×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Τμ.Μείζ-Επτ.Σύνθεσης/439/2018

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ: Αίτηση αναθεώρηση της 2245/2017 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η αίτηση ανάκλησης του ως άνω Δήμου κατά της 12/2017 πράξης της  Επιτρόπου της 2ης Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει ότι συντρέχουν εν προκειμένω απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες καθιστούν αναγκαία την υπογραφή της κρινόμενης συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς κατά τη μελέτη του έργου έπρεπε μεν να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, δεν ήταν δυνατόν, όμως, να προβλεφθούν οι επισυμβάσες επαναλαμβανόμενες απεργίες των μηχανικών και εργοληπτών, οι οποίες δεν επέτρεψαν την εγκατάσταση αναδόχου στο έργο πριν τις 28.11.2016. Το γεγονός δε αυτό συνιστά απρόβλεπτη περίσταση, εξαιτίας της οποίας, το έργο, ενώ ήταν ημιτελές, παρέμεινε χωρίς να εκτελούνται εργασίες, εκτεθειμένο στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μέχρι την εγκατάσταση της αναδόχου, ήτοι δυόμισυ χρόνια μετά την περαίωση των εργασιών της αρχικής εργολαβίας (14.5.2014). Ενδεικτικό της έκτασης των φθορών, που προκλήθηκαν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα στο κτίριο, όπως αναφέρεται στην από 3.5.2017 τεχνική έκθεση, είναι ότι σύμφωνα με τις μετρήσεις, που έγιναν για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών, μετά την εγκατάσταση της αναδόχου στις 28.11.2016, κατά τη διάρκεια των οποίων κατεγράφησαν συνεχείς και έντονες βροχοπτώσεις στην περιοχή με την υγρασία να κυμαίνεται σε ποσοστά από 90% έως 100%, παρατηρήθηκε επιβάρυνση των φαινομένων τόσο της οξείδωσης των σκυροδεμάτων όσο και των ρηγματώσεων στα επιχρίσματα. Επομένως, το VI Τμήμα που έκρινε αντιθέτως έσφαλε ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν απρόβλεπτες περιστάσεις. Ομοίως, εσφαλμένη είναι η παραδοχή της προσβαλλομένης ότι η ανάδοχος όφειλε να φροντίσει για τη φύλαξη του έργου ώστε να αποφευχθούν οι βανδαλισμοί και οι κλοπές στο σύστημα πυρόσβεσης, εφόσον, συνεπεία των ως άνω προαναφερθεισών απρόβλεπτων περιστάσεων, δεν κατέστη δυνατό να εγκατασταθεί στο έργο πριν τις 28.11.2016, τα γεγονότα δε αυτά είχαν ήδη επισυμβεί πριν την εγκατάστασή της σε αυτό, καθώς, όπως αναφέρεται στην τεχνική έκθεση της αναδόχου, που επισυνάπτεται στο πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής, το έργο παρελήφθη με ελλείψεις του δικτύου των σωλήνων πυρόσβεσης και χωρίς την  πυροσβεστική φωλιά έναντι του κυλικείου. Κατ’ ακολουθία αυτών, που προηγουμένως έγιναν δεκτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του VI Τμήματος( 2245/2017 ), ακολούθως δε πρέπει να ανακληθεί η 12/2017 πράξη της Επιτρόπου της 2ης Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.6/2245/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ. ζητείται η ανάκληση της 12/2017 πράξης της Επιτρόπου της 2ης Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό ..... με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης του έργου «Αποπεράτωση κλειστού γυμναστηρίου Δ.Κ.....», μεταξύ του αιτούντος και της παρεμβαίνουσας εταιρείας, συνολικού ποσού 67.391,81 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%), χωρίς όμως να αιτιολογούνται ειδικώς και επαρκώς οι επικαλούμενες απρόβλεπτες συνθήκες..(..) Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύναψης της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης. Και τούτο, διότι η ανάγκη εκτέλεσης των επίμαχων εργασιών δεν οφείλεται σε απρόβλεπτες περιστάσεις αλλά σε αστοχίες της αρχικής μελέτης, δεδομένου ότι κατά το χρόνο σύνταξής της (Σεπτέμβριος 2015) ήταν γνωστό τόσο ότι το κτίριο είχε μείνει ημιτελές με τη πρώτη εργολαβία ..., όπως άλλωστε παραδέχεται και το αιτούν, όσο και οι ιδιαίτερα δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες (υγρασία) που επιβαρύνονταν και από τη χωροθέτηση του έργου μόλις 100 μέτρα από τις όχθες ποταμού. Συνεπώς, ο μελετητής, έχοντας ως στόχο την αποπεράτωση ενός ημιτελούς έργου που ξεκίνησε το έτος 2004 όφειλε, επιδεικνύοντας στοιχειώδη επιμέλεια, να λάβει υπόψη τα παραπάνω δεδομένα και να προβλέψει τη θωράκιση του κτιρίου έτσι ώστε να αποτραπούν η οξείδωση και ρηγμάτωση των σκυροδεμάτων και επιχρισμάτων αντίστοιχα, ο δε ανάδοχος να φροντίσει για τη φύλαξή του για να αποφευχθούν οι βανδαλισμοί και οι κλοπές στο σύστημα πυρόσβεσης...Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση ανάκλησης και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση.

