ΑΕΠΠ/506/2019
Τύπος: Προδικαστικές Προσφυγές
Ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της απόφασης της αναθέτουσας αρχής που ενέκρινε τη συμμετοχή του παρεμβαίνοντος οικονομικού φορέα στη διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης για την επέκταση ξύλινου πεζοδρομίου στην παραλιακή ζώνη, εκτιμώμενης αξίας 1.008.064,52 ευρώ (συν ΦΠΑ 24%). Επικαλείται παράβαση του άρθρου 23.3 και 22.Α.2 της διακήρυξης, καθώς ο παρεμβαίνων δεν προσέφερε αποδεικτικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας για μια κοινοπραξία στην οποία συμμετείχε, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τη συμμετοχή και σοβαρή πλημμέλεια που κάνει άκυρη τη συμμετοχή του. Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά έργο αναβάθμισης της παραλιακής ζώνης με συγκεκριμένη μελέτη και εκτίμηση αξίας.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΑΕΠΠ/351/2021
Η προσφεύγουσα ένωση οικονομικών φορέων ασκεί προδικαστική προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της απόφασης με την οποία η αναθέτουσα αρχή απέρριψε την προσφορά της για το τμήμα 55 της δημόσιας σύμβασης, που αφορά έργο με εκτιμώμενη αξία 210.206,25 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ). Το αντικείμενο της σύμβασης εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΑΕΠΠ εξαιτίας της υψηλής αξίας και της αποστολής προς δημοσίευση στην ΕΕΕΕ. Η απόρριψη βασίστηκε στον ισχυρισμό ότι η προσφεύγουσα δεν καλύπτει το απαιτούμενο κριτήριο πιστοληπτικής ικανότητας ποσού 105.103,13 ευρώ (50% της αξίας), καθώς η υποβληθείσα τραπεζική βεβαίωση περιείχε επιφυλάξεις. Η ΑΕΠΠ κάνει δεκτή την προσφυγή, θεωρώντας ότι η αιτιολογία απόρριψης ήταν εσφαλμένη, και ακυρώνει την απόφαση της αναθέτουσας αρχής.
ΑΕΠΠ/124/2017
Η Προσφεύγουσα επιδίωκε την ακύρωση της προσβαλλόμενης Διακήρυξης του Γενικού Νοσοκομείου, η οποία αφορούσε σε ηλεκτρονικό δημόσιο ανοικτό διεθνή διαγωνισμό με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής ιατρικού εξοπλισμού, συνολικής προϋπολογισθείσας αξίας 402.716,38 ευρώ (συν ΦΠΑ). Ισχυρίστηκε ότι οι όροι της Διακήρυξης (συγκεκριμένα οι όροι 7, 14, 15 και 16) περιλάμβαναν τεχνικές προδιαγραφές που παραβίαζαν τις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού και της ίσης μεταχείρισης, αποκλείοντας τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό. Ειδικότερα, αντιτέθηκαν στους όρους που απαιτούσαν ανταλλακτικά αποκλειστικά από κατασκευαστικούς οίκους, πιστοποιήσεις εκπαίδευσης μόνο από τους κατασκευαστές και αναβαθμίσεις λογισμικού με βεβαιώσεις του οίκου, θεωρώντας ότι αυτά αποκτούν φωτογραφικό χαρακτήρα και ευνοούν συγκεκριμένους διαγωνιζόμενους.
