Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τμ.6/2194/2011

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005

Κατ’ ακολουθία αυτών που έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση αίτηση για την ανάκληση της 59/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι οι περιορισμοί που τίθενται με τους όρους των άρθρων 18.1., 18. 2 και 20.3.1. της οικείας διακήρυξης αντίκεινται σε θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με όσα έχουν ειδικότερα αναπτυχθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί πλημμελής η οικεία διαδικασία δημοπράτησης στο σύνολό της. Απαραδέκτως δε προβάλλονται από την αιτούσα οι ισχυρισμοί περί συνδρομής συγγνωστής πλάνης στο πρόσωπο της αναθέτουσας αρχής και συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος, που επιτάσσουν την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δοθέντος ότι σε επίκληση και συναφώς απόδειξη των ισχυρισμών αυτών νομιμοποιείται μόνο η αναθέτουσα αρχή. Πέραν αυτών, η επίκληση των ως άνω λόγων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση θεμελιωδών κανόνων του κοινοτικού δικαίου, που διέπουν τις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, λαμβανομένης υπόψη και της εν γένει υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της υποχρέωσης ομοιόμορφης εφαρμογής του από όλους τους αναθέτοντες φορείς, που εμπίπτουν στο πεδίο της ισχύος του.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/2204/2011

Κατ’ ακολουθία αυτών που έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση αίτηση για την ανάκληση της 78/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι οι περιορισμοί που τίθενται με τους όρους των άρθρων 18.1., 18.2 και 20.3.1. της οικείας διακήρυξης αντίκεινται σε θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα με όσα έχουν ειδικότερα αναπτυχθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί πλημμελής η οικεία διαδικασία δημοπράτησης στο σύνολό της. Απαραδέκτως δε προβάλλονται από την αιτούσα οι ισχυρισμοί περί συνδρομής συγγνωστής πλάνης στο πρόσωπο της αναθέτουσας αρχής και συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος, που επιτάσσουν την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δοθέντος ότι σε επίκληση και συναφώς απόδειξη των ισχυρισμών αυτών νομιμοποιείται μόνο η αναθέτουσα αρχή. Πέραν αυτών, η επίκληση των ως άνω λόγων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση θεμελιωδών κανόνων του κοινοτικού δικαίου, που διέπουν τις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, λαμβανομένης υπόψη και της εν γένει υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της υποχρέωσης ομοιόμορφης εφαρμογής του από όλους τους αναθέτοντες φορείς, που εμπίπτουν στο πεδίο της ισχύος του. ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ 2204/2011 Απόφαση του Τμ.μείζονος επατ.σύνθεσης 3032/2011


ΕλΣυν/Επτ/2489/2011

Μελέτες.Συμπληρωματικές συμβάσεις.Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα μείζονος – επταμελούς σύνθεσης άγεται στην κρίση ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης συμπληρωματικών μελετών δεν αιτιολογείται ως προς το προαπαιτούμενο της συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων εκ μέρους του αρμοδίου για την έκδοση της σχετικής απόφασης Aναπληρωτή Διευθυντή Συγκοινωνιακών Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων αναθεώρησης περί συνδρομής των περιστάσεων αυτών και περί της ύπαρξης επαρκούς αιτιολογίας στην αιτιολογική έκθεση. Συγκεκριμένα, ως προς την ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και την παρεμβαίνουσα σύμπραξη, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, λεκτέον ότι τούτο θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, όπως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο.


ΣτΕ/1082/2008

Οι πάγιες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσον του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφ` όσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε εκ των λόγων για τους οποίους δύναται πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, των προϋποθέσεων αυτών διαπιστουμένων με νόμιμη και επαρκή αιτιολόγηση της σχετικής κρίσεως της αναθέτουσας αρχής.


ΝΣΚ/585/1999

Νομιμότης όρου διακήρυξης.Ορος διακήρυξης διαγωνισμού, ο οποίος διεξάγεται κατά τις διατάξεις της διοικητικής νομοθεσίας και ο οποίος βρίσκεται σε αντίθεση με κανόνα του κοινοτικού δικαίου ή του εσωτερικού δικαίου με το οποίο τίθεται σε εφαρμογή η κοινοτική νομοθεσία, είναι ανίσχυρος και δεν δεσμεύει τα μέρη.