ΕλΣυν.Τμ.Μείζ.-Επταμελούς Σύνθεσης/439/2018 Kατ’ ακολουθία αυτών, που προηγουμένως έγιναν δεκτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του VI Τμήματος( 2245/2017 ), ακολούθως δε πρέπει να ανακληθεί η 12/2017 πράξη της Επιτρόπου της 2ης Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


ΕλΣυν/Τμ.6/897/2012

Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη διότι είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου καθόσον δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας αναδείξεως αναδόχου (Αποφάσεις Τμήματος Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, 3030/2011, Απόφαση VI Τμήματος 2069/2010, Πράξεις VI Τμήματος 108/2007, 232/2006, 216/2006, 197/2006, 192/2006, 98/2006). Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων φέρει η αναθέτουσα αρχή (Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-601/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Απόφαση Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, Αποφάσεις VI Τμήματος 2726/2010, 2506/2009, 1780/2009, Πράξεις VI Τμήματος 52/2007, 106/2003). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία της απευθείας αναθέσεως μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων για την κατάρτισή της προϋποθέσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 2066/2010, 286/2010, 285/2010, 136/2010). Τέλος, με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου, εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από απαιτήσεις της κατασκευής και κρίνονται απαραίτητες για την αρτιότητα του έργου, καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 792/2011, 791/2011).


ΕΣ/Τ6/91/2011

Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (πρ.Ε΄ Κλιμ 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).


