Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΚΛ.Ε/392/2008 (ΣΤ΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1650/1986, 4412/2016/A.45

Νομιμότητα της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου και του σχεδίου σύμβασης του έργου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ….«Έργα Διευθέτησης Χειμάρρου .....», Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι πριν την έναρξη πραγματοποίησης των έργων που με την ως άνω Κ.Υ.Α. έχουν καταταγεί σε μία ή περισσότερες από τις τρεις κατηγορίες που προβλέπει το άρθρο 3 του ν. 1650/1986, όπως τα αντιπλημμυρικά έργα διευθέτησης της ροής των υδάτων (Α κατηγορία) , απαιτείται, ως κύριο μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης, η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Ως έναρξη δε πραγματοποίησης του έργου θεωρείται όχι μόνο η υλική ενέργεια εκτέλεσης αυτού, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης, αποτελούσας προϋπόθεση έναρξης της κατασκευής του. Συνακόλουθα , η παράλειψη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πριν της έκδοση απόφασης περί εγκρίσεως του αποτελέσματος της οικείας δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, η οποία δεν καλύπτεται από τη μεταγενέστερη έκδοση της πράξης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατασκευής και λειτουργίας του έργου. Τούτο διότι η ως άνω πλημμέλεια, άγουσα στη δημιουργία νέας πραγματικής και νομικής κατάστασης, κατά παραγνώριση των αξιώσεων της αρχής της νομιμότητας, καθώς και των περί προστασίας του περιβάλλοντος κοινοτικών και εθνικών διατάξεων, ως και της ανάγκης της εκ των προτέρων εκτίμησης των επιπτώσεων κάθε έργου ή δραστηριότητας στο περιβάλλον, εξακολουθεί να υφίσταται, καθόσον δεν έχει προηγηθεί η εκτίμηση των επιπτώσεων του προκείμενου έργου στο περιβάλλον (βλ. Ολομ. ΣτΕ 2175/2004, Πράξη VI Τμήματος Ελ.Συν. 33/2007).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.6/33/2007

Ζητείται από το Τμήμα τούτο να ανακληθεί η 1400/2006 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η παράλειψη υποβολής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και, ακολούθως, έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πριν την έκδοση απόφασης περί εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, καθισταμένης ούτως μη νόμιμης της απόφασης της αναθέτουσας αρχής περί αναθέσεως εκτέλεσης του έργου στην αιτούσα εταιρεία, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου, δοθέντος ότι η ελλείπουσα εκ των προτέρων εκτίμηση των επιπτώσεων του εν λόγω έργου στο περιβάλλον δε δύναται να καλυφθεί από τη μεταγενέστερη σύνταξη της οικείας μελέτης από τον ήδη ανάδοχο αυτού. Επιπροσθέτως, οι περιβαλλοντικοί όροι που τελικώς θα εγκριθούν είναι πιθανό να επιφέρουν ουσιώδεις τροποποιήσεις στην τεχνική μελέτη του δημοπρατηθέντος έργου ή τους λοιπούς συμβατικούς όρους, επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ουσιώδους μεταβολής του οικονομικού αντικειμένου της συναφθείσας σύμβασης, κατά παράβαση των αρχών της διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στο διαγωνισμό, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη από την αναθέτουσα αρχή δαπάνη ύψους 12.450 Ευρώ καλύπτει αποκλειστικά τα έξοδα εκπόνησης της σχετικής μελέτης και λήψης των λοιπών αναγκαίων μέτρων, μέχρι και το στάδιο έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων (βλ. και το 3870/15.06.2004 έγγραφο του Τμήματος Υδραυλικών Έργων της Διεύθυνσης Δημοσίων Έργων της Περιφέρειας .....), τα δε αντιθέτως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ομοίως απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι πεπλανημένως πλην συγγνωστώς η αναθέτουσα αρχή, εξασφαλίζοντας δια του κονδυλίου των απροβλέπτων την κάλυψη των τυχόν απαιτούμενων πρόσθετων εργασιών για την τήρηση των περιβαλλοντικών όρων που επρόκειτο να εγκριθούν, είχε την πεποίθηση ότι ηδύνατο να αναθέσει τη σύνταξη μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων στον ανάδοχο του έργου, καθόσον η εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 είναι ρητή και αρκούντως σαφής, ορίζοντας ότι η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων συνιστά σε κάθε περίπτωση την αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση των διοικητικών πράξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του έργου, όπως, εν προκειμένω, της απόφασης περί εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας.(...)Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης της εργοληπτικής επιχείρησης με την επωνυμία «….» και διακριτικό τίτλο «…..».


