Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-340/2002

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 2004/18, 60/2007

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-496/1999

Δεδομένης τόσο της σημασίας όσο και του σκοπού και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των υποψηφίων και της διαφάνειας, η τήρησή τους πρέπει να εξασφαλίζεται και στην περίπτωση ειδικής διαδικασίας διαγωνισμού, όπως η εφαρμοζόμενη βάσει του κανονισμού 228/96, για τη δωρεάν προμήθεια χυμού φρούτων και μαρμελάδας στους πληθυσμούς της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο εναπόκειται στην Επιτροπή, ως αναθέτουσα αρχή, να τηρεί αυστηρά τα κριτήρια που η ίδια έχει καθορίσει, και μάλιστα μέχρι το πέρας του σταδίου εκτελέσεως της οικείας συμβάσεως. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν είναι εξουσιοδοτημένη να αλλοιώνει τη γενική οικονομία του διαγωνισμού τροποποιώντας στη συνέχεια μονομερώς έναν από τους ουσιώδεις όρους του και, ειδικότερα, μια διάταξη που, αν είχε περιληφθεί στην προκήρυξη του διαγωνισμού, θα είχε παράσχει στους υποψηφίους τη δυνατότητα να υποβάλουν ουσιωδώς διαφορετική προσφορά

ΔΕΚ/C-315/2001

Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )


ΔΕΚ/C-340/2004

«Οδηγία 93/36/EΟΚ — Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών — Ανάθεση χωρίς διαγωνισμό — Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή η αναθέτουσα αρχή» Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, απαγορεύει την απευθείας ανάθεση του αντικειμένου μιας συμβάσεως προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, στην οποία υπερτερεί η αξία των προμηθειών, σε μια ανώνυμη εταιρία της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρείες εξουσίες διαχειρίσεως που μπορεί να ασκήσει αυτονόμως και της οποίας το κεφάλαιο κατέχει εξ ολοκλήρου, στην παρούσα κατάσταση, άλλη ανώνυμη εταιρία της οποίας πλειοψηφών μέτοχος είναι η αναθέτουσα αρχή.


C-305/2008

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)της 23ης Δεκεμβρίου 2009 .«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Έννοιες των όρων “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος υπηρεσιών” – Έννοια του όρου “οικονομικός φορέας” – Πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα – Κοινοπραξία (“consorzio”) που έχει συσταθεί από πανεπιστημιακά ιδρύματα και φορείς του Δημοσίου – Κύρια καταστατική δραστηριότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα – Συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως»Επιβάλλεται, συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2004/18 έχει την έννοια ότι αποκλείει ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, όπως η εφαρμοζόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται σε φορείς, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ερευνητικά ινστιτούτα, οι οποίοι δεν ασκούν δραστηριότητα με κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικό χαρακτήρα, να συμμετέχουν σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, μολονότι το εθνικό δίκαιο παρέχει στους ως άνω φορείς το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως.


ΔΕΚ/Τ-148/2004

Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Ανάθεση των συμβάσεων — Κριτήρια αναθέσεως — Επιλογή της αναθέτουσας αρχής — Όριο — Προσφυγή σε κριτήρια που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς — Επιτρέπεται η χρήση όχι αποκλειστικά οικονομικών κριτηρίων.Σχετ.ΣτΕ/100/2009


ΔΕΚ/C-385/2002

Οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, περί συντoνισμoύ των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημoσίων έργων, οι οποίες επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της δυνατότητας ασκήσεως των αναγνωριζόμενων από τη Συνθήκη δικαιωμάτων στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, ενώ το βάρος αποδείξεως του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την παρέκκλιση φέρει αυτός που επικαλείται τις εν λόγω διατάξεις. Από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις έργων προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, «για τα έργα η εκτέλεση των οποίων, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, είναι δυνατόν να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο εργολήπτη», προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να αποδεικνύει ότι τεχνικοί λόγοι καθιστούν αναγκαία τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων με τον εργολήπτη της αρχικής συμβάσεως.


ΕΣ/ΤΜ.6/525/2018

Mελέτη βελτίωσης επαρχιακής οδού...Με τα δεδομένα αυτά, η Περιφέρεια ..., η οποία δεν αξιολόγησε τις προσφορές ως ασυνήθιστα χαμηλές, δεν υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, όπως βάσιμα υποστηρίζει η αιτούσα.Τέλος, με την προσβαλλόμενη Πράξη κρίθηκε ότι ο έλεγχος εκτείνεται αποκλειστικά και μόνο στη φάση του διαγωνισμού που υποβλήθηκε ενώπιον του Κλιμακίου, η οποία ολοκληρώθηκε με την 2566/2016 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας ..., με την οποία κατακυρώθηκε προσωρινά το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στην φερόμενη ως ανάδοχο σύμπραξη, και ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί το τελικό στάδιο του διαγωνισμού, ήτοι αυτό που ακολουθεί την έκδοση της κατακυρωτικής απόφασης (υποβολή από τον ανάδοχο και αξιολόγηση από την αναθέτουσα αρχή των δικαιολογητικών και εγγράφων νομιμοποίησης και ελέγχου της προσωπικής κατάστασης του αναδόχου, κατά το άρθρο 23 της διακήρυξης), μετά την ολοκλήρωση του οποίου, ο φάκελος θα πρέπει να επανυποβληθεί στο αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί για τη νομιμότητα της τελευταίας αυτής φάσης του διαγωνισμού και την υπογραφή η μη του σχεδίου σύμβασης. Η κρίση αυτή, η οποία ερείδεται α) στις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013), που απαιτούν την διενέργεια του προληπτικού ελέγχου πριν από τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και β) στη διαδικασία που περιγράφεται στα – υποχρεωτικά για την αναθέτουσα αρχή – Πρότυπα Τεύχη Μελετών (άρθρο 6.1 περ. γ), που εγκρίθηκαν με την Δ17γ/06/102/ΦΝ 439.1/27.6.2011 απόφαση του Υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων (ΦΕΚ Β΄1581), είναι νόμιμη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου ανάκλησης.Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να κριθεί ότι δεν συντρέχει ουσιώδης πλημμέλεια στη φάση της διαδικασίας του διαγωνισμού μέχρι και το στάδιο της κατακύρωσης για την ανάθεση της ελεγχόμενης μελέτης.Ανακαλεί την 367/2017 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΔΕΚ/Τ-195/2005

