Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Ζ Κλ/296/2012

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 60/2007

Μεταφορά μαθητών.Συμπληρωματικές-συμβάσεις.Κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του π.δ. 60/2007, η κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης σύμβασης παροχής υπηρεσιών αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο όταν συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές υπηρεσίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές υπηρεσίες, αλλά δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό πρόγραμμα, ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση της υπηρεσίας της αρχικής σύμβασης, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, γ) δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, ή, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της και δ) η προϋπολογιζόμενη συνολική αξία των συμβάσεων που ανατίθενται για συμπληρωματικές υπηρεσίες δεν υπερβαίνει το 50% της αξίας της κυρίας σύμβασης. Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, αντικειμενικώς, δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 27.10.2011, C-601/2010 Επιτροπή κατά Ελλάδας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές οι υπηρεσίες που κατατείνουν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθώς είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία αναθέσεως πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητά της (Ελ.Συν. Τμήμα Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης αποφ. 2153, 1704/2011, VI Tμ. αποφ. 2209, 2199, 1777, 791/2011, 3084/2010, 3675/2009, 132/2008, 90/2005, Ζ΄ Κλιμ. Πράξεις 85/2011, 67/2011, 159/2010, 20/2009, 282, 255, 199, 131/2008 κ.α.).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/263/2011

Συμπληρωματική σύμβάση.Οι ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 57 του ν. 3669/2008) έχουν την έννοια ότι η προσφυγή σε κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης, η οποία επιτρέπεται για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών που δεν υπερβαίνουν το 50% του ποσού της κύριας σύμβασης από τον ανάδοχο του αρχικού έργου, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις ως προς τις συμπληρωματικές εργασίες : α) αφορούν το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους από αυτή, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία, μολονότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (E.Σ. 2069/2010 κ.α.). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. Πρ. Ε΄ Κλιμ. 308, 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (Ε.Σ. 2066, 285, 136/2010).


ΕλΣυν/Επτ/1704/2011

Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης.Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, Ε.Σ. 2502, 2511/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (π.ρ.βλ. Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).


ΕλΣυν/τμ.6/261/2011

Συμπληρωματικές Συμάσεις.Η έννοια των διατάξεων αυτών (άρθρο 57 παρ. 1 του ν.3669/2008 )είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).


ΕλΣυν/Επταμ/2429/2011

Η έννοια των διατάξεων αυτών είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 3729, 1780/2009, πράξεις VI Τμ. 33/2009, 171/2008, 256/2007 κ.α.).


ΕλΣυν/Τμ.6/471/2011

Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 3729, 1780/2009, πράξεις VI Τμ. 33/2009, 171/2008, 256/2007 κ.α.).


ΕΣ/Τ6/129/2007

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/133/2009

Με τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα (ανωτέρω σκέψη 6), ενσωματώνεται η σχετική κοινοτική Οδηγία, καθορίζονται οι προϋποθέσεις καθώς, επίσης, και η διαδικασία για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης δημόσιας σύμβασης μελετών και συναφών υπηρεσιών. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι, κατά τα παγίως κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), η σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων, η οποία γίνεται με προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία αυτή το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (βλ. Δ.Ε.Κ.: απόφαση της 2.6.2005, Υπόθεση C-394/02, σκέψη 33, απόφαση της 14.9.2004, Υπόθεση C-385/02, σκέψη 19, απόφαση της 10.4.2003, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-20/01 και C-28/01, σκέψη 58, απόφαση της 18.5.1995, Υπόθεση C-57/94, σκέψη 23, απόφαση της 10.3.1987, Υπόθεση C-199/85, σκέψη 14). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.3316/2005, για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και την ανάθεση, στον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, της εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών ή της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών, που, κατά το είδος ή την ποσότητα, δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Να είναι αναγκαίες οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης, επομένως, πρέπει να παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το εκτελούμενο έργο, δηλαδή να αφορούν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, και να μην περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση. β) Να συντρέχει περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης. Συναφώς, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 20/2009, 199/2008, 246/2007, 147, 30/2005, 45/2004 πράξεις παρόντος Κλιμακίου), ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα, που, παρά το ότι καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. γ) Να μη μπορούν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για τον εργοδότη ή να κρίνονται απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της έστω και αν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν. Επίσης, προϋπόθεση για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης είναι η προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου, η σύνταξη και έγκριση σχετικού Συγκριτικού Πίνακα. Τέλος, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών συμβάσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) της αρχικής συμβατικής αμοιβής. Με δεδομένο ότι κατά την εκπόνηση των μελετών κτηματογράφησης των προγραμμάτων που προηγήθηκαν το ποσοστό των δηλώσεων δεν ξεπέρασε συνολικά, κατά προσέγγιση, το 60% του προεκτιμηθέντος αριθμού δικαιωμάτων, η εκτίμηση της εταιρείας κατά το χρόνο προκήρυξης του έργου ήταν ότι δεν θα υπήρχε υπέρβαση του ως άνω αριθμού των δικαιωμάτων που προέβλεψε το μοντέλο στατιστικής εκτίμησης. Όμως, οι σημαντικές απρόβλεπτες αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στην αγορά ακινήτων (όπως, ενδεικτικά, η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω των ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών και της κατασκευής σημαντικών έργων υποδομής που βελτίωσαν την ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, η εισαγωγή του Φ.Π.Α. στην κατασκευή ακινήτων κλπ.) είχαν ως αποτέλεσμα, ιδίως στην περιοχή του Δήμου Αθηναίων που αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δικαιωμάτων που υπάρχουν σ’ αυτές.


