×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

3176/2021

Τύπος: Εγκύκλιοι

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Οδηγίες εφαρμογής της με Α.Π. 489/23-4-2018 «Γενικές κατευθύνσεις για την περιβαλλοντική αποκατάσταση λατομείων σε εκτάσεις υπαγόμενες στην Δασική Νομοθεσία» εγκυκλίου. ΑΔΑ:ΩΣΟΨΟΡ1Υ-ΘΘΞ


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

12550/744/Φ15/2012

Θέμα: Γενικές κατευθύνσεις εφαρμογής του όρου Ε3 της με α.π. Φ.15/4187/266 ΚΥΑ (ΦΕΚ 1275/Β/11-4-2012).


54689/2067/2025

Καταμέτρηση δασικών προϊόντων μετά από μεγάλες φυσικές καταστροφές. ΑΔΑ:ΨΛΠΚ4653Π8-Τ7Υ

ΣΧΕΤ.: 1.Οι διατάξεις του Ν.Δ. 86/1969, όπως ισχύει.

2. Οι διατάξεις του Π.Δ. 19/30 Νοεμ. 1928 «Περί διαχειρίσεως Δασών, κανονισμού και τρόπου υλοτομίας, Δασικής φορολογίας και μισθώματος, διαθέσεως δασικών προϊόντων, ενοικιάσεως φόρου ρητίνης κλπ. ρητινοσυλλογής και ρητινοκαλλιεργείας κλπ» (ΦΕΚ 252/Α/30.11.1928).

3.Η με αριθμ. πρωτ. ΥΠΕΝ/ΔΔΔ/117627/3873/08-12-2021 εγκύκλιο του Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Γενικές οδηγίες – Κατευθύνσεις για την διαχείριση και αξιοποίηση της ξυλείας των καμένων δασών» (ΑΔΑ: 6ΖΔ54653Π8-ΜΨΔ).

4. Η με Α.Π. ΥΠΕΝ/ΔΔΔ/105934/3418/16.10.2023 Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Πίνακας Διατίμησης Δασικών Προϊόντων, διαχειριστικού έτους 2023» (6013 Β΄).

5.Το με αριθμ. πρωτ. 162860/02.5.2025 έγγραφο του Δασαρχείου Αλεξανδρούπολης (Α.Π. Εισερχ. ΥΠΕΝ/ΔΔΔ/47096/1725/05-05-2025).


ΝΣΚ/295/2016

Δασικός χαρακτήρας και σχετικές πράξεις προστασίας εκτάσεων που περιλαμβάνονται σε υποχρεωτικούς αναδασμούς.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
α) Οι δασικού χαρακτήρα εκτάσεις που περιλαμβάνονται στους επίμαχους υποχρεωτικούς αναδασμούς δεν προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία από 8.8.2014, που δημοσιεύθηκε ο ν. 4280/2014, με το άρθρο 37 παρ. 2 του οποίου, αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 65 του Ν. 998/1979. β) Πράξεις εκδοθείσες πριν την ανωτέρω ημερομηνία, που δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί, φέρουσες το τεκμήριο νομιμότητας και σκοπούσες την προστασία δασών και δασικών εκτάσεων είναι ισχυρές και δεν δύνανται να ανακληθούν, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 65 παρ.1 του ν. 998/1979, όπως ισχύει. (ομοφ.)


ΝΣΚ/102/2014

Νομιμότητα και ισχύς διοικητικών πράξεων εγκρίσεων επέμβασης σε δημόσιες δασικές εκτάσεις.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι υπ’ αριθ. 1407/25-11-1999 και 1408/25-11-1999 αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Πελοποννήσου αντικαταστάθηκαν από την υπ’ αριθ. οικ. 133877/23-12-2010 Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και έπαψαν από την έκδοση αυτής να ισχύουν, χωρίς να χρειάζεται η έκδοση διαπιστωτικής πράξης από τη Διοίκηση. Η Διοίκηση πρέπει να προσδιορίσει τα τμήματα των δασικών εκτάσεων που καταλείπονται μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. οικ. 133877/23-12-2010 Υπουργικής Απόφασης χωρίς να καταλαμβάνονται απ’ αυτήν, λόγω των περιορισμένων τροποποιήσεων του αρχικού σχεδιασμού του ΑΣΠΗΕ, και τα οποία καταλάμβαναν οι υπ’ αριθ. 1407 και 1408/25-11-1999 εγκρίσεις επέμβασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου και να κηρύξει αυτά αναδασωτέα, προστατεύοντάς τα και από οιαδήποτε επέμβαση επ’ αυτών στο μέλλον σύμφωνα με τη δασική νομοθεσία. Πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής θα πρέπει να εκδοθεί κατά των εκμεταλλευομένων το έργο, εφόσον μετά την έκδοση της άνω Υ.Α., εξακολουθούν να κατέχουν εκτάσεις μη περιεχόμενες σ’ αυτήν και δεν τις αποδίδουν στο Δημόσιο (ομοφ.).


