×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ/396/2025

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Η απόφαση 0396/2025 του Πέμπτου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά την προσφυγή-αγωγή ιατρού του ΕΣΥ κατά του Γενικού Νοσοκομείου Βόλου και του Ελληνικού Δημοσίου. Η προσφεύγουσα ζητούσε την ακύρωση καταλογιστικής πράξης ύψους 3.345,12 ευρώ, το οποίο φερόταν ότι εισέπραξε αχρεωστήτως ως επίδομα θέσης Διευθυντή Τομέα. Το Δικαστήριο δέχθηκε την έφεση και ακύρωσε την πράξη, κρίνοντας ότι εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο (Υποδιευθυντή του Νοσοκομείου), καθώς οι αποδοχές του προσωπικού βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, καθιστώντας τον Υπουργό Υγείας αρμόδιο διατάκτη. Ωστόσο, η σωρευόμενη αγωγή για αποζημίωση ή επιστροφή του ποσού λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 ΑΚ) ή αδικοπραξίας (914 ΑΚ) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επειδή το δικόγραφο δεν εξειδίκευε επαρκώς την ιστορική βάση και την ευθύνη των εναγομένων.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/172/2019

Εξώδικος συμβιβασμός:Με τα δεδομένα αυτά κρίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 904 Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επί των οποίων ερείδεται η αγωγή του φερόμενου ως δικαιούχου για το ποσό που αποτέλεσε τη βάση του ελεγχόμενου εξωδικαστικού συμβιβασμού, δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για την πραγματοποίηση δαπάνης εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙΙ, η δε ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης του ανωτέρω μόνο με άσκηση αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου δύναται να επιδιωχθεί.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/154/2019

Εξωδικαστικός συμβιβασμός με Δήμο:..Με δεδομένα τα ανωτέρω, κρίνεται, καταρχάς, ότι οι διατάξεις του άρθρου 904 Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επί των οποίων ερείδονται οι εκτιθέμενες στη σκέψη 3.Α.ii αγωγές του ......, που αποτέλεσαν τη βάση του ελεγχόμενου εξωδικαστικού συμβιβασμού, δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για την πραγματοποίηση δαπάνης εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη σκέψη 2, η δε ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων του ...... μόνο με άσκηση αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου δύναται να επιδιωχθεί. Περαιτέρω, από τα εκτιθέμενα στη σκέψη 3 δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν από το Δήμο ... – ... προς θεμελίωση των αξιώσεων αδικαιολόγητου πλουτισμού του ...... προκύπτει, όπως άλλωστε και ο ίδιος ιστορεί στις αγωγές του, ότι α) σε κανένα έργο, κύριο ή συμπληρωματικό, και σε καμία μελέτη, δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία ανάθεσης, εκτέλεσης, παραλαβής αυτών κατά τις ισχύουσες τότε διατάξεις και β) οφειλέτης των αξιώσεων του είναι ο Δημοτικός Αθλητικός Οργανισμός ... και εν συνεχεία ο .... ... – ... (βλ. τη ... απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ... – ..., Β΄ ...), όσον αφορά τις αξιώσεις του από τις εκτιθέμενες στη σκέψη 3.Α.ii υπό στοιχείο 1 αγωγή και υπό στοιχείο 2 αγωγή κατά το μέρος που αυτή αφορά τα έργα της υπό στοιχείο 1 αγωγής (βλ. τα αναλυτικά εκτιθέμενα στις σκέψεις 3.Β και 3.Γ στοιχεία), ενώ οφειλέτης των αξιώσεων του από τις εκτιθέμενες στη σκέψη Α.ii υπό στοιχείο 3 αγωγή και υπό στοιχείο 2 αγωγή κατά το μέρος που αυτή αφορά το έργο της υπό στοιχείο 3 αγωγής είναι το Κ.Ε.Κ. .... Συνεπώς, μη νομίμως ενταλματοποιήθηκε η ελεγχόμενη δαπάνη, αφού αυτή ερείδεται σε άκυρο εξώδικο συμβιβασμό, ο οποίος δεν υποχρεώνει το Δήμο ... – ... σε παροχή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί. 

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.7/22/2019


ΝΣΚ/412/2001

Απαλλοτρίωση. Κρίσιμα στοιχεία για τον προσδιορισμό της απομένουσας έκτασης ενός μερικώς απαλλοτριούμενου ακινήτου και λήψη μέτρων για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων του Δημοσίου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Προεδρεύων: Χ. Φραγκούλης, Νομικός Σύμβουλος, Εισηγητής: Θ. Ρεντζεπέρης, Νομικός Σύμβουλος. α) Το Δημόσιο υποχρεούται να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη ενός μερικώς αναγκαστικώς απαλλοτριούμενου ακινήτου για τη μείωση της αξίας την οποία υφίσταται το απομένον τμήμα, σύμφωνα με τις παραδοχές των οικείων δικαστικών αποφάσεων και όχι τις εκ των υστέρων συνταγείσες βεβαιώσεις του μηχανικού που συνέταξε τους πίνακες κτηματογράφησης. β) Για την προστασία των νομίμων συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση προσκόμισης από τον ιδιοκτήτη ανακριβών στοιχείων, εφαρμογή έχουν τα άρθρα 904 επ. του ΑΚ και αν αυτό έγινε σε γνώση του ενδιαφερομένου, τα άρθρα 205 του Κωδ.Πολ.Δικ., 386 του Ποιν.Κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν 1608/50, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 παρ.3 περ.α του Ν 2408/96 και 914 του ΑΚ.


