ΕΣ/Τ4/13/2006
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Καταβολή αποζημίωσης σε ιδιώτη, λόγω τρομοκρατικής ενέργειας, για τη θετική ζημία που υπέστησαν από τον εμπρησμό των ΙΧ αυτοκινήτων τους. Δαπάνη μη νόμιμη, καθόσον οι βεβαιώσεις του Διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας του οικείου Νομού δεν είναι συνταγμένες σύμφωνα με το αρθ.7 παρ.7 του πδ 75/87 και δεν περιέχουν επαρκή αιτιολογία και αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ο χαρακτηρισμός των επίμαχων πράξεων ως τρομοκρατικών.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/769/2011
Κατά συνέπειαν, εν όψει των προεκτεθέντων, τα ανωτέρω από 1.6.1992 και 25.6.1992 έγγραφα, τα οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα εταιρεία, πληρούν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως «οχλήσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, από την επίδοση της οποίας στον κύριο του έργου θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημιώσεως μόνον για την θετική ζημία, η οποία προκαλείται μετά από αυτήν (την επίδοση), λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου περί την εκπλήρωση των συμβατικών ή νομίμων υποχρεώσεών του (βλ. ΣτΕ 1009/2009). Επομένως, τα ως άνω έγγραφα ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, άρα μη νομίμως δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν και δεν εξετιμήθησαν από το δικάσαν Εφετείο, η απόφαση του οποίου παρίσταται, κατά τούτο, πλημμελώς ητιολογημένη, κατ’ αποδοχήν ως βασίμου του σχετικού μόνου λόγου αναιρέσεως (πρβλ. ΣτΕ 1375/2007).
ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993
Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/220/2015 (Γ΄ΔΙΑΚΟΠΩΝ)
ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι μη νομίμως ανατέθηκε στις δύο φερόμενες ως δικαιούχους .....και ..... η άσκηση διδακτικού έργου στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής της Πολυτεχνικής Σχολής του ....., με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του π.δ/τος 407/1980, για το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2014 – 2015, προεχόντως διότι αυτές δεν φέρουν την ιδιότητα μέλους του Δ.Ε.Π. άλλου Α.Ε.Ι. της χώρας ή μέλους του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των Τ.Ε.Ι., όπως ρητώς απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. δ΄ του ν. 1674/1986 για την ανάθεση διδακτικού έργου σε μη νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο, όπως είναι το ….(ιδρύθηκε ως …… με το άρθρο 1 του ν.3341/1927 και μετονομάστηκε σε ….με το άρθρο 7 του ν. 3108/1954) και σε μη νεοσύστατο Τμήμα, όπως είναι το Τμήμα Αρχιτεκτονικής της Πολυτεχνικής Σχολής του ....., που ιδρύθηκε με το ν.δ. 3422/1955 (ΦΕΚ Α΄ 281). Άλλωστε, από την ίδρυση και έναρξη λειτουργίας του, ήτοι από το ακαδημαϊκό έτος 1956-1957, έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, το οποίο θα επέτρεπε, κατά την κοινή πείρα, στα αρμόδια όργανα του Πανεπιστημίου να ακολουθήσουν τις συνήθεις διαδικασίες διορισμού μελών του ακαδημαϊκού και ερευνητικού προσωπικού των Σχολών και Τμημάτων του. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, ο οποίος δεν προβάλλεται μεν από τη διαφωνούσα Επίτροπο, πλην όμως δύναται να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Κλιμάκιο στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου δαπανών, καθόσον συνιστά προκριματικό ζήτημα που ανάγεται στη νομιμότητα της ελεγχόμενης δαπάνης και προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. Ελ.Συν. Ι Τμ. 193/2011, 147/2011, 280/2010, 273/2009, 83 και 75/2007), η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η ανάθεση διδακτικού έργου σε αυτές υπόκειται, ενόψει της ιδιότητάς τους ως υπαλλήλων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, στους περιορισμούς των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 3528/2007 ... και του αντίστοιχου άρθρου 38 του ν.3584/2007 (για τη .....) περί χορήγησης της εκεί προβλεπόμενης άδειας, μετά από αιτιολογημένη θετική γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου. Εν προκειμένω, ωστόσο, όπως προκύπτει από τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν το ελεγχόμενο ένταλμα, η ..., υπάλληλος κλάδου ΠΕ Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, προσκόμισε μεν την 145779/2725/3.4.2015 άδεια του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, ως αρμοδίου οργάνου, με την οποία της επιτρέπεται η άσκηση διδακτικού έργου με αμοιβή και εκτός ωραρίου εργασίας, πλην όμως δεν προκύπτει ότι για την έκδοση της σχετικής πράξης έχει προηγηθεί η χορήγηση σύμφωνης γνώμης από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο των Υπαλλήλων Ο.