Αριθμ. Η.Π. 22306/1075/Ε103/2007
Τύπος: Αποφάσεις
Καθορισμός τιμών - στόχων και ορίων εκτίμησης των συγκεντρώσεων του αρσενικού, του καδμίου, του υδραργύρου, του νικελίου και των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στον ατμοσφαιρικό αέρα, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/107/ΕΚ «Σχετικά με το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα» του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2004 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Αριθ. ΗΠ/38638/2016/2005
Oριακές και κατευθυντήριες τιμές για τις συγκεντρώσεις όζοντος στον ατμοσφαιρικό αέρα, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/3/ΕΚ «σχετικά με το όζον στον ατμοσφαιρικό αέρα» του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2002 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την 14122/549/Ε.103/2011 (ΦΕΚ 488 Β/30-3-2011) ΚΥΑ
ΚΥΑ/39624/2209/2009
Μέτρα, όροι και περιορισμοί για τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/21/ΕΚ της 15ης Μαρτίου 2006 «σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ» του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006.
174505/607/2017
Τροποποίηση των παραρτημάτων IV και V του άρθρου 8 της υπ’ αριθμ. 22306/1075/2007 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄920) και των παραρτημάτων Ι, ΙΙΙ, VΙ και ΙΧ του άρθρου 30 της υπ’ αριθμ. 14122/549/2011 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄488), σε συμμόρφωση με την οδηγία 2015/1480/ ΕΕ «για την τροποποίηση ορισμένων παραρτημάτων των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2004/107/ΕΚ και 2008/50/ΕΚ, οι οποίες ορίζουν τους κανόνες σχετικά με τις μεθόδους αναφοράς, την επικύρωση των δεδομένων και την τοποθεσία των σημείων δειγματοληψίας για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
ΕΣ/ΚΛ.Ε/392/2008 (ΣΤ΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)
Νομιμότητα της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου και του σχεδίου σύμβασης του έργου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ….«Έργα Διευθέτησης Χειμάρρου .....», Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι πριν την έναρξη πραγματοποίησης των έργων που με την ως άνω Κ.Υ.Α. έχουν καταταγεί σε μία ή περισσότερες από τις τρεις κατηγορίες που προβλέπει το άρθρο 3 του ν. 1650/1986, όπως τα αντιπλημμυρικά έργα διευθέτησης της ροής των υδάτων (Α κατηγορία) , απαιτείται, ως κύριο μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης, η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Ως έναρξη δε πραγματοποίησης του έργου θεωρείται όχι μόνο η υλική ενέργεια εκτέλεσης αυτού, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης, αποτελούσας προϋπόθεση έναρξης της κατασκευής του. Συνακόλουθα , η παράλειψη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πριν της έκδοση απόφασης περί εγκρίσεως του αποτελέσματος της οικείας δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, η οποία δεν καλύπτεται από τη μεταγενέστερη έκδοση της πράξης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατασκευής και λειτουργίας του έργου. Τούτο διότι η ως άνω πλημμέλεια, άγουσα στη δημιουργία νέας πραγματικής και νομικής κατάστασης, κατά παραγνώριση των αξιώσεων της αρχής της νομιμότητας, καθώς και των περί προστασίας του περιβάλλοντος κοινοτικών και εθνικών διατάξεων, ως και της ανάγκης της εκ των προτέρων εκτίμησης των επιπτώσεων κάθε έργου ή δραστηριότητας στο περιβάλλον, εξακολουθεί να υφίσταται, καθόσον δεν έχει προηγηθεί η εκτίμηση των επιπτώσεων του προκείμενου έργου στο περιβάλλον (βλ. Ολομ. ΣτΕ 2175/2004, Πράξη VI Τμήματος Ελ.Συν. 33/2007).
