463011/24203/3900/3105/2017
Τύπος: Αποφάσεις
Ίδρυση Ενιαίας Σχολής Προπονητών Γ΄ Κατηγορίας στα Ολυμπιακά αθλήματα: Κολύμβησης, Υδατοσφαίρισης, Συγχρονισμένης (Καλλιτεχνικής) Κολύμβησης, Καταδύσεων και το μη Ολυμπιακό άθλημα της Τεχνικής Κολύμβησης, στην Αθήνα.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΥΠΠΟΑ/309985/21756/2971/2225/2016
Ίδρυση ενιαίας σχολής προπονητών γυμναστικής στα αθλήματα: ρυθμικής γυμναστικής, ενόργανης γυμναστική ς, τραμπολίνου, ακροβατικής γυμναστικής, γυμναστικής για όλους και αεροβικής γυμναστικής Γ κατηγορίας στην Αθήνα.
οικ. 56146/2021
Ίδρυση Σχολής Προπονητών Τσιρλίντινγκ Αθλητικού Ομαδικού Χορού Γ΄ Κατηγορίας στην Αθήνα.
ΥΠΠΟΑ//304394/10379/4962/1360/2019
Ίδρυση σχολών Προπονητών Γ' κατηγορίας α) Γυμναστικής (ενιαία για ρυθμική γυμναστική, ενόργανη γυμναστική, τραμπολίνο, ακροβατική γυμναστική, γυμναστική για όλους και αεροβική γυμναστική) και β) Μπόουλινγκ στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
ΕΣ/ΚΛ.Ε/703/2020
Συντήρηση - αποκατάσταση τεχνικών και λοιπών έργων ρεμάτων και ποταμών...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει, ως προς τη νομιμότητα της ελεγχόμενης διαδικασίας, τα ακόλουθα: Ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 21 όρος της διακήρυξης, που ορίζει ότι δικαίωμα συμμετοχής στον ελεγχόμενο διαγωνισμό έχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή ενώσεις αυτών, που δραστηριοποιούνται σε έργα κατηγορίας ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ τάξης 2ης σε Κ/ξια ή 3ης τάξης και άνω του Μ.Ε.ΕΠ., παρίσταται, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη σκέψη ΙΙΙ, αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 76 του ν.4412/2016, περιορίζοντας ανεπίτρεπτα τον κύκλο των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό, εφόσον σε αυτόν δύνανται να συμμετέχουν μόνον εταιρείες που είναι εγγεγραμμένες στην 3η τάξη και άνω του Μ.Ε.ΕΠ. ή, εάν συμμετέχουν με τη μορφή κοινοπραξίας, εταιρείες εγγεγραμμένες στη 2η τάξη του Μ.Ε.ΕΠ.. Συνεπεία δε του όρου αυτού, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση και προς τις υποσημειώσεις Ixxi και Ixxxiv της διακήρυξης (οι οποίες αποτελούν διατάξεις του επικαιροποιημένου προτύπου τευχών της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων), αποκλείστηκε μη νομίμως η πρώτη μειοδότρια εταιρεία με μόνη την αιτιολογία ότι δεν ήταν εγγεγραμμένη στην 3η τάξη του Μ.Ε.ΕΠ., χωρίς να εξεταστεί, περαιτέρω, αν πληροί, είτε ατομικώς είτε μέσω της δάνειας εμπειρίας, τις προϋποθέσεις οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας που τίθενται από τη διακήρυξη (πρβλ Ε.Σ. VI Τμ. 17/2019).