Τ.Α. β΄ βαθμού, κατά παράβαση της οριζόμενης στο άρθρο 31 του ν.3528/2007 διαδικασίας. Εξάλλου, όσον αφορά στη ....., Αρχιτέκτονα Μηχανικού του Δήμου Βέροιας, αυτή δεν προσκομίζει ούτε άδεια του Δημάρχου, ως αρμοδίου προς διορισμό οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν.3584/2007, παρά μόνο τη με αρ. πρωτ. ΔΥ/Ε/224/3.4.2015 βεβαίωση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος – Καθαριότητας – Πολιτικής Προστασίας του Δήμου περί του ότι η άσκηση διδακτικού έργου δεν αποτελεί παρακώλυση των κύριων υπηρεσιακών της καθηκόντων, η οποία ωστόσο δεν πληροί τους ορισμούς του νόμου, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι έχει δοθεί προηγουμένως η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου προς τούτο Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων Ο.Τ.Α. Ν. …. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται με το 30631/30.6.2015 έγγραφο επανυποβολής του επίμαχου χρηματικού εντάλματος ότι η δεύτερη από τις φερόμενες ως δικαιούχους, ....., απευθύνθηκε με αίτησή της στο αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, το οποίο, με την 11/2015 απόφασή του, έκρινε εαυτό αναρμόδιο για τη χορήγηση σχετικής άδειας, επικαλούμενο τη ΔΙΔΑΔ/Φ.57/209/28725/13.11.2008 ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, σύμφωνα με την οποία .η άσκηση διδακτικού έργου στο Δημόσιο δεν συνιστά άσκηση ιδιωτικού έργου επ’ αμοιβή. Και τούτο, διότι, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, η σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται ανεξαρτήτως του αν η εργασία του υπαλλήλου παρέχεται σε ν.π.δ.δ., όπως τα Α.Ε.Ι. ή σε ιδιώτη, μέσω δε ερμηνευτικής εγκυκλίου δεν εισάγονται δεσμευτικοί κανόνες δικαίου, αλλά μόνο μέσω της νομοθετικής οδού, με την θέσπιση σχετικών κανόνων δικαίου. Επομένως, εφόσον δεν τηρήθηκε σχετικά με τις ανωτέρω η διαγραφόμενη στα άρθρα 31 του ν.3528/2007 και 38 του ν.3584/2007 διαδικασία για την ανάθεση σ’ αυτές διδακτικού έργου ως “ιδιωτικού έργου” επ’ αμοιβή, είναι μη νόμιμη η απασχόλησή τους ως έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του … για το εαρινό εξάμηνο του έτους 2014-2015, όπως βασίμως προβάλλει η διαφωνούσα Επίτροπος, κατ’ εκτίμηση του προβαλλόμενου λόγου.
ΣΤΕ/1934/2022
Με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/20.11.2013 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Υγείας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθώς και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με τίτλο «Απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών έκδοσης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Καταστήματος Υγειονομικού Ενδιαφέροντος, Θεάτρου και Κινηματογράφου» (Β΄3106/9.12.2013). Ειδικότερα, η ακύρωση της εν λόγω κανονιστικής απόφασης ζητείται κατά το μέρος που αφορά στην αδειοδότηση καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τα κατωτέρω εκτιθέμενα.(...)Επειδή, από τις προπαρατιθέμενες νομοθετικές διατάξεις (σκέψεις 7-9,11-12), συνδυαστικά ερμηνευόμενες, συνάγεται ότι το, υπαγόμενο στην αρμοδιότητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, καθεστώς αδειοδότησης των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ως προς τα οποία διατηρείται το αντικείμενο της δίκης, ρυθμίζεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 80 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, συμπληρούμενες από τις περί αρμοδιοτήτων σχετικές διατάξεις των άρθρων 65, 73 και 83 του ν. 3852/2010. Οι διατάξεις αυτές του εν λόγω Κώδικα επιβάλλουν, κατά τη σαφή έννοιά τους, όπως αποτυπώνεται, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη δέκατη σκέψη, και στην αιτιολογική έκθεση του κυρωτικού του Κώδικα ν. 3463/2006, την έκδοση ρητής πράξης περί αποδοχής ή απόρριψης του αιτήματος χορήγησης, αρχικώς, προέγκρισης ίδρυσης και, ακολούθως, άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του κ.υ.ε. εντός της, κατά περίπτωση, τασσόμενης σχετικής προθεσμίας, άλλως δε, σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αυτής, τη στοιχειοθέτηση τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης του οικείου αιτήματος, ήτοι σιωπηρής άρνησης αποδοχής του, καθώς και παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, την οποία συνιστά η σιωπηρή άρνηση του αρμόδιου οργάνου να αποφανθεί επί του αιτήματος. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 80 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ως ειδικές, κατισχύουν των προεκτιθέμενων γενικών διατάξεων του άρθρου 10 του προγενέστερου του Κώδικα ν. 3230/2004 και των άρθρων 2, 6 και 14 του μεταγενέστερού του ν. 3844/2010 (και της κατ’ εξουσιοδότησή του κ.