ΕλΣυν/Τμ.6/895/2012

Εννοια δημοσίου έργου.Δημόσιο έργο είναι το έργο που εκτελείται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος καθόσον καλύπτει βασικές ανάγκες της κοινωνίας, συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων και γενικά αποσκοπεί στη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Από τεχνικής απόψεως δημόσιο έργο αποτελεί ένα σύνολο πράξεων και εργασιών που διενεργούνται από δημόσιους φορείς, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Περιφέρειες, το οποίο κατατείνει στην κατασκευή, επισκευή, επέκταση, ανακαίνιση ή συντήρηση έργου, και απαιτεί, λόγω της πολυπολοκότητάς του, εξειδικευμένη τεχνική γνώση και επέμβαση, δηλαδή χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και αντιστοίχων μέσων και προορίζεται να επιτελεί καθ’ εαυτό μία οικονομική και τεχνική λειτουργία επιφέροντας ένα άρτιο λειτουργικό αποτέλεσμα (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξη ΙV Τμήματος 31/2010, Εφ.Λάρισας 45/2004). Το δημόσιο έργο πρέπει να συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί συστατικό αυτού κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ. και να μην μπορεί να αποχωρισθεί από αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού του (Πράξεις VII Τμήματος 24/2009, 3/2009, ΙV Τμήματος 31/2010, 196/2008, ΣτΕ 329/2007, 808/1997, 1426/1997). Αντιθέτως, όταν για την επίτευξη ενός αποτελέσματος απαιτούνται απλές εργασίες, χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις και μεθόδους, χωρίς τη χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού ή ιδιαίτερων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων, καθώς και όταν το αποτέλεσμα των ενεργειών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, τότε πρόκειται για εκτέλεση εργασιών ή παροχή υπηρεσιών (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξεις VII Τμήματος 203/2011, 202/2011, 94/2011, 403/2010, 308/2009, 3/2009, 285/2008). Ακολούθως, όταν πρόκειται για δημόσιο έργο, κατά την ως άνω έννοια, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 57 παρ.3 και 17 παρ.7 του Κώδικα δημοσίων έργων, οι οποίες προβλέπουν την επιβάρυνση της απαιτούμενης δαπάνης με γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος καθώς και με το κονδύλιο των απροβλέπτων δαπανών, υπολογιζόμενα σε ποσοστό επί της αξίας των εκτελεσθησομένων εργασιών κατασκευής του έργου. Τέλος, όταν μία σύμβαση έχει μεικτό χαρακτήρα διότι σε αυτήν περιλαμβάνονται τόσο η εκτέλεση έργου όσο και η παροχή υπηρεσιών, η σύμβαση χαρακτηρίζεται από το κύριο αντικείμενο αυτής, υπολογιζόμενο από την αξία αυτού καθώς και τον παρεπόμενο χαρακτήρα των λοιπών αντικειμένων σε σχέση με το πρωτεύον τοιούτο (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 19.4.1994 στη C-331/92, Cestiόn Hotelera Internacional, σκ. 20-29, απόφαση ΔΕΚ της 18.11.1999 στη C-107/98, Teckal, σκ. 38).(...)V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι το αντικείμενο του κρινόμενου διαγωνισμού αφορά στην εκτέλεση έργου και όχι στην παροχή υπηρεσιών καθόσον πρόκειται για συντήρηση του υφιστάμενου δικτύου άρδευσης και στράγγισης της πεδιάδας της Άρτας. Ειδικότερα, για την πραγματοποίηση του καθαρισμού των τάφρων και των διωρύγων απαιτείται όχι μόνον η αποψίλωση της βλάστησης από τα πρανή και την κοίτη και η αποκομιδή των φερτών υλικών, αλλά, κατά κύριο λόγο, η αποκατάσταση της διατομής των τάφρων και των διωρύγων ώστε να επαναφερθούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους (πλάτος, βάθος και κατά μήκος κλίση) στις πρότερες διαστάσεις καθώς και η διαμόρφωση, με εκσκαφές ακριβείας, ο πυθμένας και τα πρανή για να είναι επιτρεπτή η απρόσκοπτη διέλευση του νερού. Προς τούτο απαιτείται η χρήση ιδιαίτερων τεχνικών μέσων (ειδικοί εκσκαφείς συγκεκριμένης ισχύος κ.λπ.), που περιγράφονται στην τεχνική έκθεση και κυρίως, η πραγματοποίηση των εργασιών υπό την επίβλεψη, την καθοδήγηση και τις οδηγίες των ειδικών μηχανικών ή μηχανολόγων μηχανικών του αναδόχου και της Υπηρεσίας, ενώ περαιτέρω η άμεση σύνδεση των εργασιών κατά τρόπο σταθερό και διαρκή με το έδαφος είναι αυτονόητη.


ΕΣ/Τ7/214/2007

Οι εργασίες δενδροφυτεύσεων δεν συνιστούν κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή, συντήρηση δημοσίου έργου,για τις οποίες απαιτούνται ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις και μέθοδοι καθώς και εξειδικευμένο προσωπικό αλλά αμοιβή για εργασίες οι οποίες δύνανται να εκτελεστούν προσηκόντως από επαγγελματίες που διαθέτουν κατάλληλα εργαλεία και σχετική εμπειρία


ΕλΣυν/Επταμ/3053/2011

Συμπληρωματικές συμβάσεις,παράταση προθεσμίας.Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. Πρ. VI Τμ. Ελ. Συν. 232, 216, 198, 192 και 98/2006, 108/2007, απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2069/2010). Ομοίως, δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης, καθόσον οι εργασίες που οφείλονται στα ανωτέρω καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066, 286, 285/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ. 2066, 286, 285, 136/2010).