ΕΑΔΗΣΥ/1228/2023
Περαιτέρω, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής ότι, παρά το γεγονός ότι ελλείπει η ζητούμενη σήμανση κάνει δεκτή την προσφορά του ανωτέρω οικονομικού φορέα καθώς ο κατασκευαστής τους, όπως ο ίδιος βεβαιώνει με δήλωσή του, δεν τα προορίζει για διαγνωστική αλλά μόνο για γενική χρήση, γεγονός που του επιτρέπει να μην συμμορφωθεί προς την οδηγία 98/79/ΕΚ για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση in vitro, όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της διακήρυξης. Και τούτο διότι αφενός μεν ο ανωτέρω ισχυρισμός έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διακήρυξη, η οποία δεν θέτει προϋποθέσεις σχετικά με την πλήρωση της τεχνικής προδιαγραφής. Άλλωστε, ενόψει των αρχών της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων δεν μπορεί να γίνει δεκτό άλλο πιστοποιητικό, βεβαίωση κλπ σε αντικατάσταση/υποκατάσταση του ζητούμενου αλλά η αναθέτουσα αρχή, όπως και οι συμμετέχοντες δεσμεύεται από τους όρους που η ίδια έθεσε. Εξάλλου εάν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία από τον ανωτέρω συμμετέχοντα σχετικά με την ορθότητα του όρου όφειλε να αμφισβητήσει αυτόν επικαίρως με την άσκησης προδικαστικής προσφυγής, αντιθέτως, όμως, αυτός συμμετείχε ανεπιφύλακτα στο διαγωνισμό, χωρίς ουδέποτε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής ότι η επίμαχη «κατακύρωση έγινε μειοδοτικά και προς οικονομικό όφελος του Νοσοκομείου». Και τούτο διότι η κατακύρωση στην προσφορά με τη χαμηλότερη τιμή προϋποθέτει νομίμως υποβληθείσα προσφορά και όχι αντίθετη προς τους όρους της διακήρυξης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μη σύννομη συμμετοχή διαγωνιζομένου σε διαγωνισμό, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Συνεπώς, η προσφορά του ανωτέρω οικονομικού φορέα έπρεπε ν’απορριφθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα της αναθέτουσας αρχής, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς αυτής κι, επομένως, ο λόγος της προσφυγής πρέπει να γίνει δεκτός.
ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/2/2020
Προμήθειες- προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας...Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Οι ελεγχόμενες συμβάσεις αφορούν σε αντικείμενα που μπορούν ευχερώς να υποδιαιρεθούν σε τμήματα, διότι περιλαμβάνουν περισσότερα και απολύτως διακριτά μεταξύ τους είδη, έκαστο εκ των οποίων μπορεί να παρασχεθεί, τόσο κατά τη φύση του, όσο και με βάση τους κανόνες της αγοράς, αυτοτελώς, χωρίς να επηρεάζει την προμήθεια των λοιπών. Η γενόμενη υποδιαίρεση σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το πρώτο περιλαμβάνει μισθώσεις αεροπλάνων, ιπτάμενου προσωπικού, μετεωρολογικών ραντάρ, μαζί με την προμήθεια ιωδιούχου αργύρου, συνολικής εκτιμώμενης αξίας (με τα δικαιώματα προαίρεσης) 14.389.000,00 ευρώ και το δεύτερο την προμήθεια υλικών ραδιοβόλισης εκτιμώμενης αξίας (με τα δικαιώματα προαίρεσης) μόλις 185.000,00 ευρώ, και μόνο ως εκ της ως άνω τεράστιας διαφοράς στο μέγεθος της κάθε υποδιαίρεσης, είναι απρόσφορη να διευκολύνει τη συμμετοχή ΜΜΕ στη διαδικασία ανάθεσης, αντιστρατευόμενη έτσι στην επίτευξη του μνημονευθέντος σκοπού θέσπισης της διάταξης του άρθρου 59 παρ. 1 ν.4412/2016, παρίσταται