Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

C-181/2020

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2012/19/ΕΕ – Aπόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού – Υποχρέωση χρηματοδότησης του κόστους διαχείρισης των αποβλήτων που προέρχονται από φωτοβολταϊκά πλαίσια – Αναδρομική ισχύς – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Εσφαλμένη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Ευθύνη του κράτους μέλους»


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

C-181/2020

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2012/19/ΕΕ – Απόβλητα – Απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού – Δαπάνες για τη συλλογή, την επεξεργασία, την ανάκτηση και την περιβαλλοντικώς ορθή διάθεση φωτοβολταϊκών πλαισίων – Ευθύνη του παραγωγού – Εσφαλμένη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Ευθύνη κράτους μέλους – Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” – Αρχή της μη αναδρομικότητα


ΝΣΚ/257/2019

Εάν είναι νόμιμη η καταβολή αναδρομικών διαφορών τακτικών αποδοχών λόγω κατάταξης σε ανώτερη κατηγορία των πρώην δημοτικών αστυνομικών του ΥΠ.ΕΣ., στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 99 του ν. 4483/2017, καθώς και ποιος είναι ο χρόνος που ανατρέχει η αναδρομική καταβολή αυτών.Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 99 του ν. 4483/2017 είναι αντισυνταγματική, διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ομόφ.), σε κάθε περίπτωση δε, και ανεξαρτήτως της αντισυνταγματικότητάς της ή μη, η ισχύς της διάταξης αρχίζει από το χρόνο δημοσίευσης του νόμου, στις 31.7.2017 (πλειοψ.). Παραπομπή στην Ολομέλεια του ΝΣΚ του ζητήματος της συνταγματικότητας της διάταξης.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/172/2018

Προμήθεια χειρουργικών εργαλείων:Ειδικότερα, έκρινε ότι η ανωτέρω διάταξη ρυθμίζει το ζήτημα της εξόφλησης των οικονομικών υποχρεώσεων των αναφερόμενων στην ανωτέρω διάταξη νοσηλευτικών ιδρυμάτων, που προέρχονται από προμήθειες ιατροτεχνολογικών προϊόντων, φαρμάκων και συναφών υπηρεσιών, χωρίς να επιχειρείται η ανατροπή των νομικών κανόνων που ισχύουν στο ενωσιακό και εσωτερικό δίκαιο και διέπουν τις διαδικασίες ανάθεσής τους. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τη συνέχιση της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η Χώρα, η οποία έχει επηρεάσει και το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και την αδήριτη ανάγκη αδιάλειπτης επάρκειας των μέσων λειτουργίας των δομών υγείας για την παροχή στους πολίτες των αντίστοιχων υπηρεσιών υγείας ως το υπέρτατο δημόσιο αγαθό, έκρινε ότι δημιουργείται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω ρύθμιση και του λαμβανομένου για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού μέτρου, που δικαιολογεί την παράταση ισχύος της.


ΕλΣυν/Κλ.1/136/2015

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ:Μη νόμιμη, η καταβολή οδοιπορικών έξόδων και ημερήσιας αποζημίωσης στους Αντιπροέδρους του Διοικητικού Συμβουλίου Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας για μετακινήσεις τους στο εσωτερικό, λόγω πλημμελειών κατά τη διαδικασία ανάληψης των οικείων δαπανών και συγκεκριμένα  οι κρίσιμες δαπάνες δεν είναι κανονικές, αφού οι αρχικές πράξεις ανάληψης που ελήφθησαν κατά το οικονομικό έτος 2014, ανατράπηκαν στις 13.1.2015, ήτοι μετά τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου εκδόθηκαν, καθιστώντας πλημμελή, κατά τα ανωτέρω, και την επιγενόμενη ανάληψη των δαπανών αυτών για το έτος 2015.  Εξάλλου, η πλημμέλεια αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 31 του ν.4325/2015 (Α΄47), οι οποίες αφορούν αποκλειστικά και μόνον σε πράξεις ανατροπής που συντάχθηκαν και υπεγράφησαν νομίμως μέχρι 31.12.2014, στις οποίες και προσδίδεται αναδρομική ισχύς από την ημερομηνία αυτή, παρότι δημοσιεύτηκαν στο πρόγραμμα ΔΙΑΥΓΕΙΑ μεταγενέστερα.