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94) 2. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 146 § 3, εδ. 2) 1. Το άρθρο 94 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει εφαρμογή, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Επομένως, δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η διαδικασία συνάψεως αφορά σύμβαση-πλαίσιο ή άλλο είδος συμβάσεως. Πάντως, η διάταξη αυτή επιτρέπει τον αποκλεισμό προσφέροντος από τη διαδικασία συνάψεως μόνον εφόσον η σύγκρουση συμφερόντων, στην οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, είναι πραγματική και όχι υποθετική. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί για τον αποκλεισμό μιας προσφοράς. Πράγματι, η σύγκρουση συμφερόντων συγκεκριμενοποιείται, κατ’ αρχήν, κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως. Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η σύγκρουση συμφερόντων είναι, κατ’ ανάγκην, δυνητική και, επομένως, το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού απαιτεί εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου. Δυνατότητα αποκλεισμού του προσφέροντος υφίσταται μόνον αν αυτός ο κίνδυνος είναι πράγματι διαπιστωμένος, κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως της προσφοράς του και της καταστάσεώς του. Το ενδεχόμενο και μόνον της συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί συναφώς. Επομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως-πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σύναψη ειδικών επί μέρους συμβάσεων, καθόσον συνεπάγεται τη διενέργεια ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιείται πριν ανατεθεί στον ανάδοχο της συμβάσεως-πλαισίου η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει κίνδυνος επελεύσεως καταστάσεως σύγκρουσης συμφερόντων μόνον εφόσον συντρέχουν αποφασιστικής σημασίας περιστάσεις υπό τις οποίες ο προσφέρων δεν είναι δυνατό να αποφύγει τον κίνδυνο μεροληπτικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση της πλειονότητας των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση-πλαίσιο. (βλ. σκέψεις 66-68) 2. Το άρθρο 146, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, παρέχει στην επιτροπή αξιολογήσεως την ευχέρεια να ζητεί από τους προσφέροντες συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τα δικαιολογητικά που έχουν υποβάλει σε σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην επιτροπή αξιολογήσεως την υποχρέωση να ζητεί από τους προσφέροντες τέτοιες διευκρινίσεις (βλ. σκέψη 102)


ΔΕΚ-C-318/1994

Η δυνατότητα, την οποία προβλέπει η οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στο άρθρο 9, στοιχείο δ', της αρχικής μορφής της και κατόπιν στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της μορφής που έλαβε μετά την τροποποίησή της από την οδηγία 89/440, να παρακάμπτεται η διαδικασία δημοπρατήσεως προκειμένου να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών σωρευτικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη απροβλέπτου γεγονότος. Αν μια από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση δεν δικαιολογείται. Δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός το ότι ένας φορέας κράτους μέλους, ο οποίος πρέπει να δώσει, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων δημοσίων έργων, τη συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σχέδιο, προβάλλει, πριν από την προς τούτο προβλεπομένη οριακή ημερομηνία, αντιρρήσεις για λόγους που δικαιούται να επικαλεστεί. Παραβαίνει επομένως τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας το κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές, μετά τη μη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων κατά την ανοικτή διαδικασία λόγω της καθυστερήσεως που προκάλεσε η άρνηση ενός φορέα να δώσει την έγκρισή του για τα αρχικώς προβλεπόμενα σχέδια έργων, αναθέτουν τμήμα της συμβάσεως ακολουθώντας τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.


ΔΕΚ/Τ-169/2000

Από το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 126 του κανονισμού 3418/93 στις συμβάσεις που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα εφόσον η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το κατώφλιο που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας, προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, και τούτο εντός δεκαπέντε ημερών από της παραλαβής της αιτήσεώς του, τα χαρακτηριστικά στοιχεία και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου, πλην ορισμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Αυτός ο τρόπος ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, που καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ, σύμφωνα με τον οποίο, από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, αφενός, και στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του, αφετέρου. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αναπτύξεως πραγματικού συναγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, το περιεχόμενο του οποίου είναι παρεμφερές προς αυτό του άρθρου 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, ορίζει ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στην κλειστή διαδικασία για τη σύναψη μιας συμβάσεως, ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί για να υποβάλουν προσφορά πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να επαρκεί προς εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού συναγωνισμού (προαναφερθείσα απόφαση Fracasso και Leitschutz, σκέψη 27). 203 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να αποφασίσει τη ματαίωση της πρώτης προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών που έγινε με την προκήρυξη του διαγωνισμού της 26ης Μα_ου 1999 λόγω του ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός υποψηφιοτήτων προκειμένου να εξασφαλιστούν συνθήκες πραγματικού συναγωνισμού.