ΕΣ/Τ1/12/2006
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Αμοιβή δικηγόρου για την πραγματοποίηση δικαστικών ενεργειών για λογαριασμό του Δήμου. Δεν υπολογίστηκε σύμφωνα με την 1085081/1473/Α 0012/24-9-03/31-12-03 Κ.Υ.Α., που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του αρθρ. 7 του ν. 2753/99. Το ειδικό συμφωνητικό δεν ασκεί επιρροή εφόσον έχει συνταχθεί μετά την ανάθεση εντολής και την κατάθεση της αγωγής.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ1/221/2007
Αμοιβή δικηγόρου.Εχει εφαρμογή ο Κώδικας περί Δικηγόρων, ο οποίος προβλέπει τον υπολογισμό βάσει ποσοστού επί του αντικειμένου της διαφοράς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δοθέντος ότι ο υπολογισμός αυτός δεν είναι δυνατός, αφού το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι ορισμένο, πρέπει να εφαρμοστεί η υπουργική απόφαση, που έχει εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2753/1999 για τον καθορισμό των σχετικών αμοιβών, η οποία είναι η 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108/ 24.9.2003 «Προσδιορισμός των ελάχιστων αμοιβών των δικηγόρων» (ΦΕΚ Β΄ 2003),
ΣΤΕ/1060/2019
Φορολογία μεταβιβάσεως μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο. Υπολογισμός της πραγματικής αξίας πώλησης των μετοχών και του αναλογούντος φόρου κατά την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 2753/1999, η οποία δεν αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Εφόσον η ανωτέρω διάταξη είναι αυτοτελής και μπορεί να τύχει αυτοδυνάμου εφαρμογής, η ρύθμιση της παρ. 11 του αυτού άρθρου δεν επηρεάζει το κύρος της. Ως «πραγματική αξία πώλησης» μετοχών μη 9 εισηγμένων στο Χρηματιστήριο δεν νοείται η αναγραφόμενη στο σχετικό συμφωνητικό πωλήσεως. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεκτές η αναίρεση και η έφεση του Δημοσίου, απορρίπτεται η προσφυγή (αναιρεί την αριθμ. 1436/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
ΕΣ/Τ1/139/2006
Αμοιβή δικηγόρου ανά ώρα για χειρισμό εξωδικαστικών υποθέσεων. Νόμιμη, καθόσον η αμοιβή της έχει βασιστεί στη συμφωνία εντολέα και πληρεξουσίου και χρησιμοποιεί σαν βάση το ποσό της ωριαίας αμοιβής που αναφέρεται στην περίπτωση ΙΙ της 1085081/1473/Α0012/2003 ΚΥΑ (ΦΕΚ 1969 Β΄), εφόσον η αμοιβή της για τις περιπτώσεις που χειρίστηκε δεν προβλέπονται ούτε από τις διατάξεις της ως άνω ΚΥΑ, ούτε από τον Κώδικα Δικηγόρων. Επί πλέον η εκ των υστέρων έγκριση των ενεργειών της δικηγόρου δικαιολογείται, αφού δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστές οι υποθέσεις καθώς και ο απαιτούμενος για τη διεκπεραίωσή τους χρόνος, ενώ δεν επιβάλλεται από διάταξη νόμου η θεώρηση από τις συνεργαζόμενες υπηρεσίες των ωρών απασχόλησης της δικηγόρου.
ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)/270/2016
ΑΜΟΙΒΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ:. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις (II, III και IV), το Κλιμάκιο κρίνει, κατ’ αρχάς, ότι η από 2.7.2008 έγγραφη συμφωνία μεταξύ του Δήμου ..... και του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου για την παροχή των προαναφερόμενων νομικών υπηρεσιών αφορά μεν στο ίδιο νομικό ζήτημα, επαναλαμβανόμενο, ωστόσο, σε περισσότερες δικαστικές διενέξεις διαφόρων οικονομικών ετών που αφορούν σε διαφορετικές ανώνυμες εταιρείες, ήτοι πρόκειται για διαφορετικές υποθέσεις, για την διεκπεραίωση των οποίων απαιτείται κάθε φορά, κατ’ άρθρο 103 παρ. 2 περ. ι του ν. 3463/2006 (ήδη άρθρο 72 παρ. 1 περ. ιε του ν. 3852/2010), απόφαση ανάθεσης εντολής κατά συγκεκριμένη υπόθεση, όπως άλλωστε προβλέπεται τόσο στην 269/2008 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου περί καθορισμού της αμοιβής και των όρων παροχής των εν λόγω νομικών υπηρεσιών, όσο και στο ιδιωτικό συμφωνητικό που συνήφθη σε εκτέλεση αυτής. Ως εκ τούτου, η αμοιβή του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου για τη διενέργεια των εξώδικων και δικαστικών ενεργειών κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης κρίνεται αυτοτελώς και δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα ή μη της εντελλόμενης δαπάνης η προηγούμενη θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων καταβολής αμοιβής στον ίδιο δικηγόρο για το χειρισμό παρόμοιων υποθέσεων που στηρίζονται στην ως άνω έγγραφη συμφωνία γενικής παροχής εντολής δικηγορικών υπηρεσιών, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του Δήμου ..... περί εφαρμογής του π.δ. 136/2011, λόγω του ότι έχουν ήδη θεωρηθεί χρηματικά εντάλματα σε εκτέλεση του ίδιου ιδιωτικού συμφωνητικού. Περαιτέρω, η ανάθεση γενικά στο φερόμενο ως δικαιούχο δικηγόρο της νομικής υποστήριξης του Δήμου στις ως άνω υποθέσεις, με την 437/2007 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής και την 269/2008 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ....., είναι μη νόμιμη, καθόσον, όπως έχει κριθεί (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. πρ. 79/2010, 116/2007, 204/2005) στις περιπτώσεις επιτρεπτής ανάθεσης εντολής σε δικηγόρο της διεκπεραίωσης νομικών υποθέσεων, η σχετική εντολή παρέχεται μόνο κατά συγκεκριμένη υπόθεση και δεν είναι νόμιμη η παροχή εντολής για το χειρισμό όλων γενικά των νομικών υποθέσεων του νομικού προσώπου για αόριστο χρονικό διάστημα, έστω κι αν αφορούν στο ίδιο νομικό ζήτημα, καθόσον γενική πληρεξουσιότητα για το χειρισμό νομικών υποθέσεων του νομικού προσώπου, παρέχεται, μόνο, στους, με τη νόμιμη διαδικασία, προσλαμβανόμενους με έμμισθη εντολή δικηγόρους του. Εν προκειμένω, δεν έχει τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στις οικείες διατάξεις (άρθρο 103 παρ. 2 του ν. 3463/2006, ήδη άρθρο 72 του ν. 3852/2010), οι οποίες διαγράφουν αυτοτελή και αποκλειστική ρύθμιση ως προς την αρμοδιότητα, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο ανάθεσης των νομικών υπηρεσιών από Δήμο, καθόσον δεν έχει προηγηθεί αιτιολογημένη απόφαση της Δημαρχιακής (ήδη Οικονομικής) Επιτροπής του Δήμου ..... περί ανάθεσης εντολής διεκπεραίωσης των ως άνω νομικών υποθέσεων του Δήμου στο φερόμενο ως δικαιούχο δικηγόρο κάθε φορά με ξεχωριστές αποφάσεις ανά υπόθεση, όπως άλλωστε προβλεπόταν τόσο στην 269/2008 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου όσο και στο οικείο συμφωνητικό που υπεγράφη μεταξύ του Δήμου ..... και του φερόμενου ως δικαιούχου των χρηματικών ενταλμάτων δικηγόρου, κατά