ΔΕΚ/C-122/2017

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων – Τρίτη οδηγία 90/232/ΕΟΚ – Άρθρο 1 – Ευθύνη για σωματικές βλάβες που προκαλούνται σε όλους τους επιβάτες πλην του οδηγού – Υποχρεωτική ασφάλιση – Άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών – Υποχρέωση μη εφαρμογής εθνικής ρυθμίσεως αντιβαίνουσας σε οδηγία – Μη εφαρμογή συμβατικής ρήτρας αντιβαίνουσας σε οδηγία»(...) Το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών και δεν δύναται να προβεί σε ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν στις διατάξεις οδηγίας οι οποίες πληρούν όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραγωγή άμεσου αποτελέσματος σύμφωνη προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν υποχρεούται, αποκλειστικώς βάσει του δικαίου της Ένωσης, να αφήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου καθώς και συμβατική ρήτρα που περιέχεται, σύμφωνα με τις ως άνω εθνικές διατάξεις, σε ασφαλιστήρια σύμβαση. Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο διάδικος που θίγεται από το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, ή το πρόσωπο που υπεισήλθε στα δικαιώματα του διαδίκου αυτού, μπορεί, πάντως, να επικαλεστεί τη νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C-6/90 και C-9/90, EU:C:1991:428), προκειμένου η ζημία την οποία υπέστη να αποκατασταθεί, ενδεχομένως, από το κράτος μέλος.


ΣΤΕ/744/2016

Αστική ευθύνη δημοσίου- αποζημίωση για αναδρομικό διορισμό:..Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, και τούτο διότι i) το δικάσαν εφετείο στήριξε τη σχετική κρίση του στο «μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα», στον οποίο υποχρεώθηκε ο αναιρεσίβλητος, χωρίς ο τελευταίος να έχει στηρίξει το αγωγικό του αίτημα περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης στο ως άνω γεγονός, και ii) οι κρίσεις του εκλεκτορικού σώματος δεν ήταν ικανές να θίξουν την προσωπικότητα και την υπόληψη του αναιρεσίβλητου στο εργασιακό και κοινωνικό του περιβάλλον, με αποτέλεσμα την πρόκληση σε βάρος του τελευταίου ηθικής βλάβης. Όμως, ενόψει των ήδη εκτεθέντων, ο ανωτέρω λόγος, με τον οποίο αμφισβητείται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι επήλθε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ηθική βλάβη, χωρίς να προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσεως αυτής ή ότι, αντιθέτως, παρέλειψε να συνεκτιμήσει γεγονότα που είχαν τεθεί υπόψη του και τα οποία επιδρούσαν στον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.