ΑΠ 96/1990

Φόρος εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών: ..Ο τρίτος (τελευταίος) λόγος του αναιρετηρίου για σφαλερή ερμηνεία διατάξεων των άρθρων 9, 25 και επομένων του ν.δ. 3323/1955, με την κρίση, στην αναιρεσιβαλλομένη, ότι δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου (για εισόδημα από κινητές αξίες), κατά την πληρωμή τόκοι επιδικαζόμενοι, με δικαστική απόφαση, υπέρ φυσικού προσώπου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως στηριζόμενος σε προϋπόθεση ανύπαρκτη. Αφού, από την αναιρεσιβαλλομένη, δεν προκύπτει τέτοια γενική, για τόκους, παραδοχή του Εφετείου, αλλά κρίση του, μόνον, εμμέσως διατυπούμενη, ότι δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος τόκοι που έχουν επιδικασθεί επί του κεφαλαίου απαιτήσεως μισθωτού για αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας όπως η προαναφερόμενη, ως οφειλόμενοι, κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, για τον χρόνο από της επιδόσεως της αντίστοιχης αγωγής έως της πληρωμής του κεφαλαίου


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/371/2024

Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κλήθηκε να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με τη δικονομική αντιμετώπιση αγωγής αποζημίωσης (κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ.) συνταξιούχου βουλευτή, λόγω μη αναπροσαρμογής της σύνταξής του σύμφωνα με τις αυξημένες αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων (άρθρο 57 του ν. 3691/2008). Το ερώτημα τέθηκε καθώς είχε γίνει δεκτή η σωρευόμενη έφεση, η οποία, με διατακτικό «ακυρώνει-παραπέμπει», διέπλασε το συνταξιοδοτικό δικαίωμα αναδρομικά. Η Ολομέλεια, κατά πλειοψηφία, έκρινε ότι το ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί με την 484/2018 απόφασή της. Αποφάνθηκε ότι η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να απορριφθεί, καθώς η αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας μέσω της έφεσης αίρει τη ζημία, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης μακροχρόνιας μη συμμόρφωσης της Διοίκησης. Η υπόθεση αναπέμφθηκε στο Τέταρτο Τμήμα.


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/442/2022

ΕΚΜΙΣΘΩΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ:σύναψη επτά (7) συμβάσεων με αντικείμενο την απευθείας εκμίσθωση τμημάτων των ακινήτων με ΑΚ 4880 Π.Ε. Ημαθίας και με ΑΚ 4883, ΑΚ 4884, ΑΚ 4885, ΑΚ 4889 (δύο συμβάσεις), ΑΚ 16291 Π.Ε. Κοζάνης, για την κατασκευή αιολικού πάρκου.(...)Αντιθέτως, το μίσθωμα που αντιστοιχεί στο ποσοστό συγκυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ανέρχεται, για τη συνολική διάρκεια της μίσθωσης, ως προς την εκμίσθωση του τμήματος του ακινήτου με ΑΚ 4884 σε 372.000,00 ευρώ, ως προς την εκμίσθωση του τμήματος του ακινήτου με ΑΚ 4885 σε 446.000,00 ευρώ και, ως προς την εκμίσθωση του τμήματος του ακινήτου με ΑΚ 16291 σε 214.100,00 ευρώ. Κατά συνέπεια, ως προς τις συμβάσεις αυτές τα έσοδα από την αξιοποίηση των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων δεν ξεπερνούν το όριο των 500.000,00 ευρώ, εκ τούτου δε παρέπεται ότι απαραδέκτως εισάγονται για έλεγχο ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου τα αντίστοιχα σχέδια συμβάσεων(...)Απαραδέκτως εισάγονται για έλεγχο τα τρία (3) σχέδια συμβάσεων για την εκμίσθωση των ακινήτων με ΑΚ 4884, ΑΚ 4885 και ΑΚ 16291.​Δεν κωλύεται η υπογραφή των τεσσάρων (4) σχεδίων συμβάσεων για την εκμίσθωση τμημάτων των ακινήτων με ΑΚ 4880, ΑΚ 4883 και ΑΚ 4889, μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και της εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ».


ΕΣ/ΤΜ.5/3828/2013

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) καταλογισθεί με το ποσό των 4.071,77 ευρώ, το οποίο φερόταν ότι είχε εισπράξει αχρεωστήτως ως αναδρομικές αποδοχές ενέργειας για το χρονικό διάστημα από 29.6.1999 έως 7.7.2000. Περαιτέρω, με την παραδεκτώς σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αγωγή, η εκκαλούσα-ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει σε αυτή, νομιμοτόκως, το ποσό των 4.071,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του ως άνω καταλογισμού που φέρεται ότι κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογιστικής Διοίκησης επί αίτησης θεραπείας της εκκαλούσας-ενάγουσας, η οποία, μάλιστα, στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης. Εξάλλου, η Διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε υποχρέωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-ενάγουσα, να επανεξετάσει την υπόθεση και να ανακαλέσει την προαναφερόμενη καταλογιστική απόφαση, λόγω της έκδοσης της προαναφερόμενης 1985/2006 απόφασης του Τμήματος τούτου που αφορά ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική (καταλογιστική) πράξη. Τούτο δε, καθόσον, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής τους ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί, κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση αυτή, θα έπρεπε η τελευταία αυτή πράξη να έχει ακυρωθεί για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.(...) Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την ασφαλή διάγνωση της υπόθεσης, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση αγωγής, προκειμένου να προσκομισθούν, με επιμέλεια μεν της Διεύθυνσης Οικονομικών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας: 1) η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την αποκατάσταση της εκκαλούσας-ενάγουσας στην υπηρεσία, 2) η διοικητική πράξη, με την οποία αποκαταστάθηκε η ανωτέρω στην υπηρεσία και 3) η διοικητική πράξη, με την οποία της χορηγήθηκαν αναδρομικά οι αποδοχές που καταλογίσθηκαν εις βάρος της, με επιμέλεια δε της εκκαλούσας-ενάγουσας, τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι αυτή επέστρεψε τις εν λόγω αποδοχές στην Υπηρεσία της. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την έφεση. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 6 Ιουνίου 2007 αγωγής της … του …. Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.



ΕΣ/ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ/797/2024

Με την υπό κρίση αγωγή, η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την 13761/2022 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο), το αίτημα της οποίας μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό κατά τη συζήτηση της παρούσας στο ακροατήριο, δήλωση που περιλήφθηκε και στο επί της αγωγής από 10.4.2024 υπόμνημα (βλ. άρθρο 136 παρ.2 του ν. 4700/2020), η ενάγουσα, πρώην υπάλληλος του εναγόμενου Δήμου, με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, ζητάει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του τελευταίου να της καταβάλει το ποσό των 55.903,56 ευρώ (αντί του ορθού 55.912,56), που αντιστοιχεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, κατά το ποσό των 52.182,92 ευρώ, στις αποδοχές ενεργού υπηρεσίας της, συμπεριλαμβανομένου του οικείου φόρου μισθωτών υπηρεσιών, οι οποίες, μετά την αναδρομική ανάκληση του διορισμού της ως παράνομου, καταλογίστηκαν σε βάρος της με την 1/20.1.2017 πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον Δήμο Αθηναίων, και κατά το ποσό των 3.729,64 ευρώ, ως προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής της ως άνω οφειλής. Η ενάγουσα ζητάει να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος Δήμος Αθηναίων υποχρεούται να της καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως από τον χρόνο επιστροφής του, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής, ως αποζημίωση είτε κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και 914 του Αστικού Κώδικα, είτε κατ’ εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, άλλως, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 904 επ. του Α.Κ. 



ΕΣ/ΤΜ.5/3829/2013

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) είχε καταλογισθεί με το ποσό των 4.257,45 ευρώ, το οποίο φερόταν ότι είχε εισπράξει αχρεωστήτως ως αναδρομικές αποδοχές ενέργειας για το χρονικό διάστημα από 29.6.1999 έως 7.7.2000. Περαιτέρω, με την παραδεκτώς σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αγωγή, η εκκαλούσα-ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει σε αυτή, νομιμοτόκως, το ποσό των 4.257,45 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του ως άνω καταλογισμού που φέρεται ότι κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογιστικής Διοίκησης επί αίτησης θεραπείας της εκκαλούσας-ενάγουσας, η οποία, μάλιστα, στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης. Εξάλλου, η Διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε υποχρέωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-ενάγουσα, να επανεξετάσει την υπόθεση και να ανακαλέσει την προαναφερόμενη καταλογιστική απόφαση, λόγω της έκδοσης της προαναφερόμενης 1985/2006 απόφασης του Τμήματος τούτου που αφορά ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική (καταλογιστική) πράξη. Τούτο δε, καθόσον, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής τους ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί, κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση αυτή, θα έπρεπε η τελευταία αυτή πράξη να έχει ακυρωθεί για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, η ένδικη έφεση, αφού στρέφεται κατά πράξης που δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.(...)Πλην όμως, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: α) η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την αποκατάσταση της εκκαλούσας-ενάγουσας στην υπηρεσία, β) οι διοικητικές πράξεις, με τις οποίες, σε συμμόρφωση προς την εν λόγω δικαστική απόφαση, η ανωτέρω αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία τόσο βαθμολογικά, όσο και μισθολογικά και γ) τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα επέστρεψε στην Υπηρεσία της τις καταλογισθείσες εις βάρος της, ως αχρεωστήτως ληφθείσες, αποδοχές. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την έφεση. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 6 Ιουνίου 2007 αγωγής της … του …. Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.