τους βασίμως προβαλλόμενους πρώτο και τρίτο λόγους διαφωνίας της Επιτρόπου. Εξάλλου, ανεξαρτήτως των ως άνω λόγων μη νομιμότητας της ανάθεσης, ο καθορισμός της αμοιβής του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου, με την 269/2008 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, δεν είναι νόμιμος, ως αντικείμενος στις αρχές της δημοσιονομικής νομιμότητας, καθόσον δεν διαλαμβάνεται αιτιολογημένη κρίση σχετικά με το εύλογο της αμοιβής σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης ξεχωριστά, μετά από συνεκτίμηση των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης (π.χ. οι εξειδικευμένες νομικές γνώσεις ή η εμπειρία που τυχόν απαιτείται, τα πρωτότυπα νομικά ζητήματα που ενδεχομένως ανακύπτουν, η πολυπλοκότητα του πραγματικού της οικείας υπόθεσης και ο δυσεπίλυτος χαρακτήρας της - βλ. Ε.Σ. Πρακτικά Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο Ι Τμ. 10η/10.6.2014). Αυτές οι παραδοχές έχουν προέχουσα σημασία, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, το επίμαχο νομικό θέμα ανακύπτει κατ’ εξακολούθηση στο πλαίσιο πανομοιότυπων εξώδικων και δικαστικών ενεργειών του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου, που ανάγονται σε περισσότερα οικονομικά έτη και έχουν ως πυρήνα το αυτό νομικό ζήτημα
Μη ανακλητέα με την ΕλΣυν.Τμ.1/24/2017
ΕλΣυν.Τμ.1/144/2016
ΕΡΓΟ-Αίτηση αναστολής: ..Η κατάθεση του δικογράφου και διενέργεια λοιπών διαδικαστικών πράξεων για την πρόοδο και την υποστήριξη της υποβαλλόμενης ενώπιον δικαστηρίου υπόθεσης από την υπογράφουσα δικηγόρο που υπηρετεί στο Δήμο με σχέση έμμισθης εντολής δεν υποκαθιστά την προαναφερόμενη απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, διότι ο δικηγόρος δε συνιστά όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η έκφραση της βούλησης του δήμου με τη λήψη απόφασης άσκησης ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, παρά αποκλειστικά η λόγω της ιδιότητάς του εκτέλεση της εντολής που του έχει ανατεθεί, προϋπόθεση υλοποίησης της οποίας κατά εκάστοτε υπόθεση συνιστά η λήψη σχετικής απόφασης από την Οικονομική Επιτροπή. Ούτε η 35871/1441/1.9.2014 απόφαση Δημάρχου, με την οποία παρέχεται εντολή και πληρεξουσιότητα σε δεκατρία πρόσωπα κατονομαζόμενα στο ίδιο έγγραφο, δικηγόρους που υπηρετούν με πάγια αντιμισθία στο Δήμο, μεταξύ των οποίων και η υπογράφουσα την ένδικη αίτηση, να παρίστανται και να αντιπροσωπεύουν το Δήμο είτε από κοινού είτε καθένας μόνος του ενώπιον των Δικαστηρίων και να ενεργούν για την υποστήριξη και διασφάλιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του Δήμου όλες τις κύριες και παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή κάθε δίκης, μπορεί να υποκαταστήσει την κατά τα προαναφερόμενα ελλείπουσα απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής. Άλλωστε, η ίδια απόφαση Δημάρχου δε συνιστά ούτε το απαιτούμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16, 17 παρ. 1 και 2, 21 και 22 του π.δ. 1225/1981 έγγραφο νομιμοποίησης της δικηγόρου ως πληρεξουσίας του Δήμου για την υπό κρίση αίτηση, ούτε στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχει οποιοδήποτε άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο της υπογράφουσας την αίτηση δικηγόρου .., εκτός δε από τα διηγηματικώς εκτιθέμενα στην προαναφερόμενη απόφαση Δημάρχου, δεν προσκομίστηκαν ούτε στοιχεία από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια και ευθέως η απασχόλησή της στον αιτούντα με σχέση έμμισθης εντολής ...Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω που κρίνονται και αυτεπαγγέλτως, η αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/190/2018
