Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

C-352/2012

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
ΦΕΚ: C 225/47

Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας — Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία α' και δ' — Υπηρεσίες — Δραστηριότητες υποστηρίξεως σχετικά με την εκπόνηση του προγράμματος ανοικοδομήσεως ορισμένων τμημάτων του εδάφους δήμου που υπέστη ζημίες από σεισμό — Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ δύο δημοσίων φορέων, εκ των οποίων ο ένας είναι πανεπιστήμιο — Δημόσιος φορέας δυνάμενος να χαρακτηρισθεί ως επιχειρηματίας — Εξαιρετικές περιστάσεις

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/294/2013

Αποδοχή εκπροθέσμως υποβληθέντος δικαιολογητικού κατακύρωσης – Προϋποθέσεις. Κάμψη της αρχής της τυπικότητας της διαδικασίας δημόσιου διαγωνισμού εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς: i) λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας ή και όταν το απαιτεί η προστασία ουσιωδών συμφερόντων της χώρας, ii) δεν υφίσταται, κατ’ ουσίαν, δημόσιος ανταγωνισμός ιδίως λόγω της ιδιαιτερότητας των προβλεπομένων για την παροχή των υπηρεσιών απαιτήσεων ασφαλείας, iii) συμμετέχει εξαρχής στη διαγωνιστική διαδικασία ένας και μοναδικός προσφέρων και εν τέλει υποψήφιος ανάδοχος, παρά την τήρηση εκ μέρους της διοίκησης των μειζόνων κανόνων δημοσιότητας για διαγωνισμούς ανοικτής διαδικασίας, iv) αποκαθίσταται, πριν την έκδοση της γνωμοδότησης της αρμόδιας για το διαγωνισμό επιτροπής, η βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής, ως προς τις εγγυήσεις, καθόσον αφορά σε στοιχείο της προσωπικής κατάστασης του υποψήφιου αναδόχου που δεν αφορά πιστοποιητικό ή βεβαίωση δημόσιας αρχής, v) η έλλειψη προσκομιδής ενός και μόνο δικαιολογητικού στο προ της κατακύρωσης στάδιο μπορεί να αποδοθεί σε διατύπωση όρου της Προκήρυξης, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον ενδιαφερόμενο, ως προς το περιεχόμενο της σχετικής υποχρέωσής του. (πλειοψ.)

ΔΕΚ/C-386/2011

«Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Έννοια του όρου “δημόσια σύμβαση” – Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ – Σύμβαση μεταξύ δύο οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης – Ανάθεση από τον ένα οργανισμό στον άλλο του έργου του καθαρισμού ορισμένων από τους χώρους του, για το οποίο καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση»(...)Μια σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία, χωρίς να καθιερώνεται συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων δημόσιων φορέων προς τον σκοπό της επιτέλεσης κοινού σε αμφότερους τους συμβαλλόμενους έργου δημόσιας υπηρεσίας, ένας δημόσιος φορέας αναθέτει σε άλλο δημόσιο φορέα το έργο του καθαρισμού ορισμένων κτιρίων που χρησιμοποιούνται ως γραφεία ή για τη στέγαση διοικητικών υπηρεσιών ή σχολείων, διατηρώντας το δικαίωμα ελέγχου της ορθής εκτέλεσης του εν λόγω έργου, για την οποία καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση που τεκμαίρεται ότι αντιστοιχεί στα έξοδα εκτέλεσης του έργου αυτού, ενώ ο δεύτερος αυτός φορέας μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί τρίτα πρόσωπα, τα οποία ενδέχεται να μπορούν να δρουν ανταγωνιστικά στην αγορά για την εκτέλεση του έργου αυτού, συνιστά δημόσια σύμβαση υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.


ΕλΣυν.Τμ.7/7/2007

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ Μ.Μ.:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως ο δήμος .... προέβη στην επιδιόρθωση του οχήματός του που υπέστη ζημίες, καθόσον η δαπάνη αυτή συντελεί στην συντήρηση και περαιτέρω αξιοποίηση αυτού του κινητού περιουσιακού στοιχείου του που εξυπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία του. Ως εκ τούτου, δεν έχει συνέπειες ως προς τη νομιμότητα της εν λόγω δαπάνης η διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας της μετακινήσεως και η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωση του οδηγού (εν προκειμένω του Δημάρχου) να αποζημιώσει το Δήμο για τη ζημία που προκάλεσε στην περιουσία του τελευταίου (αστική ευθύνη, καταλογιζόμενη σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες - βλ. άρθρο 183 π.δ/τος 410/1995 και ήδη 141 ν. 3463/2006). Περαιτέρω, όσον αφορά την κανονικότητα της δαπάνης, το Τμήμα διαπιστώνει τα εξής: Η έγκριση της μετακινήσεως, που στην περίπτωση κατά την οποία ο Δήμαρχος μετακινείται εκτός έδρας χορηγείται με (προηγούμενη) απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, δεν αποτελεί απαραίτητο δικαιολογητικό της δαπάνης επισκευής του οχήματος, αλλά η έλλειψή της έχει επιπτώσεις στη νομιμότητα της μετακινήσεως και κατά συνέπεια, όπως προαναφέρθηκε, στην ευθύνη αυτού ως οδηγού. Αντιθέτως, απαραίτητο δικαιολογητικό της δαπάνης αποτελεί το «ΔΕΛΤΙΟ ή ΕΝΤΟΛΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΩΣ και ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ ΟΧΗΜΑΤΟΣ» που, εφόσον ο Δήμος δεν διαθέτει Γραφείο Κινήσεως, όπως προκύπτει από στο έγγραφο επανυποβολής των ενταλμάτων, εκδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας. Η απόφαση 173/30.12.2005 του Δημοτικού Συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκε η αποκατάσταση των ζημιών του υπηρεσιακού οχήματος του Δήμου, και αν ακόμα θεωρηθεί ότι βάσει του περιεχομένου της εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, δεν υποκαθιστά το δικαιολογητικό αυτό καθόσον εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο. Τέλος, η «Επιτροπή επισκευών – συντήρησης των αυτοκινήτων του Δήμου» είναι – κατά νόμον – αρμόδια μόνο για την ανάθεση των επισκευών και την αγορά των ανταλλακτικών και όχι για την παραλαβή τους. Ως εκ τούτου, η βεβαίωση παραλαβής των ανταλλακτικών και της τοποθετήσεώς τους επί του οχήματος που ενσωματώνεται στην από 10.10.2006 «ΕΝΤΟΛΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ-ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΥΛΙΚΟΥ» και υπογράφεται από την επιτροπή αυτή που αποτελείται από τρεις υπαλλήλους του Δήμου εκ των οποίων κανένας δεν έχει την προς τούτο ειδικότητα ώστε να κατέχει τις απαιτούμενες ειδικές τεχνικές γνώσεις, δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεδομένου ότι η παραλαβή των ανταλλακτικών και των εργασιών επισκευής του οχήματος έπρεπε να πραγματοποιηθεί από επιτροπή αποτελούμενη από έναν δημοτικό σύμβουλο και δύο υπαλλήλους, ο ένας εκ των οποίων έπρεπε να έχει την κατάλληλη ειδικότητα, σύμφωνα με το π.δ. 28/1980. Κατά τις διατάξεις αυτές, σε περίπτωση που δεν υπηρετεί στο δήμο υπάλληλος με τα κατάλληλα προσόντα, το μέλος αυτό της επιτροπής ορίζεται από την Περιφέρεια ή, σε περίπτωση επίσης αδυναμίας, από τον αρμόδιο Υπουργό.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/236/2014

Καταβολή αποζημίωσης σε υπαλλήλους Δήμου:..Με δεδομένα τα ανωτέρω και σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας το Κλιμάκιο τούτο κρίνει τα ακόλουθα: Δοθέντος ότι εν τοις πράγμασι, απορρίφθηκε το αίτημα της φερόμενης ως δικαιούχου που διαβιβάστηκε από το Δήμο ... περί καταβολής αποζημίωσης σ’ αυτήν από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Πρόνοιας (βλ. και το 22615/27.5.2013 έγγραφο της Δ/νσης Κοινωνικής Προστασίας του Δήμου), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποτέλεσαν γενιουσιουργό λόγο έκδοσης του επίμαχου τίτλου πληρωμής, συνακόλουθα έρεισμα για την καταβολή της επίμαχης αποζημίωσης οι διατάξεις της ΚΥΑ Π2/οικ.2673/2001 «Τροποποίηση και συμπλήρωση Προγραμματικών Αποφάσεων περί παροχής Κοινωνικής Προστασίας» (Β΄ 1185). Το νόμιμο έρεισμα της δαπάνης ενός χρηματικού εντάλματος πληρωμής μπορεί όμως να εξετασθεί, αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο διενέργειας του προληπτικού ελέγχου, ως εκ τούτου, αντικείμενο της παρούσας διαφωνίας συνιστά σε κάθε περίπτωση η έρευνα της νομιμότητας της αιτίας έκδοσης του υπό έλεγχο τίτλου πληρωμής, όπως αυτή προκύπτει από την αιτιολογία των σχετικών διοικητικών πράξεων. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμάται ότι ο Δήμος αποδέχεται, μετά την πρώτη μάλιστα ενταλματοποίηση της δαπάνης, την υπαιτιότητα των οργάνων αυτού και συγκεκριμένα την ύπαρξη βλάβης του δικτύου αποχέτευσης ακαθάρτων, την οποία είχε υποστεί το δίκτυο πριν από δεκατέσσερα (14) έτη, αναλαμβάνει δε την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για ζημίες που φέρεται ότι υπέστη η ιδιοκτησία της φερόμενης ως δικαιούχου του εντάλματος ένεκα της φερόμενης ως παράνομης παράλειψης των οργάνων αυτού.(...)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εντελλόμενη με το χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν ερείδεται επί νόμιμης αιτίας και, ως εκ τούτου, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει, όπως βάσιμα αν και με διαφορετική αιτιολογία επικαλείται η διαφωνούσα Επίτροπος, να θεωρηθεί.


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/771/2021

Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 39/2019 απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Σύμφωνα όμως με τη γνώμη της Συμβούλου Νικολέτας Ρένεση, νομίμως αναζητούνται με σχετική καταλογιστική πράξη ποσά που αντιστοιχούν στο μέρος του μισθού του υπαλλήλου, το οποίο καταβάλλεται εξαιτίας του αναληθούς, έστω και εν μέρει, δηλαδή μόνο ως προς το ύψος του βαθμού και για τον λόγο αυτό, άκυρου δικαιολογητικού, δοθέντος ότι βάσει αυτού τεκμηριώθηκε μια πεπλανημένη εικόνα τυπικών προσόντων για τον απασχολούμενο υπάλληλο, η οποία δεν εξαρτάται ούτε από την επάρκειά του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ούτε από το ενδεχόμενο συντρέχον πταίσμα της διοίκησης. Εν όψει δε του ότι αντανακλούν την πραγματική οικονομική βλάβη που υπέστη ο δημόσιος φορέας, καταβάλλοντας στον απασχολούμενο υπάλληλο πλήρεις τις αποδοχές της κατηγορίας στην οποία με βάση το αναληθές δικαιολογητικό διορίστηκε, η ανάκτησή τους είναι σύμφωνη και προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον με αυτήν τηρείται η εύλογη αναλογία μεταξύ του σκοπού του καταλογισμού (αποκατάσταση του ελλείμματος της δημόσιας διαχείρισης από τη μη νόμιμη καταβολή αποδοχών) και των ατομικών δικαιωμάτων υπαλλήλου που αφορούν στην λήψη μισθού ως αντιπαροχής για την παρασχεθείσα από αυτόν εργασία. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις υπαίτιας πρόκλησης ή υποβοήθησης παράνομου διορισμού, η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι μη νόμιμη και για τον λόγο αυτόν πρέπει να ακυρωθεί, κατά το μέρος που με αυτή καταλογίζονται ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στην αμοιβή του απολυθέντος υπαλλήλου που δικαιολογείται με βάση τα αληθινά τυπικά προσόντα του. Η γνώμη όμως, αυτή δεν κράτησε.Απορρίπτει την από 12.12.2019 (ΑΒΔ 4827/2019) αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου.


ΔΕΚ/C-46/2015

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Στην υπόθεση C‑46/15, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Central Administrativo Sul (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο νότιας Πορτογαλίας, Πορτογαλία) με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να παρέχει στους ιδιώτες, ελλείψει μεταφοράς του στο εσωτερικό δίκαιο, δικαιώματα που δύνανται αυτοί να προβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά αναθέτουσας αρχής, εφόσον η τελευταία είναι δημόσιος φορέας ή οργανισμός που είναι επιφορτισμένος, δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής, με την παροχή υπηρεσίας δημόσιου συμφέροντος υπό τον έλεγχο της αρχής αυτής και διαθέτει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. 2) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή όρων που έχει προβλέψει η αναθέτουσα αρχή, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τους οποίους οι οικονομικοί φορείς δεν επιτρέπεται να αποδείξουν τις τεχνικές τους ικανότητες με δική τους δήλωση, εκτός αν αποδείξουν ότι βρίσκονται στην αδυναμία ή σε σοβαρή δυσχέρεια να αποκτήσουν βεβαίωση από ιδιώτη αγοραστή. 3) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή όρου, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, τον οποίο έχει προβλέψει η αναθέτουσα αρχή και κατά τον οποίο η βεβαίωση του ιδιώτη αγοραστή πρέπει, επί ποινή αποκλεισμού της υποψηφιότητας του μετέχοντος στον διαγωνισμό, να φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από συμβολαιογράφο, δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή.


ΔΕΚ/C-355/1998

Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/87/2015

Επισκευή οχήματος του Νοσοκομείου, το οποίο (όχημα) ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά  στην σκέψη ΙΙ της παρούσας, αβασίμως υποστηρίζεται από την Επίτροπο ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, λόγω μη τήρησης της διαδικασίας του ν. 979/1976, καθόσον με το νομοθέτημα αυτό ρυθμίζεται το διαφορετικό ζήτημα της αστικής ευθύνης των οδηγών υπηρεσιακών οχημάτων του Δημοσίου (βλ. Πράξη IV Τμημ. 142/2007) και ειδικότερα οι προϋποθέσεις απαλλαγής αυτών από την ευθύνη έναντι του Δημοσίου (εν στενή εννοία) για την προκληθείσα σε αυτό, εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος, ζημία (οι οποίες ως εξαιρετικές είναι στενά ερμηνευτέες και δεν εφαρμόζονται σε ότι αφορά την ευθύνη των οδηγών οχημάτων Ν.Π.Δ.Δ, πρβλ. αποφ. IV Τμημ. 1242/2005) και όχι η διαδικασία συντήρησης και επισκευής των οχημάτων αυτών, η οποία διέπεται από τις αναφερόμενες στη σκέψη ΙΙ της παρούσας υπουργικές αποφάσεις και  για την οποία δεν προβάλλεται η εμφιλοχώρηση πλημμελειών από την Επίτροπο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της Επιτρόπου ότι η εντελλόμενη δαπάνη επισκευής και συντήρησης του οχήματος του Νοσοκομείου υπερβαίνει το προσήκον μέτρο, «βάσει των δεδομένων της κοινής πείρας» και όπως μπορεί «να διαπιστωθεί από μια έρευνα αγοράς», είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αναπόδεικτος, αφού η Επίτροπος δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν εφικτή η αγορά αντίστοιχου τύπου οχήματος α) με τίμημα χαμηλότερο του κόστους επισκευής και συντήρησης αυτού, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τιμή αγοράς νέου οχήματος, σύμφωνα με την  18660/25.9.2013 εισήγηση της τεχνικής υπηρεσίες του Νοσοκομείου, ανερχόταν σε 30.000,00 ευρώ και β) εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, δεδομένου ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες έκριναν ως απαραίτητη και επείγουσα την άμεση επισκευή του ΚΗΙ 4767 οχήματος, το οποίο σύμφωνα με το από 2.12.2014 έγγραφο της Υποδιευθύντριας του Νοσοκομείου, χρησιμοποιείται στη καθημερινή μεταφορά δειγμάτων αίματος και λοιπού υλικού από και προς τα Κέντρα Υγείας Νέας Μηχανιώνας και Νεας Καλλικράτειας του Νοσοκομείου. Συνεπώς, η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και ως εκ τούτου, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2014, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι μεταξύ των στοιχείων που συνοδεύουν το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα, περιλαμβάνεται πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, σύμφωνα με το οποίο για το τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 15.7.2013 και συνεπεία του οποίου προκλήθηκαν υλικές ζημίες στο ΚΗΙ 4767 όχημα, υπεύθυνος είναι ο οδηγός του οχήματος του Γενικού Νοσοκομείου .... «Άγιος Παύλος», Γεώργιος Παρναβέλας, αντίγραφο της οικείας πράξης και του σχετικού φακέλου, πρέπει να διαβιβασθεί, με επιμέλεια της Γραμματέως του Κλιμακίου τούτου, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου να κρίνει αν καταλείπεται πεδίο άσκησης των αρμοδιοτήτων του συμφώνως προς τα άρθρα 69 παρ. 2 και 68 παρ. 4 του ν. 4129/2013.


ΕλΣυν/Τμ.4/205/2010

Από τις προμνησθείσες διατάξεις συνάγεται ότι η ανάθεση προμηθειών για την κάλυψη αναγκών των Νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, διενεργείται, κατά κανόνα, κατόπιν τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), δοθέντος ότι, με την κατά νόμο απαιτούμενη ευρύτερη δημοσιότητα και την τήρηση των πλέον σύνθετων διαδικασιών, επιτυγχάνεται η επιλογή της πράγματι συμφέρουσας για τους ενδιαφερόμενους φορείς προσφοράς και, συνεπώς, διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον. Στην περίπτωση δε που η αξία των προμηθειών δεν υπερβαίνει, σε ετήσια βάση, το ποσό των 45.000,00 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), είναι επιτρεπτή η προσφυγή στη διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού, κατά την οποία, ναι μεν δεν επιβάλλεται η τήρηση διατυπώσεων ευρείας δημοσιότητας (δημοσίευση προκήρυξης), όμως απαιτείται τουλάχιστον η τήρηση μιας στοιχειώδους διαδικασίας, με την υποβολή έγγραφων προσφορών και την κατόπιν αξιολόγησή τους από αρμοδίως ορισθείσα προς τούτο επιτροπή (πρβλ. Πράξεις IV Τμ.Ε.Σ. 7/2010, 118/2009). Περαιτέρω, η τήρηση της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης) επιτρέπεται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η περίπτωση που, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή προστασίας δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, στην αγορά υπάρχει ένας μόνον προμηθευτής των υπό ανάθεση προϊόντων, με συνέπεια να καθίσταται ατελέσφορη η, διά της προκήρυξης διαγωνισμού, αναζήτηση άλλων προσφορών. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει ειδικώς να αιτιολογείται στις σχετικές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων της Αναθέτουσας Αρχής, η μοναδικότητα του αναδόχου, υπό την έννοια ότι η παροχή τους είναι δυνατή μόνο από τον οικείο ανάδοχο και δεν υφίστανται ανταγωνιστικοί προμηθευτές (βλ. σχετ. Πράξεις ΙV Τμ. Ε.Σ 50/2010, 86/2009, 47/2008, 26/2002). Επίσης, προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης επιτρέπεται και σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε απρόβλεπτες περιστάσεις, δηλαδή σε καταστάσεις συναρτώμενες με έκτακτα και ασυνήθιστα γεγονότα που αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον προγραμματισμό των σχετικών προμηθειών εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων και τα οποία δεν πρέπει επ’ ουδενί να απορρέουν από δική τους ευθύνη. Τέλος, η ως άνω εξαιρετική διαδικασία μπορεί να τηρηθεί και όταν η αξία των προς προμήθεια ειδών δεν υπερβαίνει, σε ετήσια βάση, το ποσό των 15.000,00 ευρώ (με Φ.Π.Α.), απαγορευομένου, όμως, του επιμερισμού της συνολικής ποσότητας των ζητούμενων όμοιων ή ομοειδών αγαθών σε περισσότερες μικρότερες ποσότητες ή μερικότερες κατηγορίες, και, εν συνεχεία, της χωριστής απευθείας ανάθεσης των αντίστοιχων προϊόντων, στο μέτρο που, με τον τρόπο αυτό, της κατάτμησης, δηλαδή, της δαπάνης, επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τακτικού ή του πρόχειρου, αναλόγως της περίπτωσης, διαγωνισμού (πρβλ. Πράξεις IV Τμ.Ε.Σ. 50, 24, 23, 21/2010, 218, 215/2009, 47, 42/2008, 165/2007, 139/2006 κ.ά.).


ΑΕΠΠ/173/2020

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας...Επειδή, περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο του ο προσφεύγων προβάλλει ότι είναι αδικαιολόγητος και αντιανταγωνιστικός ο όρος 2.2.7.70 που θεσπίζει κριτήριο επιλογής περί του ότι ο προσφέρων πρέπει να «διαθέτει ασφαλιστήριο αστικής ευθύνης τουλάχιστον 2.500.000,00 ευρώ», όρος που όμως ήδη με τις από 9-1-2020 διευκρινίσεις της αναθέτουσας τροποποιήθηκε ως εξής «Σχετικά με το ύψος της ασφαλιστικής κάλυψης Αριθμός Απόφασης: 173/2020 6 των επαγγελματικών κινδύνων που απαιτείται από τη διακήρυξη (παρ. 2.2.7.68) μειώνεται το ύψος της ασφάλισης, στο ποσό που αντιστοιχεί στο 100% της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ, ήτοι 1.280.000 ευρώ.». Παρά ταύτα και παρά την παράταση υποβολής προσφορών έως και την 23-1-2020, ο προσφεύγων δεν υπέβαλε προσφορά, καίτοι η απαίτηση συνολικής κάλυψης του ασφαλιστηρίου μειώθηκε στο 100% της εκτιμώμενης αξίας της υπό ανάθεση σύμβασης. Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν προβάλλει ότι η απαίτηση ασφάλισης αστικής ευθύνης σε ποσό ίσο με αυτό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης είναι τυχόν υπέρμετρη και αδικαιολόγητη. Εξάλλου, μια τέτοια απαίτηση που μάλιστα αφορά ποσό ίσο με αυτό του προϋπολογισμού της διακήρυξης άνευ ΦΠΑ προκύπτει όλως εύλογη και δικαιολογημένη σε σχέση με το προφανές συμφέρον της αναθέτουσας να διασφαλιστεί έναντι κάθε κινδύνου και ζημίας τυχόν προκύψει από αντισυμβατική συμπεριφορά του αναδόχου ή ευθύνη έναντι τρίτων που θα βλαφθούν από τις υπηρεσίες του, ενώ εξάλλου, δεν απαιτήθηκε η ασφάλιση αυτή να αφορά ειδικά την υπό ανάθεση σύμβαση, αλλά κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα του οικονομικού φορέα και άρα το όριο της, ανερχόμενο στην εκτιμώμενη αξία της διακήρυξης, συνιστά ένα ποσό συνολικής ασφαλιστικής κάλυψης με πεδίο αναφοράς πλήθος άλλων τυχόν πεδίων ευθύνης πλην αυτού της συγκεκριμένης διαδικασίας και άρα, η δια τέτοιας απαίτησης και δη τέτοιου ποσού κάλυψης, καλυπτόμενη εν τέλει βλάβη στο πλαίσιο της προκείμενης σύμβασης ενδεχομένως να είναι μικρότερη, αφού δια του παραπάνω ποσού καλύπτεται κάθε αστική ευθύνη της επιχείρησης και όχι αποκλειστικά από την προκείμενη σύμβαση. Επιπλέον, ακριβώς δεδομένου ότι δεν απαιτήθηκε η ασφάλιση να συναφθεί αποκλειστικά για την επίδικη σύμβαση, όρος που θα ήταν ενδεχομένως ιδιαίτερα περιοριστικός και συνεπαγόμενος σημαντικό κόστος για τους οικονομικούς φορείς, αλλά τέθηκε ως ένα κριτήριο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που αφορά την εν γένει δραστηριότητα του οικονομικού φορέα, όπως αντίστοιχα ο κύκλος εργασιών, δεν προκύπτει ότι είναι ούτε δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό ανάδειξης φερέγγυου αναδόχου ούτε ιδιαίτερα περιοριστικός και αδικαιολόγητος. Άλλωστε, κατ’ άρ. 75 παρ. 3 Ν. 4412/2016 οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να θεσπίζουν κριτήρια επιλογής κατά τα οποία οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να «διαθέτουν την αναγκαία οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα για την εκτέλεση της σύμβασης. Για το σκοπό αυτόν, οι αναθέτουσες αρχές … Μπορούν επίσης να απαιτούν κατάλληλο επίπεδο ασφαλιστικής κάλυψης έναντι επαγγελματικών κινδύνων.». Άρα, ρητά εκ του νόμου η ασφάλιση έναντι επαγγελματικών κινδύνων καταλλήλου επιπέδου, ορίζεται ως παραδεκτό κριτήριο επιλογής, ενώ ως τέτοιο κατάλληλο επίπεδο αν μη τι άλλο προδήλως παραδεκτά μπορεί να οριστεί το ανώτατο ύψος της υπό σύναψη σύμβασης, ιδίως αφού η ασφαλιστική  κάλυψη δεν θα προορίζεται ειδικώς για την τελευταία, αλλά ως ένας δείκτης και ένα εχέγγυο ότι ο ανάδοχος μπορεί να καλύψει τυχόν ζημίες εκ της εκτέλεσης των συμβατικών του υποχρεώσεων, σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης. Ακόμη, ο προσφεύγων ουδόλως προσδιορίζει ποιο τυχόν ύψος θα ήταν εύλογο και από ποιο σημείο και άνω, η απαίτηση καθίσταται κατ’ αυτόν αδικαιολόγητη. Επίσης, ουδόλως αναφέρει ούτε στοιχειοθετεί ότι αυτός εμποδίζεται τυχόν να αποκτήσει το προσόν αυτό, ακόμη και δια στήριξης σε ικανότητες τρίτων και ως προς ποιο επίπεδο και άνω, αλλά αορίστως βάλλει κατ’ αυτού. Ομοίως αορίστως προβάλλει ότι αποκλείονται εκ του ως άνω όρου όλες εκτός από συγκεκριμένες ή συγκεκριμένη εταιρία, που δεν κατονομάζει, ενώ εξάλλου η τυχόν κατοχή από έναν οικονομικό φορέα τέτοιου ύψους ασφαλιστηρίου, ουδόλως εμποδίζει τον ίδιο και οιονδήποτε τρίτο να το αποκτήσει και αυτός το προσόν αυτό. Eξάλλου, η μη κατοχή από τον οικονομικό φορέα συγκεκριμένου ζητούμενου προσόντος δεν σημαίνει ότι η απαίτηση είναι αντιανταγωνιστική, πολλώ δε μάλλον φωτογραφική υπέρ οιουδήποτε άλλου ή ακόμη και περισσοτέρων που την πληρούν. Ακόμη, κατ’ άρ. 346 και 360 παρ. 1 Ν. 4412/2016, το δικαίωμα προδικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται υπέρ οικονομικών φορέων προς προστασία του δικαιώματος τους να συμμετάσχουν σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και να τη διεκδικήσουν για να την αναλάβουν, άρα υπέρ οικονομικών φορέων με πρόθεση συμμετοχής σε τέτοια διαδικασία, που όμως παρεμποδίζονται ως προς το δικαίωμα τους αυτό από συγκεκριμένους προσβαλλόμενους εξ αυτών όρων.Σε κάθε περίπτωση, ο προσφεύγων εν τέλει δεν υπέβαλε προσφορά, καίτοι το απαιτούμενο επίπεδο κάλυψης μειώθηκε κατά 48,8% και άρα, δεν προκύπτει εν τέλει, και δια τούτου, η πρόθεση του να μετάσχει όντως στη διαδικασία, συμμετοχή που τυχόν εμποδιζόταν ειδικώς δια των προσβαλλόμενων όρων. Τα ανωτέρω δε, που ισχύουν και για τον πρώτο ανωτέρω λόγο του, ισχύον επιπλέον του ότι στον διαγωνισμό εν τέλει υπεβλήθησαν δύο προσφορές, οι οποίες επικαλούνται την πλήρωση των προκείμενων προσβαλλόμενων όρων του πρώτου και του δεύτερου λόγου της προσφυγής. Άρα, ασχέτως εκπροθέσμου της προσφυγής, και ο δεύτερος λόγος της προσφυγής προκύπτει και αβάσιμος, αλλά και περαιτέρω, απαράδεκτος λόγω έλλειψης ειδικότερου επί των ισχυρισμών του εννόμου συμφέροντος.