Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ1/175/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1188/1981, 3146/2003

Αποζημίωση απολύσεως Δημοτικών υπαλλήλων.Σε περίπτωση που πριν το θάνατο του υπαλλήλου, εξαιτίας του οποίου επήλθε και η λύση της υπηρεσιακής του σχέσης με το Δήμο, μεσολάβησε διάστημα κατά το οποίο αυτός δεν παρείχε τις υπηρεσίες του για νόμιμο λόγο, όπως είναι και η προσωρινή συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας, το διάστημα αυτό θεωρείται χρόνος υπηρεσίας και λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού της πραναφερόμενης αποζημίωσης.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/5/2019

Καταβολή αναδρομικών αποδοχών...Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία, ότι μη νομίμως προσμετρήθηκε, για την επανακατάταξη της φερόμενης ως δικαιούχου σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου στο Κ.Ε.Π. του τέως Δήμου ..., συνολικής διάρκειας τεσσάρων (4) ετών και οκτώ (8) μηνών. Και τούτο διότι η αίτηση της ως άνω υπαλλήλου υποβλήθηκε μετά την έναρξη ισχύος των ν. 4354/2015 και 4369/2016, ήτοι μετά την 1.1.2016, με τις διατάξεις των οποίων, σύμφωνα με όσα ήδη αναπτύχθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, ρυθμίζεται ειδικώς το καθεστώς αναγνώρισης παρασχεθείσας από υπαλλήλους προϋπηρεσίας σε φορείς του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 4354/2015, το δε άρθρο 24 του ν. 4305/2014 θεωρείται ήδη καταργηθέν. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων του χρόνου προγενέστερης απασχόλησής τους σε Κ.Ε.Π., δυνάμει συμβάσεων μίσθωσης έργου, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 24 του ν. 4305/2014 κατ’ αποδοχή αιτήσεων που υποβλήθηκαν μετά την 1.1.2016. Κατά τη γνώμη όμως του μειοψηφούντος μέλους, μη εχούσης καταργηθεί της διατάξεως του 24 του ν. 4305/2014, ορθώς προσμετρήθηκε το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε η ανωτέρω με φερόμενη ως σύμβαση έργου στο Κ.Ε.Π. 


ΝΣΚ/43/2013

Eφαρμογή ή μη της ποσοστιαίας μείωσης που προβλέπουν οι διατάξεις του Ν. 4093/2012 στο χορηγούμενο στους μόνιμους πολιτικούς υπαλλήλους του Μετοχικού Ταμείου Ναυτικού (Μ.Τ.Ν.) εφάπαξ χρηματικό βοήθημα του Ν. 103/1975.Η προηγούμενη συνταξιοδότηση των υπαλλήλων, με την έκδοση της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης, δεν αποτελεί προϋπόθεση του δικαιώματος απολήψεως του εφάπαξ βοηθήματος του Ν. 103/1975, αλλ’ απαιτείται και αρκεί οι υπάλληλοι να δικαιούνται σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας. Η ποσοστιαία μείωση επί του καταβαλλομένου στους μόνιμους πολιτικούς υπαλλήλους του Μετοχικού Ταμείου Ναυτικού (Μ.Τ.Ν.) εφάπαξ χρηματικού βοηθήματος του Ν. 103/1975, που επιβλήθηκε με το άρθρο πρώτο, υποπαράγραφος ΙΑ.5 του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222), δεν καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής σχέσης επήλθε και η απόφαση χορήγησης του εν λόγω βοηθήματος από το Μ.Τ.Ν. εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012, ανεξαρτήτως αν έχουν εκδοθεί ή μη οι οικείες συνταξιοδοτικές πράξεις. (ομοφ.)


ΝΣΚ/173/2019

Χρονικό διάστημα υπολογισμού προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής χρέους εις βάρος οφειλέτη του Δημοσίου, σε περίπτωση τελεσίδικης ακύρωσης της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο και στη συνέχεια αναίρεσης της (ακυρωτικής) απόφασης και εκ νέου δικαστικής κρίσης, με την οποία κρίνεται τελεσίδικα η νομιμότητα της ταμειακής βεβαίωσης.Σε περίπτωση τελεσίδικης ακύρωσης της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο και στη συνέχεια αναίρεσης της (ακυρωτικής) απόφασης και εκ νέου δικαστικής κρίσης, με την οποία κρίνεται η νομιμότητα της ταμειακής βεβαίωσης, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής του χρέους υπολογίζονται από το χρόνο που διενεργήθηκε το πρώτον η ταμειακή βεβαίωση, ανεξαρτήτως εάν μεσολάβησε ή όχι πράξη διαγραφής του χρέους, κατ’ άρθρο 10 του ν. 1160/1981, το οποίο, ενόψει της παραπάνω δικαστικής εξέλιξης, θεωρείται έκτοτε ληξιπρόθεσμο (ομόφ.).