ΕλΣυν/ΤμVI/3558/2009

Από τις ανωτέρω διατάξεις του π.δ.60/2007, με το οποίο προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών προς τις διατάξεις της οικείας κοινοτικής οδηγίας (2004/18/ΕΚ), συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι μία αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να συνάπτει τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών κατά κανόνα με τη διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού και μόνο κατ’ εξαίρεση με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Οι περιπτώσεις της κατ’ εξαίρεση δυνατότητας σύναψης των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σχετικής προκήρυξης διαγωνισμού, παρατίθενται στο άρθρο 25 του π.δ.60/2007, ενώ παράλληλα τέτοια δυνατότητα αναγνωρίζεται και στο άρθρο 24 παρ. 1 περ. α΄ εδάφιο β του ως άνω π.δ.. Κατά τα παγίως κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), οι διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών, όπως αυτές που αφορούν στην ανάθεση με διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, οι οποίες εισάγουν παρεκκλίσεις από την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε βάρος απόδειξης ότι συντρέχουν πράγματι οι εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την παρέκκλιση φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (βλ. Δ.Ε.Κ.: απόφαση της 14.9.2004, Υπόθεση C-385/02, απόφαση της 18.5.1995, Υπόθεση C-57/94, απόφαση της 12.1.1994, Υπόθεση C-296/92, απόφαση της 17.11.1993, Υπόθεση C-71/02, απόφαση της 10.3.1987, Υπόθεση C-199/85). Στα πλαίσια αυτά, με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 περ. α΄ του π.δ.60/2007, παρέχεται η δυνατότητα στις αναθέτουσες αρχές να χρησιμοποιούν τη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: α) έχει προηγηθεί προκήρυξη διαγωνισμού, β) καμία προσφορά δεν υποβλήθηκε ή καμία από τις υποβληθείσες προσφορές δεν ήταν κατάλληλη και γ) δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιαστικά οι αρχικοί όροι της σύμβασης, ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 περ. α΄ εδ. β΄ του ίδιου π.δ., η ίδια δυνατότητα (προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού) δίδεται στις αναθέτουσες αρχές, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) έχει προηγηθεί προκήρυξη διαγωνισμού, β) υποβλήθηκαν μη κανονικές προσφορές ή κατατέθηκαν απαράδεκτες προσφορές, γ) δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιαστικά οι αρχικοί όροι της σύμβασης και δ) στη διαδικασία με διαπραγμάτευση περιλαμβάνονται όλοι οι προσφέροντες που πληρούν τα κριτήρια των άρθρων 43 έως 50 και οι οποίοι είχαν υποβάλει παραδεκτές προσφορές κατά τον προηγηθέντα διαγωνισμό. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι προσφορά που κατατέθηκε στην προηγηθείσα της διαπραγμάτευσης ανοικτή ή κλειστή διαδικασία διαγωνισμού νοείται ως «ακατάλληλη» όταν το περιεχόμενό της δεν έχει καμία σχέση με τις υπό ανάθεση υπηρεσίες και δεν μπορεί, συνεπώς, να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής, όπως αυτές καθορίστηκαν στα έγγραφα (τεχνικές προδιαγραφές) του διαγωνισμού (βλ. Δ.Ε.Κ. απόφαση της 4.6.2009, Υπόθεση C-250/07, Πράξη VI Τμ.Ε.Σ. 44/2007), για το λόγο δε αυτό η υποβολή «ακατάλληλης» προσφοράς εξομοιώνεται με τη μη υποβολή προσφοράς. Όσον αφορά δε στην έννοια της «μη κανονικής» προσφοράς του άρθρου 24 παρ. 1 περ. α΄ του π.δ.60/2007, η υποβολή τέτοιας προσφοράς εξομοιώνεται με την υποβολή απαράδεκτης προσφοράς. Τούτο σαφώς συνάγεται από τη γραμματική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, καθόσον υφίσταται συνάρτηση, αφενός μεταξύ της περίπτωσης απουσίας προσφοράς και της περίπτωσης υποβολής ακατάλληλης προσφοράς, αφετέρου μεταξύ της περίπτωσης υποβολής απαράδεκτης (σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τηρουμένων των οριζομένων στις διατάξεις των άρθρων 28, 39 έως 52 και 55 του π.δ.60/2007) προσφοράς και εκείνης της υποβολής μη κανονικής προσφοράς, οι οποίες προβλέπεται ότι μπορούν, εναλλακτικά, να αποτελέσουν λόγο απευθείας ανάθεσης. Οι περιπτώσεις αυτές είναι ισοδύναμες όχι μόνον όσον αφορά στις συνέπειες που απορρέουν από αυτές, αλλά και όσον αφορά στις δυσκολίες που συνεπάγονται για τον αναθέτοντα φορέα, δεδομένου ότι είτε δεν καλύπτονται οι σχετικές με τις υπό ανάθεση υπηρεσίες ανάγκες λόγω μη συμβατότητας των υποβληθεισών προσφορών με τις τεχνικές προδιαγραφές, είτε δεν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο ή τη διακήρυξη σχετικά με τη συμμετοχή στο διαγωνισμό και την υποβολή παραδεκτής προσφοράς. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση ανάθεσης υπηρεσιών χωρίς να ακολουθήσει τη συνήθη διαδικασία διαγωνισμού, μόνον εάν οι προσφορές που υποβλήθηκαν είναι «ακατάλληλες» ή «μη κανονικές», στην κατηγορία δε των προσφορών αυτών δεν εμπίπτουν σε καμία περίπτωση οι οικονομικά «μη συμφέρουσες» για την αναθέτουσα αρχή προσφορές. Τέλος, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού και στην προβλεπόμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 περ. γ΄ του π.δ.60/2007 περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης, μη απορρέ


