Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/1/2009

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 716/1977

H σύμπραξη του αναδόχου μελετητή με άλλο μελετητικό γραφείο κάτοχο πτυχίου ανώτερης τάξης καθίσταται αναγκαία, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις για τη συνέχιση της μελέτης, η ανάγκη δε αυτή ανακύπτει το πρώτον μετά την ολοκλήρωση της προμελέτης, οπότε προσδιορίζεται και η συμβατική αμοιβή.Περαιτέρω Σημειώνεται ότι η αναφορά στην πηγή κάλυψης της δαπάνης αρκεί κατά το νόμο να διαλαμβάνεται στην απόφαση για την ανάθεση της μελέτης, όχι δε και στις μεταγενέστερες αποφάσεις με τις οποίες εγκρίνονται τα επιμέρους στάδια αυτής ή δίνεται εντολή για τη συνέχισή της.Ανάκληση της 257/2007 πράξης του 7ου Τμήματος

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ7/153/2009

Από την πρόβλεψη της προαναφερόμενης παρ. 7 του άρθρου 11 του ν. 716/1977 περί ανάθεσης μελέτης δι’ απευθείας επιλογής δεν είναι δυνατό να εξαιρεθούν οι μελέτες που ανατίθενται σε ένα και τελικό στάδιο, χωρίς τη μεσολάβηση ενδιάμεσου σταδίου (π.χ. προμελέτης), όπως δύναται κατά τα προηγούμενα να ανατεθεί η πολεοδομική μελέτη, καθόσον κατ’ αυτό τον τρόπο θα στερείτο η αναθέτουσα αρχή από μια νομίμως προβλεπόμενη δυνατότητα. Στην περίπτωση, όμως, αυτή, που δεν ρυθμίζεται ειδικά, ως συμβατική αμοιβή, που αποτελεί τη βάση προϋπολογισμού της τελικώς καταβληθησόμενης αμοιβής του μελετητή, νοείται εκείνη που προκύπτει από τον προϋπολογισμό που υποβάλλεται για πρώτη φορά στην αρμόδια υπηρεσία του εργοδότη και που αφορά τον ακριβή προσδιορισμό του συμβατικού αντικειμένου (βλ. και την ΔΕ6678/1.9.1981 γνωμοδότηση της αρμόδιας Γνωμοδοτικής Επιτροπής Μελετών άρθρ. 5 ν. 716/1977 και Πρακτικά VII Τμ. 1ης Συν./8.1.2008, Πρ. 279/2008).Ανάκληση της 193/2008 πράξης του 7ου Τμ.


ΣτΕ/419/2008

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:Μελέτες κτιριακών έργων. Εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1418/1984 που αφορούν την τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας κατά την επίλυση των σχετικών διαφορών. Κάθε εκπονούμενο στάδιο της μελέτης αποτελεί εξειδίκευση του ενιαίου σχηματισμού. Αν η ανάθεση αφορά στην εκπόνηση της προμελέτης του κτιριακού έργου, το ποσό της αμοιβής του μελετητή προσαυξάνεται κατά το προβλεπόμενο ποσοστό. Η πρόσθετη αμοιβή δεν αποτελεί αποζημίωση του μελετητή λόγω μη ανάθεσης και των λοιπών σταδίων της μελέτης. Παραγραφή χρηματικών αξιώσεων κατά νπδδ και έναρξη ή διακοπή αυτής.


ΕΣ/Τ7/174/2006

Η προμελέτη, αντιστοιχεί σε ωριμότερο και λεπτομερέστερο στάδιο της μελέτης, βασιζόμενο σε μετρήσεις του μελετητή, κατά το οποίο η μελέτη συγκεκριμενοποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστεί δυνατός ο ακριβής προϋπολογισμός του κόστους του έργου και η σύνταξη των τευχών δημοπρατήσεως αυτού. Η συμβατική αμοιβή του μελετητή υπολογίζεται βάσει του προϋπολογισμού του σταδίου της προμελέτης και καθορίζεται με την εγκριτική για το στάδιο αυτό απόφαση. Βάσει της με αυτή την εγκριτική απόφαση καθοριζομένης αμοιβής διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με τις περί αμοιβών μελετητών διατάξεις, η νόμιμη αμοιβή, που καταβάλλεται κατά στάδια της μελέτης και μετά την έγκριση κάθε σταδίου (βλ. και ΣτΕ 1267/2004, πρ. ΙV Τμ. Ελ.Συν. 66/2005).