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΜΟΙΒΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:..Με δεδομένα τα ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου περί παράβασης του άρθρου 72 του ν. 3852/2010 (βλ. στοιχ. α΄ περ. i΄ της Ι σκέψης) παρίσταται αβάσιμος, διότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι με την 148/13.6.2017 απόφαση, δοθέντος ότι δεν υπηρετούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο δικηγόροι με έμμισθη εντολή στο Δήμο .., παρασχέθηκε εντολή εκπροσώπησης στο φερόμενο ως δικαιούχο δικηγόρο .. από την αρμόδια, σύμφωνα με το νόμο, να προβεί σε πρόσληψη δικηγόρου Οικονομική Επιτροπή του Δήμου .., η οποία προηγήθηκε της εκτέλεσης της εντολής (βλ. την από 16.6.2017 ανακοπή και την από 16.6.2017 αίτηση αναστολής που κατατέθηκαν αυθημερόν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο .., με αριθμό καταχώρησης ΑΚ141/16.6.2016 και ΑΝ29/16.6.2017 αντίστοιχα). Περαιτέρω, όμως, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έκθεσης διαφωνίας (βλ. στοιχ. α΄ περ. ii΄ της Ι σκέψης) η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νομίμως εκκαθαρισμένη, καθόσον δεν υφίσταται έγκυρη σύμβαση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Και τούτο, διότι δεν προηγήθηκε αιτιολογημένη κρίση του αποκλειστικώς αρμοδίου Δημοτικού Συμβουλίου περί του ευλόγου του ύψους της δικηγορικής αμοιβής μετά από συνεκτίμηση των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, η οποία να συνιστά το προϊόν διαβούλευσης των συμβαλλομένων μερών. Επί της παραδοχής αυτής ουδεμία επιρροή ασκεί η κατάθεση του από 26.6.2017 πίνακα αμοιβής του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου, αφού το έγγραφο αυτό, ακόμα και υπό την εκδοχή ότι συνιστά έγγραφη πρόταση, κατατέθηκε μετά την παροχή των επίμαχων νομικών υπηρεσιών, καθώς και ενώπιον της οικονομικής υπηρεσίας του Δήμου για την εκκαθάριση και ενταλματοποίηση της οικείας δαπάνης.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι μη νόμιμη και μη κανονική και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/322/2019
Καταβολή αποζημίωσης σε έμμισθο δικηγόρο...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος από την διαφωνούσα Επίτροπο λόγος είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι εν μέρει μη νόμιμη. Τούτο δε διότι, όπως αποδεικνύεται από την προαναφερόμενη βεβαίωση του Τμήματος Αστικής & Δημοτικής Αρχής του Υπουργείου Εσωτερικών, ο φερόμενος ως δικαιούχος δικηγόρος είναι γεννημένος το έτος 1946 και όχι το έτος 1950, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει με υπεύθυνη δήλωσή του. Συνεπώς, η λύση της –με έμμισθη εντολή- σχέσης εργασίας του με τον ... μη νομίμως χώρησε το έτος 2017 και, ως εκ τούτου, μη νομίμως η ελεγχόμενη αποζημίωση υπολογίστηκε βάσει μεγαλύτερης διάρκειας της έμμισθης εντολής του. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι ο ανωτέρω συμπλήρωσε το ανώτατο όριο ηλικίας που προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο 45 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι το 67ο έτος της ηλικίας του, το έτος 2013, καθώς και ότι με την συμπλήρωση του έτους αυτού θεμελίωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα για πλήρη σύνταξη, στην υπό κρίση υπόθεση οι τιθέμενες στις ως άνω διατάξεις προϋποθέσεις λύσης της εν λόγω σχέσης εργασίας πληρούνταν ήδη από το έτος 2013. Επομένως, ανεξαρτήτως του ότι η διαπιστωτική πράξη λύσης της επίμαχης σύμβασης εντολής εκδόθηκε κατά το έτος 2017 και όχι κατά το έτος 2013, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με το πραγματικό έτος γέννησης του συγκεκριμένου