ΣτΕ/408/2011

Επειδή, ούτε από το παρατεθέν ως άνω περιεχόμενο της εισηγήσεως προς το Συμβούλιο Δημοσίων Έργων αλλά ούτε και από τη γνωμοδότηση του τελευταίου προς τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε προκύπτει, κατά τρόπο ειδικώς αιτιολογημένο, η ανάγκη προσθήκης στη διακήρυξη των επίμαχων πρόσθετων όρων τεχνικής ικανότητας των διαγωνιζομένων. Και τούτο διότι το δημοπρατούμενο έργο, όπως ανωτέρω περιεγράφη, δεν φαίνεται να παρουσιάζει κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες που θα δικαιολογούσαν την αξίωση, με την προσθήκη των ανωτέρω πρόσθετων όρων, αυξημένης τεχνικής εμπειρίας, γνώσης και τεχνικού εξοπλισμού εκ μέρους του διαγωνιζόμενου. Μόνο δε το γεγονός ότι πρόκειται περί κατασκευής μουσείου δεν καθιστά το έργο, άνευ ετέρου πολύπλοκο, υπό την έννοια των εκτεθεισών ως άνω διατάξεων των άρθρων 15 και 16 του ν. 3669/2008, αφού η κατασκευή του, καθ' εαυτήν, δεν παρουσιάζει, κατά τα προεκτεθέντα, ιδιαίτερες κατασκευαστικές δυσκολίες ούτε αξιώνει την εφαρμογή εξειδικευμένης κατασκευαστικής τεχνολογίας, δεδομένου ότι το μεν έργο εμφανίζεται ως κατασκευαστικώς σύνηθες, η δε προβαλλόμενη για την προσθήκη των όρων αιτιολογία είναι γενική, δυνάμενη να χρησιμοποιείται σε οποιοδήποτε έργο κατασκευής μουσείου, τα οποία, όμως, έργα ο νομοθέτης δεν κατέταξε σε ειδική και αυτοτελή κατηγορία έργων, δυνάμενων να εκτελούνται μόνον από συγκεκριμένες εργοληπτικές επιχειρήσεις.


ΕΣ/Τ6/92/2011

Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, οι παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθώς και απαιτήσεις της κατασκευής για την αρτιότητα και λειτουργικότητα της οποίας καθίστανται απαραίτητες συμπληρωματικές εργασίες, καθόσον οι εργασίες αυτές, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).


ΕλΣυν/Ε κλ/419/2010

Συμπληρωματική σύμβαση. Δεν αποδεικνύεται ότι οι εργασίες οφείλονται σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Έργο αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων σε δήμο. Μη χαρτογράφηση σηπτικών βόθρων. Η ύπαρξή τους ήταν γνωστή στην αναθέτουσα αρχή. Με την 3141/2010 απόφαση του VI Τμήματος απορρίφθηκε αίτηση ανάκλησης κατά της προμνησθείσας Πράξης του Κλιμακίου.


ΕλΣυν/Τμ.7/150/2013

Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Βελτίωση Η/Μ εγκαταστάσεων Πνευματικού Κέντρου». (...) Η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί εξαιρετική διαδικασία επιλογής αναδόχου, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας μεταξύ των εργοληπτικών επιχειρήσεων, εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον στις ειδικές περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό, στις οικείες νομοθετικές διατάξεις (Ολομ.ΣτΕ 1351/1954, Α.Π. 116/1953, πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν. 193/1991), οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Περαιτέρω, επιλογή της ανωτέρω κλειστής διαδικασίας χωρίς δημοσίευση προκήρυξης χωρεί και στην περίπτωση όπου για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, οι συμβατικές εργασίες δύνανται να εκτελεσθούν μόνον από ορισμένο οικονομικό φορέα. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η κατασκευή ή η συναρμολόγησή τους στο έργο να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο εργολήπτη (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 3.5.1994 στην υπόθεση  C-328/1992,  απόφαση ΔΕΚ της 4.5.1995). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να προσκομίζονται όλα τα αναγκαία στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η μοναδικότητα του κατασκευαστή ή η καταλληλότητα συγκεκριμένου προϊόντος, οι τεχνικές προδιαγραφές του οποίου δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. απόφαση Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης Ελ.Συν., αποφάσεις 3218, 3100/2012, 2378/2011, 2055/2010, 3334/2009 VI Τμ. Ελ.Συν., βλ. απόφαση 3015/2012 VI Τμ. Ελ.Συν.).