ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/177/2022
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ: επιδιώκεται η αναίρεση της 2342/2017 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...) Επομένως, οι διαφορές που αναφύονται από καταλογιστικές αποφάσεις των οικονομικών επιθεωρητών, οι οποίες εκδίδονται ύστερα από έλεγχο νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που διαχειρίζονται χρήματα που προέρχονται τόσο από επιχορηγήσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και από αντίτιμο παροχής υπηρεσιών, η ενιαία διαχείριση των οποίων ανάγεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος, υπάγoνται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...) Το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζον αναιρετικώς και με γνώμονα την απονομή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εντός των ορίων της αναιρετικής δίκης, δεν δεσμεύεται από τη σειρά των αναιρετικών λόγων όπως αυτοί εμφανίζονται στο αναιρετήριο, αλλά δύναται να εξετάσει αυτούς με τη σειρά που κατά την κρίση του προσήκει ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της λογικής αλληλουχίας, πρωτίστως όμως οι αρχές της δίκαιης δίκης. Εξ άλλου, με βάση τον ίδιο γνώμονα, δικαιούται να ερμηνεύει τα δικόγραφα των διαδίκων, εφόσον δεν παραποιεί το περιεχόμενο αυτών, προκειμένου να αναδειχθεί το προδήλως εμπεριεχόμενο σε αυτά νόημα, έστω και αν αυτό δεν αποτυπώθηκε γλωσσικά με τη δέουσα ευκρίνεια.(...) οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο και επομένως δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η δεσμευτική αυτή ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι αυτή αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε και ήταν αναγκαία κατά νόμο για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, συγκροτούν το πραγματικό εν όλω ή εν μέρει της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Επομένως, δεν αποκλείεται νέα δικαστική διάγνωση της ίδιας έννομης σχέσης στηριζόμενη σε διάφορη ιστορική αιτία. Εξ άλλου, η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση της φερόμενης προς διάγνωση έννομης συνέπειας στον αυτό νομικό κανόνα με εκείνο, που αποτέλεσε τη βάση για την κατάφαση ή άρνηση της προηγουμένως τελεσιδίκως διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας.(...)Το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι η παράβαση για την οποία απαλλάχθηκε ο αναιρεσείων (παράνομη και δόλια ιδιοποίηση κινητού πράγματος...) είναι όλως διακριτή της δημοσιολογιστικής ευθύνης που του αποδόθηκε, ως υπολόγου διαχειριστή της περιουσίας του Ινστιτούτου, για την κατάφαση της οποίας απαιτείται, όπως προεκτέθηκε ..., αφενός μεν η πρόκληση ελλείμματος στο νομικό πρόσωπο λόγω μη σύννομης διαχείρισης της περιουσίας του, αφετέρου δε η συνδρομή έστω και ελαφράς αμέλειας στο πρόσωπό του, η οποία μάλιστα τεκμαίρεται.(...)Εν όψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε κρίση ή αιτιολογία που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα των ως άνω ποινικών αποφάσεων, υπό την έννοια της αμφισβήτησης της κρίσης αυτών ως προς τη συνδρομή ή μη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των στοιχείων της αντικειμενικής ή και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για το οποίο αυτός διώχθηκε και αθωώθηκε. Συνεπώς, το δικάσαν Τμήμα, το οποίο δέχθηκε ότι δεν δεσμεύεται από τις προαναφερθείσες ποινικές αποφάσεις, τις συνεκτίμησε όμως αμφότερες και έκρινε ότι δεν αμφισβητείται με τις παραδοχές του το αθωωτικό τους αποτέλεσμα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το τεκμήριο της αθωότητας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου αναίρεσης.