δε, ως εκ τούτου, προσχηματική. Στα έγγραφα της σύμβασης δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή επέλεξε να μην υποδιαιρέσει τη σύμβαση, ούτε στα στοιχεία του φακέλου περιλαμβάνεται ειδική έκθεση κατ’ άρθρο 341 του ν.4412/2016 όπου να αναφέρονται οι λόγοι αυτοί. Ούτε, εξάλλου, τα αναφερόμενα στο 7/10.1.2020 έγγραφο του Προϊσταμένου του ΚΕΜΕ συνιστούν τεχνική δυσκολία που δικαιολογεί την απόκλιση από την υποχρέωση διαίρεσης της σύμβασης σε τμήματα, καθόσον οι επικαλούμενες δυσχέρειες ευχερώς μπορούσαν να ξεπεραστούν με σχετικές προβλέψεις στις τεχνικές προδιαγραφές των φυσιγγίων και με αντίστοιχες απαιτήσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν, με τα έγγραφα της σύμβασης, στους προσφέροντες. Επομένως, παρίσταται αναιτιολόγητη η επιλογή της αναθέτουσας αρχής να μην επιτρέψει την υποβολή προσφορών ανά περισσότερα τμήματα, αυτοτελή και διακριτά μεταξύ τους (π.χ. σε «Μίσθωση Συστήματος Χαλαζικής Προστασίας με Εναέρια Μέσα», «Προμήθεια Ιωδιούχου Αργύρου σε συσκευασία», «Αγορά Υλικών Ραδιοβόλισης»). Η δε υποδιαίρεση της σύμβασης σε τμήματα θα επέτρεπε τη συμμετοχή ευρύτερου κύκλου διαγωνιζομένων και δεν θα απέτρεπε από τη συμμετοχή στον διαγωνισμό μικρομεσαίες επιχειρήσεις που τυχόν δραστηριοποιούνται στην προμήθεια των ειδών και θα επιθυμούσαν να υποβάλουν προσφορά για το ένα μόνο από τα διακριτά τμήματα της σύμβασης, είτε γιατί δεν δύνανται να ανταπεξέλθουν στο σύνολο της σύμβασης, είτε γιατί, σε κάθε περίπτωση, στοχεύουν να αναλάβουν αυτόνομα –ήτοι χωρίς τη στήριξη στις ικανότητες τρίτων– μόνον το τμήμα της σύμβασης που τους ενδιαφέρει και συνάπτεται με την επαγγελματική τους εξειδίκευση, μεγιστοποιώντας, τοιουτοτρόπως, την οικονομική τους ωφέλεια από την ενδεχόμενη ανάθεση σε αυτές του εν λόγω τμήματος. Περαιτέρω, το γεγονός της μη υποδιαίρεσης των ελεγχόμενων συμβάσεων σε τμήματα αντανακλά και στην ίδια την αναθέτουσα αρχή, αφού δια της ευρύτερης συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποφεύγει την εξάρτησή της από «αποκλειστικό» προμηθευτή και, ενδεχομένως, να είχε επιτύχει οικονομικά συμφερότερες προσφορές για το κάθε επιμέρους τμήμα. Στο συμπέρασμα αυτό κατατείνει και το γεγονός ότι στον διενεργηθέντα διαγωνισμό δεν αναπτύχθηκε ανταγωνισμός, αφού στη διαδικασία ανάθεσης, όπως και στην αντίστοιχη διαδικασία για την προηγούμενη Ε.Π.Χ.Π., συμμετείχε μόνο ένας (ο ίδιος) οικονομικός φορέας, προσφέροντας μηδενική έκπτωση στις προϋπολογιζόμενες τιμές των συμβάσεων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αναθέτουσα αρχή δεν απέδειξε τη συνδρομή λόγων που δικαιολογούν την απόκλιση από τον κανόνα υποδιαίρεσης των δημοσίων συμβάσεων σε τμήματα. Ως εκ τούτου, προβαίνοντας σε ενιαία δημοπράτηση του συμβατικού αντικειμένου αντί τμηματοποίησης της διαδικασίας ανάθεσης, προέβη σε κακή χρήση της κατ’ άρθρο 59 παρ. 1 του ν.4412/2016 διακριτικής της ευχέρειας καθιστώντας, δια της εν λόγω παραβίασης των νομίμων απαιτήσεων διενέργειάς της, πλημμελή τη σχετική διαδικασία ανάθεσης. Η πλημμέλεια αυτή, εντοπιζόμενη στη Διακήρυξη της διαδικασίας ανάθεσης, καθιστά μη νόμιμη το σύνολο της εν λόγω διαδικασίας, επί της οποίας ερείδονται τα ελεγχόμενα σχέδια συμβάσεων, που, για το λόγο αυτό, κωλύεται η υπογραφή τους.
