιτίας σύναψη της συμβάσεως κατά το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αναφέρεται στην αντιπαροχή που καταβάλλει η οικεία δημόσια αρχή λόγω της πραγματοποιήσεως των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως την οποία αφορά το προαναφερθέν άρθρο 1, στοιχείο α_, και επί των οποίων η δημόσια αρχή θα έχει την εξουσία χρήσεως και διαθέσεως. ( βλ. σκέψη 77 ) 6. Το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν απαιτεί να είναι σε θέση ο συνάπτων σύμβαση με αναθέτουσα αρχή να εκπληρώσει απευθείας τη συμφωνηθείσα παροχή με δικά του μέσα, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργολήπτης• αρκεί να παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για το ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει την εκπλήρωση της οικείας παροχής από τρίτους. ( βλ. σκέψη 90 ) 7. Για να τηρείται η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως έργου υποδομής, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε οι δημοτικές αρχές, οι οποίες αποτελούν οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας, να εφαρμόζουν οι ίδιες τις διαδικασίες που προβλέπει η οδηγία για τη σύναψη των συμβάσεων. Η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας θα διασφαλιζόταν εξίσου, αν η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στις δημοτικές αρχές να υποχρεώνουν τον προβαίνοντα στην κατάτμηση της γης και κάτοχο της οικοδομικής άδειας, μέσω των συμφωνιών που συνάπτουν μαζί του, να πραγματοποιεί τα συμφωνηθέντα έργα κατ' εφαρμογήν των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία, προκειμένου οι δημοτικές αρχές να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εν λόγω οδηγία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή ο προβαίνων στην κατάτμηση της γης πρέπει να θε