ΣτΕ/326/2008
Επειδή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητος των διαγωνιζομένων και της διαφάνειας, οι οποίες διέπουν το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και κατοχυρώνονται ήδη ρητώς στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, όταν η αναθέτουσα αρχή επιλέγει ως κριτήριο αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως το προβλεπόμενο στο άρθρο 53 της αυτής οδηγίας κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, οφείλει, προκειμένου να διασφαλισθούν συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού, να οργανώσει κατά τέτοιο τρόπο τη διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να καταστεί απολύτως αδύνατος ο επηρεασμός της αξιολογήσεως των τεχνικών προσφορών από το ύψος των οικονομικών προσφορών (πρβλ. ΣτΕ 2283/2006, 1452/2000, 2478/1997, καθώς και Ε.Α. 1234/2007, 599/2007, 374/2007, 21/2006, 44/2005, 51/2002 κ.ά.). Κατά συνέπεια, διατάξεις Διακηρύξεως, οι οποίες δεν διασφαλίζουν πλήρως ότι η αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών διενεργείται και περατώνεται σε χρόνο κατά τον οποίον δεν έχουν ακόμη αποσφραγισθεί οι οικονομικές προσφορές ή διατάξεις Διακηρύξεως, οι οποίες επιτρέπουν έστω και τον έμμεσο ή κατά προσέγγιση προσδιορισμό του ύψους των οικονομικών προσφορών προ της αποσφραγίσεώς τους, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στις ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές. Και ναι μεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ως άνω ερμηνεία της οδηγίας 2004/18/ΕΚ δεν είναι απηλλαγμένη από κάθε εύλογη αμφιβολία και ότι, ως εκ τούτου, τίθεται ζήτημα υποβολής σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. σχετικώς Δ.Ε.Κ. απόφαση της 6.10.1982, 283/1981, CILFIT, Συλλογή 1982, σελ. 3415), τούτο, όμως, δεν υποχρεώνει την Επιτροπή Αναστολών στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. κατ’ εφαρμογή του άρθρου 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, δοθέντος ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά, πάντως, στην παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, ενώ το τιθέμενο ζήτημα ερμηνείας της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και, επομένως, το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί επί του ζητήματος τούτου προδικαστικό ερώτημα στο Δ.Ε.Κ., θα εξετασθεί εκ νέου στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης, η οποία θα ανοιγεί εάν η αιτούσα ασκήσει συναφή αίτηση ακυρώσεως (βλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 24.5.1977, 107/76, Hoffmann – La Roche, Rec. 1977, p. 957, σκέψεις 4-6 και της 27.10.1982, 35-6/82, Morson και Jhanjan, Συλλογή 1982, σελ. 3723, σκέψεις 8 – 10, καθώς και Ε.Α 400/2005, 80-3/2005, 240/2004, 81/2004, 684/2003, 73/1999 κ.ά).
ΕλΣυν/Κλ.Ζ/133/2009
Με τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα (ανωτέρω σκέψη 6), ενσωματώνεται η σχετική κοινοτική Οδηγία, καθορίζονται οι προϋποθέσεις καθώς, επίσης, και η διαδικασία για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης δημόσιας σύμβασης μελετών και συναφών υπηρεσιών. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι, κατά τα παγίως κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), η σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων, η οποία γίνεται με προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία αυτή το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (βλ. Δ.Ε.Κ.: απόφαση της 2.6.2005, Υπόθεση C-394/02, σκέψη 33, απόφαση της 14.9.2004, Υπόθεση C-385/02, σκέψη 19, απόφαση της 10.4.2003, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-20/01 και C-28/01, σκέψη 58, απόφαση της 18.5.1995, Υπόθεση C-57/94, σκέψη 23, απόφαση της 10.3.1987, Υπόθεση C-199/85, σκέψη 14). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.3316/2005, για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και την ανάθεση, στον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, της εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών ή της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών, που, κατά το είδος ή την ποσότητα, δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Να είναι αναγκαίες οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης, επομένως, πρέπει να παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το εκτελούμενο έργο, δηλαδή να αφορούν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, και να μην περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση. β) Να συντρέχει περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης. Συναφώς, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 20/2009, 199/2008, 246/2007, 147, 30/2005, 45/2004 πράξεις παρόντος Κλιμακίου), ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα, που, παρά το ότι καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. γ) Να μη μπορούν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για τον εργοδότη ή να κρίνονται απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της έστω και αν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν. Επίσης, προϋπόθεση για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης είναι η προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου, η σύνταξη και έγκριση σχετικού Συγκριτικού Πίνακα. Τέλος, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών συμβάσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) της αρχικής συμβατικής αμοιβής. Με δεδομένο ότι κατά την εκπόνηση των μελετών κτηματογράφησης των προγραμμάτων που προηγήθηκαν το ποσοστό των δηλώσεων δεν ξεπέρασε συνολικά, κατά προσέγγιση, το 60% του προεκτιμηθέντος αριθμού δικαιωμάτων, η εκτίμηση της εταιρείας κατά το χρόνο προκήρυξης του έργου ήταν ότι δεν θα υπήρχε υπέρβαση του ως άνω αριθμού των δικαιωμάτων που προέβλεψε το μοντέλο στατιστικής εκτίμησης. Όμως, οι σημαντικές απρόβλεπτες αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στην αγορά ακινήτων (όπως, ενδεικτικά, η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω των ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών και της κατασκευής σημαντικών έργων υποδομής που βελτίωσαν την ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, η εισαγωγή του Φ.Π.Α. στην κατασκευή ακινήτων κλπ.) είχαν ως αποτέλεσμα, ιδίως στην περιοχή του Δήμου Αθηναίων που αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δικαιωμάτων που υπάρχουν σ’ αυτές.