ΝΣΚ/498/2011

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας – Εκτέλεση ή μη έργων Α.Π.Ε. σε αναδασωτέες εκτάσεις.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Από τις διατάξεις του Ν. 998/1979 και κυρίως αυτές των άρθρων 45 και 58, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, από το σύνολο των διατάξεων του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α.) και των ειδικών διατάξεων των άρθρων 6,14 και 17 αυτού, δεδομένης δε και της συνταγματικά επιβαλλόμενης διατήρησης, άλλως «μη αποβολής» του χαρακτήρα, που είχαν οι κηρυχθείσες ως αναδασωτέες εκτάσεις πριν καταστραφούν, κριτήριο για τον προσδιορισμό του επιτρεπτού της εκτέλεσης έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και των συνοδών αυτών έργων, και ειδικότερα των έργων εκμεταλλεύσεως της ηλιακής ενέργειας σε αναδασωτέες εκτάσεις και πριν την ανάκτηση της δασικής βλαστήσεως, είναι η φύση της εκτάσεως πριν την κήρυξή της ως αναδασωτέας. Έτσι, αν η κηρυχθείσα ως αναδασωτέα έκταση αποτελούσε (πριν την κήρυξή της) δάσος σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τότε δεν επιτρέπεται η εκτέλεση έργων εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας και των συνοδών αυτών έργων, ενώ αν η κηρυχθείσα ως αναδασωτέα έκταση αποτελούσε πριν από την κήρυξή της δασική έκταση, τότε επιτρέπεται η εκτέλεση τέτοιων έργων. (πλειοψ.) Λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των πλείστων όσων νομικών ζητημάτων ανέκυψαν, σε συνδυασμό και προς το γεγονός ότι ως προς ένα εκ των ζητημάτων αυτών το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’ αριθμ. 2474/2011 απόφασή του υπό επταμελή σύνθεση, παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, το Τμήμα αποφάσισε ομοφώνως την παραπομπή του ερωτήματος στην Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. (ομοφ.)


ΝΣΚ/493/2011

Ερμηνεία των παρ.1, 3 και 4 του άρθρου 17 Ν.3208/2003 σχετικά με την εφαρμογή δασικής νομοθεσίας επί παραχωρηθεισών δημοσίων δασικών εκτάσεων με σκοπό είτε την ανέγερση κατοικίας είτε την γεωργική και δενδροκομική καλλιέργεια.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
1) Επί παραχωρηθεισών εκτάσεων με σκοπό την ανέγερση κατοικίας, για την έκδοση οριστικού τίτλου οφείλεται τίμημα, το οποίο αν δεν έχει καταβληθεί (εν όλω ή εν μέρει), καθορίζεται, κατά περίπτωση, από την αρμόδια Επιτροπή Απαλλοτριώσεων, ο δε υπολογισμός του όλου ή του υπολειπομένου μέρους του γίνεται σύμφωνα με τις κρατούσες συνθήκες κατά τον χρόνο της καταβολής του και τα ισχύοντα κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο μέσα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων. 2) Επί παραχωρηθεισών εκτάσεων με σκοπό την γεωργική και δενδροκομική καλλιέργεια, α) Στην περίπτωση του άρθρου 17 παρ.4 του Ν.3208/2003, απαιτείται όπως, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αφ’ενός μεν να έχει εκδοθεί οριστικό παραχωρητήριο για την έκταση, αφ’ετέρου δε, η έκταση να έχει αξιοποιηθεί στο σύνολό της κατά τους όρους της παραχωρήσεως και να συνεχίζει να τελεί σε γεωργοδενδροκομική καλλιέργεια, οπότε και μόνον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και λογίζεται ιδιωτικό αγρόκτημα μη υπαγόμενο καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην δασική νομοθεσία. β) Σε περίπτωση κατά την οποία δασικές εκτάσεις παραχωρηθείσες για γεωργοδενδροκομική καλλιέργεια οικοδομήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.3208/2003, δηλαδή μετέβαλαν ανεπίτρεπτα τον συνταγματικά προστατευόμενο δασικό χαρακτήρα και χρήση, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 17 παρ.1 του ίδιου νόμου. γ) Με τον όρο «εγκαταλελειμμένο» ακίνητο στην διάταξη του άρθρου 17 παρ.3 του Ν.3208/2003, νοείται η παραχωρηθείσα δασική έκταση, επί της οποίας ο παραχωρησιούχος δεν προβαίνει πλέον αμέσως ή εμμέσως σε πράξεις νομής ή δεν επιμελείται αυτής για να απολαύσει τα ωφελήματα της γεωργικής και δενδροκομικής καλλιέργειας χάριν της οποίας του παραχωρήθηκε η έκταση αυτή, η δε ως άνω εγκατάλειψη παραχωρηθείσας εκτάσεως αρκεί να διαπιστώνεται ότι υφίστατο κατά την έναρξη ισχύος του Ν.3208/2003, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο το πρώτον περιήλθε σ’ αυτήν την κατάσταση. (ομοφ.)


ΕΣ/ΚΛ.Ε/31/2021

Αρδευτικό δίκτυο - συμπληρωματική σύμβαση έργου...Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι περιστάσεις που επικαλείται η αναθέτουσα αρχή, εξ αιτίας των οποίων φέρεται ότι κατέστησαν αναγκαίες οι εργασίες που περιλαμβάνονται στη συμπληρωματική σύμβαση, δεν δικαιολογούν τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Ειδικότερα, οι εργασίες αποκατάστασης της στήριξης και της άρδευσης των δενδοκαλλιεργειών, καθώς και οι εργασίες αποκατάστασης της ροής των χωμάτινων υδραυλάκων για την άρδευση αυτών, συνιστούν ανεπίτρεπτη, εκ των υστέρων (μετά τη δημοπράτηση του έργου) ουσιώδη τροποποίηση του τεχνικού αντικειμένου του έργου, καθώς δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση, δεν ήταν γνωστές στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσαν τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου. Η δε επικαλούμενη μεταβολή των συνθηκών της αγροτικής δραστηριότητας, λόγω της παρέλευσης εξαιρετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος από την κατάρτιση των τευχών δημοπράτησης του έργου και τη δημοπράτηση αυτού, δεν συνιστά εν προκειμένω απρόβλεπτη περίσταση, δεδομένου ότι, μέχρι την αρχική συμβατική προθεσμία περαίωσης του έργου (31.3.2016), δεν είχε ουσιαστικά ξεκινήσει η εκτέλεση των εργασιών αυτού, για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά στη σφαίρα ευθύνης της αναθέτουσας αρχής, ήτοι στην έλλειψη των προαπαιτούμενων για την έναρξη εκτέλεσης των εργασιών αδειών και μελετών (οριοθέτηση χειμάρρων, άδεια αξιοποίησης υδατικών πόρων, πρωτόκολλα χαρακτηρισμού Δασαρχείου, έγκριση επέμβασης σε εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, μελέτες κτηματογράφησης των ζωνών κατάληψης, εδαφοτεχνική μελέτη, υδρογεωλογική μελέτη, απαλλοτριώσεις -  βλ. ανωτέρω §7.8, 7.9, 7.19), περιστάσεις που οδήγησαν τον ανάδοχο να προβεί σε δηλώσεις διακοπής εργασιών και την αναθέτουσα αρχή σε έγκριση αποζημίωσης.