ΝΣΚ/25/2023

α) Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20 του ν. 3801/2009 ή του άρθρου 20 του ν. 4387/2016, όπως έχουν αντικατασταθεί από το άρθρο 27 του ν. 4670/2020, σε υπαλλήλους ΙΔΑΧ που συνέχισαν να εργάζονται στο Δημόσιο και να μισθοδοτούνται και μετά την υποβολή αίτησής τους προς τον e-ΕΦΚΑ για συνταξιοδότηση και β) εάν συντρέχει λόγος αναζήτησης από το Δημόσιο, ως αχρεωστήτων, των αποδοχών που έχει καταβάλει στους παραπάνω υπαλλήλους για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συνέχισαν να απασχολούνται μετά την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης.(...)α) Η πλήρης αναστολή ή η καταβολή του 70% της σύνταξης, για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την υποβολή προς τον e-ΕΦΚΑ των αιτήσεων συνταξιοδότησης υπαλλήλων ΙΔΑΧ εργαζόμενων στο Δημόσιο, μέχρι την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης, έχει κριθεί από τον συνταξιοδοτικό φορέα, κατ’ εφαρμογή των συνταξιοδοτικών διατάξεων που ρυθμίζουν το ζήτημα και δεν υφίσταται αρμοδιότητα της ερωτώσας υπηρεσίας ως προς το ζήτημα αυτό και β) νόμιμα η ερωτώσα υπηρεσία αξιώνει την επιστροφή, εκ μέρους των ανωτέρω πρώην υπαλλήλων, των αποδοχών που τους καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2021 έως 30.11.2021, κατά το οποίο είχε λυθεί η εργασιακή τους σχέση, ενώ μη νόμιμα αξιώνει την εκ μέρους τους επιστροφή των αποδοχών που έλαβαν κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησής τους, την 1.6.2021 και 1.4.2021, αντίστοιχα, έως την 1η του επόμενου από την έκδοση των πράξεων συνταξιοδότησής τους μήνα, δηλαδή έως την 1.10.2021 (ομόφωνα).


ΕΣ/ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ/652/2024

Με την ένδικη έφεση ζητείται η ακύρωση α) της 199/1.9.2017 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου Ηλείας- Νοσηλευτικής Μονάδας Αμαλιάδας, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του εκκαλούντος, τέως νοσηλευτή του κλάδου ΠΕ Νοσηλευτών του ως άνω Νοσοκομείου, το συνολικό ποσό των 72.576,62 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε αχρεωστήτως ληφθείσες αποδοχές και το οποίο αναλύεται σε i) ποσό 71.390,70 ευρώ που ο εκκαλών έλαβε κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.2.2010 έως 25.2.2012 και από 21.8.2012 έως 21.8.2016, κατά τα οποία αυτός είχε απαλλαγεί των υπηρεσιακών καθηκόντων του λόγω λήψης εκπαιδευτικής αδείας, ii) ποσό 1.045,92 ευρώ που έλαβε μετά την λύση της υπηρεσιακής του σχέσης (1.9.2017) λόγω προπληρωμής μηνός Σεπτεμβρίου 2017 και iii) ποσό 140 ευρώ που έλαβε λόγω αναρρωτικής αδείας και περικοπής ανθυγιεινού επιδόματος κατά το χρονικό διάστημα από 3.8.2017 έως 31.8.2017, και β) του 5248/1.9.2017 εγγράφου της Διοικητικής Διευθύντριας του ως άνω Νοσοκομείου, με το οποίο ενημερώθηκε ο εκκαλών για το σύνολο των αποδοχών που έλαβε κατά το διάστημα της εκπαιδευτικής αδείας του. 