δικηγόρου, η αποζημίωση που ο φερόμενος ως δικαιούχος δικαιούται να λάβει δεν πρέπει να υπολογιστεί με βάση την προϋπηρεσία δεκαεννέα (19) ετών, που στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το νόμο, η αποζημίωση ισούται με αποδοχές δεκαπέντε (15) μηνών. Κατόπιν τούτων, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη κατά το μέρος που υπερβαίνει το ύψος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στον χρόνο υπηρεσίας που διένυσε ο ως άνω δικηγόρος με έμμισθη εντολή στον Οργανισμό μέχρι τις 31.12.2013, οπότε και η εν λόγω σχέση εργασίας έπρεπε να είχε λυθεί λόγω συμπλήρωσης του κατά τα προεκτεθέντα ανώτατου ορίου ηλικίας.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/145/2018
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΜΟΙΒΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα, δεν είναι νόμιμη η παροχή εντολής εκπροσώπησης του Δήμου .. στο φερόμενο ως δικαιούχο δικηγόρο με απόφαση του Δημάρχου, καθόσον ελλείπει σχετική απόφαση έγκρισης της εν λόγω ανάθεσης από τη μόνη αρμόδια, σύμφωνα με το νόμο, να προβεί σε πρόσληψη δικηγόρου, Οικονομική Επιτροπή, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο πρώτο λόγο διαφωνίας του Επιτρόπου. Περαιτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νομίμως εκκαθαρισμένη, καθόσον δεν υφίσταται έγκυρη σύμβαση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Και τούτο, διότι δεν προηγήθηκε αιτιολογημένη κρίση του αποκλειστικώς αρμοδίου Δημοτικού Συμβουλίου περί του ευλόγου του ύψους της δικηγορικής αμοιβής μετά από συνεκτίμηση των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, η οποία να συνιστά το προϊόν διαβούλευσης των συμβαλλομένων μερών. Επί της παραδοχής αυτής ουδεμία επιρροή ασκεί η κατάθεση του από 26.6.2017 πίνακα αμοιβής του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου, αφού το έγγραφο αυτό, ακόμα και υπό την εκδοχή ότι συνιστά έγγραφη πρόταση, αυτή κατατέθηκε μετά την παροχή των επίμαχων νομικών υπηρεσιών, καθως και ενώπιον της οικονομικής υπηρεσίας του Δήμου για την εκκαθάριση και ενταλματοποίηση της οικείας δαπάνης και όχι ενώπιον της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία, μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, δεν έλαβε καμία απόφαση για την ανάθεση της οικείας εντολής στο φερόμενο ως δικαιούχο. Επισημαίνεται ότι, ενόψει όσων ανωτέρω (στην σκέψη ΙΙ.Γ της παρούσας) έγιναν δεκτά, η πρόβλεψη του Κώδικα Δικηγόρων ότι στην περίπτωση που δεν προκύπτει η ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, ισχύουν οι οριζόμενες νόμιμες αμοιβές, έχει την έννοια ότι οι οριζόμενες νόμιμες αμοιβές ισχύουν όταν η αμοιβή για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών έχει εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, αλλά η σχετική απόφαση και η σε εκτέλεση αυτής συμφωνία είναι νομικώς πλημμελής για άλλον λόγο και όχι στην περίπτωση που το στάδιο της διαπραγμάτευσης της αμοιβής απέβη ατελέσφορο, δηλαδή δεν προέκυψε συμφωνία των αντισυμβαλλόμενων ως προς το ουσιώδες στοιχείο της αμοιβής με την τήρηση της προσήκουσας διοικητικής διαδικασίας. Τέλος, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη κανονική, καθόσον, όπως βασίμως διαλαμβάνει και η έκθεση διαφωνίας, η σχετική απόφαση ανάληψης υποχρέωσης λήφθηκε σε χρονικό σημείο (28.8.2017) μεταγενέστερο της παροχής των επίμαχων νομικών υπηρεσιών, κατά το μήνα Ιούνιο 2017, ενώ, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, η απόφαση αυτή έπρεπε να προηγείται χρονικά οποιασδήποτε σχετικής με την εν λόγω δαπάνη διοικητικής πράξης ή υλικής ενέργειας, δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο σκοπός του νόμου που συνίσταται στην, εκ των προτέρων, δέσμευση των αναγκαίων πιστώσεων και στην αποτροπή της διενέργειας δαπανών καθ’ υπέρβαση αυτών.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι μη νόμιμη και μη κανονική και αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΝΣΚ/181/2001