ΕΣ/Τ7/193/2008

Μελέτες.Επομένως, δεν είναι επιτρεπτή η ανάθεση, με τη διαδικασία της απευθείας επιλογής, εκπόνησης μελέτης με παράλειψη του σταδίου της προμελέτης, καθότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της υπέρβασης ή μη του ανωτάτου ορίου το οποίο θέτει ο νομοθέτης και το οποίο δεν δύναται να υπερβεί η νόμιμη αμοιβή του μελετητή (βλ. Πράξη 272/2007 VII Τμήμα Ελ. Συν.).Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η εντελλόμενη με το εν λόγω χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη, καθόσον για τον καθορισμό της αμοιβής του αναδόχου μελετητή, δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην διάταξη της παρ.7 του άρθρου 11 του ν.716/1977 διαδικασία δηλαδή δεν έγινε υπολογισμός αυτής με βάση τον προϋπολογισμό του σταδίου της προμελέτης και καθορισμό της σύμφωνα με την εγκριτική του σταδίου αυτού απόφασης.


ΕΣ/Τ7/272/2007

Μελέτες.Δαπάνη δεν είναι νόμιμη καθόσον για τον καθορισμό της αμοιβής των αναδόχων μελετητών δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην διάταξη της παρ.7 του άρθρου 11 του ν.716/1977 διαδικασία και δεν προκύπτει ότι η τελική αμοιβή της μελέτης δεν έχει υπερβεί το οριζόμενο από στην προαναφερόμενη διάταξη ανώτατο όριο του 40% της συμβατικής αμοιβής, που αρχικώς καθορίζεται βάσει του προϋπολογισμού που συντάσσεται κατά το στάδιο της προμελέτης και, συνεπώς, η καταβολή της ως άνω αμοιβής στερείται νομίμου ερείσματος


ΕΣ/Τ7/183/2009

Ειδικά δε στην περίπτωση, κατά την οποία πρόκειται για μελέτη που ανατίθεται σ’ ένα και τελικό στάδιο, χωρίς τη μεσολάβηση ενδιάμεσου σταδίου (π.χ προμελέτης), ως συμβατική αμοιβή, που αποτελεί τη βάση προϋπολογισμού της τελικώς καταβληθησόμενης αμοιβής του μελετητή, νοείται εκείνη που προκύπτει από τον προϋπολογισμό που υποβάλλεται για πρώτη φορά στην αρμόδια υπηρεσία του εργοδότη και που αφορά τον ακριβή προσδιορισμό του συμβατικού αντικειμένου (βλ. και την ΔΕ6678/1.9.1981 γνωμοδότηση της αρμόδιας Γνωμοδοτικής Επιτροπής Μελετών άρθρ. 5 ν. 716/1977 και Πρακτικά VII Τμ. 1ης Συν./8.1.2008, Πρ. 279/2008). Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι συγκριτικός πίνακας συντάσσεται και για κάθε αναπροσαρμογή της αμοιβής της μελέτης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 παράγραφος 7 του ν. 716/1977 (ΦΕΚ Α΄ 295), στον οποίο εμφανίζονται οι αυξομοιώσεις των ποσοτήτων των εργασιών και προσδιορίζεται η αξία αυτών, χωρίς να απαιτείται να συμπεριληφθούν σε συμπληρωματική σύμβαση. Η υποβολή του εν λόγω συγκριτικού πίνακα στην αρμόδια υπηρεσία του εργοδότη το πρώτον, στα πλαίσια σύμβασης με αντικείμενο την εκπόνηση πολεοδομικής μελέτης σε ένα και τελικό στάδιο, χωρίς την υποβολή προμελέτης, και η έγκρισή του από αυτήν προσδιορίζει τη συμβατική αμοιβή, η οποία δύναται να διαφέρει από την προεκτιμώμενη και επί της οποίας θα υπολογιστεί και η τελικώς καταβληθησόμενη στο μελετητή αμοιβή, κατά τα προαναφερθέντα.