ΕΣ/ΤΜ.6/800/2012

Αποκατάσταση περιοχών από παράνομες αποθέσεις αποβλήτων και σκουπιδομπάζων...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Τμήμα κρίνει ότι : Α) Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία υπήρχε στα στοιχεία του φακέλου και καταδεικνύει την αδυναμία του Δήμου … να εκτελέσει τις συγκεκριμένες υπηρεσίες με ίδια μέσα, δεν ήταν απαραίτητη εν προκειμένω διότι η τελευταία δημοσίευση της διακηρύξεως του διαγωνισμού έλαβε χώρα στις 1.6.2011, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της ισχύος του Ν. 3979/2011 (16.6.2011) και ως εκ τούτου η κρινόμενη διαγωνιστική διαδικασία δεν διέπεται από τις διατάξεις του. Όμως, τόσο από την απόφαση αυτή όσο και από την οικεία Μελέτη – Τεχνική Έκθεση προκύπτει ότι η περισυλλογή, η αποκομιδή και η διάθεση των απορριμμάτων και λοιπών αποβλήτων που έχουν σωρευθεί από μακρού χρόνου, στις περιοχές …, Ρέμα … και … του Δήμου … και σε πολλές περιπτώσεις έχουν ενσωματωθεί με το περιβάλλον, χωρίς να μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς ούτε το είδος αυτών ούτε η ποσότητά τους, συνιστούν ειδικής φύσεως υπηρεσία, η οποία απαιτεί εξειδικευμένη γνώση στο χειρισμό μηχανημάτων, τα οποία ούτως ή άλλως δεν διαθέτει ο Δήμος. Ως εκ τούτου και επειδή δεν πρόκειται περί των συνηθισμένων οικιακών ή άλλων απορριμμάτων, με την αποκομιδή και τη διάθεση των οποίων είναι επιφορτισμένοι οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Καθαριότητας, αλλά για απόβλητα και απορρίμματα κάθε είδους, των οποίων η ποσότητα παραμένει απροσδιόριστη, και πάντως υπερβαίνει κατά πολύ την ετήσια ποσότητα των συλλεγόμενων και μεταφερόμενων αστικών απορριμμάτων, οι υπηρεσίες συλλογής και διαθέσεως των πάσης φύσεως αποβλήτων που έχουν παρανόμως εναποτεθεί στις ως άνω περιοχές, δεν ανάγονται στα καθήκοντα του προσωπικού της Υπηρεσίας Καθαριότητας. Κατά συνέπεια νομίμως προέβη ο Δήμος … στη διαδικασία διενέργειας δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού για την επιλογή αναδόχου με εξειδικευμένη εμπειρία, κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή (φορτηγά οχήματα, εκσκαφείς κ.κπ.) και αναγκαίο προσωπικό για την αποκομιδή και διάθεση των πάσης φύσεως απορριμμάτων και αποβλήτων. B) Οι ανατιθέμενες υπηρεσίες παρουσιάζουν ιδιαιτερότητα ως προς το ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί εκ των προτέρων η ακριβής ποσότητα των συλλεγόμενων και μεταφερόμενων απορριμμάτων καθώς και το είδος αυτών διότι προέρχονται από παράνομη εναπόθεση κάθε είδους αποβλήτων, τα οποία στην οικεία Μελέτη – Τεχνική Έκθεση προσδιορίζονται ως «σκουπιδομπάζα». Καθορίζονται, δηλαδή οι περιοχές στις οποίες θα λάβει χώρα η περισυλλογή, πλην όμως δεν μπορεί να ορισθεί ο νόμιμος χώρος εναποθέσεως αυτών, καθόσον δεν μπορεί εκ των προτέρων να συγκεκριμενοποιηθεί το είδος των απορριμμάτων που θα συλλεχθούν ώστε να υπάρχει δυνατότητα αναφοράς στα συμβατικά τεύχη των νομίμως λειτουργούντων χώρων που μπορούν να διατεθούν. Άρα, ο προσδιορισμός του χώρου παροχής των επίμαχων υπηρεσιών αποκομιδής απορριμμάτων, ο οποίος απαιτείται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, εξαντλείται εν προκειμένω στον προσδιορισμό των περιοχών στις οποίες θα λάβουν χώρα οι συγκεκριμένες υπηρεσίες συλλογής αυτών (περιοχές …, Ρέμα … και …) και όχι στο χώρο υποδοχής, καθόσον τούτο επιβάλλεται από τη φύση των συγκεκριμένων υπηρεσιών. Περαιτέρω, το αντικείμενο του κρινόμενου διαγωνισμού περιλαμβάνει την από τον ανάδοχο αποκομιδή και διάθεση των αποβλήτων σε νόμιμο χώρο διαθέσεως, με κριτήριο κατακυρώσεως τη χαμηλότερη τιμή και ο μη προσδιορισμός του χώρου υποδοχής των απορριμμάτων δεν συνεπάγεται ασάφεια της διακηρύξεως, διότι η προϋπολογιζόμενη δαπάνη κοστολογείται με βάση τις ώρες απασχολήσεως των μηχανημάτων όπως αυτές καταγράφονται στις καρτέλες ωρομετρήσεως (ωρομίσθια μηχανημάτων) και τις ώρες εργασίας του προσωπικού του αναδόχου (βλ. άρθρα 14 και 15 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων). Κατά συνέπεια η μη αναγραφή στη διακήρυξη και στα οικεία συμβατικά τεύχη συγκεκριμένου χώρου διαθέσεως των αποβλήτων δεν καθιστά το αντικείμενο αυτής αόριστο ούτε οδηγεί σε νόθευση της διαφάνειας και του ανταγωνισμού διότι η προϋπολογισθείσα δαπάνη τεκμηριώνεται πλήρως και επαφίεται σε κάθε συμμετέχοντα να επιλέξει οποιοδήποτε χώρο νόμιμης εναποθέσεως επιθυμεί (ανάλογα με το είδος των συλλεχθέντων αποβλήτων), χωρίς οιαδήποτε αξιολόγηση της προσφοράς του ως προς το σημείο αυτό, με μόνο κριτήριο κατακυρώσεως τη χαμηλότερη τιμή. Ως εκ τούτου η διακήρυξη και το οικείο σχέδιο συμβάσεως προσδιορίζουν με πληρότητα το αντικείμενο των ζητούμενων υπηρεσιών και δεν καταλείπεται οιαδήποτε ασάφεια ως προς τις υποχρεώσεις του αναδόχου (πρβλ. Απόφαση VI Τμήματος 2754/2011).


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/83/2018

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Επομένως, με την προεκτιθέμενη αιτιολογία, κατ’ αποδοχή του πρώτου και του δεύτερου λόγου διαφωνίας οι 171, 172, 173/21.9.2017 αποφάσεις είναι πλημμελείς. Κατά τη γνώμη της Προέδρου του Κλιμακίου, νομίμως εκδόθηκε η 171/2017 απόφαση, διότι εφαρμοστέες κατά το χρόνο μεταφοράς ήταν οι διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 3613/2007, οι οποίες δεν προβλέπουν ότι πρέπει να τηρείται ειδική διαδικασία για την προσμέτρηση του χρόνου προϋπηρεσίας σε δημοτική επιχείρηση για μισθολογική εξέλιξη. Κατά συνέπεια, νομίμως, λαμβανομένης υπόψη και της 318/3.5.2011 αίτησης της υπαλλήλου, ανακλήθηκε η 523/26.8.2010 απόφαση, κατά το μέρος που εσφαλμένως κατατάχθηκε η μεταφερθείσα από την κοινωφελή επιχείρηση σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δικαιούχος του χρηματικού εντάλματος υπάλληλος στον εισαγωγικό βαθμό και στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο, χωρίς προσμέτρηση του χρόνου προϋπηρεσίας της. Δεδομένου δε ότι η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης εξαφανίζει εξ υπαρχής την ανακαλούμενη και ανατρέχει στο χρόνο ισχύος της αρχικής πράξης, νομίμως στην 171/2017 απόφαση προσδόθηκε αναδρομική ισχύς. Παρέπεται,  ότι νομίμως εκδόθηκαν και οι 172 και 173/2017 όμοιες αποφάσεις επανακατάταξης της υπαλλήλου, με προσμέτρηση του χρόνου υπηρεσίας που αναγνωρίστηκε προηγουμένως. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι ο πρώτος και δεύτερος λόγοι διαφωνίας της Επιτρόπου. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε. 2) Εξάλλου, ο τρίτος λόγος διαφωνίας είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι η κατανεμόμενη σε ισόποσες δόσεις αύξηση αποδοχών σχετικά με την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 27 παρ. 2 του ν. 4354/2015 είναι η αύξηση που προκύπτει από την κατάταξη για πρώτη φορά κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4354/2015 συγκριτικά προς τις αποδοχές που καταβάλλονταν έως 31.12.2015 και όχι η διαφορά αποδοχών που οφείλεται σε μισθολογική κατάταξη λόγω αναγνώρισης προϋπηρεσίας. 3) Αντίστοιχα, απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος διαφωνίας, διότι με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου ανεστάλη η μισθολογική εξέλιξη έως 31.12.2017 του υπαγόμενου στις ρυθμίσεις του προσωπικού, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης δεν εμπίπτει η καταβολή διαφοράς αποδοχών από μισθολογική κατάταξη προσωπικού λόγω αναγνώρισης προϋπηρεσίας του, ενώ κατά τις ίδιες διατάξεις αναστέλλεται έως 31.12.2017 η εφεξής μισθολογική εξέλιξή του. Τέλος, 4) ως προς τον πέμπτο λόγο διαφωνίας, ανεξάρτητα αν κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4α εδ. β και γ του ν. 4354/2015, από υπηρεσίες που παρέχονται με μειωμένο ωράριο εργασίας, αναγνωρίζεται για μισθολογική εξέλιξη τόσος χρόνος, όσος προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των ωρών εργασίας δια του αριθμού των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης που ισχύει για τον αντίστοιχο κλάδο υπαλλήλων, ο λόγος διαφωνίας είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι η αναγνώριση προϋπηρεσίας εν προκειμένω συντελέστηκε -εσφαλμένως, σύμφωνα με όσα κατά πλειοψηφία έγιναν δεκτά ανωτέρω- βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 3613/2007, οι οποίες δεν υπεισέρχονται στην προβαλλόμενη διάκριση.


ΕΣ/ΤΜ.6/2515/2009

Υπογραφή σχεδίου σύμβασης έργου..ζητείται η ανάκληση της 375/2009 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη νομική σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι μη νόμιμα το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου ... προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, με την 48/29.5.2009 απόφασή του, καθόσον ήδη από 30.4.2008 είχε λήξει η ισχύς των περιβαλλοντικών όρων που εγκρίθηκαν με την Α.Π. 130418/27.6.2003 Κοινή Υπουργική Απόφαση, χωρίς παράλληλα να έχει τηρηθεί η διαδικασία ανανέωσης ή αναθεώρησής της. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το 2427/18.8.2009 έγγραφο της Αναθέτουσας Αρχής, αυτή υπέβαλε αίτημα ανανέωσης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων μόλις την 18.8.2009, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, που εντόπισε τη συγκεκριμένη πλημμέλεια. Εξάλλου, αβάσιμα η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η τήρηση της διαδικασίας αναθεώρησης ή ανανέωσης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων απαιτείται μόνο εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, περίπτωση που εν προκειμένω δεν συντρέχει, τούτο δε διότι, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν.1650/1986, η τήρηση της διαδικασίας ανανέωσης ή αναθεώρησης πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, οι δε τυχόν επελθούσες – μετά την αρχική έγκριση - ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον ασκούν επιρροή μόνο όσον αφορά στο είδος της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί από τη Διοίκηση κατά την έκδοση της αιτούμενης ανανέωσης (σύνταξη εκ νέου μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων κ.λπ., πρβλ. ΣτΕ 297/2009). Περαιτέρω, η 28/2.4.2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., κατά το μέρος που με αυτήν δεν έγινε αποδεκτή η εισήγηση της Επιτροπής Διαγωνισμού περί της ανάγκης αναβαθμολόγησης της προσφοράς της παρεμβαίνουσας κοινοπραξίας, επί τη βάσει των προβληθέντων ισχυρισμών της κοινοπραξίας «….» (σημεία 6 και 7 της ένστασής της), παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, καθόσον το εν λόγω αποφασίζον όργανο δεν αιτιολόγησε ειδικά, όπως όφειλε, έστω με παραπομπή σε άλλα στοιχεία του φακέλου, την απόκλισή του από τη γνώμη της Επιτροπής Διαγωνισμού. Δεν αρκεί δε η επίκληση, στο σώμα της απόφασης, της αιτιολογίας που περιέχεται στο 4ο/16.12.2008 πρακτικό της ίδιας Επιτροπής, δεδομένου ότι ακριβώς το πρακτικό αυτό προσβλήθηκε με ένσταση από την παραπάνω κοινοπραξία, κατόπιν της οποίας η Επιτροπή Διαγωνισμού διέλαβε νέα κρίση, αποκλίνουσα μερικώς από την αρχική (ως προς τα σημεία 6 και 7 της ένστασης). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του αιτούντος Δήμου ότι η διαδικασία έχει κριθεί στο σύνολό της νόμιμη με τις 956 και 961/2008 αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αβάσιμος, καθόσον οι αποφάσεις αυτές αφορούν σε προγενέστερο στάδιο του διαγωνισμού. Τέλος, ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας ότι η επίμαχη 28/2.4.2009 απόφαση έχει καταστεί οριστική και απρόσβλητη, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από τους συμμετέχοντες στη διαγωνιστική διαδικασία, είναι ομοίως αβάσιμος, τούτο δε διότι ο έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το στάδιο πριν τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων ασκείται χάριν του δημόσιου συμφέροντος και δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από τις ενέργειες των συμμετεχόντων στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία. Επομένως, ορθά με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι η διαδικασία ανάθεσης του έργου «Αποχέτευση Παραλιακών Οικισμών Δήμου ... – 1ο Υποέργο: Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων» πάσχει κατά τις διαπιστωθείσες από το Κλιμάκιο πλημμέλειες. Πλην όμως, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Δήμος ... 1) έχει ήδη υποβάλει αίτημα ανανέωσης της αρχικής απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και 2) είναι μικρός Δήμος που δεν διαθέτει οργανωμένη νομική και τεχνική υπηρεσία, το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ενόψει και του ότι το κύρος της 28/2.4.2009 απόφασης δεν αμφισβητήθηκε από τους λοιπούς διαγωνιζόμενους, ότι δεν υπήρξε πρόθεση καταστρατήγησης του ισχύοντος νομικού πλαισίου από μέρους των οργάνων του αιτούντος Δήμου, τα οποία πεπλανημένως, πλην συγγνωστώς, πίστεψαν ότι οι παραπάνω ενέργειές τους ήταν εν προκειμένω επιτρεπτές. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Ασημίνας Σαντοριναίου, που μειοψήφισε, η φύση των πλημμελειών που εντόπισε το Κλιμάκιο δε δικαιολογεί τη συγγνωστή πλάνη των οργάνων της Αναθέτουσας Αρχής..Ανακαλεί την 375/2009 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.