ΓνΝΣΚ(Τμ.Ε)181/2001 Δημόσια έργα. Προσφυγή αναδόχου Κοινοπραξίας. Ανατοκισμός. Τόκοι υπερημερίας. Νομιμότητα αποφάσεων. Εν προκειμένω δεν συνέτρεξε καμία των, ως άνω, προϋποθέσεων ανατοκισμού, ενώ αντιθέτως συνέτρεξε αρνητικός όρος αυτής, όπως η κατάθεση (άσκηση) της προσφυγής της αναδόχου Κ/Ξ (προσφυγής χωρίς ειδικό και συγκεκριμένο, περί ανατοκισμού, αίτημα) πριν από την πάροδο της προαπαιτούμενης ελάχιστης χρονικής περιόδου δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας (ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής: 19-4-95, έναρξη τόκων υπερημερίας: 16-6-94). β) Η προσφυγή της αναδόχου Κ/Ξ καθίσταται, δυνάμει ειδικώς θεσμοθετημένου δικαίου, ένδικο βοήθημα (μέσο) που τελεί υπό δικονομική και ουσιαστική ισοδυναμία με την αγωγή, κατά τη δικαιοτελεστική της λειτουργία και τις, εκ της ασκήσεώς της (καταθέσεως), συνέπειες, στο πλαίσιο δίκης σχετικής με διαφορές από σύμβαση εκτελέσεως δημοσίων έργων. γ) Η αριθ. 416/98 δικαστική απόφαση, αποφαίνεται στο εύρος του, και προδικαστικώς (δια της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας) νομιμοποιουμένου αιτήματος της προσφυγής, επί του οποίου δεν διαλαμβάνει καμιά διάταξη περί ανατοκισμού, αλλά μόνο διάταξη περί καταβολής οφειλομένων, από συγκεκριμένη ημερομηνία, τόκων υπερημερίας, προφανώς του Ν 1947/91, σύμφωνα με το αίτημα και τη νόμιμη προδικασία της προσφυγής καθ όσον, άλλως, αν δηλαδή δεν ταυτίζεται το σχετικό, περί τόκων υπερημερίας, αίτημα της προσφυγής προς αυτό της ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας, το προβαλλόμενο με την προσφυγή αίτημα κρίνεται απαράδεκτο, ως μη νομιμοποιημένο, κατά τα απαιτούμενα στην ενδικοφανή διαδικασία. δ) Αν ασκηθεί εκ μέρους του φορέα -κυρίου του εκτελουμένου έργου αίτηση θεραπείας, όπως πράγματι ασκήθηκε στην περίπτωση του ζητήματος, τότε αναστέλλεται η εκτελεστότητα της αποφάσεως της Προϊσταμένης Αρχής, μέχρις ότου εκδοθεί η, επί της αιτήσεως θεραπείας, απόφαση του αρμοδίου Υπουργού. Συνεπώς, εξ αυτού του αρκούντος λόγου, η Προϊσταμένη Αρχή δεν δικαιούται να διατάξει την διευθύνουσα Υπηρεσία να προβεί στην εκτέλεση της σχετικής, με τον ανατοκισμό, αποφάσεως, μη υφισταμένης επί τούτου σχετικής υποχρεώσεως της διευθύνουσας Υπηρεσίας. Υπό άλλη εκδοχή, κατά τη συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 παρ.1,4 του Ν 2683/99 η, ως άνω, Υπηρεσία, αν περί της νομιμότητας των αναγκαίων ενεργειών της είχε επιφύλαξη, θα όφειλε να τη διατυπώσει εγγράφως, προκειμένου να απαλλαγεί των τυχόν ευθυνών της, και να προβεί ακολούθως, στις οφειλόμενες, ως αναγκαίες, ενέργειες της αρμοδιότητάς της. ε) Με την ιστορηθείσα προσφυγή ζητήθηκαν οι τόκοι υπερημερίας, αποκλειστικώς, βάσει του Ν 1947/91, και ότι το ίδιο αίτημα είχε υποβληθεί με τα βοηθήματα της ενδικοφανούς διαδικασίας, που προηγήθηκε της προσφυγής, και επ αυτού του αιτήματος (ευνοούντος προφανώς τον κύριο του έργου) αποφάνθηκε το Δ.Εφ. Πατρών με την αριθ. 416/98 απόφασή του. Ενόψει των ανωτέρω, καταβολή τόκων υπερημερίας βάσει του νομοθετικού καθεστώτος που προηγήθηκε, κατ ισχύ, των Ν 1418/84 και 1947/91, δεν αντιστοιχεί σε αίτημα της προσφυγής και της αιτήσεως θεραπείας ούτε καλύπτεται, περαιτέρω, από τις διατάξεις της, ως άνω, δικαστικής αποφάσεως, μη δυνάμενο συνακολούθως, να ικανοποιηθεί βάσει αυτής της αποφάσεως.