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/283/2021
Επισκευή συνθετικού τάπητα.ζητείται ανάκληση της 16/2020 Πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Περιφερειακή Ενότητα ......Ανεξαρτήτως των ανωτέρω ασαφειών επί καίριων στοιχείων του φυσικού αντικειμένου των αρχικών και των συμπληρωματικών εργασιών, και ενόψει όσων αναπτύσσονται στην σκέψη 5, το Τμήμα κρίνει ότι ο εντοπισμός σοβαρών προβλημάτων του υφιστάμενου συνθετικού τάπητα στις διαδρομές 7 και 8 του στίβου και στην περιοχή έως τα κάγκελα, κατά τη διενέργεια διερευνητικών τομών από την ανάδοχο της κύριας σύμβασης μετά την υπογραφή αυτής, δεν πληροί την προϋπόθεση του απροβλέπτου που τίθεται από το άρθρο 156 του ν. 4412/2026 ως μία από τις σωρευτικώς απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Τούτο διότι όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της 71/2018 μελέτης και της Τεχνικής Περιγραφής η ως άνω περιοχή του συνθετικού τάπητα είχε ήδη εντοπισθεί ως αναμενόμενη να παρουσιάσει μεγαλύτερες φθορές, γεγονός που οδηγεί, κατά λογική αναγκαιότητα, στο συμπέρασμα, ότι οι φθορές αυτές δεν ήταν ούτε απρόβλεπτες, ούτε απλώς προβλέψιμες, αλλά είχαν ήδη προβλεφθεί από την αναθέτουσα Αρχή κατά την αρχική δημοπράτηση. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκαν στην αρχική ανάθεση και εργασίες αποξήλωσης των σαθρών τμημάτων του τάπητα, αποκάλυψης της ασφαλτικής υπόβασης και επισκευής αυτού, όπου κριθεί αναγκαίο(βλ. ανωτέρω σκ. 8). Επιρρωνύεται δε περαιτέρω από την αιτιολογική έκθεση της σύναψης της συμπληρωματικής σύμβασης, στην οποία γίνεται μνεία του προϋπάρχοντος και από μακρού γνωστού ιστορικού των κακοτεχνιών κατασκευής και των συνακόλουθων φθορών του ελαστικού τάπητα στην περιοχή αυτή, με το σχόλιο ότι πολύ σύντομα, μετά το 2003, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες των προπονητών και των αθλητών του στίβου, σταμάτησε η χρήση των διαδρομών 7 και 8 και ιδιαίτερα το καλοκαίρι που η ρευστότητα του τάπητα αυξανόταν (βλ. ανωτέρω σκ. 11). Ενόψει των προεκτεθέντων, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από μία επιμελή αναθέτουσα Αρχή να προβεί σε λεπτομερή έλεγχο και σε πλήρη μελέτη της υφιστάμενης κατάστασης του τάπητα κατά την προετοιμασία της αρχικής ανάθεσης, προκειμένου να διασφαλιστούν η αρτιότητα του κατασκευαστικού σχεδιασμού του έργου, η αποτελεσματικότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας ανάθεσης, η χρηστή διαχείριση της διατιθέμενης προς τον σκοπό αυτό χρηματοδότησης και να αποφευχθούν, αντίστοιχα, επιγενόμενες τεχνικές δυσχέρειες ολοκλήρωσης του έργου και υπέρβαση κατά 49,99% της συμβατικής αξίας κατά την εκτέλεσή του. Ιδιαίτερη δε προσοχή όφειλε αν επιδειχθεί στην επίμαχη περιοχή των διαδρομών 7 και 8 έως τα κάγκελα, η έκταση της οποίας αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο μέρος, ήτοι περίπου το 40% της προς επισκευή επιφάνειας του συνθετικού τάπητα. (βλ. ανωτέρω σκ. 11). Εξ ετέρου, οι ενδιαφερόμενοι να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό εργολήπτες όφειλαν, σύμφωνα με την Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων, να αξιολογήσουν διεξοδικά τις συνθήκες του έργου και να υποβάλουν προσφορές με βάση τα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια των ζητούμενων εργασιών, ενέργεια η οποία συνεπάγεται και τη δυνατότητά τους να ζητήσουν εκ προοιμίου από την αναθέτουσα Αρχή ακόμη και στοχευμένες διερευνητικές τομές στον ελαστικό τάπητα από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου, ή