ΕλΣυν/Τμ.6/3100/2012

Απευθείας διαπραγμάτευση-Προμήθειες. Οι προμήθειες των φορέων του άρθρου 1 παρ. 1(Ν.2286/1995) , στους οποίους συγκαταλέγεται και η αιτούσα …Α.Ε., ως επιχείρηση συνδεδεμένη προεχόντως με Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού  (βλ. το από 30.6.2011 Πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης αυτής ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 9117/2011), εγκρίνονται με την ένταξή τους στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών (Ε.Π.Π.). Η εν λόγω ένταξη, η οποία αποβλέπει στην ύπαρξη κεντρικού προγραμματισμού, διαφάνειας και αντικειμενικότητας, καθώς και στην επίτευξη του καλύτερου αποτελέσματος για το Δημόσιο, μέσω της εξέτασης και αξιολόγησης των υποβαλλόμενων από τους υπόχρεους φορείς προτάσεων και της διαμόρφωσής τους σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες προτάσεις, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας επιλογής ανάδοχου προμηθευτή, η οποία ολοκληρώνεται με τη σύναψη της οικείας σύμβασης προμήθειας. Επομένως, τυχόν παράλειψη ένταξης στο Ε.Π.Π. προμήθειας μη εξαιρούμενης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 εδ. β΄, 5 ΙΙ και 2 παρ.3 εδ. γ΄ του ως άνω ν.2286/1995, από την υποχρέωση αυτή, καθιστά πλημμελή την οικεία διαδικασία ανάδειξης προμηθευτή (βλ. Ε.Σ. VI Τμ. αποφ. 2804, 117/2012, 2235/2011, 3135/2010, 1949/2009, 1465/2009, πρ. 125/2008, 217, 87/2006, 25/2005). (…) Από τη διάταξη, (άρθρο 10 π.δ. 370/95)  που είναι ομοίου περιεχομένου με τις διατάξεις των άρθρων 25 του π.δ/τος 60/2007 (ΦΕΚ Α΄ 64) και 83 παρ. 3 εδαφ. β΄ του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α΄ 247), συνάγεται ότι η αιτούσα μπορεί να συνάψει σύμβαση προμήθειας με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις της διάταξης του ως άνω άρθρου 5 παρ. 4 του Κανονισμού Ανάθεσής της, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η ….Α.Ε. μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όταν, εκτός των άλλων, για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, καθίσταται απολύτως αναγκαίο να ανατεθεί η εκτέλεση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο όμως δεν αρκεί να είναι απλώς ικανό να εκτελέσει την προμήθεια, αλλά απαιτείται να είναι και το μοναδικό έναντι οιουδήποτε άλλου παρέχοντος ανάλογες προμήθειες (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 18.5.1995, C-57/94, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1995 σ. Ι-01249, σκέψη 23, ΔΕΚ απόφαση της 3.5.1994, C-328/1992, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας, σ. I-1569, σκέψη 15, ΔΕΚ απόφαση της 10.3.1987, C-199/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 1039, σκέψη 14). Τούτο, ειδικότερα, σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η παρασκευή ή η διανομή τους να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο προμηθευτή, προϋπόθεση η οποία πληρούται μόνο για προϊόντα και ιδιοσκευάσματα τα οποία δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 3.5.1994, C-328/1992, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας, σ. I-1569, σκέψη 17). Στην περίπτωση δε αυτή, πρέπει να αποδεικνύεται, με πλήρη και ειδική αιτιολογία, που πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η μοναδικότητα του επιλεγέντος προμηθευτή, υπό την έννοια αφενός της μη ύπαρξης παρόμοιων με το συγκεκριμένο προϊόντων, δυνάμενων να εξυπηρετήσουν εξίσου αποτελεσματικά τις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής, αφετέρου της, για λόγους σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, μη ύπαρξης ανταγωνιστικών κατασκευαστών ή προμηθευτών του ζητούμενου προϊόντος (πρβλ. Ε.Σ. IV Τμ. πρ. 49/2012, 78, 239/2011, 176, 177/2009), διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. Ε.Σ. VI Τμ. πρ. 77, 156/2008, 263/2007, 186, 187, 188, 189, 190, 191/2006). 