(...) Υπό τα δεδομένα αυτά, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων δεν απαλλάχθηκε από το σύνολο του καταλογισθέντος σε αυτόν ποσού (κεφάλαιο και προσαυξήσεις) του επίδικου κονδυλίου του ελλείμματος, καθώς ελλείψει έκδοσης οποιασδήποτε εγκριτικής απόφασης, έστω και από αναρμόδιο όργανο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτός έδρασε με ελαφρά αμέλεια.(...)Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, επί αχρεωστήτως λαβόντος, οι αρχές της χρηστής διοίκησης εμποδίζουν τον καταλογισμό του με το αχρεωστήτως εισπραχθέν από αυτόν ποσό όταν αυτός εισέπραξε καλόπιστα το αχρεώστητο ποσό, επιπλέον δε τελεί σε οικονομική αδυναμία να το επιστρέψει (καλοπιστία και οικονομική αδυναμία αχρεωστήτως λαβόντος). Οι ίδιες αρχές, εφαρμοζόμενες επί δημοσιονομικώς υπευθύνου, εμποδίζουν τον καταλογισμό του όταν αυτός, επί πολυπλόκου διαχειρίσεως, ακολούθησε υποστηρίξιμη ερμηνεία του νόμου ενεργών καλοπίστως εντός των ορίων του καθήκοντος αυτού έτσι ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενεργοποίηση εις βάρος του της καταλογιστικής αξίωσης του Δημοσίου να εμφανίζεται ως καταχρηστική (συγγνωστή πλάνη υπολόγου). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αναιρεσείων προέβη στις ως άνω μη νόμιμες δαπάνες κατά συγγνωστή πλάνη, ήτοι στη βάση υποστηρίξιμης αντίληψης περί του ότι ενεργούσε σύννομα. Δέχεται εν μέρει την αίτηση....Περιορίζει το καταλογισθέν σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος ποσό σε 67.032.098 δρχ. και ήδη εκατόν ενενήντα έξι χιλιάδες επτακόσια δεκαεννέα ευρώ και εικοσιεννέα λεπτά (196.719,29 ευρώ) και απαλλάσσει αυτόν από τις προσαυξήσεις.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Α ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/545/2023
Ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλόμενης απόφασης με την ειδικότερη αιτίαση ότι στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν ευθύνη του για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας του καταλογισμού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τα δεκτά γενόμενα στις σκέψεις 22 και 26 η ευθύνη των ελεγχομένων υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων είναι αντικειμενική και ουδόλως συναρτάται με την υποκειμενική τους συμπεριφορά. Εφόσον δηλαδή αυτοί απέκτησαν περιουσιακό όφελος, την νόμιμη προέλευση του οποίου δεν μπόρεσαν να αποδείξουν κατά την διαδικασία ενώπιον του Τμήματος, τεκμαίρεται ότι αυτό προήλθε από την, κατ’ εκμετάλλευση της θέσης τους, διάπραξη αθέμιτων εις βάρος και επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών και για το λόγο αυτό καταλογίζονται. Ενόψει τούτων, το δικάσαν Τμήμα με πλήρη και επαρκή αιτιολογία έκρινε ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε τη νόμιμη προέλευση ποσού τριάντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (38.751,89) και για τον λόγο αυτό καταλόγισε το ποσό αυτό σε βάρος του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020, Α΄ 127).