ΕΣ/Τ7/189/2007

Η επικαλούμενη δε από το Δήμο χρονική καθυστέρηση ή πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση σε περίπτωση αναθέσεως των επίμαχων συμπληρωματικών μελετών μετά από διενέργεια διαγωνισμού δεν μπορούν να νοηθούν ως μείζονα προβλήματα κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. β΄ περ. γ΄ του ν. 3316/2005, διότι αφενός δεν αποτελούν νόμιμους λόγους για την απ’ ευθείας (με διαδικασία διαπραγμάτευσης) ανάθεση στον ανάδοχο της αρχικής μελέτης πρόσθετων μελετών και αφετέρου στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ της κύρωσης της πράξης εφαρμογής από το Νομάρχη (22.9.2005) και της έγκρισης του 4ου συγκριτικού πίνακα εργασιών από την Προϊσταμένη Αρχή (17.5.2006) μεσολάβησε σημαντικό χρονικό διάστημα, το οποίο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια μιας πιθανής διαγωνιστικής διαδικασίας.Μη ανάκληση της 64/2007 του 7ου τμ.


ΕΣ/Τ7/238/2008

Μελέτες.Σε περίπτωση ανάθεσης με διαδικασία διαπραγμάτευσης οι διατάξεις του νόμου αυτού (3316/2005) εφαρμόζονται αν η πρόσκληση προς διαπραγμάτευση αποσταλεί μετά την έναρξη ισχύος του ...»,Νόμιμη η απευθείας ανάθεση στον αρχικό ανάδοχο συμπληρωματικών εργασιών μελέτης, καθόσον το ποσό αυτών, όπως προκύπτει από τον 1ο συγκριτικό πίνακα, ο οποίος εγκρίθηκε εντός της συμβατικής προθεσμίας και περιλαμβάνει τις εργασίες αυτές, δεν υπερβαίνει το 50% της συμβατικής αμοιβής, δεδομένου ότι η μελέτη αυτή, η οποία δεν συνδέεται με τηνκατασκευή έργου, ανατέθηκε σε ένα και τελικό στάδιο, χωρίς την υποβολή προμελέτης. Περαιτέρω, όμως, οι ως άνω συμπληρωματικές εργασίες μη νομίμως εκτελέστηκαν, αφού δεν προηγήθηκε γνώμη του Νομαρχιακού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (άρθρο 4 π.δ. 186/1996), κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 29 του ν.3316/2005.


ΝΣΚ/506/2008

Ακύρωση της σύμβασης εκπόνησης μελέτης, λόγω απόκλισης του αντικειμένου της μελέτης που αναφέρεται στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Απολύτως άκυρο είναι το μέρος της συμβάσεως με το οποίο ανατέθηκε επιπλέον μελετητικό αντικείμενο εκείνου που είχε δημοσιοποιηθεί με την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και είχε εγκριθεί με πράξη του αρμοδίου οργάνου. (ομοφ.) Τυχόν αξιώσεις εκκαθαρίζονται με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Θεωρητικό θεμέλιο, στην προεκτεθείσα άποψη περί απολύτου ακυρότητος της διοικητικής συμβάσεως, αποτελεί η παραδοχή ότι οι διοικητικές συμβάσεις δεν παράγουν τεκμήριο νομιμότητος και συνεπώς το ζήτημα περί του εγκύρου αυτών και επέκεινα της ελλείψεως συμβατικής δεσμεύσεως των συμβληθέντων μερών, μπορεί να ανακύπτει οποτεδήποτε μετά την κατάρτιση και κατά το στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως, ακόμη και στο τελικό στάδιο ολοκληρώσεως της (Βλ. Δαλτόγλου ο.πρ.παρ.781).

