×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Τμ.1/1807/2011

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3463/2006

Δεδικασμένο.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι η 124/2006 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία αυτό αποφάνθηκε σχετικά με το χαρακτήρα των σχέσεων εργασίας των ανωτέρω 13 εργαζομένων στο Α.Κ.Δ.Α., ως αορίστου χρόνου, εκδόθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και ως εκ τούτου, παράγει δεδικασμένο, υποχρεώνει τη Διοίκηση σε συμμόρφωση και δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον ασκούμενο από αυτό έλεγχο. Επομένως, εσφαλμένα καταλογίστηκε ο εκκαλών με την προσβαλλόμενη πράξη και για το λόγο αυτό, που προβάλλεται βάσιμα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να ακυρωθεί η 1/22.2.2010 πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό .... Τέλος, πρέπει να επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο στον εκκαλούντα (άρθρο 56 του π.δ.774/1980, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν.3659/2008, ΦΕΚ Α΄ 77).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ1/62/1991

Οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις δημιουργούν δεδικασμένο, που δεσμεύει κατά το άρθρο 17 παρ. 3 του π.δ. 774/80 το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των ως άνω δαπανών.


ΕΣ/ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ/511/2024

Με τη 15/183/13.11.2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του τ. Δήμου Μώλου – Αγ. Κωνσταντίνου αποφασίστηκε η βεβαίωση του ποσού των 94.046,78 ευρώ σε βάρος του εκκαλούντος, ως αχρεωστήτως εισπραχθέν, με την αιτιολογία ότι το ποσό αυτό αφορούσε σε υπέρ τρίτων κρατήσεις, τις οποίες μη νομίμως εισέπραξε ο εκκαλών κατά την εκτέλεση της 271/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και την κατάσχεση επί των τραπεζικών διαθεσίμων του ως άνω Δήμου. Το ως άνω ποσό εγγράφηκε στο βεβαιωτικό κατάλογο της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου στις 13.12.2017 και απόσπασμα αυτού κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα. 


ΝΣΚ/398/2002

Αποφάσεις Μουφτή. Εκούσια δικαιοδοσία. Αναγνώριση δεδικασμένου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αναγνωρίζουν το δεδικασμένο εκ των αποφάσεων του Μουφτή, ανατρέχουν στο χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων του Μουφτή.


ΝΣΚ/266/2001

Λιμενικά Ταμεία. Δεδικασμένο από δικαστική απόφαση. Υποχρέωση Διοικήσεως για εκτέλεσή της. Κατάταξη σε οργανική θέση σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν 2839/2000.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες αναφέρονται σ αυτήν και έχουν συναφθεί με το Λιμενικό Ταμείο Νομού Ρεθύμνης για κάλυψη εποχιακών αναγκών είναι στην πραγματικότητα συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρεώνει την Διοίκηση να δέχεται τις υπηρεσίες και να απασχολεί τους ενδιαφερομένους με βάση την σχέση αυτή, δεν την υποχρεώνει όμως να τους κατατάξει σε οργανική θέση σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν 2839/2000 ελλείψει των απαιτουμένων προς τούτο προϋποθέσεων. (ομοφ.)


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/3η/2011

ΘΕΜΑ Β .Με βάση τα ανωτέρω, όταν για την αξίωση του φερομένου ως δικαιούχου δαπάνης σε βάρος του Δημοσίου ή ο.τ.α. ή ν.π.δ.δ., το δικαίωμα αυτού για την πραγματοποίηση της δαπάνης στηρίζεται στον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, η οποία, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 633 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., κατέστη τελεσίδικη, εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση και παράγει δεδικασμένο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά το γενόμενο υπ' αυτού έλεγχο υποχρεούται σε θεώρηση του χρηματικού εντάλματος που εκδίδεται υπέρ του αιτηθέντος την έκδοση διαταγής πληρωμής και σε συμμόρφωση προς αυτήν, αφού και το Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει να συμμορφωθεί με αυτήν, διότι δεν αποτελεί κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 17 του π.δ. 774/1980 παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα κατά τον ασκούμενο έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της απόφασης επί της προσωρινής διαταγής, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, κατά τα προαναφερθέντα, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και μάλιστα ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν τα τελευταία έχουν δικαιοδοσία εκδόσεως διαταγής πληρωμής σε περίπτωση που η χρηματική απαίτηση προέρχεται από υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου.


ΣΤΕ/4815/1997

Επειδή, με την υπ' αριθ. 4141.4/20/94/2.9.1994 απόφαση του Αρχηγού Λιμενικού Σώματος προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την κατάταξη στο Λιμενικό Σώμα 190 δοκίμων Λιμενοφυλάκων, στον οποίο έλαβε μέρος και ο ήδη εκκαλών. Με την υπ' αριθ. 4141.4/95/94/12.12.1994 απόφαση του Αρχηγού Λιμενικού Σώματος (φ. Γ 237/12.12.1994) κλήθηκαν για κατάταξη οι επιτυχόντες δόκιμοι Λιμενοφύλακες έτους 1994, στον πίνακα δε αυτό επιτυχίας δεν συμπεριελήφθη ο εκκαλών, διότι δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη βαθμολογία. Κατά του ως άνω πίνακος, που είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 12.12.1994 (κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 7 ν.δ. 530/1970 (Α 100) "περί λιμενοφυλάκων") ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς την από 13.12.1995 αίτηση ακυρώσεως. Υπό τα δεδομένα όμως αυτά εφόσον η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως για τον εκκαλούντα, ως τρίτο, άρχιζε από την επομένη της δημοσιεύσεως του ως άνω πίνακος, η προθεσμία έληγε την 10.2.1995, ημέρα Παρασκευή και συνεπώς η ως άνω αίτηση ακυρώσεως ασκήθηκε εκπροθέσμως την εξηκοστή τρίτη μέρα από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως


ΝΣΚ/155/2010

Ιδιωτική Εκπαίδευση – Διορισμός Διευθυντή ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου – Δεδικασμένο – Συμμόρφωση Διοικήσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Το δεδικασμένο της υπ αριθμ. 2184/2008 αμετάκλητης, ήδη, απόφασης του Εφετείου Αθηνών, δεσμεύει τους διαδίκους μόνο για το σχολικό έτος 2005-2006, καθόσον για το συγκεκριμένο αυτό χρονικό διάστημα κρίθηκε ότι η μη πρόταση από την εναγομένη του Α.Τ. στη θέση του Δ/ντή του Γυμνασίου του εν λόγω εκπαιδευτηρίου, ενόψει των περιστατικών που αποδείχθηκαν, έγινε με μονομερή προσδιορισμό των όρων εργασίας του, βάσει του διευθυντικού της δικαιώματος, χωρίς να εξυπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει υποχρέωση του ιδιοκτήτη του ανωτέρω εκπαιδευτηρίου, με βάση το δεδικασμένο που απορρέει από την ανωτέρω απόφαση, να προτείνει ως Δ/ντή του Γυμνασίου τον ενάγοντα για τα επόμενα του επιδίκου σχολικά έτη. Ακολούθως, σε καμία περίπτωση, η ανωτέρω απόφαση υποχρεώνει τη Διοίκηση να διορίσει τον ανωτέρω Δ/ντή του Γυμνασίου του εν λόγω εκπαιδευτηρίου, χωρίς να έχει υποβληθεί πρόταση διορισμού για αυτόν από τον ιδιοκτήτη του. Συνεπώς, η Διοίκηση υποχρεούται να διορίσει ως Δ/ντή του Γυμνασίου των εκπαιδευτηρίων «Ο.Π.», για το σχολικό έτος 2009-2010, τον εκπαιδευτικό που έχει προτείνει ο ιδιοκτήτης του σχολείου, εφόσον έχει τα νόμιμα προσόντα.


ΕΣ/Τ1/31/2007

Από της ισχύος του π.δ.164/2004 (19.7.2004) τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να επιλύουν διαφορές σχετικές με την φύση των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού που απασχολείται στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Η 75/2006 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας δεν είναι ανίσχυρη κατ’ άρθρο 313 Κ.Πολ.Δ., εφόσον κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, τα πολιτικά δικαστήρια δεν στερούνταν δικαιοδοσίας να κρίνουν επί της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των δικαιούχων των ενταλμάτων και του Δήμου Ταύρου σχετικά με τον χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας που τους συνέδεε κατά τον κρίσιμο χρόνο, και συνεπώς το απορρέον από την δικαστική αυτή απόφαση δεδικασμένο δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση προληπτικού ελέγχου


ΣτΕ/12/2011

Δεδικασμένο -Η εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία δεν έχουν ως συνέπεια την αναστολή επέλευσης των εννόμων συνεπειών του δεδικασμένου, που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων και για την καταψηφιστική αγωγή που έχει όμοια παραγωγική αιτία με το δικαίωμα που κρίθηκε και στηρίζεται στην ίδια βάση, το δεδικασμένο δε αυτό καταλαμβάνει και την ύπαρξη του δικαιώματος με τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες. Ο ενδιαφερόμενος που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου μπορεί να ασκήσει κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη καταψηφιστική αγωγή, οπότε κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής ως βάση τίθεται το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/248/2022

Η αγωγή με το περιεχόμενο που αναλύθηκε παραπάνω δεν είχε σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω έρεισμα στο νόμο. Πρωτίστως οι εφεσίβλητοι δεν ανέφεραν στο δικόγραφο αυτής ότι το γεγονός ότι ο εκκαλών δήμος σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους από την στην πραγματικότητα ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, συνιστούσε απόλυση άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Για το λόγο αυτό εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με αριθμό 4057/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα σε νομική διάταξη το αίτημα των εδώ εφεσιβλήτων να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους απασχολεί, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι η άρνηση του δήμου να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία των εδώ εφεσιβλήτων γινόταν από περιστάσεις που υπερέβαιναν τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ ή συνιστούσαν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται με τον εκκαλούντα δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε μισθούς υπερημερίας για το διάστημα κατά το οποίο το εκκαλούν έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Τούτο δε διότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 έδωσε αναδρομικότητα ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των κατατασσόμενων προκειμένου αυτοί να έχουν τα ίδια μισθολογικά δικαιώματα τόσο ως προς τις αποδοχές, όσο και τα λοιπά επιδόματα εορτών και αδείας στους εργαζόμενους που κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του πδ 164/2004. Διότι κρίθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση μίσθωσης έργου (ΟλΑΠ 16/2017), η κατάταξη τους λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν πρέπει να στερηθούν λόγω του χαρακτηρισμού της σχέσης ως μίσθωσης έργου τα επιδόματα εορτών και αδείας, και ότι δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Εδώ επομένως που εκτίθεται ότι σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ο δήμος συνέστησε με τη με αριθμό .../2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέταξε με τις με αριθμό …../26.09.2017 και ……./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, τους εφεσίβλητους με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων σε αυτούς οφείλεται μισθοδοσία από τότε που ανέλαβαν υπηρεσία και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας. Αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της εργασιακής ισότητας καθώς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με άκυρη για οποιοδήποτε λόγω και άρα απλή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν δικαιούνται να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο επιδόματα εορτών για διάστημα που απασχολήθηκαν και αποζημίωση απόλυσης, και από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη που εναρμονίστηκε με τη με αριθμό 1999/70/ΕΚ οδηγία του συμβουλίου της 28.6.1999 με τα πδ 81/2003 (για τον ιδιωτικό τομέα) και το πδ 164/2004 ήταν να δώσει σε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων μισθούς υπερημερίας, όταν το αποκλείει σε άλλες περιπτώσεις και αναγνωρίζει σε αυτές μόνο αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω αγωγικό αίτημα έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑθ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο δε δύναται να χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ. νόμος). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγω εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για το εν μέρει εκτελεστό της απόφασης χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222) αφετέρου διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)