Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ1/41/2004

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 151/1998, 2072/1992

Συναψη σύμβασης έργου κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 37 του ν. 2072/1992 , εάν δεν προβλέπεται η ύπαρξη οργανικής θέσης καθαρίστριας, αφού η παραπάνω διάταξη προϋποθέτει την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων, οι δε δαπάνες δε καθαρισμού πρέπει να διενεργούνται με πάγια επιχορήγηση.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/183/2019

Ισχύς της διάταξης του άρθρου 37 του ν. 2072/1992, που αφορά συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθαριότητας, μετά την εισαγωγή των διατάξεων του ν. 4412/2016.(...) Οι διατάξεις του ν. 4412/2016 περί των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ρυθμίζουν και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και δεν καταλείπουν πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 37 του ν. 2072/1992, η οποία ως εκ τούτου, μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4412/2016 (08-08-2016), θεωρείται καταργηθείσα (πλειοψ.).


2/73300/2/0026/2019

«Κοινοποίηση της αριθ. ΝΣΚ 183/2019 Γνωμοδότησης του Α ́ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» ΑΔΑ:99Η3Η-90Ξ

Με την ανωτέρω γνωμοδότηση έγινε κατά πλειοψηφία δεκτό ότι οι διατάξεις του ν. 4412/2016 (Α.147) ως νεότερες, αλλά και με βάση τις καταργητικές διατάξεις του της παρ. 4 του άρθρου 377 του νόμου αυτού, ρυθμίζουνμεταξύ άλλων και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και δεν καταλείπουν πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 37 του ν. 2072/1992, η οποία, ως εκ τούτου, μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4412/2016, ήτοι από 08/08/2016, θεωρείται καταργηθείσα.


ΕλΣυνΤμ.4/34/2017

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας:..ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 37/2017 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο IV Τμήμα​..Ενόψει των ανωτέρω, το Τμήμα, μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης, κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αποστεί από όσα δέχθηκε το Κλιμάκιο με την 37/2017 πράξη του, στις ορθές σκέψεις και αιτιολογίες της οποίας παραπέμπει προς αποφυγήν επαναλήψεων. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί συνδρομής συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων του αιτούντος είναι απορριπτέος, ιδίως ενόψει του ότι οι διατάξεις που διέπουν την ανάθεση υπηρεσιών από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου -μετά την τήρηση των εκάστοτε επιβαλλόμενων διαγωνιστικών διαδικασιών και κατ’ απαγόρευση του επιμερισμού των δαπανών που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών σε ετήσια βάση- είναι σαφείς και δεν αφήνουν περιθώρια μη ορθής ερμηνείας και εφαρμογής αυτών, η δε νομολογία του Δικαστηρίου επί της πλημμέλειας αυτής είναι πάγια, είχε άλλωστε γνωστοποιηθεί και στο αιτούν με την 147/30.6.2015 πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο IV Τμήμα .. Περαιτέρω, και η νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με την εφαρμογή της νομιμοποιητικής διάταξης του άρθρου 37 του ν. 4238/2014 είναι πάγια και προϋποθέτει άλλωστε την τήρηση της τιμής του Παρατηρητηρίου Τιμών της Ε.Π.Υ., η οποία τελεί σε συνάρτηση με τα τετραγωνικά μέτρα των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του Νοσοκομείου και συνεπώς πρέπει να αποδεικνύεται ειδικώς από την αναθέτουσα αρχή.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση του Γενικού Νοσοκομείου ... «...» πρέπει να απορριφθεί.


ΕλΣυν.Τμ.4(ΚΠΕ)/96/2016

Με τα δεδομένα και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη διότι, η ως άνω από 18.1.2016 σύμβαση, που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα αυτής δεν έχει συναφθεί νομίμως με προσφυγή στη διαδικασία της ανάθεσης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Τούτο, διότι αφορά, κατά ορθό νομικό χαρακτηρισμό της, στην πρόσληψη ιατρού για την κάλυψη των αναγκών του …... –που έχουν ανακύψει από την ύπαρξη κενής οργανικής θέσης (καθώς και λόγω της απουσίας, κατ’ ουσίαν, του κατέχοντος την άλλη οργανική θέση ιατρού)– η οποία (πρόσληψη) δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης ανάθεσης υπηρεσιών αλλά θα έπρεπε να γίνει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του ν.2072/1992, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μόνο μετά την προκήρυξη της θέσης και τη μη εκδήλωση ενδιαφέροντος για την κάλυψή της και μετά την προηγούμενη, κατά τους ορισμούς του άρθρου ένατου παρ. 20 περ. α΄ του ν.4057/2012, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν.4325/2015, έγκριση της Επιτροπής της ΠΥΣ 33/2006. Κατά συνέπεια, η ως άνω σύμβαση, αφού δεν έχει συναφθεί νομίμως, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την καταβολή, στο φερόμενο ως δικαιούχο του επίμαχου χρηματικού εντάλματος ιατρό, της συμφωνηθείσας αμοιβής του και, ως εκ τούτου, το χρηματικό αυτό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.  