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/676/2023
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος της εκκαλούσας, ποσού 5.047.789,84 ευρώ, που προέρχεται από τη χρηματοδότηση του Υποέργου 1 της πράξης «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΔΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ-Β΄ ΦΑΣΗ/ΕΤΠΑ»(...)Προβάλλεται επίσης από την εκκαλούσα ότι δεν φέρει υπαιτιότητα ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, που συνίσταται στην κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3669/2008 ανάθεση στην «… ΑΕ» ως υποεργολάβου, μέρους του έργου, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την αναθέτουσα αρχή, και σε κάθε περίπτωση αυτή δεν ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της. Ως προς το πρώτο σκέλος του ο λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθ’ ότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 4 για την κατάφαση παρατυπίας δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή πταίσματος του δικαιούχου και τούτο, διότι ο περιορισμός της δυνατότητας ανάκτησης της παρανόμως διατεθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής στις περιπτώσεις παρατυπιών διαπραχθεισών από υπαιτιότητα θα έθετε σε διακινδύνευση του κοινοτικούς πόρους, διευκολύνοντας τις παρατυπίες(....)Περαιτέρω, σε σχέση με τη σοβαρότητα της παρατυπίας λαμβάνεται υπ’ όψιν ιδίως ότι ούτε προκύπτει ούτε είχε τεθεί υπ’ όψιν της εκκαλούσας κάποιο στοιχείο από το οποίο να εκκινούν τυχόν υποψίες για ανάθεση της επίμαχης υπεργολαβίας. Η ίδια εξάλλου η φύση της έννομης σχέσης, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η ανάθεση ακόμα και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί αφανούς εταιρείας, καθιστά δυσχερή τον έλεγχο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η υπεργολάβος εταίρος δεν είχε εμφανή την παρουσία της προς τους τρίτους. Ακόμα, για την εκτίμηση της φύσης της παρατυπίας συνεκτιμάται το γεγονός ότι η υπεργολαβία εξυπηρετεί κατ’ αρχήν το άνοιγμα του ανταγωνισμού και δεν επιβάλλονται περιορισμοί από το ενωσιακό δίκαιο. Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι κατά παραδοχή του προβαλλόμενου λόγου, το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 2% επί του συνόλου των δηλωθεισών στην Ε.Ε. δαπανών, περιόδου από 1.7.2015 έως 30.6.2018, ύψους (20.191.159,34 ευρώ Χ 2%=) 403.823,19 ευρώ.Δέχεται εν μέρει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.6/3035/2014
Προμήθεια ειδών κρεάτων...ζητείται η ανάκληση της 126/2014 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι:Α) Ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι μη νομίμως στην προκειμένη περίπτωση οι επιτροπές αξιολογήσεως και ενστάσεων δεν συγκροτήθηκαν παγίως και με ετήσια διάρκεια, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 του π.δ. 118/2007, αλλά για να καλύψουν τις ανάγκες διενέργειας του συγκεκριμένου διαγωνισμού και μόνο. Όμως, η εν λόγω πλημμέλεια, συνεκτιμωμένων και των ειδικότερων περιστάσεων της εξέλιξης της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας (τέταρτος επαναληπτικός διαγωνισμός, κριτήριο κατακύρωσης η χαμηλότερη τιμή, έγκριση των πρακτικών των Επιτροπών από το Διοικητικό Συμβούλιο του νοσοκομείου), δεν παρίσταται ουσιώδης σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να επιφέρει από μόνη της ακυρότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας και να καθιστά εύλογη την επέλευση μιας τέτοιας δυσμενούς συνέπειας. ..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η 126/2014 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου και να υπογραφεί το υποβληθέν προς έλεγχο σχέδιο σύμβασης μεταξύ του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ..... «...» και της εταιρίας «...», καθόσον κατά τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας δεν διαπιστώθηκαν άλλες νομικές πλημμέλειες που να κωλύουν την υπογραφή του.
ΝΣΚ/256/2011
Διοικητικά έγγραφα – Χορήγηση αντιγράφων – Παροχή πληροφοριών.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
α) Δεν συντρέχει περίπτωση υποχρεωτικής χορηγήσεως από τη Διοίκηση στην Ε.Κ. των αιτουμένων με τις από 06-07-2009 και 13-05-2011 αιτήσεις της διοικητικών εγγράφων, εφόσον η αιτούσα δεν επικαλείται το αναγκαίο για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματός της εύλογο ενδιαφέρον, δεν προκύπτει δηλαδή ούτε γίνεται επίκληση ή ύπαρξη, κατά τρόπο αντικειμενικό, μιας συγκεκριμένης προσωπικής έννομης σχέσεως που συνδέει την αιτούσα με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, των οποίων ζητεί να λάβει γνώση. β) Το διαλαμβανόμενο στο από 05-05-2011 έγγραφο των Β.Ντ. κ.λπ. (συν.4) αίτημα πληροφοριών η Διοίκηση δεν υποχρεούται να ικανοποιήσει, διότι προβάλλεται το μεν αορίστως, το δε χωρίς επίκληση ευλόγου ενδιαφέροντος, κατά τρόπο αντικειμενικό, κατά την ως άνω έννοια, πέραν του ότι για την ικανοποίησή του απαιτείται και αξιολόγηση και δη οικονομικού περιεχομένου, στην οποία δεν υποχρεούται να προβεί η Διοίκηση. Ανεξαρτήτως τούτων, και δεδομένου ότι δια του εν λόγω αιτήματος σκοπείται, κατ ουσίαν, έλεγχος της Διοικήσεως, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να ικανοποιήσει αυτό και εκ του λόγου τούτου, καθόσον, ούτε από τις ανωτέρω διατάξεις, αλλά και ούτε από άλλη διάταξη, παρέχεται τέτοιο δικαίωμα ελέγχου στους πολίτες, ο οποίος (έλεγχος) μόνο από θεσμοθετημένα, προς τούτο, όργανα μπορεί να ασκηθεί.
