Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.6/784/2011

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 59/2007, 3669/2008
Οι ανωτέρω διατάξεις (Ν.3669/2008) έχουν την έννοια ότι η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία απευθείας ανάθεσης και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες, θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση και τα οικεία συμβατικά τεύχη (μελέτες, γενική συγγραφή υποχρεώσεων κ.λπ.), λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται εκείνες, οι οποίες αν και προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες) είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθώς είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (E.Σ. 2069/2010 κ.α.). Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Ε.Σ. 1780/2009, 2506/2009, 2726/2010, κ.α.). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (Ε.Σ. 2066, 285, 136/2010). (..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι για την πρώτη κατηγορία εργασιών (ενίσχυση του φέροντος οργανισμού), συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύναψης της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση. Τούτο, διότι, αφενός μεν οι εργασίες αυτές τελούν σε απόλυτη συνάφεια με το προς εκτέλεση έργο, δεν συνιστούν τροποποίηση του τεχνικού του αντικειμένου και δεν μπορούν τεχνικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, αφετέρου δε οφείλονται σε περιστάσεις που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά την κατάρτιση αυτής. Συγκεκριμένα, η εκτέλεση εργαστηριακών ελέγχων μετά τον αυξημένο αριθμό δειγματοληψιών κατά το στάδιο εκπόνησης της στατικής μελέτης εφαρμογής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα του ΚΑΝ.ΕΠΕ., αποκάλυψε μικρότερες ποσότητες σκυροδέματος από τις ληφθείσες υπόψη κατά την εκπόνηση της οριστικής μελέτης. Εξάλλου, για ένα τμήμα του κτιρίου, μετά τις πραγματοποιηθείσες κατά την εκτέλεση του έργου καθαιρέσεις, αποκαλύφθηκε ότι είχαν κατά το παρελθόν πραγματοποιηθεί εργασίες ενίσχυσης με προβληματικό τρόπο, γεγονός που δεν θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί κατά τη σύνταξη της οριστικής μελέτης, λόγω της έλλειψης σχετικών στοιχείων, γεγονός που δικαιολογείται άλλωστε από την παλαιότητα του κτιρίου. Όσον αφορά, όμως, στη δεύτερη κατηγορία εργασιών, που αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι η εκτέλεσή τους συνεπάγεται την επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου, καθόσον πρόκειται για ριζική αναδιαρρύθμιση του διώροφου τμήματος του Νοσοκομείου, η οποία διαφοροποιείται ουσιωδώς από την απλή εκτέλεση επισκευών, που προβλέπονται στην τεχνική περιγραφή του αρχικού έργου.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Επτ/1704/2011

Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης.Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, Ε.Σ. 2502, 2511/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (π.ρ.βλ. Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).


ΕλΣυν/τμ.6/261/2011

Συμπληρωματικές Συμάσεις.Η έννοια των διατάξεων αυτών (άρθρο 57 παρ. 1 του ν.3669/2008 )είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).


ΕλΣυν/Επταμ/2429/2011

Η έννοια των διατάξεων αυτών είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 3729, 1780/2009, πράξεις VI Τμ. 33/2009, 171/2008, 256/2007 κ.α.).


ΕλΣυν/Τμ.6/471/2011

Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 3729, 1780/2009, πράξεις VI Τμ. 33/2009, 171/2008, 256/2007 κ.α.).


ΕλΣυν/Τμ.6/263/2011

Συμπληρωματική σύμβάση.Οι ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 57 του ν. 3669/2008) έχουν την έννοια ότι η προσφυγή σε κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης, η οποία επιτρέπεται για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών που δεν υπερβαίνουν το 50% του ποσού της κύριας σύμβασης από τον ανάδοχο του αρχικού έργου, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις ως προς τις συμπληρωματικές εργασίες : α) αφορούν το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους από αυτή, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία, μολονότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (E.Σ. 2069/2010 κ.α.). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. Πρ. Ε΄ Κλιμ. 308, 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (Ε.Σ. 2066, 285, 136/2010).