Ανακληθηκε απο την ΕΣ/ΤΜ.6/520/2020
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/195/2020
Οριοθέτηση-διευθέτηση ρεμάτων...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις το Κλιμάκιο κρίνει τα εξής:i. Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 19.2 της διακήρυξης όρος περί απόδειξης της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας των υποψηφίων, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται κάθε μέλος υποψήφιας ένωσης εταιρειών, που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στην κάθε κατηγορία μελέτης, να διαθέτει εν ισχύ ασφαλιστική κάλυψη έναντι επαγγελματικών κινδύνων με όριο αποζημίωσης ανά απαίτηση μεγαλύτερο των 800.000,00 ευρώ, είναι μη νόμιμος, καθόσον αντίκειται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 4412/2016 και περαιτέρω στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον περιορίζει εμμέσως την ισότιμη πρόσβαση των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων στην ελεγχόμενη διαδικασία ανάθεσης. Τούτο δε διότι, με το περιεχόμενο αυτό, ο εν λόγω όρος θέτει ως προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό την κατοχή από τους υποψηφίους μελετητές ασφαλιστικού συμβολαίου για την κάλυψη επαγγελματικού κινδύνου αξίας περίπου ίσης με τη συνολική προεκτιμώμενη αξία της υπό ανάθεση μελέτης και μάλιστα και για τις πέντε ειδικότερες κατηγορίες μελετών που περιλαμβάνονται σε αυτήν, των οποίων η προεκτιμώμενη αξία κυμαίνεται από 43.960,46 ευρώ έως 307.777,56 ευρώ. Η απαίτηση ωστόσο αυτή που σκοπεί στην απόδειξη της οικονομικής ευρωστίας των υποψηφίων και επομένως της αξιοπιστίας τους ως προς την επιτυχή εκτέλεση της υπηρεσίας που ενδεχομένως θα τους ανατεθεί, προδήλως αποκλείει -και πάντως δεν ευνοεί- τη συμμετοχή στο διαγωνισμό των μικρομεσαίων μελετητών ή μελετητικών εταιρειών, οι οποίοι μολονότι διαθέτουν την ανάλογη επαγγελματική εμπειρία για την εκπόνηση των χαμηλότερης αξίας μελετών, όπως είναι εν προκειμένω η γεωλογική και η περιβαλλοντική μελέτη που απαιτούν αντίστοιχα την κατοχή χαμηλής τάξεως μελετητικού πτυχίου, δεν δύνανται να κατέλθουν ούτε ως μέλη ενώσεως στον εν λόγω διαγωνισμό, καθόσον καλούνται να ανταποκριθούν σε οικονομικές απαιτήσεις ίσες με το συνολικό προϋπολογισμό του έργου. Ο δε ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής περί στήριξης στην ικανότητα τρίτου για την πλήρωση του εν λόγω κριτηρίου, την οποία επικαλέστηκε στο 3059/24.2.2020 απαντητικό της έγγραφο απευθυνόμενη σε ενδιαφερόμενο μελετητή που έθεσε σχετικό ερώτημα (βλ. το από 19.2.2020 έγγραφο του ..., Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «.....», η οποία δεν συμμετείχε στο διαγωνισμό) τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι ο ενδιαφερόμενος μελετητής (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), εφόσον συμπράξει με άλλους μελετητές για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της διακήρυξης, αποβάλει στο πλαίσιο του συγκεκριμένου διαγωνισμού την αυτοτέλειά του ως οικονομικός φορέας και πλέον οικονομικός φορέας, στο πρόσωπο του οποίου κρίνεται η πλήρωση των κριτηρίων καταλληλότητας, με την επιφύλαξη των ειδικότερων προβλέψεων του άρθρου 19 του ν. 4412/2016, καθίσταται καταρχήν η ένωση εταιρειών, (βλ. και άρθρο 2 παρ. 1 περίπτ. 11 του ν. 4412/2016 περί του ορισμού της έννοιας του οικονομικού φορέα), η οποία ως αυτοτελής οντότητα -στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας - δύναται να επικαλεστεί τις ικανότητες τρίτου, στην περίπτωση που η ίδια δεν πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας.(...)Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα μέλη της αναδόχου ένωσης εταιρειών δεν προσκόμισαν τα προβλεπόμενα από τη διακήρυξη απαραίτητα στοιχεία για την τεκμηρίωση της απαιτούμενης από το άρθρο 19.3.Β της διακήρυξης εμπειρίας τους στην εκπόνηση μελετών αντίστοιχων με αυτών του υπό ανάθεση μελετητικού αντικειμένου και συνεπώς η 80/14.4.2020 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου ...., με την οποία εγκρίθηκε η πληρότητα των δικαιολογητικών κατακύρωσης της προσωρινής αναδόχου παρίσταται κατά τούτο μη νομίμως αιτιολογημένη.Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι συντρέχουν ουσιώδεις πλημμέλειες που κωλύουν την υπογραφή του σχεδίου σύμβασης