ΝΣΚ/15/2020

Εάν η άδεια επαγγελματία πωλητή λαϊκών αγορών που έχει μεταβιβαστεί κατά το χρόνο ισχύος του ν. 4264/2014, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 15 παρ. 1 του νόμου αυτού, μπορεί να μεταβιβαστεί και με βάση τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 1 του ισχύοντος ν. 4497/2017.(...)Για τις άδειες επαγγελματία πωλητή λαϊκών αγορών που έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4497/2017, παρέχεται η δυνατότητα μεταβίβασης αυτών μια φορά στα τέκνα ή στον/στη σύζυγο ή στους αδελφούς του κατόχου της άδειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά αποδεδειγμένα εργάζονται μαζί με τον αδειούχο πωλητή, με βάση τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του προϊσχύοντος ν. 4264/2014, που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 59 παρ. 1 του ν. 4497/2017. Εάν έγινε χρήση της δυνατότητας μεταβίβασης που παρείχε η εν λόγω διάταξη στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4497/2017, το σχετικό δικαίωμα έχει αναλωθεί, και δεν μπορεί να γίνει εκ νέου χρήση της διάταξης αυτής, κατ’ επίκληση των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 59 παρ. 1 του ισχύοντος νόμου (ομόφωνα).


Μ.Π.ΒΟΛΟΥ/8/2024

ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟΔΟΤΗ.(...)Ενόψει δε του ότι η συνταξιοδότηση των εναγόντων δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη μετάπτωση στον μισθό του πρωτοδιοριζόμενου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα προειρημένα στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι αυτοί εξακολουθούν να εργάζονται στον ίδιο εργοδότη, στην ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα και μετά τη συνταξιοδότησή τους, η υπαγωγή τους από την εναγόμενη στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο ήταν μη νόμιμη και, επομένως, η τελευταία οφείλει σε αυτούς την προκύπτουσα μισθολογική διαφορά για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο 2023,

Περαιτέρω, ενόψει της μη αποδοχής της εργασίας των εναγόντων από πλευράς της εναγομένης από την ημέρα απόλυσής τους (1η.7.2023) έως τον χρόνο συζήτησης της αγωγής (12.1.2024), η τελευταία, όσον αφορά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατέστη υπερήμερη και, ως εκ τούτου, εφόσον ως προς τους ενάγοντες δεν αποδείχθηκε, ούτε η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι μεσολάβησε γεγονός διακοπτικό της υπερημερίας της, η τελευταία υποχρεούται να τους απασχολεί, υπό τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες, όπως και πριν την από 1.7.2023 καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκάστου εξ αυτών και οφείλει σε αυτούς μισθούς υπερημερίας και γ) στον τρίτο εξ αυτών συνολικό το ποσό των...ευρώ ].



ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1466/2024

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της Φ.861/187/280546/Σ.546/30.1.2014 απόφασης του Διευθυντή Κλάδου Ε/Διεύθυνσης Ε3 του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), δυνάμει της οποίας αυτός καταλογίσθηκε, υπό την ιδιότητά του ως μηχανικού – αρχιτέκτονα του ΓΕΝ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με το ποσό των 29.850,50 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως ως αποδοχές.(...)Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκ. 3 της παρούσας), ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την από 5.4.2013 υπηρεσιακή βεβαίωση, παρείχε τις υπηρεσίες του ως μηχανικός έως τις 28.3.2013 (ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της από 4.2.2013 διαπιστωτικής της αυτοδίκαιης απόλυσής του πράξης), δεδομένου δε ότι συνέχισε να εργάζεται μετά την ισχύ του ν. 4024/2011, η υπηρεσία, αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του και επωφελούμενη αυτών, προέβη στην αξιολόγησή του κατά την χρονική περίοδο από 1.1.2012 έως 31.12.2012, βαθμολογώντας τον μάλιστα με άριστα, ειδικώς δε ο β΄ αξιολογητής σημείωσε στις παρατηρήσεις του ότι «τυχόν απόλυσή του, θα είναι απώλεια», έλαβε δε ό,τι θα ελάμβανε εργαζόμενος αντίστοιχων προσόντων και προϋπηρεσίας, ενω δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει με άλλον τρόπο τις απολαβές αυτής της περιόδου, για την οποία το Δημόσιο, ως εκ της παροχής σε αυτό των αντίστοιχων υπηρεσιών, ουδεμία πραγματική ζημία τελικώς υπέστη. Περαιτέρω, ως προς το δικαίωμα εργασίας του αναιρεσείοντος, αυτό επλήγη με την πλήρη απαξίωση των υπηρεσιών που προσέφερε κατά το επίμαχο διάστημα, η δε επιστροφή των αποδοχών που φέρεται να εισέπραξε αχρεωστήτως παρά την παροχή από μέρους του εργασίας αντίστοιχης αξίας, και μάλιστα ποιοτικού περιεχομένου, προς αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας ως εκ της λύσης της υπηρεσιακής του σχέσης, με αντίστοιχη μείωση της περιουσίας που αυτός αποκόμισε εργαζόμενος, τον καταλείπει χωρίς αποζημίωση για παρασχεθείσα ήδη εργασία, πλήττοντας χωρίς να είναι αναγκαίο την περιουσία του, περαιτέρω δε (πλήττοντας) και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, όπως ενσωματώνεται στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και ο οποίος θέτει εμπόδιο στη λήψη μέτρων αποκατάστασης της νομιμότητας που οδηγούν, όταν αυτά δεν είναι αναγκαία, σε υπερβολική επιβάρυνση λόγω της αυστηρότητάς τους αυτού που τα υφίσταται. Υπό τις ως άνω ειδικές περιστάσεις, ο σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμός δεν επιτυγχάνει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του εξυπηρετούμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος (αποκατάσταση της δημοσιονομικής νομιμότητας) και της επέμβασης στο πληττόμενο περιουσιακό δικαίωμα διατήρησης αποδοχών που εισπράχθηκαν, κατόπιν παροχής υπηρεσιών, καλόπιστα και με δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι εξακολουθούσε να υφίσταται νομίμως συνεστημένη υπηρεσιακή σχέση, καθόσον αφενός μετατρέπει την λύση της υπηρεσιακής σχέσης σε κύρωση και αφετέρου άγει σε πλουτισμό του Δημοσίου σε βάρος της περιουσίας του. Ως εκ τούτου, έσφαλε το Τμήμα κρίνοντας νόμιμο τον επίμαχο, κατ’ εφαρμογή μεν των διατάξεων του άρθρου 33 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2362/1995 αλλά κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας -η οποία διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και οφείλει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου- και άρα μη νομίμως διενεργηθέντα σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμό, για το λόγο δε αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ αποδοχή του, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου, οικείου λόγου αναίρεσης, επί τω τέλει ακυρώσεως του καταλογισμού καθ’ ολοκληρίαν.  Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά δε την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης, να διακρατηθεί η υπόθεση από την Ολομέλεια, καθόσον το πραγματικό της μέρος δεν χρήζει διερεύνησης και να δικαστεί στην ουσία, λαμβανομένων δε υπόψη των διαλαμβανομένων αναλυτικά στις σκ. 11 και 12 της παρούσας, να γίνει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί ο ένδικος καταλογισμός στο σύνολό του, να επιστραφεί περαιτέρω στον αναιρεσείοντα το σύνολο των κατατεθέντων από αυτόν παραβόλων, εκτιμωμένων δε των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Δημόσιο από τη δαπάνη της κατ’ έφεση και κατ’ αναίρεση δίκης.Για τους λόγους αυτούς.Δέχεται την από 29.7.2021 αίτηση αναίρεσης



ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1100/2023

ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΠΟΥ ΕΠΛΗΓΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΟΜΗΝΙΑ:ζητείται η αναθεώρηση της 537/2023 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Εσφαλμένα έκρινε το Τμήμα ότι η κατεπείγουσα ανάγκη προσφυγής στη διαδικασία ανάθεσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης παύει να συντρέχει όταν με το λαμβανόμενο μέτρο αντιμετωπίζονται τα αποτελέσματα της θεομηνίας με οριστικό τρόπο, καθόσον ο νόμος δεν θέτει ως προϋπόθεση την αντιμετώπιση της κατάστασης με προσωρινή λύση. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος εφόσον το Τμήμα ορθώς έκρινε πως όταν προκρίνονται μόνιμες λύσεις, δηλαδή λύσεις που απαιτούν για την υλοποίησή τους μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, κατά λογική ακολουθία οι ανάγκες που θεραπεύουν δεν μπορεί να θεωρηθούν κατεπείγουσες, όπως απαιτούν οι προαναφερθείσες διατάξεις. Περαιτέρω ισχυρίζεται συναφώς η προσφεύγουσα ότι το Τμήμα θα έπρεπε να είχε εξετάσει εάν η διοίκηση όφειλε να είχε λάβει τα συγκεκριμένα μέτρα οποτεδήποτε νωρίτερα και όχι αν γενικά όφειλε να λάβει αντιπλημμυρικά μέτρα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος διότι τόσο από το προαναφερθέν στην παρ. 8 της παρούσας Γενικό Σχέδιο όσο και από το  Περιφερειακό Σχέδιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ) Ιονίων Νήσων, που μνημονεύεται σ΄ αυτό,  προκύπτει σαφώς η διαχρονική ανάγκη τέλεσης αντιπλημμυρικών έργων.(...)Προβάλλει επίσης η προσφεύγουσα ότι η κατεπείγουσα ανάγκη προσφυγής στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης δεν αντιδιαστέλλεται προς την απλώς επείγουσα όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, άλλως ως νόμω αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τον νόμο στην περίπτωση επείγουσας απλώς ανάγκης, που αντιδιαστέλλεται με την κατεπείγουσα, εφαρμόζονται οι κανονικές διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων με σύντμηση των προβλεπόμενων προθεσμιών και όχι η απευθείας ανάθεση.(...)Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, εν όψει του ότι η διαδικασία με διαπραγμάτευση συνιστά εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, η αξιολόγηση της δυνατότητας της αναθέτουσας αρχής να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγμάτευση γίνεται με σύγκριση της χρονικής διάρκειας της συγκεκριμένης κάθε φορά διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης σε σχέση με τις ισχύουσες προθεσμίες των διαδικασιών με δημοσίευση, και ιδίως τη μικρότερη συντομευμένη από αυτές. Στο συνολικό χρονικό διάστημα που εν τέλει διήρκεσε η διαδικασία της διαπραγμάτευσης δεν υπολογίζονται τυχόν καθυστερήσεις ή κωλύματα για τα οποία δεν ευθύνεται η αναθέτουσα αρχή. Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εκδήλωσης του ακραίου καιρικού φαινομένου και της ανάθεσης της επίμαχης μελέτης τυγχάνει ιδιαιτέρως μακρύ στο σύνολό του (άνω της διετίας), καθώς και ότι ειδικά η διαδικασία ανάθεσης των μελετών εκκίνησε τον Μάρτιο του έτους 2022, ήτοι ένα έτος περίπου μετά την εξασφάλιση της σχετικής χρηματοδότησης (Απρίλιος 2021), νομίμως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη ότι διέδραμε ικανό χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορούσε να έχει προκηρυχθεί και να έχει τελεσφορήσει ανοιχτός ή κλειστός διαγωνισμός. Απορρίπτει την προσφυγή αναθεώρησης.


ΕλΣυν.Τμ.1/239/2015

Αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις (βλ. σκ. IV), το Δικαστήριο κρίνει ότι, εφόσον η αυτοδίκαιη έκπτωση του εκκαλούντος από την υπηρεσία επήλθε από την ημερομηνία δημοσίευσης, στις 7.7.2008, της 1764/2008 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη η ποινική του καταδίκη για την τέλεση εγκλήματος στρεφόμενου κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ο ένδικος καταλογισμός, κατά το μέρος που αφορά στα ποσά που εισέπραξε ο εκκαλών ως αποδοχές κατά το χρονικό διάστημα από 7.7.2008 έως 30.9.2011, παρίσταται νόμιμος, αφού κατά τον χρόνο αυτό είχε επέλθει η λύση της υπαλληλικής του σχέσης και δεν είχε πλέον νόμιμη αξίωση για καταβολή μισθούΕπομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος με την έφεση ισχυρισμός ότι υφίστατο ενεργή σχέση εργασίας μεταξύ του εκκαλούντος και του Δημοσίου και, ως εκ τούτου, είχε αξίωση καταβολής μισθού για την προσφερόμενη εργασία του. Συναφώς, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός ότι ο ένδικος καταλογισμός αντιβαίνει στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. για την προστασία της ιδιοκτησίας και στο άρθρο 4 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ν. 1426/1984) περί του δικαιώματος σε δίκαιη αμοιβή, καθόσον ο ένδικος καταλογισμός αποτελεί άμεση συνέπεια των προαναφερόμενων διατάξεων περί αυτοδίκαιης έκπτωσης, που απορρέουν από την αρχή της αξιοκρατίας, η δε αναζήτηση των αποδοχών, που καταβλήθηκαν σε αυτοδικαίως εκπεσόντα υπάλληλο, ο οποίος συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του μετά την αμετάκλητη καταδίκη του, υπηρετεί θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή την αφαίρεση από τον υπάλληλο κάθε κινήτρου για την απόκρυψη από την υπηρεσία της σε βάρος του καταδίκης.(..)Κατ’ ακολουθίαν, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με μείωση του καταλογισθέντος ποσού στο ύψος των 65.333,85 ευρώ (78.664,77 - 13.330,92), να αποδοθεί στον εκκαλούντα ανάλογο της μειώσεως μέρος του παραβόλου που καταβλήθηκε για την άσκηση της έφεσής του, ύψους 133,31 ευρώ (άρθρο 73 παρ. 4 εδ. β΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 «Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο», Α΄ 52) και το υπόλοιπο ύψους 653,34 ευρώ να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών, τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.