υ.α ΔΙΑΔΠ/Φ.Α./18613/2010), σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου και ελλείψει ρητής αντίθετης νομοθετικής πρόβλεψης. Οι εν λόγω διατάξεις των νόμων 3230/2004 και 3844/2010 περιέχουν, αντιστοίχως, γενικές ρυθμίσεις περί απλούστευσης της διαδικασίας έκδοσης διοικητικών πράξεων και της διαδικασίας για πρόσβαση, γενικώς, σε μη μισθωτές δραστηριότητες παροχής, έναντι αμοιβής, υπηρεσιών και για την άσκησή τους, στο πλαίσιο των οποίων, χωρίς ειδική αναφορά στο ζήτημα της αδειοδότησης των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, θεσπίζεται, ενόψει του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού, σιωπηρή θετική διοικητική πράξη, τεκμαιρόμενη από την άπρακτη πάροδο της κατά νόμον τασσόμενης προθεσμίας απόφανσης του αρμόδιου οργάνου και επαγόμενη τη «σιωπηρή έγκριση»-αποδοχή του αιτήματος του ενδιαφερομένου και, εντεύθεν, τη σιωπηρή αδειοδότηση. Ενόψει του ως άνω καθοριζόμενου ρυθμιστικού πλαισίου, η διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 80 του ν. 3463/2006 (ΚΔΚ) είναι η μόνη που μπορεί να παράσχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης κ.υ.α. ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/2013, κατά το εριστό μέρος της, αντιθέτως προς τις μη εφαρμοστέες εν προκειμένω -ως εκ του γενικού χαρακτήρα των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3230/2004 και των άρθρων 2, 6 και 14 του ν. 3844/2010- εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004, που επικαλείται στο προοίμιό της η προσβαλλόμενη, και τις εξουσιοδοτικές διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 και της παραγράφου 8 του άρθρου 14 του ν. 3844/2010, στις οποίες, επομένως, η εν λόγω κ.υ.α. δεν ευρίσκει, κατά σώρευση εξουσιοδοτήσεων, νόμιμο έρεισμα. Συμφώνως δε προς τα ανωτέρω, η μόνη εφαρμοστέα, για τον, κατ’ εξουσιοδότησή της, καθορισμό θεμάτων που αφορούν αποκλειστικώς στην αδειοδότηση της κατηγορίας των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ειδική διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 80 του ν. 3463/2006 (ΚΔΚ) παρέχει, κατά την έννοιά της, εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να θεσπίσουν, με κοινή απόφασή τους, ρυθμίσεις εξειδικεύουσες το καθιερούμενο με τον ν. 3463/2006, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, καθεστώς αδειοδότησης της συγκεκριμένης κατηγορίας καταστημάτων. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της οικείας προθεσμίας απόφανσης, η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη δεν επιτρέπει την πρόβλεψη σιωπηρής θετικής διοικητικής πράξης, ώστε η προέγκριση και η άδεια να λογίζονται ως σιωπηρώς εκδοθείσες. Τούτων παρέπεται ότι κείνται εκτός της παρεχόμενης με τη διάταξη του άρθρου 80 παρ. 9 του ν. 3463/2006 εξουσιοδότησης οι πληττόμενες με την υπό κρίση αίτηση, κατά το διατηρούμενο αντικείμενο της δίκης, προπαρατιθέμενες κανονιστικές ρυθμίσεις της ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/2013 κοινής υπουργικής απόφασης οι οποίες -στο πλαίσιο της, κατά τον ομώνυμο τίτλο της, «Απλούστευση[ς] των διοικητικών διαδικασιών έκδοσης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Καταστήματος Υγειονομικού Ενδιαφέροντος», διεπόμενου από Υγειονομική Διάταξη και αδειοδοτούμενου από τους δήμους (άρθρο 1 παρ. 1)- ορίζουν ότι «Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προαναφερόμενης προθεσμίας, θεωρείται ότι η προέγκριση έχει χορηγηθεί σιωπηρά» (άρθρο 1 παρ. 2) και ότι «Αν παρέλθει άπρακτη η [τασσόμενη ]προθεσμία…, λογίζεται ότι η άδεια [ίδρυσης και λειτουργίας κ.υ.ε.] έχει εκδοθεί» (άρθρο 2 παρ. 5). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τα προαναφερόμενα ισχύουν και όσον αφορά τις αντίστοιχου περιεχομένου ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κ.υ.α. για την αντικατάσταση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας και για τη χορήγηση και αντικατάσταση άδειας χρήσης μουσικών οργάνων (άρθρα 3 παρ. 2,4 και 5 παρ. 1,4). Συνεπώς, κατόπιν αυτών, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το πληττόμενο προαναφερόμενο μέρος της, όπως βασίμως προβάλλεται από τους αιτούντες Δήμους, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.Ακυρώνει την ΔΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1/31600/2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Υγείας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθώς και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.