ΕλΣυν/Τμ.5/891/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η Φ.861/240/671127/Σ.2444/2.4.2009 καταλογιστική πράξη κρίθηκε τελεσίδικα νόμιμη με την 2041/2011 απόφαση του Τμήματος τούτου, με συνέπεια ως προς το ζήτημα αυτό να έχει παραχθεί δεδικασμένο που αποκλείει οποιαδήποτε νέα διαφορετική κρίση, δεν γεννάται βάσει αυτής αστική ευθύνη του κράτους κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και δεν θεμελιώνεται αντίστοιχη αποζημιωτική αξίωση του ενάγοντος.(..)Ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού του ενάγοντος κατά του Δημοσίου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι αβάσιμη στο σύνολο της και πρέπει να απορριφθεί.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.4/168/2006
Αξίωση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι ο προβαλλόμενος από την Επίτροπο λόγος διαφωνίας παρίσταται βάσιμος. Πράγματι, το προαναφερόμενο Πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών, οι δε γενικές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, επί τη βάσει των οποίων αναγνωρίστηκε η επίμαχη αξίωση της φερομένης ως δικαιούχου, ακριβώς επειδή για την εφαρμογή τους προϋποθέτουν την έλλειψη έγκυρης συμβατικής (μισθωτικής) σχέσης, δεν μπορούν, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, να αποτελέσουν νόμιμο έρεισμα της εντελλόμενης δαπάνης.Τούτων δοθέντων και ενόψει, περαιτέρω, του ότι η 302/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, της οποίας ωσαύτως γίνεται επίκληση από την Υπηρεσία, δεν παράγει δεδικασμένο εκτεινόμενο στην παρούσα υπόθεση, αφού εκδόθηκε σε δίκη με διαφορετικό αντικείμενο και διαδίκους, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1342/2024
Με δεδομένα όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν και τα αναιρετικώς ανέλεγκτα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι το Πρώτο Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις περί δεδικασμένου διατάξεις και ορθά έκρινε ότι σύμφωνα με το δεδικασμένο που απορρέει από την 2019/1998 αμετάκλητη απόφαση του Ι Τμήματος δεν θεμελιώνεται αγωγική αξίωση της ήδη αναιρεσείουσας κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον το δεδικασμένο που παρήχθη από την ως άνω αμετάκλητη απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Δικαστηρίου, που κατά το άρθρο 98 του Συντάγματος έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία να κρίνει επί καταλογισμών υπολόγων, δημιούργησε τεκμήριο νομικής ορθότητας σχετικά με τη νομιμότητα της καταλογιστικής απόφασης, την ευθύνη της αναιρεσείουσας, την ύπαρξη του ελλείμματος και το ύψος αυτού, αποκλείοντας το ίδιο ή άλλο δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια ως άνω υπόθεση.
Α.Π./566/1980
ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ-ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ (...)Επειδή, τά έν τώ τετάρτω λόγω τού αναιρετηρίου διαλαμβανόμενα ώς προβληθέντα καί ενώπιον τού Εφετείου περιστατικά, καθ' ά ο αναιρεσείων προσέφερε τάς επιστημονικάς του υπηρεσίας παρά τώ εναγομένω Νοσηλευτικώ Ιδρύματι επί 25ετίαν όλην ώς υπάλληλός του, επιστημονικός διευθυντής καί μοναδικός εκτελεστής τού αναισθησιολογικού του Τμήματος έν τή υπηρεσία τού οποίου εκλονίσθη η υγεία του καί έξ ού απεχώρησε συνταξιοδοτηθείς ώς καρδιοπαθής, ώς έκ τής ανθυγιεινής εργασίας του ώς αναισθησιολόγου, ότι ούτος, υπό υπηρεσιακήν πάντοτε εξάρτησιν έκ τούτου τελών, δι' επανειλημμένων φορτικών πρός αυτό αιτήσεών του ητήσατο τήν απόδοσιν τών διά λογαριασμόν του εισπραχθέντων κατά τό κρίσιμον διάστημα χρηματικών ποσών της ιδιαιτέρας του αμοιβής, ων τήν καταβολήν υπέσχετο έν τώ μεταξύ είς τούτον, δέν καθιστώσιν καί αληθή υποτιθέμενα, καταχρηστικήν έν τή εννοία τού άρθρ. 281 Α.Κ. τήν προβολήν υπό τού εναγομένου αναιρεσιβλήτου τής ενστάσεως περί παραγραφής τής έκ τής αδικοπραξίας ώς άνω αξιώσεως τού ενάγοντος αναιρεσείοντος καί επομένως τό δικάσαν Εφετείον, απορρίψαν ώς αβάσιμον νόμω τήν σχετικήν αντένστασιν τού ενάγοντος αναιρεσείοντος έκ τού άρθρ. 281 Α.