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/520/2021


ΕΣ/ΚΛ.Ε/21/2021

Αρδευτικό δίκτυο- συμπληρωματική σύμβαση...Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι περιστάσεις που επικαλείται η αναθέτουσα αρχή, εξ αιτίας των οποίων φέρεται ότι κατέστησαν αναγκαίες οι εργασίες που περιλαμβάνονται στη συμπληρωματική σύμβαση, δεν δικαιολογούν τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης.  Ειδικότερα, οι εργασίες αποκατάστασης της στήριξης και της άρδευσης των δενδοκαλλιεργειών, καθώς και οι εργασίες αποκατάστασης της ροής των χωμάτινων υδραυλάκων για την άρδευση αυτών, συνιστούν ανεπίτρεπτη, εκ των υστέρων (μετά τη δημοπράτηση του έργου) ουσιώδη τροποποίηση του τεχνικού αντικειμένου του έργου, καθώς δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση, δεν ήταν γνωστές στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσαν τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου. Η δε επικαλούμενη μεταβολή των συνθηκών της αγροτικής δραστηριότητας, λόγω της παρέλευσης εξαιρετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος από την κατάρτιση των τευχών δημοπράτησης του έργου και τη δημοπράτηση αυτού, δεν συνιστά εν προκειμένω απρόβλεπτη περίσταση, δεδομένου ότι, μέχρι την αρχική συμβατική προθεσμία περαίωσης του έργου (31.3.2016), δεν είχε ουσιαστικά ξεκινήσει η εκτέλεση των εργασιών αυτού, για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά στη σφαίρα ευθύνης της αναθέτουσας αρχής, ήτοι στην έλλειψη των προαπαιτούμενων για την έναρξη εκτέλεσης των εργασιών αδειών και μελετών (οριοθέτηση χειμάρρων, άδεια αξιοποίησης υδατικών πόρων, πρωτόκολλα χαρακτηρισμού Δασαρχείου, έγκριση επέμβασης σε εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, μελέτες κτηματογράφησης των ζωνών κατάληψης, εδαφοτεχνική μελέτη, υδρογεωλογική μελέτη, απαλλοτριώσεις -  βλ. ανωτέρω §7.8, 7.9, 7.19), περιστάσεις που οδήγησαν τον ανάδοχο να προβεί σε δηλώσεις διακοπής εργασιών και την αναθέτουσα αρχή σε έγκριση αποζημίωσης θετικών ζημιών αυτού, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω § 7.11 και 7.17)...(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση των ανωτέρω συμπληρωματικών εργασιών και, ως εκ τούτου, κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου συμπληρωματικής σύμβασης.


ΝΣΚ/61/2019

Διαδικασία αδειοδότησης Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (Κ.Υ.Ε.) σε ενεργούς οικισμούς, οι οποίοι έχουν χαρακτηρισθεί αρχαιολογικοί χώροι και ιστορικά διατηρητέα μνημεία.(...)1) Η ισχύς της υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ40/ 105606/5210/12-12-2005 «εγκυκλίου» της Γενικής Δ/νσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς-Δ/νσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων-Τμήματος Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας, η οποία δεν θέτει κανόνες δικαίου, αλλά περιέχει οδηγίες του Υφυπουργού Πολιτισμού περί της ορθής ερμηνείας των κείμενων διατάξεων και του ορθότερου τρόπου άσκησης των καθηκόντων των περιφερειακών αρχαιολογικών υπηρεσιών, στα πλαίσια της διαδικασίας αδειοδότησης των Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (Κ.Υ.Ε.), περιορίζεται εντός των πλαισίων της Διοίκησης και δεν μπορεί να της προσδοθεί αναδρομική ισχύς, υπό οιαδήποτε έννοια και εκδοχή. 2) Οι ενέργειες στις οποίες επιβάλλεται να προβαίνουν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην εν λόγω «εγκύκλιο», και οι διοικητικές πράξεις που πρέπει να εκδίδουν, κατά περίπτωση, είναι νόμιμες και ισχυρές, ως ερειδόμενες στις ισχύουσες διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με τις γενικές αρχές περί ανάκλησης των ατομικών διοικητικών πράξεων, όπως αυτές έχουν ήδη ερμηνευθεί, από τις οποίες δεν αποκλίνει το περιεχόμενο της εν λόγω εγκυκλίου, όσον αφορά στις υποχρεώσεις των οργάνων των αρχαιολογικών υπηρεσιών. 3) Οι αρχαιολογικές υπηρεσίες οφείλουν να γνωστοποιούν στις λοιπές διοικητικές αρχές (δημοτικές, πολεοδομικές, αστυνομικές κ.λπ.) τις ενέργειές τους και τις διοικητικές πράξεις που εκδίδουν, στα πλαίσια της διαδικασίας αδειοδότησης των Κ.Υ.Ε. ή ανάκλησης χορηγηθείσας άδειας ή έκδοσης διαταγής διακοπής της λειτουργίας Κ.Υ.Ε., βάσει της ισχύουσας αρχαιολογικής νομοθεσίας, οπότε οι εν λόγω διοικητικές αρχές οφείλουν άμεσα να προβούν στις νόμιμες ενέργειες, που προβλέπει και η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που τις διέπει, όταν διαπιστωθεί παράβαση της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας, προκειμένου να παρασχεθεί η αναγκαία συνδρομή και προστασία στις αρχαιολογικές υπηρεσίες, χωρίς να αποκλείεται να τεθεί ζήτημα αναστολής ή και ανάκλησης της χορηγηθείσας άδειας ίδρυσης ή/και λειτουργίας Κ.Υ.Ε. από την εκάστοτε αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή, ενόσω νόμιμη προϋπόθεση της άδειας αυτής συνιστούσε η άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας και αυτή δεν υπήρχε εξ αρχής ή εξέλιπε μεταγενεστέρως για οιοδήποτε λόγο.


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν