Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜ.6/2515/2009

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1650/1986, 609/1985

Υπογραφή σχεδίου σύμβασης έργου..ζητείται η ανάκληση της 375/2009 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη νομική σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι μη νόμιμα το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου ... προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, με την 48/29.5.2009 απόφασή του, καθόσον ήδη από 30.4.2008 είχε λήξει η ισχύς των περιβαλλοντικών όρων που εγκρίθηκαν με την Α.Π. 130418/27.6.2003 Κοινή Υπουργική Απόφαση, χωρίς παράλληλα να έχει τηρηθεί η διαδικασία ανανέωσης ή αναθεώρησής της. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το 2427/18.8.2009 έγγραφο της Αναθέτουσας Αρχής, αυτή υπέβαλε αίτημα ανανέωσης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων μόλις την 18.8.2009, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, που εντόπισε τη συγκεκριμένη πλημμέλεια. Εξάλλου, αβάσιμα η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι η τήρηση της διαδικασίας αναθεώρησης ή ανανέωσης της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων απαιτείται μόνο εφόσον επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, περίπτωση που εν προκειμένω δεν συντρέχει, τούτο δε διότι, κατά την έννοια της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν.1650/1986, η τήρηση της διαδικασίας ανανέωσης ή αναθεώρησης πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, οι δε τυχόν επελθούσες – μετά την αρχική έγκριση - ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον ασκούν επιρροή μόνο όσον αφορά στο είδος της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί από τη Διοίκηση κατά την έκδοση της αιτούμενης ανανέωσης (σύνταξη εκ νέου μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων κ.λπ., πρβλ. ΣτΕ 297/2009). Περαιτέρω, η 28/2.4.2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., κατά το μέρος που με αυτήν δεν έγινε αποδεκτή η εισήγηση της Επιτροπής Διαγωνισμού περί της ανάγκης αναβαθμολόγησης της προσφοράς της παρεμβαίνουσας κοινοπραξίας, επί τη βάσει των προβληθέντων ισχυρισμών της κοινοπραξίας «….» (σημεία 6 και 7 της ένστασής της), παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, καθόσον το εν λόγω αποφασίζον όργανο δεν αιτιολόγησε ειδικά, όπως όφειλε, έστω με παραπομπή σε άλλα στοιχεία του φακέλου, την απόκλισή του από τη γνώμη της Επιτροπής Διαγωνισμού. Δεν αρκεί δε η επίκληση, στο σώμα της απόφασης, της αιτιολογίας που περιέχεται στο 4ο/16.12.2008 πρακτικό της ίδιας Επιτροπής, δεδομένου ότι ακριβώς το πρακτικό αυτό προσβλήθηκε με ένσταση από την παραπάνω κοινοπραξία, κατόπιν της οποίας η Επιτροπή Διαγωνισμού διέλαβε νέα κρίση, αποκλίνουσα μερικώς από την αρχική (ως προς τα σημεία 6 και 7 της ένστασης). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του αιτούντος Δήμου ότι η διαδικασία έχει κριθεί στο σύνολό της νόμιμη με τις 956 και 961/2008 αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αβάσιμος, καθόσον οι αποφάσεις αυτές αφορούν σε προγενέστερο στάδιο του διαγωνισμού. Τέλος, ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας ότι η επίμαχη 28/2.4.2009 απόφαση έχει καταστεί οριστική και απρόσβλητη, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από τους συμμετέχοντες στη διαγωνιστική διαδικασία, είναι ομοίως αβάσιμος, τούτο δε διότι ο έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το στάδιο πριν τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων ασκείται χάριν του δημόσιου συμφέροντος και δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από τις ενέργειες των συμμετεχόντων στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία. Επομένως, ορθά με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι η διαδικασία ανάθεσης του έργου «Αποχέτευση Παραλιακών Οικισμών Δήμου ... – 1ο Υποέργο: Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων» πάσχει κατά τις διαπιστωθείσες από το Κλιμάκιο πλημμέλειες. Πλην όμως, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Δήμος ... 1) έχει ήδη υποβάλει αίτημα ανανέωσης της αρχικής απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και 2) είναι μικρός Δήμος που δεν διαθέτει οργανωμένη νομική και τεχνική υπηρεσία, το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ενόψει και του ότι το κύρος της 28/2.4.2009 απόφασης δεν αμφισβητήθηκε από τους λοιπούς διαγωνιζόμενους, ότι δεν υπήρξε πρόθεση καταστρατήγησης του ισχύοντος νομικού πλαισίου από μέρους των οργάνων του αιτούντος Δήμου, τα οποία πεπλανημένως, πλην συγγνωστώς, πίστεψαν ότι οι παραπάνω ενέργειές τους ήταν εν προκειμένω επιτρεπτές. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Ασημίνας Σαντοριναίου, που μειοψήφισε, η φύση των πλημμελειών που εντόπισε το Κλιμάκιο δε δικαιολογεί τη συγγνωστή πλάνη των οργάνων της Αναθέτουσας Αρχής..Ανακαλεί την 375/2009 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΚΛ.Ε/392/2008 (ΣΤ΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)

Νομιμότητα της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου και του σχεδίου σύμβασης του έργου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ….«Έργα Διευθέτησης Χειμάρρου .....», Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι πριν την έναρξη πραγματοποίησης των έργων που με την ως άνω Κ.Υ.Α. έχουν καταταγεί σε μία ή περισσότερες από τις τρεις κατηγορίες που προβλέπει το άρθρο 3 του ν. 1650/1986, όπως τα αντιπλημμυρικά έργα διευθέτησης της ροής των υδάτων (Α κατηγορία) , απαιτείται, ως κύριο μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης, η έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Ως έναρξη δε πραγματοποίησης του έργου θεωρείται όχι μόνο η υλική ενέργεια εκτέλεσης αυτού, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης, αποτελούσας προϋπόθεση έναρξης της κατασκευής του. Συνακόλουθα , η παράλειψη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων πριν της έκδοση απόφασης περί εγκρίσεως του αποτελέσματος της οικείας δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, η οποία δεν καλύπτεται από τη μεταγενέστερη έκδοση της πράξης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατασκευής και λειτουργίας του έργου. Τούτο διότι η ως άνω πλημμέλεια, άγουσα στη δημιουργία νέας πραγματικής και νομικής κατάστασης, κατά παραγνώριση των αξιώσεων της αρχής της νομιμότητας, καθώς και των περί προστασίας του περιβάλλοντος κοινοτικών και εθνικών διατάξεων, ως και της ανάγκης της εκ των προτέρων εκτίμησης των επιπτώσεων κάθε έργου ή δραστηριότητας στο περιβάλλον, εξακολουθεί να υφίσταται, καθόσον δεν έχει προηγηθεί η εκτίμηση των επιπτώσεων του προκείμενου έργου στο περιβάλλον (βλ. Ολομ. ΣτΕ 2175/2004, Πράξη VI Τμήματος Ελ.Συν. 33/2007).


ΝΣΚ/465/2007

Πριν από τη δημοπράτηση έργου, που έχει καταταγεί στις κατηγορίες του άρθρου 3 του Ν 1650/1986, όπως ισχύει, απαιτείται να έχει εκδοθεί η κατ’ άρθρο 4 αυτού απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Τέτοια, όμως, απόφαση δεν απαιτείται να έχει εκδοθεί και πριν από την ανάθεση ή έγκριση της τεχνικής μελέτης του έργου.


ΕΣ/ΤΜ.7/312/2010

Καταβολή της αμοιβής της για την πραγματοποίηση ασφαλτοστρώσεων:.. Με τα δεδομένα αυτά όσον αφορά την έκδοση τιμολογίου για την προμήθεια της ασφάλτου, βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο ότι η έλλειψη αυτή καθιστά πλημμελή τη δαπάνη για την πληρωμή της αναδόχου, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη ΙΙα της παρούσας,για την πληρωμή του αναδόχου έργου που εκτελείται για λογαριασμό των Ο.Τ.Α. απαιτείται να προσκομίζονται τα πρωτότυπα δικαιολογητικά δαπανών(τιμολόγια αγοράς πρώτης ύλης). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμα και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της αναδόχου ότι το προϊόν που παρείχε στο Δήμο (ασφαλτόδεμα) κατασκευάστηκε από άλλη εταιρεία και όχι από την ίδια, ήταν απαραίτητο να προσκομιστούν τα τιμολόγια ή και δελτία αποστολής που εκδόθηκαν μεταξύ των δύο εταιρειών, προκειμένου να αποδειχθεί η αξία του προϊόντος, η δαπάνη του οποίου καταβάλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα. Περαιτέρω και ο  δεύτερος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου  είναι βάσιμος, διότι, αν και δεν πρόκειται  για την προμήθεια της ασφάλτου  που πραγματοποιήθηκε  απολογιστικά, αλλά για την δαπάνη της ασφάλτου, που χαρακτηρίζεται ως απολογιστική  εργασία, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου της τιμολόγησής της, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα παρατίθενται στη σκέψη ΙΙβ της παρούσας, η έκδοση ειδικής έγγραφης άδειας από τη διευθύνουσα το έργο υπηρεσία, καθώς η αξία της κυμαίνεται και η τελική  τιμή της είναι αυτή που προσδιορίζεται από το εκάστοτε ημερήσιο δελτίο ενδεικτικών τιμών αγοράς ασφάλτου από τα ..., που εκδίδει η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, κατά την ημέρα ενσωμάτωσης της ασφάλτου στο έργο. Η εγκύκλιος (21/2008), της οποίας γίνεται επίκληση για την υποστήριξη της νομιμότητας της δαπάνης, αναφέρεται στον νέο  τρόπο υπολογισμού της αξίας της ασφάλτου, λόγω της ιδιάζουσας τιμολόγησης των εργασιών ασφαλτόστωσης, ωστόσο δεν μεταβλήθηκε με τον τρόπο αυτό η διαδικασία που απαιτείται για την πραγματοποίηση της προμήθειας, η οποία περιλαμβάνει εκτός από την έκδοση ειδικής έγγραφης εντολής από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και την προσκόμιση  των νόμιμων αποδεικτικών πληρωμής της (τιμολόγια και δελτία αποστολής) ως δικαιολογητικά της δαπάνης αυτής. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου που περιέχει δαπάνη ασφάλτου και  εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση όσον αφορά τα δικαιολογητικά και τον τρόπο πληρωμής της, απαιτείται να προσκομίζονται ως δικαιολογητικά  τα νόμιμα  αποδεικτικά προμήθειας της ασφάλτου. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Κατόπιν των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/312/2010

Καταβολή αμοιβής για την πραγματοποίηση ασφαλτοστρώσεων:..Με τα δεδομένα αυτά όσον αφορά την έκδοση τιμολογίου για την προμήθεια της ασφάλτου, βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο ότι η έλλειψη αυτή καθιστά πλημμελή τη δαπάνη για την πληρωμή της αναδόχου, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη ΙΙα της παρούσας, για την πληρωμή του αναδόχου έργου που εκτελείται για λογαριασμό των Ο.Τ.Α. απαιτείται να προσκομίζονται τα πρωτότυπα δικαιολογητικά δαπανών(τιμολόγια αγοράς πρώτης ύλης). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμα και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της αναδόχου ότι το προϊόν που παρείχε στο Δήμο (ασφαλτόδεμα) κατασκευάστηκε από άλλη εταιρεία και όχι από την ίδια, ήταν απαραίτητο να προσκομιστούν τα τιμολόγια ή και δελτία αποστολής που εκδόθηκαν μεταξύ των δύο εταιρειών, προκειμένου να αποδειχθεί η αξία του προϊόντος, η δαπάνη του οποίου καταβάλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα. Περαιτέρω και ο  δεύτερος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου  είναι βάσιμος, διότι, αν και δεν πρόκειται  για την προμήθεια της ασφάλτου  που πραγματοποιήθηκε  απολογιστικά, αλλά για την δαπάνη της ασφάλτου, που χαρακτηρίζεται ως απολογιστική  εργασία, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου της τιμολόγησής της, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα παρατίθενται στη σκέψη ΙΙβ της παρούσας, η έκδοση ειδικής έγγραφης άδειας από τη διευθύνουσα το έργο υπηρεσία, καθώς η αξία της κυμαίνεται και η τελική  τιμή της είναι αυτή που προσδιορίζεται από το εκάστοτε ημερήσιο δελτίο ενδεικτικών τιμών αγοράς ασφάλτου από τα Ελληνικά Πετρέλαια, που εκδίδει η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, κατά την ημέρα ενσωμάτωσης της ασφάλτου στο έργο. Η εγκύκλιος (21/2008), της οποίας γίνεται επίκληση για την υποστήριξη της νομιμότητας της δαπάνης, αναφέρεται στον νέο  τρόπο υπολογισμού της αξίας της ασφάλτου, λόγω της ιδιάζουσας τιμολόγησης των εργασιών ασφαλτόστωσης, ωστόσο δεν μεταβλήθηκε με τον τρόπο αυτό η διαδικασία που απαιτείται για την πραγματοποίηση της προμήθειας, η οποία περιλαμβάνει εκτός από την έκδοση ειδικής έγγραφης εντολής από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και την προσκόμιση  των νόμιμων αποδεικτικών πληρωμής της (τιμολόγια και δελτία αποστολής) ως δικαιολογητικά της δαπάνης αυτής. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου που περιέχει δαπάνη ασφάλτου και  εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση όσον αφορά τα δικαιολογητικά και τον τρόπο πληρωμής της, απαιτείται να προσκομίζονται ως δικαιολογητικά  τα νόμιμα  αποδεικτικά προμήθειας της ασφάλτου. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Κατόπιν των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΣΤΕ/1505/2015

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με την από 4.8.2005 σύμβαση, η οποία συνήφθη κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, η αναιρεσείουσα τεχνική εταιρεία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Οδοσήμανση Οδικού Επαρχιακού Δικτύου», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και του π.δ/τος 609/1985. Στις 30.6.2006 υπεγράφη η 1η συμπληρωματική σύμβαση, λόγω υπερβάσεως του συμβατικού αντικειμένου του έργου. Στα πλαίσια των ανωτέρω συμβάσεων, στις 29.9.2006 υποβλήθηκε ο 4ος λογαριασμός του έργου, ποσού 204.049,91 ευρώ. Στις 6.10.2006 εγκρίθηκε από τη διευθύνουσα υπηρεσία το ένα μόνον αντίγραφο του εν λόγω λογαριασμού, προς διευκόλυνση της αναιρεσειούσης, ώστε να προβεί σε ενεχυρίαση – εκχώρηση της απαιτήσεώς της από τον ως άνω λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.». Για την εν λόγω εκχώρηση συνήφθη η από 19.10.2006 σύμβαση μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ως άνω Τραπέζης προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Κατά τον ίδιο τρόπο, στις 17.1.2007 υποβλήθηκε ο 5ος λογαριασμός του έργου, ποσού 142.704,92 ευρώ, εγκρίθηκε στις 19.1.2007 το ένα μόνον αντίγραφο αυτού από τη διευθύνουσα υπηρεσία και με την από 2.2.2007 σύμβαση εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου, μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ίδιας Τραπέζης, ενεχυριάσθηκε η ως άνω απαίτηση του 5ου λογαριασμού, προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό προς την αναιρεσείουσα. Με την αγωγή της η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναγνώριση της καταβολής των ως άνω ποσών, προσαυξημένων με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η απαίτησή της για την εξόφληση των δύο ανωτέρω λογαριασμών, συνολικού ποσού 346.754,83 ευρώ, είναι, μετά τη θεώρηση – έγκριση αυτών από τη διευθύνουσα υπηρεσία, βεβαία και εκκαθαρισμένη και, επομένως, έπρεπε οι εν λόγω λογαριασμοί να εξοφληθούν εντός διμήνου από την υποβολή τους ή εντός μηνός από την έγκριση και θεώρησή τους, ήτοι από τις 7.11.2006 και 20.2.2007, αντιστοίχως. Με τα ως άνω δεδομένα, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: «Επειδή σε περίπτωση ενεχυριάσεως απαιτήσεως (προς εξασφάλιση απαιτήσεως ανωνύμου εταιρίας με αιτία αλληλόχρεο λογαριασμό), μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως της απαιτήσεως στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου με τον εκχωρητή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 5η σκέψη. Όταν όμως υφίστανται οφειλές του εκχωρητή προς το ΙΚΑ, εκχώρηση της απαιτήσεως που συναρτάται με τις οφειλές αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39 του ν. 2065/1992. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, εκχώρησε τις απαιτήσεις της από τον 4ο και 5ο λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.», χωρίς να καταβάλει τις οφειλές της προς το ΙΚΑ, ή τουλάχιστον χωρίς να αποδεικνύει ότι δεν έχει σχετικές οφειλές, αφού δεν προσκομίζει αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας. Περαιτέρω, η καταβολή του ανωτέρω ποσού και πριν από την ενεχυρίαση της σχετικής απαιτήσεως και μετά, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας. Επομένως, εφόσον δεν καθίσταται γνωστό στο δικαστήριο, εάν εχώρησε νόμιμη ή όχι εκχώρηση των ανωτέρω απαιτήσεων για καταβολή των ανωτέρω ποσών των δύο λογαριασμών (4ου και 5ου) και μόνο υπό την εκδοχή ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση αγωγής, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί και ως προς την κύρια απαίτησή της, για καταβολή των ποσών των δύο πιο πάνω λογαριασμών, αφού πληρωμή λογαριασμών δεν χωρεί, χωρίς την εξόφληση των αντιστοιχουσών εισφορών και επιβαρύνσεων προς το Ίδρυμα, η δε ενάγουσα δεν απέδειξε ότι δεν υφίστανται οι παραπάνω οφειλές αυτής προς το Ίδρυμα. Τέλος, εφόσον η τελευταία δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν υφίσταται υπαιτιότητα του κυρίου του έργου –Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ροδόπης– για τη μη πληρωμή του 4ου και 5ου λογαριασμού του παραπάνω έργου και κατά συνέπεια, δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς καταβολή τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη της ενάγουσας αναδόχου να υποβάλλει την κατά τα ανωτέρω απόδειξη για καταβολή των υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών». Επειδή, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ειδικότερα, ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αναιρετέα, διότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η μη υποβολή εξαρχής από την ανάδοχο της ασφαλιστικής και φορολογικής της ενημερότητας δεν δύναται να θεμελιώσει υπαιτιότητά της για τη μη πληρωμή, αφού δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η ανάδοχος είναι υποχρεωμένη να συνυποβάλει τις ως άνω ενημερότητες με τις σχετικές πιστοποιήσεις προς πληρωμή, αλλά τουναντίον η ανάδοχος έχει την ευχέρεια να τις υποβάλει μεταγενεστέρως και μάλιστα μετά την οριστικοποίηση των πληρωτέων ποσών, οπότε και θα γνωρίζει το ύψος των σχετικών ποσών που πρέπει να αποδοθούν στους τρίτους. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά στην όγδοη σκέψη, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι επίδικοι λογαριασμοί δεν συνοδεύονταν από τις, απαραίτητες κατά το νόμο για την πληρωμή τους, βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, δεν γεννήθηκε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς πληρωμή τους. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο ως άνω λόγος ως αβάσιμος.


ΣΤΕ/2627/2016

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, ο ανωτέρω λόγος, κατά το μέρος που αφορά το ζήτημα του ανεπικαίρου της εγκριθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση μ.π.ε είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι πράγματι η έγκριση περιβαλλοντικών όρων πρέπει να ερείδεται σε επίκαιρη μ.π.ε., δηλαδή πρόσφατη μελέτη η οποία λαμβάνει υπ’ όψη την υπάρχουσα πραγματική κατάσταση (πρβλ. ΣτΕ 2675/2003 σκ. 12), το επίκαιρο όμως της μ.π.ε. κρίνεται σε σχέση με χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση της απόφασης περί έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Άλλωστε, ενόψει των αρχών της ασφάλειας δικαίου και δεδομένου ότι βάσει της περιβαλλοντικής αδειοδότησης δημιουργούνται νομικές και πραγματικές καταστάσεις που χρήζουν προστασίας, δεν δικαιολογείται ακύρωση της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων λόγω μεταβολής των απόψεων της Διοικήσεως, επί ζητημάτων, επί των οποίων διατυπώθηκε η γνώμη των αρμοδίων υπηρεσιών κατά την αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων, στηριζομένη σε διαφορετική αξιολόγηση των στοιχείων που είχαν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την έγκριση, εκτός αν συνέτρεξε πλάνη περί τα πράγματα ή μεταβλήθηκαν πραγματικά δεδομένα, οπότε και στην περίπτωση αυτή τίθεται ζήτημα άρνησης της ανανέωσης των περιβαλλοντικών όρων σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, κατόπιν ειδικής αιτιολογημένης γνώμης της αρμόδιας υπηρεσίας (πρβλ. ΣτΕ 4357/2011 σκ. 8). Τα περαιτέρω προβαλλόμενα από τους αιτούντες περί πλάνης περί τα πράγματα σε σχέση με τη δυσχέρανση των κυκλοφοριακών συνθηκών, ανεξαρτήτως της αοριστίας τους, έχουν εξετασθεί και ανωτέρω. Εξάλλου ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται, καθ’ ερμηνεία των ανωτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη διότι τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε η υπογειοποίηση των γραμμών του ΗΣΑΠ, η οποία ήταν κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων αρρήκτως συνδεδεμένη με τη χάραξη της ζώνης διέλευσης του τραμ, είναι απορριπτέος ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, δοθέντος ότι με αυτόν δεν προβάλλεται πλημμέλεια της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά άλλης διαδικασίας, που δεν εντάσσεται στη διαδικασία της εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων ούτε αποτελεί προϋπόθεση ή έρεισμα της προσβαλλομένης (πρβλ. ΣτΕ 258/2004 σκ. 39), ενώ άλλωστε ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση τέθηκε ως προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του επίμαχου έργου η προηγούμενη υπογειοποίηση των γραμμών του ΗΣΑΠ. Ούτε άλλωστε μπορούσε να θεωρηθεί ως παραδεκτώς συμπροσβαλλόμενη, ως μη συναφής, η μεταγενεστέρως εκδοθείσα 203342/23.11.2012 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής περί έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για την υπογειοποίηση της γραμμής του ΗΣΑΠ από το σταθμό ........ έως το σταθμό Φαλήρου και την υλοποίηση νέου σταθμού στη θέση ........», ως αφορώσα άλλο έργο, ανεξάρτητο από το επίμαχο έργο της κατασκευής του τραμ.


ΣΤΕ/351/2014

Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα  του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.


ΣΤΕ/1502/2003

Κατασκευή χαραδρογερφυρών....Στην προκειμένη όμως περίπτωση, επί των αντιρρήσεων που υποβλήθηκαν από τους διαγωνιζόμενους (και από την αιτούσα) κατά του από 11.3.1996 πρακτικού της Επιτροπής Εισήγησης για Ανάθεση απεφάσισε, με την απόφασή του 1566/30.4.1996, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας και όχι ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Συγκοινωνιακών Έργων τ.5ης ΠΥΔΕ που, σύμφωνα με τη διακήρυξη του διαγωνισμού, είναι και το αρμόδιο όργανο. Για το λόγο συνεπώς αυτόν που βασίμως προβάλλεται, ο αποκλεισμός της αιτούσης με την ανωτέρω πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας ....  ήταν μη νόμιμος, ο δε ισχυρισμός που προβάλλει η Διοίκηση με το έγγραφο των απόψεών της, ότι δηλαδή σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγρ. 3 του Ν. 1622/1986 (άρθρ. 33 παράγρ. 5 του Ν. 1832/1989) η εν λόγω αρμοδιότητα ανήκε στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, αφού αυτός δεν την είχε μεταβιβάσει στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Συγκοινωνιακών Έργων, είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση είναι οι διατάξεις της διακήρυξης που διέπουν τον διαγωνισμό, και οι οποίες περιέχουν ειδική ρύθμιση. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ακυρωθεί η απόφαση 2953/24.6.1996 του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας ..., στην οποία έχει ενσωματωθεί η προγενέστερη απόφασή του (1566/30.4.1996), με την οποία αποκλείσθηκε η αιτούσα από την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού.