Κ., θεμελιουμένην καί επί τού, αποκρουσθέντος ώς αναληθούς, περιστατικού, στηρίζοντος τήν επικουρικήν αξίωσιν τούτου έκ τού αδικαιολογήτου πλουτισμού, της εισπράξεως δηλονότι υπό τού εναγομένου παρά τών είς τό Νοσοκομείον του νοσηλευθέντων ιδίαις δαπάναις ασθενών, κατά τό κρίσιμον διάστημα, τών σχετικών, συνιστώντων τήν ιδιαιτέραν αμοιβήν τού ενάγοντος, ποσών, ουδόλως παρεβίασεν ευθέως ή έκ πλαγίου, τήν προμνησθέισαν διάταξιν τού άρθρου 281 Α.Κ. καί ο περί τού εναντίου σχετικός τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ώς αβάσιμος, καθ' ο δέ μέτρον δι' αυτού προβάλλεται η αιτίασις περί μή λήψεως υπ' όψιν υπό τού Εφετείου απάντων τών ανωτέρω περιστατικών, ούτος απορριπτέος είναι ώς αλυσιτελής.
ΝΣΚ/129/2007
Υποχρέωση του ΝΑΤ προς επιστροφή ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες μη νομίμως εισέπραξε από συνταξιούχους ναυτικούς υπέρ ΚΕΑΝ, ΕΛΟΕΝ και ΕΝ.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) υποχρεούται να επιστρέψει τις εισφορές υπέρ ΚΕΑΝ, ΕΛΟΕΝ και ΕΝ, τις οποίες μη νομίμως εισέπραξε από συνταξιούχους ναυτικούς για τον επανυπολογισμό της κυρίας συντάξεώς τους από αυτό (ΝΑΤ) με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5Β2(α) του Ν 2390/1996, υπό μορφή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ (αλλά και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ) σε περίπτωση που δεν έχει αποδώσει τις εισφορές στους φορείς υπέρ των οποίων τις εισέπραξε), ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων και υπό την επιφύλαξη βεβαίως των περί παραγραφής διατάξεων.
Α.Π.1359/2015
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποζημίωση του άρθρου 19 του ν. 993/1979 δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων ούτε "απολαβή", υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης του. Επομένως, η αξίωση καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως δεν υπόκειται στη διετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ ΑΠ 4/2001, ΑΠ 1726/05, 556/11, 1065/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, την οποία εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή της από το εναγόμενο - αναιρεσείον ΝΠΔΔ, στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, υπάγεται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή και συνεπώς, δεν παραγράφηκε η αξίωσή της. Και τούτο γιατί δέχθηκε ότι από την ημερομηνία αποχώρησής της από την υπηρεσία (30-4-2010) έως την άσκηση της αγωγής της (41-2013) δεν παρήλθε πενταετία.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/32/2014
Μη νόμιμη δαπάνη που αφορά στην καταβολή πρώτης μισθοδοσίας .. των φερομένων ως δικαιούχων, κατόπιν της ανανεώσεως των αρχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (..) Υπό τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο, κρίνει ότι μη νομίμως οι φερόμενοι ως δικαιούχοι του υπό κρίση χρηματικού εντάλματος παρείχαν τις υπηρεσίες τους στον ΔΟΠΠΑΩ κατά το κρίσιμο διάστημα του Σεπτεμβρίου του έτους 2013, δεδομένου ότι κατά το χρόνο αυτό η απόφαση του Προέδρου του νομικού προσώπου, διά της οποίας ανανεώθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους για ακόμη ένα έτος, δεν είχε αποκτήσει ακόμη νόμιμη υπόσταση, αφού δεν είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ τα έννομα αποτελέσματα της εν συνεχεία δημοσιευθείσης αυτής αποφάσεως (ΦΕΚ Γ΄ 97/28.1.2014) δεν δύνανται ν’ ανατρέξουν σε χρόνο πρότερο της δημοσιεύσεώς της, στον βαθμό που τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται από τις σχετικές με την ανανέωση των συμβάσεων διατάξεις καθώς και από την ειδική ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 9 του ν. 4038/2012. Συνεπώς, μη νομίμως εντέλλεται η καταβολή αμοιβής για το ως άνω διάστημα, κατά το οποίο, άλλωστε, δεν είχαν καν υπογραφεί συμβάσεις με τους φερομένους ως δικαιούχους, καθόσον δεν ήταν νόμιμη η απασχόληση αυτών αφού δεν είχε τηρηθεί ο προβλεπόμενος στο άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 4038/2012 τύπος περί δημοσιεύσεώς τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και, ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν έχουν αξίωση καταβολής των αποδοχών εκ της συμβάσεως αλλά ενδεχομένως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού δυναμένη να επιδιωχθεί μόνον δικαστικώς
ΝΣΚ/429/2008
Τύχη κατατεθέντων παραβόλων συμμετοχής σε διαγωνισμό (του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης <Ε.Σ.Ρ.> και γενικότερα άλλων υπηρεσιών), σε περίπτωση μη πραγματοποιήσεως αυτού. Έναρξη χρόνου παραγραφής της αξιώσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Με την ακύρωση του προκηρυχθέντος διαγωνισμού του Ε.Σ.Ρ., θεωρείται το κατατεθέν υπό της επιδιώξασας να συμμετάσχει στη διαδικασία εταιρείας παράβολο, ως μη χρησιμοποιηθέν και, επομένως, γεννάται υποχρέωση του Δημοσίου προς επιστροφή του στην δικαιούχο, λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος και της επιβαλλομένης από το δίκαιο αποκαταστάσεως των πραγμάτων στη θέση προ της εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως, αλλά και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως καταβληθέν για αιτία επιγενομένως μη νόμιμη, αλλιώς αχρεώστητη, εν πάση δε περιπτώσει μη επακολουθήσασα (άρθρο 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 50 παρ.1 του ΠΔ 18/1989, 1 του Ν 3068/2002 και 105 παρ.1 του ΠΔ 16/1989). β) Το εκ της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας εκπορευόμενο ακυρωτικό αποτέλεσμα κατέστησε, επιγενομένως, μη νόμιμη την είσπραξη του ποσού του κατατεθέντος παραβόλου και, εκ του λόγου τούτου η ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής αποτελεί την αφετηρία της τριετούς παραγραφής της παρ.2 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, καθόσον έκτοτε, κατέστη γεγεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη η σχετική αξίωση. γ) Τα καταβληθέντα σε Δ.Ο.Υ. ποσά παραβόλων, βάσει ειδικών διατάξεων, αρμοδιότητας άλλων δημοσίων υπηρεσιών και υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εφόσον δεν υπάρχουν, αντιστοίχως, ειδικές διατάξεις προβλέπουσες τη μη επιστροφή τους, ούτε από το γενικότερο πνεύμα της οικείας νομοθεσίας προκύπτει η επιδοκιμασία της εννόμου τάξεως για διατήρηση του πλουτισμού, σε περίπτωση μη χρήσης τους, επιστρέφονται στους δικαιούχους από τις Δ.Ο.Υ. που τα εισέπραξαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 ΑΚ και 105 παρ.1 του ΠΔ 16/1989. Για κάθε μια περίπτωση, θα πρέπει να ερευνάται από την υπηρεσία ο χρόνος ενάρξεως της παραγραφής της παρ.2 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995, επί επιγενομένων λόγων, με βάση στοιχεία (δικαστικές αποφάσεις, δημόσια έγγραφα, όπως η πράξη της δημοσίας αρχής που βεβαιώνει την μη χρησιμοποίηση του παραβόλου και γενικώς έγγραφα που φέρουν βεβαία χρονολογία), που αποδεικνύουν πλήρως την αναίρεση, κατά νόμο, της αιτίας γενόμενης καταβολής, δια των παραβόλων, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/194/2019
Καταβολή αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης...Υπό τα δεδομένα αυτά και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αξίωση του ως άνω υπαλλήλου για απόληψη της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννήθηκε από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης της, ήτοι από 16.11.2012. Ο ισχυρισμός δε του Δήμου ότι χρόνος γέννησης της αξίωσης λήψης της επίμαχης αποζημίωσης, κατά τον οποίο καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη, είναι εκείνος της έκδοσης της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, είναι απορριπτέος. Τούτο διότι, κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 204 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ. (ν. 3584/2007), η συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης σύνταξης, ήτοι η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης ούτε η λήψη της σύνταξης συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης ως προς την καταβολή της τελευταίας (ΕΣ Ι Τμ. πράξη 19/2017, πρβλ. ΑΠ 1359/2015). Διότι με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. κατ΄ αυτών, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και εάν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Oρίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως (Α.Ε.Δ. 32/2008). Η διάταξη δε αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α΄ του ιδίου νόμου (ΑΠ 536/2014), με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α΄. (ΕΣ Ι Τμ. Πράξη 51/2015, ΑΠ 182/2014). Δοθέντος δε ότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η αξίωση του εν λόγω υπαλλήλου του Δήμου για τη λήψη αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννάται και καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη από τον χρόνο αποχώρησης της υπαλλήλου από την υπηρεσία, ήτοι από το χρόνο έκδοσης της οικείας διαπιστωτικής πράξης αποχώρησής του, η διετής παραγραφή της αξίωσης για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης, αρχόμενη από τις 16.11.2012, θα συμπληρωνόταν στις 17.11.2014, ήτοι σε χρόνο πριν την υποβολή της 18177/7.9.2018 αίτησης του φερόμενου ως δικαιούχου και, κατ’ επέκταση πριν από την εκκαθάριση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Εντούτοις, εφόσον τα αρμόδια όργανα του Δήμου θεώρησαν – κατά την έννοια που προσέδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις – ότι η έκδοση της οριστικής απόφασης απονομής κύριας σύνταξης στην οικεία υπάλληλο αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση και την εκκαθάριση της σχετικής αξίωσής της, με αποτέλεσμα την καθυστερημένη, μετά την πάροδο της διετίας εκκαθάρισή της, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η διετής παραγραφή – εν προκειμένω – δεν συμπληρώθηκε στις 17.11.2014. Τούτο δε διότι, υπό το εκτεθέν ιστορικό και ειδικότερα, ενόψει της δικαιολογημένης εν τοις πράγμασι και επομένως, απολαμβάνουσας συνταγματικής προστασίας εμπιστοσύνης της στην ερμηνεία που έδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις τα αρμόδια όργανα του Δήμου, η επίμαχη αξίωση του υπαλλήλου κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση της 3743/24.4.2018 απόφασης του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών .... του Ε.Φ.Κ.Α., για την απονομή σε αυτόν οριστικής σύνταξης (χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει εν προκειμένω και η διετής παραγραφή αυτής, σχετ. ΕΣ Κλ.Προλ.Ελ. στο Ι Τμ. Πράξεις 244 και 245/2018). Συνεπώς, νομίμως αυτός υπέβαλε την 18177/7.9.2018 αίτησή του για να του καταβληθεί η δικαιούμενη και μη υποκύψασα στη διετή παραγραφή αξίωση αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης, για να ακολουθήσουν η 1998/10.10.2018 απόφαση του Δημάρχου .... για τον καθορισμό του ύψους της και η ενταλματοποίησή της με τον ελεγχόμενο τίτλο.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι κανονική και συνεπώς, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής θα μπορούσε να θεωρηθεί, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/244/2018
Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησής: Υπό τα δεδομένα αυτά και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αξίωση της ως άνω υπαλλήλου για απόληψη της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννήθηκε από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης της, ήτοι από 10.9.2014. Ο ισχυρισμός δε του Δήμου ότι χρόνος γέννησης της αξίωσης λήψης της επίμαχης αποζημίωσης, κατά τον οποίο καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη, είναι εκείνος της έκδοσης της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, είναι απορριπτέος. Τούτο διότι, κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 204 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ. (ν. 3584/2007), η συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης σύνταξης, ήτοι η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης ούτε η λήψη της σύνταξης συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης ως προς την καταβολή της τελευταίας (ΕΣ Ι Τμ. πράξη 19/2017, πρβλ. ΑΠ 1359/2015). Συναφώς, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του Δήμου ότι έχουν καταργηθεί οι διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού (ν. 2362/1995) και ισχύουν εκείνες των άρθρων 140 και 141 του ν. 4270/2014, αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επίμαχη ρύθμιση εξακολουθεί να ισχύει για σχετικές αξιώσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την 1.1.2015, (όπως εν προκειμένω), σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του άρθρου 183 παρ. 2 περ. γ του ν. 4270/2014 (Α΄ 143). Ωσαύτως, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η παραγραφή της εν λόγω αξίωσης αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, αφού και υπό την εκδοχή ότι αφορά στο τέλος του έτους 2014, πάλι έχει υποπέσει στην διετή παραγραφή, δοθέντος ότι η υποβολή της αίτησης της ενδιαφερομένης έγινε στις 3.7.2017. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. κατ΄ αυτών, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και εάν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Oρίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. (Α.Ε.Δ. 32/2008). Η διάταξη δε αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α΄ του ιδίου νόμου (ΑΠ 536/2014), με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α΄. (ΕΣ Ι Τμ. Πράξη 51/2015, ΑΠ 182/2014). Δοθέντος δε ότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η αξίωση της εν λόγω υπαλλήλου του Δήμου για τη λήψη αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννάται και καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη από τον χρόνο αποχώρησης της υπαλλήλου από την υπηρεσία, ήτοι από το χρόνο έκδοσης της οικείας διαπιστωτικής πράξης αποχώρησής της, η διετής παραγραφή της αξίωσης για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης, αρχόμενη από τις 11.9.2014 θα συμπληρωνόταν στις 12.9.2016, ήτοι σε χρόνο πριν την υποβολή της 10915/3.7.2017 αίτησης της φερόμενης ως δικαιούχου και, κατ’ επέκταση πριν από την εκκαθάριση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Εντούτοις, εφόσον τα αρμόδια όργανα του Δήμου θεώρησαν-κατά την έννοια που προσέδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις- ότι η έκδοση της οριστικής απόφασης απονομής κύριας σύνταξης στην οικεία υπάλληλο αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση και την εκκαθάριση της σχετικής αξίωσής της, με αποτέλεσμα την καθυστερημένη, μετά την πάροδο της διετίας εκκαθάρισή της, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η διετής παραγραφή -εν προκειμένω-δεν συμπληρώθηκε στις 12.9.2016. Τούτο δε διότι, υπό το εκτεθέν ιστορικό και ειδικότερα, ενόψει της δικαιολογημένης εν τοις πράγμασι και επομένως, απολαμβάνουσας συνταγματικής προστασίας εμπιστοσύνης της στην ερμηνεία που έδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις τα αρμόδια όργανα του Δήμου, η επίμαχη αξίωση της υπαλλήλου κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση της 1460/6.6.2017 οριστικής απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ….., για την απονομή σε αυτήν οριστικής σύνταξης (χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει εν προκειμένω και η διετής παραγραφή αυτής). Συνεπώς, νομίμως αυτή υπέβαλε την 10915/3.7.2017 αίτησή της για να της καταβληθεί η δικαιούμενη και μη υποκύψασα στη διετή παραγραφή αξίωση αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης, για να ακολουθήσουν η 2416/13.12.2017 απόφαση του Δημάρχου ....για τον καθορισμό του ύψους της και η ενταλματοποίησήτης με τον ελεγχόμενο τίτλο.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020
Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.