ΕλΣυν/Τμ.7/151/2011
Για την κατάφαση της υπέρβασης του ανωτάτου ορίου αμοιβής πτυχίου α΄ τάξης, σύμφωνα με το άρθρο 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., κρίσιμο είναι το ύψος της προεκτιμώμενης αμοιβής της συγκεκριμένης κατηγορίας μελέτης, και μάλιστα σε όλα τα στάδια αυτής, χωρίς να συνυπολογίζεται η προεκτιμώμενη αμοιβή άλλης κατηγορίας μελέτης, που ενδεχομένως εκπονείται παράλληλα στο συγκεκριμένο δημοτικό διαμέρισμα. Σε κάθε περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα μη νόμιμης κατάτμησης των επίμαχων υδραυλικών και τοπογραφικών μελετών, εφόσον αφορούν σε διαφορετικά δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου ..., κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως ισχύει.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/534/2024
ΜΙΣΘΩΣΗ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ:ζητείται η ανάκληση της 2/2024 Πράξης της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Απορριπτέοι, εξάλλου, τυγχάνουν και οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που προβάλλονται με την ένδικη προσφυγή, το μεν ως αναπόδεικτοι, ιδίως κατά το μέρος που αφορούν στις έκτακτες ανάγκες καθαρισμού «πλείστων» ρεμάτων χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ρέμα ή τμήμα αυτού που να περιλαμβάνεται μεταξύ των υπό καθαρισμό τοιαύτων, το δε ως αβάσιμοι, δοθέντος ότι οι χαρακτηρισμοί των καθαρισμών των ρεμάτων ως «προληπτικών και θεραπευτικών», καθώς και ο χαρακτηρισμός της εκμίσθωσης μηχανημάτων καθαρισμού ως «έργου πρόληψης και αποφυγής καταστροφών από πλημμύρες», όπως οι εν λόγω εκφράσεις διαλαμβάνονται επί λέξει στην ένδικη προσφυγή, συνάδουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου πολλώ μάλλον με τις πάγιες ανάγκες καθαρισμού των ρεμάτων παρά με την ανάγκη άμεσης κατεπείγουσας παρέμβασης για καθαρισμό τους συνεπεία των πυρκαγιών τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα. Εξάλλου, η σύμφωνη γνώμη της ΕΑΔΗΣΥ δεν μπορεί να περιγράψει τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ και οι ισχυρισμοί περί κοπών δέντρων από συνεταιρισμούς υλοτόμων αλυσιτελώς προβάλλονται αφού και αληθείς υποτιθέμενοι δεν δύνανται να οδηγήσουν στην κατάφαση της νομιμότητας της κρινόμενης ανάθεσης.