ΕΣ/ΤΜ.6/444/2018

ΕΡΓΑ.(συμπληρωματική σύμβαση).(..) ζητείται η ανάκληση της 532/2017 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης του έργου..(..)Με την προσβαλλόμενη Πράξη κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης κατά το μέρος που αφορά στις προαναφερόμενες εργασίες, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης..(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα προς όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 2, το Τμήμα, κατά πλειοψηφία, κρίνει ότι όσον αφορά στις εργασίες για την ολοκλήρωση του υπογείου έργου της σήραγγας Μελισσίου σε τμήματα διανοιγμένα από προηγούμενη εργολαβία, αυτές κατέστησαν αναγκαίες όχι συνεπεία παραλείψεων ή σφαλμάτων της μελέτης του αρχικού εν προκειμένω έργου, όπως εσφαλμένως έκρινε το Κλιμάκιο, αλλά, όπως βασίμως προβάλλει η αιτούσα και η παρεμβαίνουσα, λόγω των μη δυνάμενων να προβλεφθούν τοπικών συγκλίσεων των εσωτερικών τοιχωμάτων τέτοιας κλίμακας που επηρέασαν την ασφάλεια του έργου και οι οποίες οφείλονται στην αιφνίδια τοπική μεταβολή των υδρογεωλογικών συνθηκών στη μη ορατή περιβάλλουσα συγκεκριμένου τμήματος της ήδη διανοιγμένης σήραγγας, πίσω και άνωθεν των προσωρινών μέτρων υποστήριξης. Τούτο άλλωστε καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι ως άνω απρόβλεπτου μεγέθους συγκλίσεις εκδηλώθηκαν αιφνιδίως σε συγκεκριμένη περιοχή (κατά τόπους) και όχι σε όλο το μήκος της σήραγγας (τοπική εμφάνιση του φαινομένου), αρκετά μετά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης και κατά την εξέλιξη των υπολειπόμενων εργασιών διάνοιξης από Χ.Θ. 26+208 έως 26+283, ενώ το μέτωπο εκσκαφής πλησίαζε από δυτικά, καίτοι είχαν ληφθεί μέτρα απάντλησης των υπογείων υδάτων με χρήση μόνιμου δικτύου άντλησης στα διανοιγμένα τμήματα της σήραγγας και από την παρούσα αλλά και την προηγούμενη διαλυθείσα εργολαβία. Επομένως, συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις που επιτρέπουν την κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης για την εκτέλεση των εργασιών αυτών, οι οποίες είναι συναφείς με το αρχικό έργο και αναγκαίες για την ολοκλήρωσή του.(..)Περαιτέρω, το Τμήμα ομοφώνως κρίνει ότι, όσον αφορά στις εργασίες για την εγκατάσταση συστημάτων σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης και τηλεπικοινωνιών και λοιπών συναφών υποδομών στο Σ.Σ. Κιάτου και στο Κ.Ε.Κ. Κορίνθου, αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, καθόσον πρόκειται για ένα νέο έργο, το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική μελέτη του επίμαχου έργου και συνεπώς δεν πρόκειται για συμπληρωματικές εργασίες, αλλά για ανεπίτρεπτη εκ των υστέρων (μετά τη δημοπράτηση) επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου,...Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές και να ανακληθεί η 532/2017 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης αναφορικά με τις εργασίες για την ολοκλήρωση του υπογείου έργου της σήραγγας Μελισσίου σε τμήματα διανοιγμένα από προηγούμενη εργολαβία, να μην ανακληθεί δε η πράξη αυτή κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης αναφορικά με τις εργασίες για την εγκατάσταση συστημάτων σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης και τηλεπικοινωνιών και λοιπών υποδομών

ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/1352/2018:Αναθεωρεί εν μέρει την 444/2018 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Ανακαλεί την 532/2017 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΕλΣυν/Ε Κλιμ/420/2010

Συμπληρωματική σύμβαση. Οι εργασίες εγκατάστασης δικτύων φυσικού αερίου, οι οποίες δεν προβλέπονται στην τεχνι¬κή περιγραφή δεν είναι, συμπληρωματικές, αλλά νέες εργασίες, που διαφοροποιούν το τεχνικό αντικείμενο του έργου και αποσκοπούν στη βελτίωσή του. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι εργασίες αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το αντι-κείμενο της αρχικής σύμβασης ή ότι αυτές ήταν αναγκαίες για την καλύτερη λειτουργία του έργου, δεν αποδεικνύεται ότι η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονό¬τα ή καταστάσεις, ήτοι σε πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης, τα οποία επηρεάζουν την τεχνική αρτιότητα του έργου και δεν μπορούσαν αντικειμενικά να προβλεφθούν στο στάδιο της οριστικής μελέτης. Για τις λοιπές εργασίες η αναθέτουσα αρχή δεν επικαλείται ότι δεν ήταν δυνατό αντικειμενι¬κά να προβλεφθούν λόγω συνδρομής απροβλέπτων περιστάσεων κατά τη σύνταξη και έγκριση της μελέτης, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Ούτε η επίκληση από την αναθέτουσα αρχή της καλής κατασκευής και λειτουργίας, καθώς και της βελτίωσης της ποιότητας του έργου, δύναται να δικαιολογήσει τη σύναψη συμπληρωματι¬κής σύμβασης, καθόσον οι εργασίες αυτές καλύπτονται από το κονδύλιο των απροβλέπτων.


ΕλΣυν/τμ.6/274/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (3669/2008) συνάγεται ότι η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία απευθείας αναθέσεως και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση και τα οικεία συμβατικά τεύχη (μελέτες, γενική συγγραφή υποχρεώσεων κ.λπ.), λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται εκείνες, οι οποίες προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες) είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του. Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Ε.Σ. 1780/2009, 2506/2009, 2726/2010, κ.α.). Περαιτέρω με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων.


ΕλΣυν/Ζ Κλ/296/2012

Μεταφορά μαθητών.Συμπληρωματικές-συμβάσεις.Κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του π.δ. 60/2007, η κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης σύμβασης παροχής υπηρεσιών αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο όταν συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές υπηρεσίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές υπηρεσίες, αλλά δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό πρόγραμμα, ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση της υπηρεσίας της αρχικής σύμβασης, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, γ) δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, ή, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της και δ) η προϋπολογιζόμενη συνολική αξία των συμβάσεων που ανατίθενται για συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν υπερβαίνει το 50% της αξίας της κυρίας σύμβασης. Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, αντικειμενικώς, δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 27.10.2011, C-601/2010 Επιτροπή κατά Ελλάδας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές οι υπηρεσίες που κατατείνουν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθώς είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία αναθέσεως πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητά της (Ελ.Συν. Τμήμα Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης αποφ. 2153, 1704/2011, VI Tμ. αποφ. 2209, 2199, 1777, 791/2011, 3084/2010, 3675/2009, 132/2008, 90/2005, Ζ΄ Κλιμ. Πράξεις 85/2011, 67/2011, 159/2010, 20/2009, 282, 255, 199, 131/2008 κ.α.).