104248/2006

Περιεχόμενο, δικαιολογητικά και λοιπά στοιχεία των Προμελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Π.Π.Ε.), των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.), καθώς και συναφών μελετών περιβάλλοντος, έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργεια(Α.Π.Ε.)


ΕλΣυν/Τμ.6/2835/2010

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση νέων έργων που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον και έχουν καταταγεί σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο Νόμο, απαιτείται προηγούμενη, δηλαδή προ της ενάρξεως πραγματοποιήσεως του έργου, έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Ως έναρξη πραγματοποιήσεως του έργου θεωρείται όχι μόνον η υλική ενέργεια αυτού, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξεως, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ενάρξεως κατασκευής του, ως η προκήρυξη (πρβλ. ΣτΕ 149/2000) ή η οικεία κατακυρωτική απόφαση. Κατά συνέπεια η παράλειψη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων προ της εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, καθισταμένης ούτως μη νόμιμης της αποφάσεως αναθέσεως εκτελέσεως του έργου (Πράξη VI Τμήματος 33/2007, Απόφαση VI Τμήματος 2515/2009 και Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009, ΣτΕ 149/2000). Τούτο δε καθόσον τα αρμόδια διοικητικά όργανα εκτιμώντας τις συνέπειες που μπορεί να έχει ένα νέο έργο στο περιβάλλον δεν πρέπει να επηρεάζονται από τα τεχνικά δεδομένα του υπό εκτέλεση έργου, αλλ’ αντιθέτως οι όροι του διαγωνισμού οφείλουν να προσαρμόζονται σε προϋφιστάμενους (και ήδη εγκριθέντες) περιβαλλοντικούς όρους. Περαιτέρω η απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων δύναται να έχει ορισμένη χρονική διάρκεια, μετά το πέρας της οποίας δύναται να αναθεωρηθεί χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις, εκτεινομένης ούτω της διάρκειας των αρχικών όρων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα του αρχικώς προσδιορισθέντος. Απλή αναθεώρηση της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων είναι επιτρεπτή πριν από τη λήξη ισχύος αυτών ή εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη τους. Αν παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα (πέραν του ευλόγου) από τη λήξη ισχύος της αρχικής αδειοδοτήσεως απαιτείται να τηρηθεί εξαρχής η διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων (Απόφαση VI Τμήματος 2013/2010, ΣτΕ 297/2009, 3428/2004). Εκ τούτων παρέπεται ότι εάν κατά την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας υπάρχουν εγκεκριμένοι περιβαλλοντικοί όροι, η ισχύς των οποίων παύει κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και πριν από την έκδοση της κατακυρωτικής αποφάσεως, η απλή αναθεώρηση αυτών, μετά την κατακύρωση του αποτελέσματος, αίρει (θεραπεύει) την πλημμέλεια της μη υπάρξεως αυτών κατά το χρόνο της κατακυρώσεως υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση αναθεωρήσεως εξεδόθη εντός ευλόγου χρόνου από της λήξεως των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και δεν επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές στους αρχικών εγκριθέντες όρους σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον. Τούτο δε καθόσον η ανάγκη της προϋπάρξεως (πριν την έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού) περιβαλλοντικών όρων, προκειμένου τα αρμόδια διοικητικά όργανα να εκτιμούν τις επιπτώσεις κάθε έργου στο περιβάλλον, χωρίς να έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε νομική ή πραγματική κατάσταση (Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009), δεν θίγεται διότι οι περιβαλλοντικοί όροι έχουν εγκριθεί πριν από τη δημοπράτηση του έργου και η εντός ευλόγου χρόνου ανανέωση αυτών, ισοδυναμεί με απλή παράταση της ισχύος τους, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, αναδράμει στο χρόνο λήξεως των αρχικών όρων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από την εκπνοή τους έως το χρονικό σημείο που προβλέπεται στην ανανέωση. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει την κατακυρωτική απόφαση και να εκδώσει (εφόσον δεν υφίστανται πλημμέλειες στη διαδικασία του διαγωνισμού) νέα, ομοίου περιεχομένου, η οποία απλώς θα έπεται του χρόνου αναθεωρήσεως της εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, με μόνη κατ’ ουσίαν συνέπεια την καθυστέρηση της διαδικασίας ολοκληρώσεως του διαγωνισμού (πρβλ. ΣτΕ 149/2000). Τέλος, το εύλογο του μεσολαβούντος, μεταξύ της παύσης ισχύος των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και της αναθεωρήσεως αυτών, χρονικού διαστήματος, κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε διαγωνισμού.