ΕΣ/ΤΜ.1/43/2015

ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:επιδιώκεται η ανάκληση της 3/2015 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να αποστεί από τα κριθέντα με την προσβαλλόμενη πράξη του ως άνω Κλιμακίου και τούτο διότι η ύπαρξη κενής οργανικής θέσης δικηγόρου με πάγια αντιμισθία δύναται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να πληρωθεί μόνο με πρόσληψη δικηγόρου, η οποία ενεργείται σύμφωνα με τη διαδικασία, που προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις και όχι με απευθείας ανάθεση σε δικηγόρο ή δικηγορική εταιρία σχετικής σύμβασης παροχής υπηρεσιών. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών Δήμος δεν προέβη σε καμία ενέργεια για την πλήρωση της ως άνω κενής οργανικής θέσης και ως εκ τούτου δεν αποδεικνύει ότι η πλήρωσή της ήταν αδύνατη. Περαιτέρω και ενόψει του ότι  οι δικηγόροι που προσλαμβάνονται από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α με σχέση έμμισθης εντολής και πάγια αντιμισθία, δεν υπόκεινται σε ελεγχόμενο ωράριο απασχόλησης υποχρεωτικά και εκ των προτέρων καθορισμένο, αλλά σε χρόνο εύλογο και απαραίτητο, αναλόγως των υπαρχουσών αναγκών, όπως αυτές διαμορφώνονται από τον εντολέα (βλ. την 98/2014 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Δήμος ανέθεσε σε δικηγορική εταιρία των Αθηνών όλες τις υποθέσεις για την κάλυψη των σχετικών αναγκών του Δήμου, αναφέροντας, μάλιστα, ρητά στη σχετική σύμβαση ότι «ο Νομικός Σύμβουλος θα βρίσκεται σε καθημερινή βάση στη διάθεση του Δήμου, μέσω τηλεφώνου ή email για οποιοδήποτε άλλο θέμα ανακύψει ανάγκη συνδρομής του, χωρίς αυτό να συνεπάγεται φυσική του παρουσία στις εγκαταστάσεις αυτού» αποδεικνύουν ότι η νομική στήριξη του Δήμου και των Υπηρεσιών του με πάσης φύσεως συμβουλές και γνωμοδοτήσεις επί των ζητημάτων που ανακύπτουν σε καθημερινή βάση, δύναται να καλυφθούν και εξ αποστάσεως και δεν απαιτούν την συνεχή αυτοπρόσωπη παρουσία του δικηγόρου στην έδρα του Δήμου, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο Δήμος και ως εκ τούτου δεν καθίσταται αυτονόητο, κατά την κοινή πείρα και λογική, ότι σε περίπτωση προκήρυξης της σχετικής θέσης δεν θα υπήρχε ενδιαφέρον, όχι μόνον από τους δικηγόρους της Σάμου, αλλά και από δικηγόρους άλλων περιοχών της Ελλάδας. Επίσης, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι η σύμβαση μεταξύ του Δήμου και της δικαιούχου δικηγορικής εταιρίας ήταν ορισμένου και όχι αορίστου χρόνου, διότι η διάρκεια αυτής δεν επηρεάζει τη νομιμότητά της, πολλώ μάλλον που οι συμβάσεις αυτές θεωρούνται ως αορίστου χρόνου ακόμη και αν έχουν υπογραφεί για ορισμένο χρόνο (Α.Π. 1379/2007 ΕλΔ 48). Τέλος, ομοίως αλυσιτελώς προβάλλεται ότι η σύμβαση εκτελέστηκε από την αντισυμβαλλόμενη δικηγορική εταιρία, ενώ δεν συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης των οργάνων του αιτούντος Δήμου, καθόσον οι διατάξεις με τις οποίες προβλέπεται ότι κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων δικηγόρου γίνεται ύστερα από προκήρυξη είναι συγκεκριμένες και σαφείς.  Απορρίπτει την αίτηση.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/86/2017