ΕΣ/ΤΜ.6/1757/2016

ΕΡΓΑ. ζητείται η ανάκληση της 130/2016 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (..), σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ.Α της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι αρμοδίως εν προκειμένω το Κλιμάκιο προέβη στη διενέργεια προσυμβατικού ελέγχου των υποβληθέντων ενώπιόν του δύο σχεδίων συμβάσεων με τίτλο «Συμπλήρωμα Νο 3 στη σύμβαση ΔΑΠΜ–99342/10.9.2014» και «Συμπλήρωμα Νο 4 στη σύμβαση ΔΑΠΜ–99342/10.9.2014», αντίστοιχα, ποσού 4.215.172,00 ευρώ και 686.510,00 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς με, το μεν, πρώτο εξ αυτών τροποποιούνται ουσιώδεις όροι της αρχικής σύμβασης που αφορούν στο οικονομικό αντικείμενό της και με το δεύτερο – κατά το μέρος αυτού που αφορά στις μη εισέτι εκτελεσθείσες εργασίες – ανατίθεται η εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών αρχικής σύμβασης που έχει υποβληθεί στον προσυμβατικό έλεγχο λόγω ποσού.(..)Περαιτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, οι αναλυτικώς περιγραφείσες ανωτέρω τροποποιήσεις που περιλαμβάνονται στο Συμπλήρωμα Νο 3 ευρίσκουν έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 και 36 παρ. 1 της διακήρυξης και της αρχικής σύμβασης, οι οποίες, όπως και η σύμβαση αυτή στο σύνολό της, έχουν ήδη κριθεί νόμιμες με την 295/2014 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τον προσυμβατικό έλεγχο και, κατά συνέπεια, μη αντιτιθέμενες στις ως άνω διατάξεις και δεν υφίσταται πλέον πεδίο επανελέγχου, επ’ ευκαιρία της κρίσης επί της επίμαχης τροποποιητικής σύμβασης, της νομιμότητας των διατάξεων αυτών. Οι διατάξεις δε αυτές παρέχουν ρητά τη δυνατότητα στον ... να επιφέρει τροποποιήσεις στο συμβατικό αντικείμενο σε ποσοστό έως 50% του αρχικού συμβατικού οικονομικού αντικειμένου(..)Επομένως, ορθώς με την προσβαλλόμενη πράξη του το Κλιμάκιο έκρινε ότι οι ως άνω ήδη εκτελεσθείσες, εν όλω ή εν μέρει, εργασίες που περιλαμβάνονται στο Συμπλήρωμα Νο 4 δεν αποτελούσαν επείγουσες πρόσθετες εργασίες κατά την έννοια του άρθρου 56 του ν. 3669/2008, ενόψει δε και της μη ύπαρξης άλλης ειδικής νομοθετικής ρύθμισης που να επιτρέπει τον εκ των υστέρων έλεγχο συμπληρωματικών εργασιών που έχουν ήδη εκτελεσθεί, ορθώς απείχε του ελέγχου νομιμότητας του σχεδίου σύμβασης (..)Ως προς αυτό το λόγο ανάκλησης, το Τμήμα κρίνει ότι οι κατά τα ανωτέρω μη εισέτι εκτελεσθείσες εργασίες που περιλαμβάνονται στο Συμπλήρωμα Νο 4 (αφορούν σε μέρος των εργασιών υπό στοιχεία στ΄ και ια΄ καθώς και στις εργασίες υπό στοιχεία θ΄ και ι΄, βλ. ανωτέρω σκέψη V.Δ της παρούσας) συνιστούν αυξήσεις ποσοτήτων εργασιών και τροποποιήσεις που ευρίσκουν έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 και 36 παρ. 1 της διακήρυξης και της αρχικής σύμβασης, οι οποίες, όπως και η σύμβαση αυτή στο σύνολό της, έχουν ήδη κριθεί νόμιμες με την 295/2014 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τον προσυμβατικό έλεγχο και δεν υφίσταται πλέον πεδίο επανελέγχου της νομιμότητας των διατάξεων αυτών, όπως προεκτέθηκε (..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να ανακληθεί εν μέρει η προσβαλλομένη 130/2016 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να επιτραπεί η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ της αιτούσας «... Α.Ε.» και του Ομίλου Επιχειρήσεων (consortium) «... - ....» με τίτλο «Συμπλήρωμα Νο 3 στη σύμβαση ΔΑΠΜ–99342/10.9.2014» και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση, κωλυομένης της υπογραφής του σχεδίου σύμβασης με τίτλο «Συμπλήρωμα Νο 4 στη σύμβαση ΔΑΠΜ–99342/10.9.2014».