υπό την επίβλεψή τους, εάν μόνο έτσι ήταν δυνατό να διασφαλίσουν τον ασφαλή προσδιορισμό του ύψους της προσφοράς τους. Τούτο, κατά σφόδρα πιθανολογούμενο τρόπο, δεν θα δημιουργούσε μείζονα προβλήματα στη λειτουργικότητα του στίβου εάν οι τομές γινόταν με τη δέουσα προσοχή, και σε κάθε περίπτωση, αυτό ισχύει για τις διαδρομές 7 και 8, η χρήση των οποίων, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική έκθεση (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), είχε ουσιαστικά σταματήσει λόγω των εμφανών προβλημάτων του τάπητα. Συμπληρωματικά, τα συμβαλλόμενα μέρη όφειλαν, έστω και κατά την επί τόπου συνάντηση της επιβλέπουσας Υπηρεσίας με την ανάδοχο μετά την υπογραφή της σύμβασης (βλ. ανωτέρω σκέψη 8) και ακολούθως δια της μελέτης εφαρμογής (βλ. ανωτέρω σκ.9), να επαληθεύσουν σε πρώιμο στάδιο εάν μπορούν να επιτευχθούν τα απαιτούμενα από τη σύμβαση ώστε να αποφευχθούν καθυστερήσεις και συμπληρωματικές, υπερσυμβατικές εργασίες. Συνεπώς, ο προσφεύγων Δήμος και η παρεμβαίνουσα ανάδοχος δεν απέδειξαν κατά τρόπο πειστικό, αντικρούοντας τις διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης Πράξης του Επιτρόπου ότι συνέτρεξε γεγονός μη δυνάμενο να προβλεφθεί. Περαιτέρω, επί του λόγου ανακλήσεως που αντλείται από τις τεχνικές αλληλεξαρτήσεις των εργασιών και τις δυσκολίες ανάθεσης σε άλλον ανάδοχο πέραν αυτού του εν εξελίξει έργου, το Τμήμα αδυνατεί μεν να αποφανθεί επί της ουσιαστικής ορθότητας της τεχνικής αυτής εκτίμησης, κρίνει όμως ότι οι δυσκολίες αυτές δεν παρίστανται ανυπέρβλητες, εφόσον από το ίδιο το ιστορικό κατασκευής του τάπητα προκύπτει μεταγενέστερη προσθήκη σε αυτόν δύο διαδρομών και εν πάση περιπτώσει, δεν αρκούν από μόνες τους να δικαιολογήσουν τη σύναψη της συμπληρωματικής σύμβασης κατά το άρθρο 156 του ν. 4412/2026. Ως προς το ζήτημα της διακύβευσης της ποιότητας του έργου και της πιστοποίησής του, το οποίο θέτει η ανάδοχος με την παρέμβασή της, το Τμήμα κρίνει ότι παρέχεται η δυνατότητα στην αναθέτουσα να ορίσει, όπως το έκανε ήδη στην αρχική δημοπράτηση, ότι ο συνθετικός τάπητας που θα χρησιμοποιηθεί στο εναπομένον τμήμα, θα πρέπει να είναι της ίδιας κατηγορίας, να έχει τις ίδιες ιδιότητες με τον ήδη υπάρχοντα και κατασκευαστεί κατά τρόπο σύμφωνο με τις προδιαγραφές της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού «Προδιαγραφές συνθετικών ταπήτων». Τέλος, ενόψει της σταθερότητας του νομικού πλαισίου και της πάγιας νομολογίας προς τις προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικών συμβάσεων που υπομνήσθηκε στη σκέψη 5, το αίτημα αναγνώρισης συγγνωστής πλάνης υπέρ του Δήμου ... πρέπει να απορριφθεί.ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/1072/2021
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/2020/2020
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ-ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Για να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν στην αντίθεση των άρθρων 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 4, 7, 8, 13, 14 και 15 του ν. 4387/2016 περί υπαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και υπολογισμού των συνταξιοδοτικών αποδοχών τους, σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις(...)