Παροχή νομικών υπηρεσιών(...)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ανάθεση της παροχής νομικών υπηρεσιών για το σύνολο των υποθέσεων που θα ανέκυπταν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο φερόμενο ως δικαιούχο της εντελλόμενης πληρωμής δικηγόρο, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 1 περ. ιε του ν. 3852/2010, κατά τις οποίες η ανάθεση της παροχής νομικών υπηρεσιών σε δικηγόρο επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένη υπόθεση. Και τούτο, διότι η υφιστάμενη κενή οργανική θέση δικηγόρου με πάγια αντιμισθία, η ύπαρξη της οποίας δεν αμφισβητείται από το εκδόσαν το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα νομικό πρόσωπο, δύναται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να πληρωθεί μόνο με πρόσληψη δικηγόρου, η οποία ενεργείται σύμφωνα με τη διαδικασία, που προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις και όχι με απευθείας ανάθεση σε δικηγόρο σχετικής σύμβασης παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του νομικού προσώπου ότι η εκκαθαρισθείσα αμοιβή είναι κατώτερη της νόμιμης, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού η διαμόρφωση του ύψους της δικηγορικής αμοιβής σε ορισμένο ύψος, δεν δύναται να άρει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 του ν. 3852/2010, την ως άνω διαπιστωθείσα νομική πλημμέλεια (πρβλ. ΕΣ Κλιμ.ΠρολΕλ.Δαπ. στο Ι Τμ. 142/2014), ενώ η επίκληση της ισχύουσας αναστολής προσλήψεων, βάσει των διατάξεων των άρθρων 10 και 11 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ Α΄ 40), και της, παρεπόμενης αυτής, ανάγκης έγκρισης της, προβλεπόμενης στο άρθρο 2 της 33/2006 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) «Αναστολή διορισμών και προσλήψεων στο Δημόσιο Τομέα.» (ΦΕΚ Α΄ 280), διαδικασίας έγκρισης, πέραν του ότι ερείδεται επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, δοθέντος ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν αποκλείουν γενικώς κάθε πρόσληψη κατά το διάστημα ισχύος τους, αλλά θέτουν, προϋποθέσεις και περιορισμούς, πέραν των υφισταμένων γενικώς, στις διαδικασίες πλήρωσης κενών οργανικών θέσεων, σε κάθε περίπτωση γίνεται αναποδείκτως, χωρίς την επίκληση και την προσκόμιση ειδικότερων στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι στην προκειμένη υπόθεση ο Σύνδεσμος κίνησε τη διαδικασία έγκρισης από το προβλεπόμενο στην ΠΥΣ όργανο ή ότι ενδεχόμενο αίτημα απορρίφθηκε. Τέλος, ανεξαρτήτως της λυσιτέλειας αυτής, η επίκληση της ανάγκης ύπαρξης πιστώσεων για τη δαπάνη μισθοδοσίας, προκειμένου για την εκκίνηση διαδικασίας πλήρωσης της υφιστάμενης κενής οργανικής θέσης, γίνεται αορίστως, χωρίς την επίκληση των ειδικότερων περιστάσεων που κατέστησαν εν προκειμένω την ύπαρξη των απαιτούμενων για τη μισθοδοσία  πιστώσεων κατά το χρόνο του διορισμού και τα επόμενα αυτού έτη αδύνατη.


ΔΕΚ/C-568/2013

«Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ — Άρθρα 1, στοιχείο γ΄, και 37 — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρα 1, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, και 55 — Έννοιες των όρων “πάροχος υπηρεσίας” και “οικονομικός φορέας” — Δημόσιο πανεπιστημιακό νοσοκομειακό ίδρυμα — Ίδρυμα που διαθέτει νομική προσωπικότητα και επιχειρηματική και οργανωτική αυτοτέλεια — Δραστηριότητα κυρίως μη κερδοσκοπική — Θεσμική αποστολή παροχής υπηρεσιών υγείας — Δυνατότητα παροχής αναλόγων υπηρεσιών εντός της αγοράς — Συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως»(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Αντιβαίνει στο άρθρο 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων [παροχής] υπηρεσιών, εθνική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας αποκλείεται η συμμετοχή δημόσιου νοσοκομειακού ιδρύματος, όπως το επίμαχο εν προκειμένω, σε διαγωνισμούς για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, λόγω της ιδιότητάς του ως δημόσιου οικονομικού οργανισμού, εφόσον και στο μέτρο που το ίδρυμα αυτό επιτρέπεται να δραστηριοποιείται στην αγορά σύμφωνα με τους θεσμικούς και καταστατικούς σκοπούς του. 2) Οι διατάξεις της οδηγίας 92/50, ειδικότερα δε οι γενικές αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας που διέπουν την οδηγία αυτή, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτές εθνική νομοθετική ρύθμιση που επιτρέπει σε δημόσιο νοσοκομειακό ίδρυμα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, τη συμμετοχή σε διαγωνισμό και την υποβολή προσφοράς που, χάρη στη δημόσια χρηματοδότηση της οποίας τυγχάνει το ίδρυμα αυτό, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς εκ των υποψηφίων. Εντούτοις, στο πλαίσιο του εκ μέρους της ελέγχου περί του αν πρόκειται για ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά, βάσει του άρθρου 37 της οδηγίας αυτής, η αναθέτουσα αρχή δύναται να λάβει υπόψη την ύπαρξη δημόσιας χρηματοδοτήσεως της οποίας τυγχάνει ένα τέτοιο ίδρυμα, όσον αφορά τη δυνατότητά της να απορρίψει την προσφορά αυτή.


ΔΕΚ/C-355/1998

Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)