ΕΣ/ΤΜ.6/2515/2009

Υπογραφή σχεδίου σύμβασης έργου..ζητείται η ανάκληση της 375/2009 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη νομική σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι μη νόμιμα το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου ... προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, με την 48/29.5.2009 απόφασή του, καθόσον ήδη από 30.4.2008 είχε λήξει η ισχύς των περιβαλλοντικών όρων που εγκρίθηκαν με την Α.Π. 130418/27.6.2003 Κοινή Υπουργική Απόφαση, χωρίς παράλληλα να έχει τηρηθεί η διαδικασία ανανέωσης ή αναθεώρησής της. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το 2427/18.8.2009 έγγραφο της Αναθέτουσας Αρχής, αυτή υπέβαλε αίτημα ανανέωσης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων μόλις την 18.8.2009, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, που εντόπισε τη συγκεκριμένη πλημμέλεια. Εξάλλου, αβάσιμα η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η τήρηση της διαδικασίας αναθεώρησης ή ανανέωσης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων απαιτείται μόνο εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, περίπτωση που εν προκειμένω δεν συντρέχει, τούτο δε διότι, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν.1650/1986, η τήρηση της διαδικασίας ανανέωσης ή αναθεώρησης πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, οι δε τυχόν επελθούσες – μετά την αρχική έγκριση - ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον ασκούν επιρροή μόνο όσον αφορά στο είδος της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί από τη Διοίκηση κατά την έκδοση της αιτούμενης ανανέωσης (σύνταξη εκ νέου μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων κ.λπ., πρβλ. ΣτΕ 297/2009). Περαιτέρω, η 28/2.4.2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., κατά το μέρος που με αυτήν δεν έγινε αποδεκτή η εισήγηση της Επιτροπής Διαγωνισμού περί της ανάγκης αναβαθμολόγησης της προσφοράς της παρεμβαίνουσας κοινοπραξίας, επί τη βάσει των προβληθέντων ισχυρισμών της κοινοπραξίας «….» (σημεία 6 και 7 της ένστασής της), παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, καθόσον το εν λόγω αποφασίζον όργανο δεν αιτιολόγησε ειδικά, όπως όφειλε, έστω με παραπομπή σε άλλα στοιχεία του φακέλου, την απόκλισή του από τη γνώμη της Επιτροπής Διαγωνισμού. Δεν αρκεί δε η επίκληση, στο σώμα της απόφασης, της αιτιολογίας που περιέχεται στο 4ο/16.12.2008 πρακτικό της ίδιας Επιτροπής, δεδομένου ότι ακριβώς το πρακτικό αυτό προσβλήθηκε με ένσταση από την παραπάνω κοινοπραξία, κατόπιν της οποίας η Επιτροπή Διαγωνισμού διέλαβε νέα κρίση, αποκλίνουσα μερικώς από την αρχική (ως προς τα σημεία 6 και 7 της ένστασης). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του αιτούντος Δήμου ότι η διαδικασία έχει κριθεί στο σύνολό της νόμιμη με τις 956 και 961/2008 αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αβάσιμος, καθόσον οι αποφάσεις αυτές αφορούν σε προγενέστερο στάδιο του διαγωνισμού. Τέλος, ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας ότι η επίμαχη 28/2.4.2009 απόφαση έχει καταστεί οριστική και απρόσβλητη, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από τους συμμετέχοντες στη διαγωνιστική διαδικασία, είναι ομοίως αβάσιμος, τούτο δε διότι ο έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το στάδιο πριν τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων ασκείται χάριν του δημόσιου συμφέροντος και δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από τις ενέργειες των συμμετεχόντων στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία. Επομένως, ορθά με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι η διαδικασία ανάθεσης του έργου «Αποχέτευση Παραλιακών Οικισμών Δήμου ... – 1ο Υποέργο: Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων» πάσχει κατά τις διαπιστωθείσες από το Κλιμάκιο πλημμέλειες. Πλην όμως, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Δήμος ... 1) έχει ήδη υποβάλει αίτημα ανανέωσης της αρχικής απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και 2) είναι μικρός Δήμος που δεν διαθέτει οργανωμένη νομική και τεχνική υπηρεσία, το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ενόψει και του ότι το κύρος της 28/2.4.2009 απόφασης δεν αμφισβητήθηκε από τους λοιπούς διαγωνιζόμενους, ότι δεν υπήρξε πρόθεση καταστρατήγησης του ισχύοντος νομικού πλαισίου από μέρους των οργάνων του αιτούντος Δήμου, τα οποία πεπλανημένως, πλην συγγνωστώς, πίστεψαν ότι οι παραπάνω ενέργειές τους ήταν εν προκειμένω επιτρεπτές. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Ασημίνας Σαντοριναίου, που μειοψήφισε, η φύση των πλημμελειών που εντόπισε το Κλιμάκιο δε δικαιολογεί τη συγγνωστή πλάνη των οργάνων της Αναθέτουσας Αρχής..Ανακαλεί την 375/2009 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΣΤΕ 796/2011

Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου:Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την πρώτη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 7072/ 31.12.2004 απόφαση του Γ.Γ. Περιφερείας …, κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου του αιτούντος, για την κατασκευή Σταθμού Υπεραστικών της Α.Ε. Υπεραστικό ΚΤΕΛ νομού ... στο Ο.Τ. 298 του Δήμου .... Στο προοίμιο της πράξεως αυτής, μνημονεύεται εκ παραδρομής ως εγκριτική των περιβαλλοντικών όρων απόφαση η υπ’ αριθμ. ΚΟ/1229/12.7.2004 πράξη. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη πράξη στην πραγματικότητα έχει ως έρεισμα την υπ’ αριθμ. ΚΟ/1304/12.7.2004 απόφαση του Νομάρχη ..., με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή του έργου αυτού.Επειδή, η τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3731/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο. Συνεπώς, μετά την ακύρωσή της αποφάσεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, πρέπει, για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία έχει ως νόμιμο έρεισμα την ακυρωθείσα απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων (Σ.τ.Ε. 4275/2009, 1908-10/2008 κ.ά.). Εξ άλλου, μετά την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως για τον ανωτέρω λόγο, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των προβαλλομένων με την υπό κρίση αίτηση λόγων ακυρώσεως.


ΕΣ/Τ7/37/2008

Τοποθέτηση πλωτού φράγματος.Αιγιαλός,αδειοδοτήσεις,μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων.


ΝΣΚ/465/2007

Πριν από τη δημοπράτηση έργου, που έχει καταταγεί στις κατηγορίες του άρθρου 3 του Ν 1650/1986, όπως ισχύει, απαιτείται να έχει εκδοθεί η κατ’ άρθρο 4 αυτού απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Τέτοια, όμως, απόφαση δεν απαιτείται να έχει εκδοθεί και πριν από την ανάθεση ή έγκριση της τεχνικής μελέτης του έργου.