Δεν ανακαλεί τη 2/2024 Πράξη της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/150/2021
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:«Συμβουλευτική – Κατάρτιση και Πιστοποίηση Δεξιοτήτων (Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Μακεδονία, Ήπειρος)», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 6.457.000 ευρώ (απαλλασσόμενου του Φ.Π.Α.).(...)Με αυτά τα δεδομένα, το Κλιμάκιο σημειώνει, κατ’ αρχάς, ότι ο ΣΒΕ συνιστά σωματείο που έχει συσταθεί για την επιδίωξη σκοπών γενικού συμφέροντος, μη εμπορικού/βιομηχανικού χαρακτήρα, αποτελεί δε σημαντικό θεσμοθετημένο κοινωνικό εταίρο στον τομέα της βιομηχανίας και εν γένει της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, στον φάκελο της σύμβασης δεν υφίστανται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης του εν λόγω φορέα κατά το κρίσιμο έτος της προκήρυξης του υποβληθέντος προς έλεγχο συμβατικού αντικειμένου, ήτοι το 2020, με αποτέλεσμα να μη δύναται να κριθεί εάν συνιστά οργανισμό δημοσίου δικαίου για το έτος αυτό, ιδιότητα κρίσιμη για την κατάφαση αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την άσκηση ελέγχου νομιμότητας στην προς σύναψη σύμβασή του. Κατόπιν τούτων, το Κλιμάκιο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την έκδοση οριστικής Πράξης προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος της υπόθεσης
ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣ/ΚΛ.Ζ/187/2021.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/132/2021
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:«Ενέργειες Συμβουλευτικής, Κατάρτισης και Πιστοποίησης Δεξιοτήτων», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 7.186.000 ευρώ (απαλλασσόμενου του Φ.Π.Α.).(...) η ΕΣΕΕ συνιστά σωματείο που έχει συσταθεί για την επιδίωξη σκοπών γενικού συμφέροντος, μη εμπορικού/βιομηχανικού χαρακτήρα, αποτελεί δε σημαντικό θεσμοθετημένο κοινωνικό εταίρο πανελλαδικής κάλυψης στον τομέα του εμπορίου και εν γένει της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, στον φάκελο της σύμβασης δεν υφίστανται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης του εν λόγω φορέα κατά το κρίσιμο έτος της προκήρυξης του υποβληθέντος προς έλεγχο συμβατικού αντικειμένου, ήτοι το 2020, με αποτέλεσμα να μη δύναται να κριθεί εάν συνιστά οργανισμό δημοσίου δικαίου για το έτος αυτό, ιδιότητα κρίσιμη για την κατάφαση της αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την άσκηση ελέγχου νομιμότητας στην προς σύναψη σύμβασή του. Κατόπιν τούτων, το Κλιμάκιο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την έκδοση οριστικής Πράξης προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος της υπόθεσης
ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣ/ΚΛ.Ζ/214/2021.
ΝΣΚ/461/2008
Ακυρότητα απόφασης Γενικής Συνέλευσης Ανώνυμης Εταιρείας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Από την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης, που αναγνωρίζει την ακυρότητα απόφασης Γενικής Συνέλευσης Ανώνυμης Εταιρείας με την οποία εξελέγησαν τα μέλη του Δ.Σ. αυτής, οι πράξεις του οργάνου αυτού είναι αναδρομικώς άκυρες, κατά τρόπον που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον από οποιονδήποτε τρίτον, στο πλαίσιο οποιασδήποτε έννομης σχέσης του με την εταιρεία. (πλειοψ.)
ΝΣΚ/160/2004
Δυνατότητα λύσεως κατά νόμο, της υπ’ αρ.01/2004 συμβάσεως προμηθείας μεταξύ ΕΠΥΕΘΑ και Παντείου Πανεπιστημίου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η λύση της συγκεκριμένης συμβάσεως δεν παρακωλύεται από τον νόμο, εφόσον συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις ήτοι: α) Συναινούν στη λύση της έννομης σχέσεως στο σύνολό της τα συμβαλλόμενα μέρη, β) Το πρόγραμμα της προμηθείας αυτής δεν κρίνεται πρώτης προτεραιότητας για την εθνική άμυνα, με συνέπεια όχι μόνο να μην θίγεται, αλλά να εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, καθόσον θα δοθεί η δυνατότητα να προηγηθούν πλέον επείγοντα προγράμματα και γ) Το Δημόσιο δεν ζημιώνεται, αφού δεν έχει καταβληθεί η προβλεπομένη καταβλητέα κατά την υπογραφή της συμβάσεως προκαταβολή.