ΕΣ/ΤΜ.6/1634/2020
Προμήθεια υγρών καυσίμων...ζητείται η ανάκληση της 194/2020 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν παραπάνω (σκέψη 2) δεκτά το Τμήμα κρίνει ότι το ελάχιστο όριο της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που θεσπίστηκε με τον όρο 2.2.5 της οικείας διακήρυξης υπερβαίνει το διπλάσιο της εκτιμώμενης συμβατικής αξίας τόσο κάθε επιμέρους τμήματος (Τμήμα 1ο- 50.000 ευρώ, Τμήμα 2ο- 483.870,97 ευρώ, Τμήμα 5ο- 3.606 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ) όσο και του αθροίσματος των ως άνω τριών τμημάτων (537.476,97 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ) του συμβατικού αντικειμένου, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 75 παρ. 3 του ν.4412/2016, χωρίς ειδική προς τούτο αιτιολογία. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι η ανάδοχος πληροί το τιθέμενο με τον ως άνω μη νόμιμο όρο της διακήρυξης κριτήριο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας, αφού ο μέσος ειδικός ετήσιος κύκλος εργασιών της ανέρχεται σε 1.988.336.330 ευρώ και όχι σε 1.988.336,33 ευρώ όπως εσφαλμένα υπέλαβε το Κλιμάκιο. Η ως άνω δε πλημμέλεια κρίνεται ουσιώδης, καθόσον i) λαμβανομένου υπόψη ότι στους διαγωνισμούς προμήθειας καυσίμων των Δήμων, κατά τα γνωστά στο Δικαστήριο, αναπτύσσεται περιορισμένος ανταγωνισμός (βλ. ενδεικτ. VI Τμ. 805/2013, 3171, 408/2012, 3201/2011, 2263/2011, 1783/2011, 1646/2011), ο επίμαχος όρος θέτει μία ιδιαιτέρως υψηλή και δυσανάλογη του συμβατικού αντικειμένου (κάθε επιμέρους τμήματος ή του αθροίσματος των ως άνω τμημάτων) απαίτηση χρηματοοικονομικής επάρκειας, η οποία ευνοεί τη συμμετοχή ακόμη πιο περιορισμένου αριθμού διαγωνιζομένων και πάντως περιστέλλει τη δυνατότητα συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δυσχερώς δύνανται να ανταποκριθούν με ίδια μέσα στην εν λόγω ελάχιστη απαίτηση και ii) παρεμπόδισε εν τοις πράγμασι την ανάπτυξη του ανταγωνισμού, αφού στον ελεγχόμενο διαγωνισμό συμμετείχε μόνο ένας οικονομικός φορέας, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου λόγων της κρινόμενης αίτησης. Αλυσιτελώς, δε, προβάλλεται από τον αιτούντα ο ισχυρισμός ότι αντίστοιχος όρος είχε περιληφθεί σε διακήρυξη άλλου διαγωνισμού, που ελέγχθηκε από το παρόν Δικαστήριο και δεν διατυπώθηκε επιφύλαξη ως προς τη νομιμότητα αυτού, καθώς το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται εκ του λόγου αυτού να κρίνει διαφορετικά σε μεταγενέστερη υπόθεση, στο μέτρο δε, που με αυτόν τον ισχυρισμό υποστηρίζεται ότι συντρέχει συγγνωστή πλάνη στο πρόσωπο των αρμοδίων οργάνων του αιτούντος, είναι και αβάσιμος, καθόσον, η πλάνη αυτή, ενόψει του γεγονότος ότι οι σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας είναι σαφείς, η δε αναδειχθείσα πλημμέλεια της ελεγχόμενης διαδικασίας, κατά την κρίση του Τμήματος, είναι ουσιώδης, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχει, δεν είναι συγγνωστή (Ε.Σ. VI Tμ. 299/2019). Τέλος, απορριπτέος είναι και ο λόγος περί συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος για την υπογραφή των συμβάσεων, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται πρωτίστως με την τήρηση της νομιμότητας στη διαδικασία ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων (βλ. Ε.Σ. Τμ. Μείζ. Επταμ. Σύνθ. 2018/2018, 682/2017, 7593/2015, VI Τμ. 123/2019, 482/2018, 668, 213/2017, 1605, 2227/2016). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί και να μην ανακληθεί η 194/2020 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Δεν ανακαλεί την 194/2020 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΕΛΑΣΣ.ΟΛΟΜ/2141/2020