Ε.2049/2022
Τύπος: Εγκύκλιοι
«Οδηγίες για την ορθή εφαρμογή διαδικασιών στη βάση των ευρημάτων έρευνας που διεξήχθη μέσω ερωτηματολογίου με σκοπό τον έλεγχο της ορθής και ομοιόμορφης εφαρμογής των διαδικασιών διαμετακόμισης και τελωνειακού χαρακτήρα εμπορευμάτων» ΑΔΑ:6Α6Η46ΜΠ3Ζ-ΛΚ1
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
12523/Z1/2017
Τροποποίηση της αριθμ. 125659/ΓΔ6/28.7.2016 (ΦΕΚ 2602, τ.Β΄) κοινής απόφασης των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού περί καθορισμού των όρων και των διαδικασιών επιλογής για τη χορήγηση υποτροφιών του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών με σκοπό την εκπόνηση μεταδιδακτορικής έρευνας στην Ελλάδα στο πλαίσιο της πράξης με τίτλο «Ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/τριων» - 1ος κύκλος, του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση», του ΕΣΠΑ 2014-20, που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) και το ελληνικό δημόσιο.
82871/Ζ1/2016
Καθορισμός των όρων και των διαδικασιών επιλογής για τη χορήγηση υποτροφιών του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών με σκοπό την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στην Ελλάδα στο πλαίσιο της δράσης 10.2.2.03.01 με τίτλο «Ενίσχυση του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού μέσω της υλοποίησης διδακτορικής έρευνας»‐1ος κύκλος του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση», που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) και το ελληνικό δημόσιο.
125659/ΓΔ6/2016
Καθορισμός των όρων και των διαδικασιών επιλογής για τη χορήγηση υποτροφιών του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών με σκοπό την εκπόνηση μεταδιδακτορικής έρευνας στην Ελλάδα στο πλαίσιο της πράξης με τίτλο «Ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/τριων»-1ος κύκλος, του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση», του ΕΣΠΑ 2014-2020, που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) και το ελληνικό δημόσιο. ΔΣΦ. ΦΕΚ-2772/Β/29.2016:Στην αριθμ. 125659/ΓΔ6/28-7-2016 απόφαση της Αναπληρώτριας Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και του Υφυπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 2602/τ.Β΄/ 23-8-2016, στη σελίδα 28103, στην 3η στήλη του πίνακα, πριν το σύνολο, τίθεται ο παραλειφθείς αριθμός «16» (Τροποποιήθηκε με την Αριθμ. 12523/Z1/2017, ΦΕΚ 362/Β/9.2.2017)
Ε.2022/2025
«Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεισαγωγή»
1) Η αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Δ 1119922 ΕΞ 2017/08.08.2017 εγκύκλιος Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Απλούστευση στη διαδικασία δειγματοληψίας κατά την εξαγωγή/επανεξαγωγή όμοιων εμπορευμάτων στα πλαίσια των Ειδικών Καθεστώτων με σκοπό τη τελειοποίηση» (ΑΔΑ 786046ΜΠ3Ζ-ΤΚΚ) (2) Η αριθμ. ΔΤΔ Α 1121586 ΕΞ 2017/09.08.2017 εγκύκλιος Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Τελωνειακές Αποφάσεις-Δικαίωμα Ακρόασης» (ΑΔΑ: Ψ0ΣΕΗ-4ΛΘ) (3) Η αριθμ. ΔΔΘΕΚΑ Δ 1176201 ΕΞ 2017/21.11.2017 εγκύκλιος Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Παροχή οδηγιών για την μηχανογραφική συμπλήρωση τελωνειακής διασάφησης σχετικά με τα Ειδικά Καθεστώτα πλην της Διαμετακόμισης» (ΑΔΑ: 69I946MP3Z-NEK) (4) Η αριθμ. Ε.2075/29.5.2020 εγκύκλιος Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Έναρξη λειτουργίας του Συστήματος Τυποποιημένης Ανταλλαγής Πληροφοριών INF» (5) Η αριθμ. 2020/07.03.2024 εγκύκλιος Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Αυτόματη αποστολή της άδειας παράδοσης στα εισαγωγικά καθεστώτα – Αυτόματη οριστικοποίηση των διασαφήσεων εισαγωγής» (ΑΔΑ: 9ΜΚΥ46ΜΠ3Ζ-ΟΨΥ) (6) Η αριθ. Α.1045/21.3.2024 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα «Εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεισαγωγή» (Β΄2025, ΑΔΑ:Ψ1Υ246ΜΠ3Ζ-Τ2Ρ)
ΔΕΚ/C-386/2011
«Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Έννοια του όρου “δημόσια σύμβαση” – Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ – Σύμβαση μεταξύ δύο οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης – Ανάθεση από τον ένα οργανισμό στον άλλο του έργου του καθαρισμού ορισμένων από τους χώρους του, για το οποίο καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση»(...)Μια σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία, χωρίς να καθιερώνεται συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων δημόσιων φορέων προς τον σκοπό της επιτέλεσης κοινού σε αμφότερους τους συμβαλλόμενους έργου δημόσιας υπηρεσίας, ένας δημόσιος φορέας αναθέτει σε άλλο δημόσιο φορέα το έργο του καθαρισμού ορισμένων κτιρίων που χρησιμοποιούνται ως γραφεία ή για τη στέγαση διοικητικών υπηρεσιών ή σχολείων, διατηρώντας το δικαίωμα ελέγχου της ορθής εκτέλεσης του εν λόγω έργου, για την οποία καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση που τεκμαίρεται ότι αντιστοιχεί στα έξοδα εκτέλεσης του έργου αυτού, ενώ ο δεύτερος αυτός φορέας μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί τρίτα πρόσωπα, τα οποία ενδέχεται να μπορούν να δρουν ανταγωνιστικά στην αγορά για την εκτέλεση του έργου αυτού, συνιστά δημόσια σύμβαση υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1031/2024
Ανάθεση των υπηρεσιών αποκομιδής απορριμμάτων .(...)Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η απαίτηση της διακήρυξης να είναι τα έξι (6) απορριμματοφόρα και το ειδικό όχημα πλύσης ιδιόκτητα και διαθέσιμα κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού δεν εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό στην ανάπτυξη ανταγωνισμού, καθόσον πρόκειται για όρο πρόσφορο και ανάλογο προς τον σκοπό της διασφάλισης της έγκαιρης, ορθής και αποτελεσματικής εκτέλεσης των συγκεκριμένων υπηρεσιών αποκομιδής απορριμμάτων, που συνδέονται άμεσα και με την προστασία της δημόσιας υγείας. Συγκεκριμένα, από τους όρους 2.2.6. και 2.2.8 της διακήρυξης προκύπτει ότι δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό έχουν και οι οικονομικοί φορείς, που δεν διαθέτουν ιδιόκτητα οχήματα, στην περίπτωση αυτή όμως για την κάλυψη της σχετικής απαίτησης δεν δύνανται να προβούν σε συμφωνία μίσθωσης ή leasing, αλλά σε συμφωνία «δανεισμού» των οχημάτων από τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, που τα διαθέτουν μέσω της δυνατότητας στήριξης στις ικανότητες τρίτων. Ενόψει, δε ότι ο ως άνω όρος δεν απαγορεύει, τελικά, τη συμμετοχή στο διαγωνισμό των οικονομικών φορέων που δεν διαθέτουν ιδιόκτητα οχήματα, αλλά θέτει έναν νόμιμο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, περιορισμό ως προς τον τρόπο, που αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν, ο όρος αυτός δεν εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού, ενόψει και του είδους της σύμβασης, που αφορά σε αποκομιδή των απορριμμάτων, για την προσήκουσα και ορθή εκτέλεση των οποίων τα απορριμματοφόρα οχήματα αποτελούν τον πλέον σημαντικό παράγοντα για την εκτέλεσή τους. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει οι αιτήσεις προσφυγής να γίνουν δεκτές, να ανακληθεί η προσβαλλόμενη 179/2024 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να επιτραπεί η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης
ΑΕΠΠ/29/2020
Διαδικτυακή υδροδότηση τοπικών κοινοτήτων..Επειδή, το κρίνον Κλιμάκιο επισημαίνει, τέλος, ότι για τη συναγωγή της κρίσης του εξέτασε το επίμαχο νομικό θέμα όπως ετέθη στην Προσφυγή της αιτούσας υπό το φως της αρχής της τυπικότητας, ήτοι έλεγξε εάν η υποβολή κατά περιεχόμενο των δικαιολογητικών συμμετοχής της παρεμβαίνουσας ένωσης ανταποκρίνονταν στον Ν. 4412/2016 και τη Διακήρυξη. Ουδόλως ετέθη λοιπόν από τη σκοπιά αυτή του Δικαίου των Δημοσίων Συμβάσεων, ζήτημα έρευνας «της νόμιμης εκπροσώπησης της παρεμβαίνουσας ένωσης κατά την υπογραφή του εκάστου υποβληθέντος ΤΕΥΔ από τα μέλη της» ούτε εάν «η συγκεκριμένη ένωση συστάθηκε για την επιδίωξη οικονομικού σκοπού, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 εδ. γ΄ του Ν. 3419/2005, όχι όμως εμπορικού, κατά τα οριζόμενα αντίστοιχα στο άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β΄, αφού η σύσταση ένωσης προσώπων προς τον σκοπό της ανάληψης σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου, όπως είναι η προκείμενη, συνιστά μεν ένωση προσώπων με οικονομικό σκοπό, όπως προεχόντως είναι κάθε συμμετοχή σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, πλην όμως η εκτέλεση δημοσίου έργου … δεν εντάσσεται στις απαριθμούμενες στον Εμπορικό Νόμο (Β.Δ. της 19ης Απριλίου/1ης Μαΐου 1835) πράξεις και ως εκ τούτου, δεν συνιστά «εμπορική πράξη» κατά το αντικειμενικό σύστημα … Η παραπάνω δε ένωση προσώπων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εμπορική ούτε κατά το υποκειμενικό κριτήριο, διότι ουδαμού στο νόμο ορίζεται ως τέτοια, ενόψει και της αρχής του κλειστού αριθμού (numerus clausus) των εταιριών του Εμπορικού Νόμου, συμφώνως με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρίας διαφορετικού από εκείνης που το εμπορικό δίκαιο αναγνωρίζει (ΑΠ 1266/1996 Ελλη Δ/νη 38, 1116)», ζητήματα τα οποία αντιμετώπισε ειδικώς, υπό τη σκοπιά του Δίκαιου των Εταιρειών όμως, η επικαλούμενη από την παρεμβαίνουσα ένωση ΑΕΠΠ 168/2019 σκέψη 34 (βλ. σελ. 8-10), ανεξαρτήτως της αρχής της αυτοτέλειας των διαγωνιστικών διαδικασιών.
ΕλΣυν/Τμ.4/200/2011
Από το σύνολο των ως άνω διατάξεων, καθώς και την εισηγητική έκθεση του Ν. 3316/2005, σύμφωνα με την οποία η έκδοσή του είχε ως σκοπό τη συγκέντρωση «ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου ανάθεσης των μελετών και συναφών υπηρεσιών σε ένα νομοθέτημα, το οποίο δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο για την εφαρμογή του, αφού είναι αυτάρκες …», συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις περί διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων μελετών, δηλαδή συμβάσεων που συνιστούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο (Πράξεις IV Τμήματος 178/2008, 179/2008, 216/2009), το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών σε κατηγορίες που, μεταξύ άλλων, αφορούν σε συγκοινωνιακά έργα, μελέτες εναέριων μεταφορικών μέσων καθώς και κυκλοφοριακές μελέτες, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση επιλογής αναδόχου εφόσον η αναθέτουσα αρχή είναι το Δημόσιο. Σύμφωνα δε με το νέο αυτό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο διέπει την ανάθεση όλων των μελετών που υπάγονται σε αυτό, η επιλογή αναδόχου διενεργείται, κατά κανόνα, με τη διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης), ενώ δεν προβλέπεται καθόλου η διαδικασία του πρόχειρου μειοδοτικού διαγωνισμού. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, που σε συνδυασμό με την Υπουργική Απόφαση 2/45564/0026/2001 (Β΄1066), επιτρέπουν την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών μετά από πρόχειρο διαγωνισμό, εφόσον η αξία αυτών δεν υπερβαίνει το ποσό των 45.000 ευρώ, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής σε διαδικασίες ανάθεσης μελετών, οι οποίες ρυθμίζονται εξαντλητικά από τις προαναφερόμενες διατάξεις (πρ. βλ. Πράξεις IV Τμήματος 19, 58 και 180/2010).
ΕΣ/Τ6/707/2010
Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η ορθή έννοια του άρθρου 19 παρ.7 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ Α΄ 189), όσον αφορά τις προϋποθέσεις ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, είναι ότι ο έλεγχος νομιμότητας που καταλείπεται στο Δικαστήριο επεκτείνεται και στην περίπτωση συμπληρωματικών, της κύριας, συμβάσεων, ανεξαρτήτως ποσού. Τούτο, διότι σκοπός της προαναφερόμενης διάταξης είναι η θεσμοθέτηση μίας αποτελεσματικής διαδικασίας για τον έλεγχο της νομιμότητας των συμβάσεων, ο οποίος θα ανατρεπόταν ή θα καθίστατο αλυσιτελής, ιδίως στην περίπτωση που θα παρεχόταν στη Διοίκηση η ευχέρεια να συνάπτει ανέλεγκτα συμπληρωματικές συμβάσεις. Περαιτέρω, οι συμπληρωματικές αυτές συμβάσεις, στη σύναψη των οποίων προβαίνουν οι αναθέτουσες αρχές, αποτελούν παρακολούθημα του αντικειμένου της αρχικής σύμβασης και, ως εκ τούτου, δεν έχουν το χαρακτήρα αυτοτελών συμβάσεων με ιδιαίτερο οικονομικό αντικείμενο, για τις οποίες, προκειμένου να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, απαιτείται η προϋπολογισθείσα δαπάνη τους να υπερβαίνει το ποσό που θεσπίζεται από το νόμο για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι συμπληρωματικές συμβάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν σε ποσοστό 50% το ποσό της αρχικής σύμβασης. Εξάλλου, εάν τεθεί ως αφετηρία ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων το ποσό που θεσπίζεται για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων (1.000.000,00 ευρώ ή 5.000.000,00 ευρώ, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αφορούν σε δημόσια έργα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εν προκειμένω, βλ. άρθρο 25 του ν. 3614/2007, ΦΕΚ Α΄267), μεγάλο μέρος των συμπληρωματικών αυτών συμβάσεων, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, θα μείνει, τελικώς, ανέλεγκτο, γεγονός που υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος ήθελε και οι συμβάσεις αυτές, ανεξαρτήτως ποσού, να υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενόψει και του ότι η ανάθεση των συμβάσεων αυτών γίνεται συνήθως χωρίς προηγούμενη διενέργεια ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, αλλά κατόπιν εξαιρετικών διαδικασιών (διαπραγματεύσεις, απευθείας ανάθεση κλ.π.). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, είναι τυπικά δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία αναθέσεως εκτελέσεως εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
ΔΕΦΑΘ 827/2016
Κατάρτιση ανέργων στον κατασκευαστικό κλάδο...Με βάση τον έλεγχο αυτό στα δηλούμενα στοιχεία από την ανάδοχο, την εξέταση των τηρούμενων φακέλων παρακολούθησης του προγράμματος και την εξέταση εμπρόθεσμης ή μη εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων (βλ. Σχετ. Έκθεση ελέγχου που προαναφέρεται), που νόμιμα έγινε με βάση τα υποβληθέντα στοιχεία χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει επιτόπιος ή άλλος έλεγχος, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, προέκυψαν συγκεκριμένες παρατυπίες ως προς την υποβολή πινάκων καταβολής αμοιβών εκπαιδευτών και επόπτη πρακτικής, καταβολής αμοιβών επιχειρήσεων πρακτικής, καταβολής δαπανών κλπ, υποβολή πινάκων πρόσληψης εκπαιδευόμενων χωρίς πλήρη στοιχεία και υπογραφές, μη προσκόμιση νόμιμων παραστατικών για πληρωμές (τραπεζικά κλπ. στοιχεία), μη προσκόμιση ΑΠΔ για απασχόληση καταρτιζόμενων στις επιχειρήσεις πρακτικής του υποέργου και καθυστέρηση στην καταβολή των εκπαιδευτικών επιδομάτων κατά 8 μήνες ή 7 μήνες ή 13 και 14 μήνες ανάλογα με το πρόγραμμα, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην 6η σκέψη) . Η πλημμελής αυτή τήρηση των υποχρεωτικά τηρητέων και παραδοτέων στην αναθέτουσα αρχή στοιχείων οδηγεί, ενόψει του είδους των παρατυπιών και της συχνότητας εμφάνισης τους (σε πολλά και διαφορετικά επί μέρους πεδία των παραδοτέων εντύπων του ένδικου υποέργου) σε αδυναμία παρακολούθησης της ορθής υλοποίησης του ενδικου έργου και τελικά σε αδυναμία πιστοποίησης του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Ειδικά η απασχόληση και ασφάλιση του 25 % των καταρτισθέντων ανέργων στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής και η καταβολή των αμοιβών των εκπαιδευτών που απασχολήθηκαν στο υποέργο, καθώς και η καταβολή των αμοιβών των επιχειρήσεων πρακτικής άσκησης και των σχετικών δαπανών πρώτων υλών κλπ. αποτελούν, στο πλαίσιο της ένδικης ανάθεσης, σημαντικές υποχρεώσεις της αναδόχου, η τήρηση των οποίων, καθώς και η απόδειξη της τήρησης αυτης με νόμιμα παραστατικά, αποτελεί βασική υποχρέωση της τελευταίας. Την μη έγκαιρη πληρωμή των εκπαιδευτικών επιδομάτων τη δέχεται η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της (βλ. σελ.20 επ.), προσπαθεί δε απλά να τη δικαιολογήσει επικαλούμενη καθυστερήσεις στις πληρωμές της από το Δημόσιο (που πάντως προβάλλονται αόριστα αλλά δεν αποδεικνύονται) . Ομως ανεξάρτητα από τυχόν καθυστέρηση της καταβολής στην ανάδοχο των δόσεων της χρηματοδότησης, η καθυστέρηση στην καταβολή από την προσφεύγουσα των εκπαιδευτικών επιδομάτων διαπιστώθηκε μετά την καταβολή σε αυτήν της β δόσης χρηματοδότησης και υπολογίσθηκε με βάση την καταβολή αυτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5.3.2 της σύμβασης (δηλαδή σύμφωνα με τη συμβατική υποχρέωση για καταβολή τους εντός δύο μηνών από τη λήξη του εκπαιδευτικού μέρους κάθε προγράμματος κατάρτισης και πάντως μετά την καταβολή της β δόσης). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε με την τήρηση νόμιμων παραστατικών στοιχείων η απασχόληση του 25% των ανέργων σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής, και μάλιστα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με την προβλεπόμενη αμοιβή και ασφαλιστική και φορολογική τακτοποίηση, σύμφωνα με τη συμβατική της υποχρέωση, γεγονότα που έπρεπε να προκύπτουν από συγκεκριμένα στοιχεία των φακέλων παρακολούθησης του έργου (προγράμματος κατάρτισης) και δεν υπήρχε υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να τα ζητήσει εκ των υστέρων, ενώ προφανώς δεν υπήρχαν αφού δεν προσκομίσθηκαν ούτε και με την υποβολή των αντιρρήσεων.. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα δεν προκύπτει, με βάση αποσπασματικά στοιχεία που προσκομίζονται, κατά τα προαναφερόμενα, στο δικαστήριο, η πλήρης και πιστή τήρηση των προβλέψεων της ένδικης σύμβασης. Αυτό γιατί ούτε η κατάσταση ονομάτων που ενσωματώνει στην προσφυγή της η προσφεύγουσα αποτελεί απόδειξη πραγματοποίησης πρακτικής άσκησης συγκεκριμένων ατόμων, ούτε όμως μεμονωμένα αντίγραφα ΑΠΔ, που αναφέρονται σε απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων σε συγκεκριμένη επιχείρηση, αποδεικνύουν ότι πράγματι στα άτομα αυτά, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη απασχόληση τους, καταβλήθηκαν οι νόμιμες αμοιβές κλπ. ασφαλιστικές υποχρεώσεις, όπως απαιτείται από τη σύμβαση. Αντίστοιχες διαπιστώσεις και παρατυπίες υπήρξαν στην καταβολή σχετικού προσαυξημένου επιδόματος για άτομα που παραπέμφθηκαν από τον ΟΑΕΔ ως ΕΚΟ, που τελικά, όπως περιγράφεται συγκεκριμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, πληρώθηκαν καθυστερημένα κατά τα έτη 2009 και 2010. Οσα προβάλλονται από την προσφεύγουσα για ασάφεια και σύγχυση σχετικά με τα άτομα που δικαιούνταν το εν λόγω προσαυξημένο επίδομα προβάλλονται αόριστα και, πάντως, αναπόδεικτα, ενώ προφανώς δεν είχε η προσφεύγουσα την ευχέρεια να κρίνει ποια άτομα υπάγονται σε κατηγορία ΕΚΟ και ποια όχι. Ενόψει της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, δηλαδή της πλημμελούς τήρησης των υποχρεώσεων της και των στοιχείων που απαιτούνταν για την πιστοποίηση της καταβολής των αμοιβών των πιο πάνω προσώπων (εκπαιδευτών και επιχειρήσεων πρακτικής), την απασχόληση των ανέργων (και την πληρωμή τους) και μάλιστα στο ύψος ημερομισθίων και χρονική διάρκεια που προβλέπει η σύμβαση, γεγονότα που συνιστούν παραβίαση των άρθρων 5, 6 και 8 της σύμβασης, και δημιουργούν, λόγω της σοβαρότητας τους, αντικειμενική αδυναμία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης του ένδικου έργου και αδυναμία παραλαβής του, ορθά και νόμιμα, με βάση τις προβλέψεις της ένδικης σύμβασης έγινε καταγγελία αυτής, κατ` εφαρμογή του άρθρου 10.3.4. α και γ, περαιτέρω δε αποφασίσθηκε η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης και αποφασίσθηκε η ανάκτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος του ποσού των καταβληθέντων στην ανάδοχο α και β δόσεων χρηματοδότησης, ύψους 587.520 ευρώ. Ολοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται ως προς τα ζητήματα αυτά από την προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, μαζί με τον ισχυρισμό για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή για προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία ή για τη δυνατότητα επιβολής ηπιότερων μέτρων. Αυτό γιατί, στην ένδικη σύμβαση, προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή υλοποίηση των προγραμμάτων που είχαν ανατεθεί - και που ήταν σημαντικού οικονομικού αντικειμένου - και, επομένως, η ορθή διαχείριση των εθνικών και κοινοτικών πόρων, προβλέφθηκε διενέργεια ελέγχων σε όλα τα στάδια των υποέργων, τήρηση αυστηρών διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου από την προετοιμασία εως την ολοκλήρωση τους, που συνεπάγεται και την εξόφληση τους, καθώς και η πλήρης αιτιολόγηση όλων των δαπανών που θεωρούνται ως επιλέξιμες.(...)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη προσφυγή ως αβάσιμη και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του δημοσίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί η προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα. (άρθρ. 275 του ΚΔΔ).