Η Ολομέλεια θεωρεί ότι, υπό την επιφύλαξη των αναφερόμενων στη σκέψη 91, η συνταγματικότητα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που καθορίζεται στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να κριθεί χωρίς σύγκριση με το καθεστώς ετέρων συνταξιοδοτουμένων. Αν το νέο αυτό καθεστώς, αυτοτελώς εξεταζόμενο, ανταποκρίνεται στις ειδικές απαιτήσεις του Συντάγματος όπως προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, ήτοι οικοδομείται επί της ιδέας της θεσμικής εγγύησης, διαρρυθμίζοντας τη σύνταξη των ανωτέρω ως συνέχεια του μισθού τους με τήρηση της εύλογης αναλογίας, με το Δημόσιο συγχρόνως, ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε τεχνικής φύσεως ρυθμίσεων, να παραμένει βαρυνόμενο με την υποχρέωση καταβολής της σύνταξης αυτής, τότε το εν λόγω καθεστώς, ακόμη και αν καταλήγει να παρέχει ομοίου επιπέδου συντάξεις με αυτές άλλων καθεστώτων, δεν εγείρει προβλήματα συνταγματικότητας.(...)το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 4670/2020 που αναφέρονται στις σκέψεις αυτές, στις οποίες, ως εκ των επεξηγήσεων που τις συνοδεύουν, πρέπει να αποδοθεί γνησίως ερμηνευτικός χαρακτήρας προσδίδων σε αυτές αναδρομικότητα, ο νομοθέτης επιχείρησε να ευθυγραμμίσει τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 στις εκ του Συντάγματος ιδιαίτερες απαιτήσεις, ως αυτές αποτυπώνονται ιδίως στη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ιδιαίτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (σκέψεις 42, 43, 52, 72, 75, 78, 82 της παρούσας). Εν όψει τούτων και υπό την επιφύλαξη όσων εκτίθενται στη συνέχεια, η Ολομέλεια θεωρεί δεδομένο ότι και στην ισχύουσα πλέον νομοθεσία αναγνωρίζεται η ύπαρξη ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος της ανωτέρω κατηγορίας συνταξιούχων, ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος και λογιστικής διαχείρισης και ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους ανωτέρω είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας.(...)Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Ολομέλεια, έχοντας ανωτέρω εκθέσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν τα επίδικα ζητήματα, κρίνει, ότι δεν πρέπει αυτή να δώσει τη συγκεκριμένη λύση στην έφεση που παραπέμφθηκε ενώπιόν της, αλλά πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Τμήμα προκειμένου αυτό προς οριστική εκδίκαση της εφέσεως, αφού διαπιστώσει, πρώτον, το ύψος των αποδοχών ενέργειας της εκκαλούσας κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησής της, δεύτερον, τη σύνταξη που κανονίσθηκε σε αυτήν, και, τρίτον, το εύρος της απόστασης μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης ως αριθμητικό ποσοστό, να κρίνει στη συνέχεια, σεβόμενο την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, ήτοι ασκώντας οριακό έλεγχο, αν καταδήλως, εν όψει του συνόλου των αντικειμενικών δεδομένων που επιτρέπεται να σταθμισθούν σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά, η αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης δεν κρίνεται εύλογη.(...)Το Δικαστήριο αποφαίνεται: (i) Επί του ερωτήματος αν η ίδρυση Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και η ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε, της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παραβιάζει το Σύνταγμα, η κρίση του Δικαστηρίου είναι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 138 έως 141 της παρούσας, ότι δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων. (ii) Επί του ερωτήματος αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως ορίσθηκαν στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας όπως προσδιορίσθηκε στις σκέψεις 145 έως 152 της παρούσας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των οικείων νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες.