×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-234/2014

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Στην υπόθεση C‑234/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Augstākā tiesa (Λεττονία) με απόφαση της 23ης Απριλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Μαΐου 2014, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται: Τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 48, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε αναθέτουσα αρχή, στο πλαίσιο της συγγραφής υποχρεώσεων διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, να επιβάλει σε προσφέροντα ο οποίος επικαλείται τις δυνατότητες άλλων φορέων την υποχρέωση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, να καταρτίσει με τους εν λόγω φορείς συμφωνία περί αστικής εταιρίας ή να συστήσει με αυτούς ομόρρυθμη εταιρία.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-402/2018

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 25 – Υπεργολαβία – Εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει τη δυνατότητα υπεργολαβίας στο 30% της συνολικής αξίας της δημόσιας συμβάσεως και η οποία απαγορεύει οι τιμές που εφαρμόζονται στις παροχές των οποίων η εκπλήρωση έχει ανατεθεί σε υπεργολάβους να μειωθούν κατά ποσοστό άνω του 20% σε σχέση με τις προκύπτουσες από την ανάθεση της συμβάσεως τιμές»(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:Η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι: – αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία περιορίζει στο 30 % το τμήμα της συμβάσεως το οποίο επιτρέπεται να αναθέσει ο ανάδοχος υπεργολαβικώς σε τρίτους· – αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία περιορίζει τη δυνατότητα μειώσεως των τιμών που εφαρμόζονται στις παροχές των οποίων η εκπλήρωση έχει ανατεθεί σε υπεργολάβους κατά ποσοστό άνω του 20 % σε σχέση με τις προκύπτουσες από την ανάθεση της συμβάσεως τιμές.


υπόθεση C 199/2015

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 45 – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Δημόσιες συμβάσεις – Προϋποθέσεις αποκλεισμού από διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως έργου, προμηθειών ή υπηρεσιών – Υποχρεώσεις καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών – Ενιαία βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας – Θεραπεία παρατυπιών»


ΔΕΕ/C‑114/2012

«Προσφυγή ακυρώσεως — Εξωτερική δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διεθνείς συμφωνίες — Προστασία των δικαιωμάτων των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών — Διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης — Απόφαση του Συμβουλίου και των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών περί της από κοινού συμμετοχής της Ένωσης και των κρατών μελών της στις διαπραγματεύσεις — Άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης»


ΔΕΚ/C-46/2015

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Στην υπόθεση C‑46/15, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Central Administrativo Sul (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο νότιας Πορτογαλίας, Πορτογαλία) με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να παρέχει στους ιδιώτες, ελλείψει μεταφοράς του στο εσωτερικό δίκαιο, δικαιώματα που δύνανται αυτοί να προβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά αναθέτουσας αρχής, εφόσον η τελευταία είναι δημόσιος φορέας ή οργανισμός που είναι επιφορτισμένος, δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής, με την παροχή υπηρεσίας δημόσιου συμφέροντος υπό τον έλεγχο της αρχής αυτής και διαθέτει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. 2) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή όρων που έχει προβλέψει η αναθέτουσα αρχή, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τους οποίους οι οικονομικοί φορείς δεν επιτρέπεται να αποδείξουν τις τεχνικές τους ικανότητες με δική τους δήλωση, εκτός αν αποδείξουν ότι βρίσκονται στην αδυναμία ή σε σοβαρή δυσχέρεια να αποκτήσουν βεβαίωση από ιδιώτη αγοραστή. 3) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή όρου, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, τον οποίο έχει προβλέψει η αναθέτουσα αρχή και κατά τον οποίο η βεβαίωση του ιδιώτη αγοραστή πρέπει, επί ποινή αποκλεισμού της υποψηφιότητας του μετέχοντος στον διαγωνισμό, να φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από συμβολαιογράφο, δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή.


ΔΕΚ/C-263/2019

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Στην υπόθεση C‑263/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (πρωτοδικείο περιφέρειας πρωτευούσης, Ουγγαρία) με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Μαρτίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 2ε, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, το άρθρο 2ε, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66, οι αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 21 της οδηγίας 2007/66, καθώς και οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 113, 115 και 117, το άρθρο 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 89 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής που κινείται αυτεπαγγέλτως από ελεγκτική αρχή, επιτρέπει τον καταλογισμό παραβάσεως και την επιβολή προστίμου όχι μόνο στην αναθέτουσα αρχή αλλά και στον ανάδοχο της συμβάσεως, στην περίπτωση που, κατά την τροποποίηση της εν λόγω υπό εκτέλεση συμβάσεως, δεν τηρήθηκαν παρά τον νόμο οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Εντούτοις, όταν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, η διαδικασία προσφυγής πρέπει να είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών αρχών του, στο μέτρο που η οικεία δημόσια σύμβαση εμπίπτει η ίδια στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, είτε εξ αρχής είτε κατόπιν της παράνομης τροποποιήσεώς της. 2)Το ύψος του προστίμου το οποίο επιβάλλεται ως κύρωση για την παράνομη τροποποίηση δημοσίας συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του αναδόχου της συμβάσεως πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς εκάστου των συμβαλλομένων αυτών.


ΔΕΚ/C‑367/2019

Στην υπόθεση C‑367/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Državna revizijska komisija za revizijo postopkov oddaje javnih naročil (Εθνική επιτροπή ελέγχου των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, Σλοβενία) με απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Μαΐου 2019, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 5, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/2365 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2017, έχει την έννοια ότι δεν αποτελεί νομική βάση για την απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης για τον λόγο και μόνον ότι η τιμή που προτάθηκε με την προσφορά είναι μηδέν ευρώ.


Υπόθεση C-298/2015

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2017 [αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — UAB «Borta» κατά Klaipėdos valstybinio jūrų uosto direkcija VĮ (Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 2004/17/ΕΚ — Σύμβαση με αξία χαμηλότερη του προβλεπομένου από την οδηγία αυτή κατωτάτου ορίου — Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ — Περιορισμός των περιπτώσεων υπεργολαβίας — Υποβολή από κοινού προσφοράς — Επαγγελματικές ικανότητες των προσφερόντων — Τροποποιήσεις της συγγραφής υποχρεώσεων)


ΔΕΚ/C-230/2002

«Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Άρθρα 1, παράγραφος 3, και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄– Πρόσωπα στα οποία πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα προσφυγής – Έννοια του “συμφέροντος για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων ή προμηθειών”»


Υπόθεση C-19/2013

«Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 89/665/ΕΟΚ — Άρθρο 2δ, παράγραφος 4 — Ερμηνεία και κύρος — Διαδικασίες προσφυγών όσον αφορά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων — Ανενεργό της συμβάσεως — Αποκλείεται»Το άρθρο 2δ, παράγραφος 4, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, έχει την έννοια ότι, όταν μια δημόσια σύμβαση έχει συναφθεί άνευ προηγούμενης δημοσιεύσεως προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μολονότι αυτό δεν επιτρεπόταν δυνάμει της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, η διάταξη αυτή αποκλείει τη δυνατότητα να κηρυχθεί η σύμβαση ανενεργή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει η εν λόγω διάταξη, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.


C-278/2014

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 16ης Απριλίου 2015 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: Το άρθρο 23, παράγραφος 8, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1251/2011 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2011, δεν εφαρμόζεται σε δημόσια σύμβαση της οποίας η αξία υπολείπεται του κατώτατου χρηματικού ορίου εφαρμογής που προβλέπει η οδηγία αυτή. Στο πλαίσιο δημόσιας συμβάσεως που δεν υπόκειται στην προαναφερθείσα οδηγία, αλλά εμφανίζει βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, οι θεμελιώδεις κανόνες και οι γενικές αρχές της Συνθήκης, ιδίως οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και η απορρέουσα εξ αυτών υποχρέωση διαφάνειας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να απορρίψει προσφορά που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της προκηρύξεως του διαγωνισμού, στηριζόμενη σε λόγους οι οποίοι δεν προβλέπονται στην εν λόγω προκήρυξη.