ΕΣ/Τ6/92/2008

Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων, διαβαθμιζόμενη κατά τα ανωτέρω (τρεις κατηγορίες), διαφοροποιείται ως προς τα αρμόδια διοικητικά όργανα και τη διαδικασία, που συλλειτουργούν γνωμοδοτικά και αποφασιστικά, για να εκδοθεί η τελική απόφαση, ωστόσο, πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση χρονικά πρότερη της εναρκτήριας νομικής πράξης ή/και υλικής ενέργειας κατασκευής του δημόσιου έργου. Τούτο διότι, η μετά την εκκίνηση της σχετικής διαδικασίας, που συνιστά την επέμβαση στο περιβάλλον, απόφαση έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, καθίσταται αλυσιτελής, δοθέντος ότι, αν μεν διαφοροποιείται από το ήδη παραχθέν αποτέλεσμα, προσκρούει σε ημιτελή ή τετελεσμένη κατάσταση και, κατά συνέπεια, αποτυγχάνει να θεραπεύσει το σκοπό τον οποίο υπηρετεί (προστασία του περιβάλλοντος), ενώ αν δεν διαφοροποιείται από αυτό (παραχθέν αποτέλεσμα), τεκμαίρεται ότι αποτελεί απλή συμμόρφωση στην κανονιστική δύναμη της δημιουργηθείσας πραγματικότητας και επομένως δεν παρέχει στον πολίτη την εγγύηση ότι το δικαίωμα του για προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και η αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας, έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Όλα αυτά ανεξαρτήτως του ότι η έναρξη εκτέλεσης δημόσιου έργου, χωρίς να έχει εκδοθεί προηγουμένως απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, ενέχει σε υψηλότατο βαθμό τον κίνδυνο, η χρονικά μεταγενέστερη απόφαση (έγκρισης περιβαλλοντικών όρων) που θα εκδοθεί, αν βεβαίως εκδοθεί, να διαφοροποιείται από τη μελέτη και τον προϋπολογισμό κατασκευής ή την – ημιτελή ή τετελεσμένη – κατασκευή του έργου, με συνέπεια να αποτρέπεται έτσι η ολοκλήρωσή του (στην περίπτωση ημιτελούς κατασκευής) ή η λειτουργία του (στην περίπτωση τετελεσμένης κατασκευής) και να εγείρονται χρηματικές και άλλες αξιώσεις από τα συμβαλλόμενα μέρη, με αποτέλεσμα την κατασπατάληση δημόσιου χρήματος και την αναποτελεσματική ανάλωση δημόσιων πόρων. Συνεπώς, η παράλειψη έκδοσης απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πριν από την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, που αναδεικνύει τον ανάδοχο εκτέλεσης δημόσιου έργου, δε δύναται να καλυφθεί από τη μεταγενέστερη έκδοση της απόφασης αυτής. Συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια της διαδικασίας, της οποίας η διαπίστωση από το αρμόδιο Κλιμάκιο άγει στην αρνητική κρίση για τη νομιμότητά της και κωλύει την υπογραφή του σχετικού σχεδίου σύμβασης.


ΝΣΚ/131/2016

Εφαρμοστέες διατάξεις για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων Επιχειρηματικού Πάρκου - Αρμόδια υπηρεσία για τη διαβίβαση της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων στο αρμόδιο Περιφερειακό Συμβούλιο - Φορείς με γνωμοδοτική αρμοδιότητα – Εφαρμοστέο δίκαιο σε περίπτωση μεταβολής της εκτάσεως σε ποσοστό μικρότερο του 15%. Η έγκριση περιβαλλοντικών όρων Επιχειρηματικού Πάρκου (Ε.Π) διενεργείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 47 του Ν 3982/2011. Η Δ/νση Αδειοδότησης Επιχειρήσεων και Επιχειρηματικών Πάρκων της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, κατ' άρθρο 47 του Ν 3982/2011, διαβιβάζει τον φάκελο με την αίτηση εγκρίσεως ανάπτυξης Ε.Π και τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) στο αρμόδιο Περιφερειακό Συμβούλιο. Αναφορικά με τη ΜΠΕ του Επιχειρηματικού Σχεδίου, πρέπει να γνωμοδοτούν οι φορείς που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 2 (παρ. 4 και 5) και 3 (παρ. 3) του Ν 4014/2011 και της υπ' αριθμ. ΚΥΑ 1649/45/14.1.2014. Επί μεταβολής της εκτάσεως του Ε.Π σε ποσοστό μικρότερο του 15%, απαιτείται η υποβολή φακέλου «τροποποίησης Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών όρων ΑΕΠΟ» και η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται στην υπ’ αριθμ. ΥΑ 167563/ΕΥΠΕ/15.4.2013 (πλειοψ). 


Αριθ. 38639/2017/2005

Καθορισμός μέτρων και όρων για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/18» για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ» του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».