ΥΠΕΣ/876/2011

ΘΕΜΑ: Θέματα δημοσίων συμβάσεων ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού και λοιπών νομικών προσώπων τους που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου (Οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ )

ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/3412/2014

Εκπόνηση μελέτης..ζητείται η αναθεώρηση της 2954/2014 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Κατ’ ακολουθία αυτών που στις προηγούμενες σκέψεις έγιναν δεκτά, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει και κατ’ ουσίαν δεκτή και να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Τμήματος κατά το μέρος που με αυτή κρίθηκε ότι η επίκληση από την αναθέτουσα αρχή της διάταξης του άρθρου 109 του ν. 4199/2013 είναι αλυσιτελής για το λόγο ότι, πέραν της μη συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων, υφίσταται ως πρόσθετη πλημμέλεια που κωλύει τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης και η δι’ αυτής επέκταση του οικείου τεχνικού αντικειμένου. Δεδομένου δε αφενός ότι με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι τυγχάνει εφαρμοστέα, στην προκειμένη περίπτωση, η άνω παρέχουσα τη δυνατότητα επανελέγχου της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης διάταξη του ν. 4199/2013, καθόσον το μεν έχει αναδρομική ισχύ, το δε το γεγονός της απένταξης της αρχικής σύμβασης από το οικείο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα δεν ασκεί καμία επιρροή και αφετέρου ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν προηγουμένως δεκτά, πέραν της μη συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων για τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης -πλημμέλεια την οποία και σκοπεί να θεραπεύσει η εν λόγω νομιμοποιητική διάταξη με την καθιέρωση τεκμηρίου περί συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής- ουδεμία άλλη πλημμέλεια που να κωλύει την υπογραφή αυτής αναδείχθηκε με την 136/2011 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου ή τις προαναφερόμενες αποφάσεις του VI Tμήματος (2158/2011) και του Τμήματος Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης (2489/2011), η υπό κρίση αυτή συμπληρωματική σύμβαση μελετών μπορεί να υπογραφεί.Αναθεωρεί την 2954/2014 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν


ΕΣ/Τ1/92/2006

Προσλήψεις από Νοσοκομείο με σύμβαση εργασίας ιδ. δικαίου ορισμένου χρόνου (4μηνη) δύο Αδελφών Νοσοκόμων, κατ΄επίκληση των διατάξεων του ν. 2190/94. Μη νόμιμες, διότι έγιναν χωρίς να προηγηθεί η έγκριση της σχετικής απόφασης του Διοικητή του Νοσοκομείου από το Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας (Συγγνωστή πλάνη).


ΣτΕ/1217/2008

Μελέτες. Αποκλεισμός υποψηφίου. Η διακήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε ειδικώς, και μάλιστα επί ποινή αποκλεισμού, την υποβολή τεύχους συνοπτικών προμετρήσεων των «Η/Μ έργων χωριστά για κάθε αντλιοστάσιο». Συνεπώς, ο αποκλεισμός της αιτούσης από το διαγωνισμό λόγω μη υποβολής του ανωτέρω τεύχους, δεν πιθανολογείται ότι εχώρησε κατά παράβαση κανόνων του κοινοτικού ή του εσωτερικού δικαίου, εφόσον δε η κατά τα ανωτέρω αιτιολογία αποτελεί επαρκές έρεισμα του αποκλεισμού.


ΝΣΚ/254/2005

Εφαρμογή του Π.Δ/τος 4/2002 μετά την θέση σε ισχύ του Ν 3316/2005.Το Π.Δ. 4/2002 δεν καταργήθηκε από το Ν 3316/2005, επειδή τα πεδία εφαρμογής τους είναι διακριτά. Συνεπώς μπορεί να εφαρμόζεται η διαδικασία απευθείας ανάθεσης των συμβάσεων τεχνικής βοήθειας των αρχών που διαχειρίζονται τους πόρους του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, εφόσον η δαπάνη των συμβάσεων αυτών δεν υπερβαίνει τα όρια που τίθενται στο Π.Δ. 4/2002.