ΣΤΕ 2551/2013

Δημόσια έργα. Διακήρυξη . Διαγωνισμός. Ανάθεση . Παράνομη παράλειψη ανάθεσης του δημοσίου έργου .Αίτηση αναιρέσεως..Επειδή, η διακήρυξη του διαγωνισμού αποτελεί το κανονιστικό πλαίσιο που δεσμεύει τόσο την Αρχή που διενεργεί το διαγωνισμό όσο και τους διαγωνιζομένους ....η εργοληπτική επιχείρηση που συμμετέχει ανεπιφυλάκτως σ’ ένα διαγωνισμό αποδέχεται πλήρως τη νομιμότητα της διακηρύξεως, με βάση την οποία διενεργείται η δημοπρασία για την ανάθεση της κατασκευής του έργου και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η εκ μέρους της παρεμπίπτουσα, εκ των υστέρων αμφισβήτηση του κύρους των όρων της διακηρύξεως, με την ευκαιρία της προσβολής, ανάλογα με την έκβαση του διαγωνισμού για την εργοληπτική επιχείρηση, πράξεων που ανάγονται στη διεξαγωγή και τα αποτελέσματά του ..Ειδικώτερα, ως εκ της γενικότητος της διατυπώσεως του όρου 12 της διακηρύξεως του επιδίκου διαγωνισμού, όπως αυτός περιγράφεται από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.., ο όρος αυτός της διακηρύξεως,οι ειδικές ρήτρες της οποίας υπερισχύουν των γενικών διατάξεων, έχει την έννοια ότι επί ακυρώσεως ή μη εγκρίσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού δεν γεννάται αξίωση αποζημιώσεως των συμμετασχόντων σε αυτόν, τούτο δε ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο χωρεί η ακύρωση ή η μη έγκριση του αποτελέσματος του διαγωνισμού. ... ο όρος αυτός της διακηρύξεως δεν είχε αμφισβητηθή επικαίρως από την αναιρεσείουσα, η οποία συμμετέσχε στον διαγωνισμό ανεπιφυλάκτως. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν εγεννήθη εν προκειμένω αξίωση της αναιρεσειούσης προς αποζημίωση λόγω της μη εγκρίσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού αυτού. Είναι, συνεπώς, απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση,


ΣΤΕ 796/2011

Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου:Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την πρώτη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 7072/ 31.12.2004 απόφαση του Γ.Γ. Περιφερείας …, κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου του αιτούντος, για την κατασκευή Σταθμού Υπεραστικών της Α.Ε. Υπεραστικό ΚΤΕΛ νομού ... στο Ο.Τ. 298 του Δήμου .... Στο προοίμιο της πράξεως αυτής, μνημονεύεται εκ παραδρομής ως εγκριτική των περιβαλλοντικών όρων απόφαση η υπ’ αριθμ. ΚΟ/1229/12.7.2004 πράξη. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη πράξη στην πραγματικότητα έχει ως έρεισμα την υπ’ αριθμ. ΚΟ/1304/12.7.2004 απόφαση του Νομάρχη ..., με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή του έργου αυτού.Επειδή, η τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3731/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο. Συνεπώς, μετά την ακύρωσή της αποφάσεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, πρέπει, για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία έχει ως νόμιμο έρεισμα την ακυρωθείσα απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων (Σ.τ.Ε. 4275/2009, 1908-10/2008 κ.ά.). Εξ άλλου, μετά την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως για τον ανωτέρω λόγο, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των προβαλλομένων με την υπό κρίση αίτηση λόγων ακυρώσεως.