ΣτΕ/1208/2012

Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τον γενικό κανόνα του άρθρου 63 παρ. 1, 2 και 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και ενόψει της παρατιθέμενης στη σκέψη 10 πάγιας συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, αν η τασσόμενη στη Διευθύνουσα Υπηρεσία μηνιαία από την υποβολή του λογαριασμού προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο λογαριασμός δεν θεωρείται ότι έγινε αποδεκτός, δηλαδή ότι έχει αυτοδικαίως εγκριθεί, αλλά ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία έχει σιωπηρώς αρνηθεί την έγκρισή του. Και τούτο διότι στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 104 του π.δ. 696/1974 ορίζεται μεν προθεσμία ενός μηνός για τον έλεγχο και την έγκριση του λογαριασμού, δεν προβλέπεται όμως ότι, με την άπρακτη πάροδο αυτής, ο λογαριασμός θεωρείται αυτοδικαίως εγκεκριμένος. Ούτε βεβαίως θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, μολονότι δεν ορίζεται τούτο ρητώς, η βούληση του νομοθέτη ήταν μόνη η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας, οφειλόμενη σε αδράνεια, για οποιονδήποτε λόγο, των αρμόδιων υπαλλήλων, να έχει ως συνέπεια την αμετάκλητη αυτοδίκαιη έγκριση του λογαριασμού και ακολούθως την υποχρέωση του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. να καταβάλλουν δημόσιο χρήμα, ανεξάρτητα από τις τυχόν πλημμέλειες που αυτός έχει, δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν το ποσό του λογαριασμού διεκδικείται παρανόμως ή αχρεωστήτως. Και μάλιστα χωρίς να παρέχεται καμία δυνατότητα πλέον στη Διοίκηση να προβεί, μετά την άπρακτη πάροδο της μηνιαίας προθεσμίας, στην έκδοση πράξης με την οποία ρητώς θα αρνείται την έγκριση του λογαριασμού ή θα τροποποιεί αυτόν για λόγους νομιμότητας, είτε διότι ο λογαριασμός είναι αντίθετος προς διατάξεις νόμου ή τη σύμβαση είτε διότι στηρίζεται σε στοιχεία ανύπαρκτα ή ανακριβή [πρβλ. και την Α.Π. 1127/2006, με την οποία ο Άρειος Πάγος, ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 8 (ήδη παρ. 10) του ν. 1418/1984 και του άρθρου 40 παρ. 7 του π.δ. 609/1985 (223Α’), έκρινε ότι η, λόγω της άπρακτης παρόδου της μηνιαίας προθεσμίας, σιωπηρή έγκριση του λογαριασμού ισχύει «μόνον επί λογαριασμών που, άσχετα από την ουσιαστική βασιμότητα των καθέκαστα στοιχείων τους, πληρούν τους όρους νομιμότητάς τους», ενώ δεν αφορά λογαριασμούς που δεν έχουν όλα τα απαιτούμενα για τη νομιμότητά τους στοιχεία]. Όπου άλλωστε ο νομοθέτης θέλησε η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης με τη νομοθεσία για την εκπόνηση των μελετών στα διοικητικά όργανα προθεσμίας προς ενέργεια, να μην συνιστά σιωπηρή απόρριψη, αλλά να ισοδυναμεί με πράξη θετικού περιεχομένου για το μελετητή, δηλαδή με αποδοχή υποβαλλομένου αιτήματος, όρισε τούτο ρητώς. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 του ν. 716/1977, όπου ρητώς ορίζεται ότι η παραλαβή της μελέτης, η οποία πραγματοποιείται με την έκδοση αφενός βεβαίωσης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας για συμμόρφωση του μελετητή προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις και αφετέρου της εγκριτικής της μελέτης απόφασης του εργοδότη, συντελείται εντός προθεσμίας (που καθορίστηκε στη συνέχεια με το άρθρο 19 παρ. 1 του εκτελεστικού του νόμου αυτού π.δ. 194/1979) (παρ. 1), και ότι, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, «η παραλαβή της μελέτης θεωρείται ως αυτοδικαίως συντελεσθείσα» μετά την πάροδο διμήνου από την υποβολή, μετά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας, ειδικής αίτησης του μελετητή για τη διενέργεια της παραλαβής (παρ. 2).(...) Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω γενομένων δεκτών στις σκέψεις 12 έως 14, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθό μέρος έκρινε ότι ο υποβληθείς λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί και ότι ανακύπτει υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να καταβάλει στην ανάδοχο το ποσό αυτού των 228.401,81 ευρώ. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, εάν δηλαδή, κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του άρθρου 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974 και του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας από την υποβολή του λογαριασμού του μελετητή συνεπάγεται τη σιωπηρή έγκριση αυτού και η Διοίκηση υποχρεούται να καταβάλει τα αναφερόμενα στον λογαριασμό χρηματικά ποσά, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα επανόδου, ως αναρμόδια πλέον κατά χρόνον, ανεξαρτήτως των νομικών πλημμελειών του λογαριασμού, δηλαδή έστω και αν τα ανωτέρω ποσά ζητούνται παρανόμως ή αχρεωστήτως ή εάν, αντιθέτως, σύμφωνα με τα ομοφώνως γενόμενα δεκτά στις σκέψεις 12 έως 14, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας συνεπάγεται την άρνηση έγκρισης του λογαριασμού και μάλιστα όταν ο λογαριασμός είναι μη νόμιμος, πρέπει το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α’ του π.δ. 18/1989.