ΕλΣυν/Τμ.6/784/2011

Οι ανωτέρω διατάξεις (Ν.3669/2008) έχουν την έννοια ότι η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία απευθείας ανάθεσης και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες, θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση και τα οικεία συμβατικά τεύχη (μελέτες, γενική συγγραφή υποχρεώσεων κ.λπ.), λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται εκείνες, οι οποίες αν και προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες) είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθώς είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (E.Σ. 2069/2010 κ.α.). Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Ε.Σ. 1780/2009, 2506/2009, 2726/2010, κ.α.). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (Ε.Σ. 2066, 285, 136/2010). (..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι για την πρώτη κατηγορία εργασιών (ενίσχυση του φέροντος οργανισμού), συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύναψης της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση. Τούτο, διότι, αφενός μεν οι εργασίες αυτές τελούν σε απόλυτη συνάφεια με το προς εκτέλεση έργο, δεν συνιστούν τροποποίηση του τεχνικού του αντικειμένου και δεν μπορούν τεχνικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, αφετέρου δε οφείλονται σε περιστάσεις που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά την κατάρτιση αυτής. Συγκεκριμένα, η εκτέλεση εργαστηριακών ελέγχων μετά τον αυξημένο αριθμό δειγματοληψιών κατά το στάδιο εκπόνησης της στατικής μελέτης εφαρμογής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα του ΚΑΝ.ΕΠΕ., αποκάλυψε μικρότερες ποσότητες σκυροδέματος από τις ληφθείσες υπόψη κατά την εκπόνηση της οριστικής μελέτης. Εξάλλου, για ένα τμήμα του κτιρίου, μετά τις πραγματοποιηθείσες κατά την εκτέλεση του έργου καθαιρέσεις, αποκαλύφθηκε ότι είχαν κατά το παρελθόν πραγματοποιηθεί εργασίες ενίσχυσης με προβληματικό τρόπο, γεγονός που δεν θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί κατά τη σύνταξη της οριστικής μελέτης, λόγω της έλλειψης σχετικών στοιχείων, γεγονός που δικαιολογείται άλλωστε από την παλαιότητα του κτιρίου. Όσον αφορά, όμως, στη δεύτερη κατηγορία εργασιών, που αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι η εκτέλεσή τους συνεπάγεται την επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου, καθόσον πρόκειται για ριζική αναδιαρρύθμιση του διώροφου τμήματος του Νοσοκομείου, η οποία διαφοροποιείται ουσιωδώς από την απλή εκτέλεση επισκευών, που προβλέπονται στην τεχνική περιγραφή του αρχικού έργου.